Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

28 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ.8α)

Ο Χάρμος με την οικογένειά του βρίσκεται στην Λευκωσία. Οι Τούρκοι πολιορκούν την πόλη που έχει για διοικητή έναν άχρηστο Γενοβέζο. Πρόσωπα και γεγονότα είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Χάρμος ζει το δράμα του νησιού που οι Βενετοί δεν μπορούν να υπερασπιστούν αποτελεσματικά. 

***************************

Η Πύλη της Κερύνειας
Μεταφορά αλόγων από Τούρκους
 



 



 

 

 

κεφ. 8α

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8: ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Παρασκευή 8η Σεπτεμβρίου του 1570. Η κατάσταση στη Λευκωσία ήταν απελπιστική. Η ευκαιρία μας να παραδώσουμε την πόλη αναίμακτα χάθηκε, κι ας ξέραμε ότι δεν γινόταν να την κρατήσουμε ελεύθερη. Πριν μια εβδομάδα, είχε συμφωνηθεί ανάμεσα σε πολιορκητές και αμυνόμενους να υπάρξει μια μέρα ανακωχής. Είχαν έρθει στα τείχη απεσταλμένοι του πασά και μας είχαν ζητήσει να παραδοθούμε. Ήταν κοινό μυστικό πια ότι δεν είχαμε δυνάμεις. Δεν είχαμε πυρομαχικά, εφόδια, ελπίδες για ενισχύσεις, δεν είχαμε τίποτα. Αν παραδίναμε την πόλη, θα γλιτώναμε τις σφαγές και την ολοκληρωτική καταστροφή της. Θα γλιτώναμε κι όσοι βρισκόμασταν εκεί μέσα. Από τα τείχη οι Τούρκοι πήραν την απάντηση ότι ήμασταν αποφασισμένοι να πεθάνουμε με τα άρματα στα χέρια.

Αγέρωχη απάντηση γενναίων μαχητών που είχε δοθεί από τις πολεμίστρες αυθόρμητα. Ποιος όμως έπρεπε να είχε σκεφτεί πριν δοθεί αυτή η απάντηση; Κανείς φυσικά, γιατί κανείς δεν διοικούσε τη Λευκωσία εδώ και καιρό τώρα. Μήνες τώρα, που η μάχη διεξαγόταν σώμα με σώμα, ο τοποτηρητής Ντάντολο ήταν ένας άθλιος. Έκανε οικονομίες στα πυρομαχικά, δεν υπολόγιζε ζωές και υπολήψεις, δεν άκουγε τη γνώμη κανενός. Φυσικά, δεν γνώριζε ούτε πώς να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του, ούτε πώς να νικήσει ούτε πώς να χάσει. Δεν ήξερε πώς να αντισταθεί ούτε πώς να παραδοθεί. Δεν είχε ιδέα. Γίνονταν συνεχείς κι απελπισμένες εκκλήσεις στη Βενετία να στείλει έναν άξιο Προβλεπτή για την υπεράσπιση της πόλης. Δυστυχώς όλες είχαν πέσει στο κενό.

Μετά από δυο μήνες πολιορκίας όλα είχαν ισοπεδωθεί κι οι νεκροί σάπιζαν άταφοι στους δρόμους. Είχαμε εξαθλιωθεί χωρίς φαγητό, νερό ή πυρομαχικά. Ο Μουσταφά Πασάς εκείνη την ημέρα δέχτηκε αξιόλογες ενισχύσεις. Ήρθαν ο Πιαλή πασά, ο Τούρκος ναύαρχος, κι ο Αλή Πασά, ναύαρχος της δεύτερης μοίρας του στόλου. Ο Μουσταφά ετοίμαζε ήρεμος και σίγουρος την αυριανή επίθεσή του. Θα ήταν η δέκατη πέμπτη στη σειρά εξόρμηση εναντίον των τειχών της Λευκωσίας. Φοβόμασταν ότι θα ήταν κι η τελευταία. Ο Μουσταφά είχε υποσχεθεί ότι τον πρώτο απ’ τους γενίτσαρους που θα ανέβαινε στο κάστρο θα τον έκανε γινόταν Σαντζάκμπεη. Οι άλλοι, απ’ τον δεύτερο ως τον πέμπτο, θα έπαιρναν αξιώματα.

Κρίσιμη η Σαββατιάτικη επίθεση. Αν την αποκρούαμε θα είχαμε ελπίδες να μας προτείνει και πάλι έντιμη παράδοση ο Μουσταφά. Έτσι γίνονταν οι πολιορκίες. Πρώτα τα έδινες όλα χρησιμοποιώντας κάθε μέσο για να νικήσεις τον αντίπαλο. Τον έδιωχνες, αν ήσουν ο αμυνόμενος, ή τον κατακτούσες αν ήσουν ο επιτιθέμενος. Όταν όμως η πολιορκία γινόταν σφαγείο, τότε μετρούσε μόνο ο συσχετισμός δύναμης. Κανείς δεν ήταν ανεξάντλητος. Κανείς ηγεμόνας δεν στεφάνωνε στρατηγό που, για να του δώσει τη νίκη, είχε ματώσει σε έμψυχο κι άψυχο υλικό. Έφτανε η στιγμή της διαπραγμάτευσης. Η παράδοση γινόταν πολιτισμένα, οι όροι τηρούντο κι η μάχη έληγε με έναν καθαρό νικητή και έναν ηττημένο. Ο Ντάντολο όμως δεν τα γνώριζε αυτά ούτε προλάβαινε να τα μάθει. Συνέχιζε τον αγώνα απλά και μόνο γιατί δεν ήξερε πώς να τον τελειώσει. Όμως αν αποκρούαμε αυτή την επίθεση, ίσως να μάθαινε.

Δεν σκεφτόμουν άλλο τίποτα παρά την Διονυσία και την μικρή Δηιάνειρα. Αν ήθελα να σταματούσε η αδιέξοδη για μας πολιορκία ήταν γιατί ανησυχούσα πολύ για αυτές τις δυο. Το μικρό οχτάχρονο παιδί είχε δικαίωμα να ζήσει τη ζωή του. Δεν μπορεί να ήταν γραφτό να αφήσει την τελευταία του πνοή σε αυτό το σφαγείο, σε έναν τόπο ξένο για μας. Η Αδελφότητα βοηθούσε τους Βενετούς για να τους δημιουργήσει μελλοντικές υποχρεώσεις. Η Δηιάνειρα δεν είχε καμιά σχέση με την απόβαση των Τούρκων ή με τις δικές μας σκοπιμότητες.

Ο Σελίμ διέταξε την απόβαση στην Κύπρο ακριβώς με το πρόσχημα που είχε προβλέψει ο Ροντρίγκες. Οι πειρατικές επιθέσεις στα ανοιχτά της Κύπρου σε προσκυνητές δήθεν τού το επέβαλαν. Ο Σουλτάνος ζήτησε από τη Βενετία να φύγει ειρηνικά και να του παραδώσει το νησί. Η Βενετία αρνήθηκε κι οι Τούρκοι κουβάλησαν τον στρατό τους. Μάζεψαν πεζούς κι ιππείς από την Καραμανία και την Ανατολία. Έφτασαν εδώ με τριακόσιες γαλέρες, εξήντα γαλεότες και με διακόσιες χιλιάδες πολεμιστές του Αλλάχ.

Τα προβλήματα με την άμυνα της Λευκωσίας τα είδα κι εγώ με την πρώτη ματιά. Τα είχαν επισημάνει άλλοι πολύ πιο πριν από μένα κι είχαν ζητήσει να διορθωθούν. Σε πληθυσμό πενήντα χιλιάδων κόσμου, οι μάχιμοι ήταν δώδεκα χιλιάδες το πολύ. Η άμυνα της πόλης, με τα κάστρα και τις πύλες, ήθελε είκοσι χιλιάδες στρατιώτες. Ο Ντάντολο κατέστρεψε κτίσματα κι ανατίναξε παλάτια και γκρέμισε γοτθικούς ναούς της εποχής των Λουζινιάν(i). Έφτιαξε μια πολυγωνική κατασκευή με τείχη γύρω από την πόλη για να αντέξει σε πολιορκία διαρκείας. Οι αποθήκες είχαν προμήθειες κι αγαθά για να αντέξει η Λευκωσία δυο χρόνια. Με καλή διαχείριση θα άντεχε ακόμη περισσότερο, χρειαζόταν όμως σωστή διοίκηση κι εμπνευσμένο αρχηγό. Αντί γι αυτό, το νησί διέθετε έναν μέτριο κι ανίκανο ηγέτη που κάθε μέρα έδειχνε όλο και πιο καταστροφικός. Ήταν απίστευτο πως όλοι συμφωνούσαν, ευγενείς και λαός, Ιταλοί κι Έλληνες ότι ο Ντάντολο ήταν η κατάρα του θεού. Μας είχε τύχει ο πλέον ακατάλληλος ηγέτης σε μια μάχη ζωής και θανάτου. Η Βενετία δεν έστειλε ένα σωστό Προβλεπτή κι ο Ντάντολο μας οδηγούσε στην καταστροφή. Ήταν βλάξ. Εμπόδιζε τις όποιες προσπάθειες των Κυπρίων και των Ιταλών αξιωματικών.

Δεν παρεμπόδισε την απόβαση των Τούρκων. Έφτασαν ανενόχλητοι μέχρι την Λευκωσία κι απέκοψαν τις επικοινωνίες της. Ο Ντάντολο έβαλε το ιππικό στην πόλη και απαγόρεψε εξ ολοκλήρου την παρενόχληση της προέλασης των επιτιθέμενων. Πίστευε ο ηλίθιος ότι θα περικυκλώσει τους Τούρκους με τις δυνάμεις που υπήρχαν σκορπισμένες στα γύρω βουνά. Με το ιππικό θα τους κατανικούσε.

Μέγα λάθος αντάξιο της φήμης του. Με δυο χιλιάδες πολεμιστές ήθελε να περικυκλώσει διακόσιες χιλιάδες Τούρκους. Δεν ελευθέρωσε τους Ρωμιούς δουλοπάροικους, ούτε καν έδωσε μιαν υπόσχεση μελλοντικής ελευθερίας. Άφησε να ευνοούν τους Οθωμανούς που τους υποσχέθηκαν ελευθερία. Οι Βενετοί τον πίεζαν να δώσει την υπόσχεση, ο Ντάντολο όμως είχε άλλη γνώμη. Ήταν εκπληκτικό το πόσο αντίθετα με κάθε λογική ενεργούσε. Αν οι Τούρκοι είχαν βάλει έναν προβοκάτορα στη θέση του, δεν θα τα κατάφερνε τόσο καλά όσο αυτός. Η βλακεία του ήταν ανίκητη! Η Βενετία, όρισε νέο Τοποτηρητή που, όμως, δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στην Κύπρο.

Ήταν τραγικό να είσαι Έλληνας εκείνο το Φθινόπωρο στην Κύπρο. Από την μια οι μουσουλμάνοι διψασμένοι για αίμα κι απ’ την άλλη οι χριστιανοί που τους φέρονταν σαν ζώα. Οι Ρωμιοί ήταν οι πρώτοι που σφάζονταν κι απ’ τις δυο μεριές. Οι πρώτοι είκοσι χιλιάδες στρατιώτες των Οθωμανών στην Πάφο ήταν, βασικά, Ρωμιοί της Καραμανίας. Είχαν επιστρατευθεί από τον Σουλτάνο. Τους παρενόχλησαν, παρακούοντας τον Ντάντολο, Ρωμιοί επιστρατευμένοι από τους Βενετούς. Έλληνες κωπηλατούσαν στις τουρκικές γαλέρες, Έλληνες έχτιζαν και τα βομβαρδισμένα τείχη των Βενετών. Ιερείς ορθόδοξοι στα χωριά έπειθαν τους χωρικούς να υποταχτούν στον Οθωμανό για να φύγει ο Ενετός δυνάστης. Έλληνες κήρυκες είχαν σταλεί από τους Βενετούς να σκορπίσουν τον θάνατο σε χωριά που τυχόν αλλαξοπιστούσαν. Έλληνες άμαχοι ή επιστρατευμένοι χάνονταν στον άγριο πόλεμο των ξένων δυναστών τους.

«Το κλίμα είναι στραβό» μου είχε πει η Διονυσία. «Οι Βενετοί φεύγουν το βράδυ από τις πολεμίστρες κι αφήνουν εκεί Έλληνες που δύσκολα κρατιούνται και δεν φεύγουν. Είναι αυτό σοβαρή άμυνα μιας πολιορκημένης πόλης;»

«Μήπως είναι απλές γκρίνιες γλυκιά μου;» της έλεγα προσπαθώντας κάπως να την καθησυχάσω.

«Οι πλούσιοι τα βράδια πάνε σπίτια τους κι αφήνουν τους φτωχούς στα τείχη! Κανείς δεν αντιδρά σε αυτό το χάλι! Πώς θα γίνουν οι υπερασπιστές ένα σώμα και μια ψυχή; Απορώ που ακόμη αντέχουμε!» φώναζε η Διονυσία.

«Αφού τον ξέρεις τον Ντάντολο. Τα επικροτεί όλα αυτά γιατί είναι ηλίθιος!»

«Δεν υπάρχει κανείς να πει στους Βενετούς ότι πρέπει επειγόντως να τον αλλάξουν;» ρωτούσε απελπισμένη. «Είδα τον Πιζάνι να του ρίχνεται, να τον αμφισβητεί ανοιχτά λέγοντάς τον ανίκανο. Δεν τον αντέχουν ούτε οι Βενετοί. Κυκλοφορεί με σωματοφύλακες.»

Ο Ντάντολο, για λόγους οικονομίας, απαγόρευσε να πυροβολούν οι αμυνόμενοι τους λαγουμιτζήδες των Τούρκων. Αυτοί χάλαγαν τα ορύγματα και κάλυπταν τις τάφρους ή έφτιαχναν πύργους για να εξουδετερώσουν τους προμαχώνες. Η απαγόρευση ίσχυε αν οι εχθροί ήταν λίγοι και επιτρεπόταν να πυροβολούνται μόνο αν ήταν από δέκα και πάνω. Όταν έβγαλε κι αυτή τη διαταγή, όλοι κατάλαβαν ότι μας διοικούσε ένας ανόητος κι επικίνδυνος άνθρωπος. Είχε στείλει τους πιο ικανούς αξιωματικούς στην Αμμόχωστο γιατί πίστευε ότι εκεί θα επιτεθούν πρώτα οι Τούρκοι. Τώρα είχαν αποκλειστεί εκεί και δεν μπορούσαν να έρθουν πια στη Λευκωσία. Στις αρχές του Σεπτέμβρη όλα είχαν κριθεί κι όμως δεν υπήρχε κανείς να αναλάβει την ευθύνη της διαπραγμάτευσης. Κόντευε να εκραγεί επανάσταση καθώς ο λαός πεινούσε και τα νοσοκομεία είχαν γεμίσει με πληγωμένους. Το στάρι και το αλεύρι φυλαγόταν για να παραδοθεί στο τέλος στους εισβολείς. Δεν υπήρχαν πια ούτε ξύλα για να ανάψει κανείς φωτιά να ψήσει ψωμί.

Ήμουν επικεφαλής της ομάδας των τριακοσίων Ελλήνων απ’ το Σαλέντο. Ήμουν απ’ τους αρχηγούς της φρουράς της Πύλης της Αμμοχώστου. Αρκετοί στρατιώτες από την Πύλη μας είχαν από χτες μετακινηθεί στον προμαχώνα του Ποδοκατάρου. Εκεί θα δινόταν η μεγάλη αυριανή μάχη και θα κρινόταν η τύχη μας. Απέναντι απ’ αυτόν τον προμαχώνα οι Οθωμανοί είχαν τοποθετήσει το στράτευμα του Καραμάν Πασά. Ήταν όλοι Ρωμιοί της Ρούμελης και της Καραμανίας, χριστιανοί ή γενίτσαροι. Θα πολεμούσαν κι εδώ Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Οι Έλληνες της Κύπρου μαζί με κάποιους Ιταλούς μάχονταν για τη δόξα της Βενετίας. Απέναντί τους, Έλληνες της Μικρασίας και Τούρκοι μάχονταν για τη δόξα των Οθωμανών.

Εκείνο το απόγευμα της Παρασκευής ήταν ένα πολύ θλιβερό απόγευμα. Έφυγα για λίγο από την Πύλη, που είχε καταντήσει σχεδόν επίπεδη, για να δω τις γυναίκες μου. Τις βρήκα στον ελληνικό καθεδρικό ναό των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Εκεί είχαν καταφύγει από τις αρχές του Σεπτέμβρη, από τότε, δηλαδή, που είχαν σκουρύνει τα πράγματα. Τις είχε πάρει ο επίσκοπος που είχε γίνει οικογενειακός μας φίλος στον ένα χρόνο που μέναμε στην Λευκωσία. Η Διονυσία ανησυχούσε πολύ και φοβόταν για την Δηιάνειρα. Δεν μπορούσαμε κάνουμε τίποτε άλλο παρά να ανταλλάξουμε και πάλι φιλιά και χάδια μεταξύ μας. Σφιχταγκαλιαστήκαμε κι ευχηθήκαμε να βγάλουμε μιαν ακόμη μέρα. Αν φτάναμε ως την Κυριακή, ο Ντάντολο θα μιλούσε με τον Λαλά Μουσταφά για όρους της παράδοσης ή δεν θα ζούσε. Ήδη κάποιοι πατρίκιοι τον έψαχναν για να τον σκοτώσουν ή να τον αναγκάσουν τον σε παραίτηση κι αυτός κρυβόταν.

«Αύριο είναι η κρίσιμη μέρα» είπα στη Διονυσία.

«Είσαι κουρασμένος και χτυπημένος. Να προσέχεις» μου είπε.

«Θέλω να μείνετε μέσα στον καθεδρικό ναό. Εκεί θα είστε ασφαλείς από τα κανόνια.»

«Εδώ ο Λογαράς(ii) έχει επιβάλει μια τάξη, αλλά, αν μπουν οι Τούρκοι στην πόλη, τότε ...»

«Μπαμπά, θέλω να μείνεις μαζί μας» μου ζήτησε η μικρή Δηιάνειρα.

«Δεν γίνεται αυτό μωρό μου» της είπε η μητέρα της.

«Λυπάμαι γλυκό μου, πρέπει να πολεμήσω» της είπα.

«Πότε θα τελειώσει ο πόλεμος;» με ρώτησε πολύ σοβαρά η μικρή κορούλα μου.

«Ελπίζω πως αύριο θα είναι η τελευταία μέρα, μωρό μου» της απάντησα.

«Ελπίζεις ή φοβάσαι πως θα είναι η τελευταία;» με ρώτησε με μια πίκρα στη φωνή της η Διονυσία.

«Όπως το είπες. Και ελπίζω αλλά και φοβάμαι. Αν αντέξουμε αύριο, ο Λαλά Μουσταφάς θα αρχίσει να φοβάται τις απώλειες. Αλλιώς αυτό θα είναι το τέλος!»

«Ό,τι κι αν γίνει» είπε δακρυσμένη η Διονυσία «θέλω να ξέρεις πως δεν μετανιώνω για ό,τι κάναμε. Ακόμα κι αν αυτό είναι το τέλος.»

«Θα τα καταφέρουμε, μην ανησυχείς» είπα δείχνοντας αποφασισμένος. «Θα έρθω αύριο να σας δω, ό,τι κι αν γίνει.»

Με αγκάλιασε και βάλαμε ανάμεσά μας την Δηιάνειρα. Την κρατήσαμε και οι δυο σφιχτά χαϊδεύοντάς την καθώς το μικρό δάκρυζε κι αυτό.

«Αν οι Τούρκοι μπουν, να μείνετε μέσα στον ναό κοντά στον αρχιεπίσκοπο. Δεν τα βάζουν με την ορθόδοξη εκκλησία. Ο Λογαράς, που μισούσε πάντα τους Λατίνους, θα βρει ένα τρόπο να συνεννοηθεί με τους Τούρκους. Το πολύ-πολύ να σας πιάσουν αιχμάλωτες και να σας πουλήσουν. Θα είναι σκληρό αλλά όχι το τέλος! Ό,τι κι αν γίνει να με περιμένετε, θα έρθω να σας βρω» της είπα.

«Πάψε» μου είπε η Διονυσία «δεν θα χρειαστεί.»

«Το ελπίζω γλυκιά μου, και θα παλέψω γι αυτό, αλλά ποτέ κανείς δεν ξέρει. Γι αυτό σου λέω, αν χρειαστεί άσ’ τους να σας αιχμαλωτίσουν, κοιτάξτε, όμως, να γλιτώστε τη ζωή σας! Μου το υπόσχεσαι αυτό;»

«Ναι. Όσο περνάει από το χέρι μου αυτό θα κάνω. Κι εσύ, όμως, θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα ζήσεις ό,τι κι αν συμβεί. Ας σε πιάσουν αιχμάλωτο καλύτερα, θα σε βρούμε οπωσδήποτε όπου κι αν σε πάνε. Έχουμε τόσους φίλους, θα σε ελευθερώσουν, αρκεί να ζεις! Μου το υπόσχεσαι;»

«Ναι γλυκιά μου, στο υπόσχομαι» της είπα.

«Ας μην πούμε τίποτε άλλο» μου ζήτησε.

«Τίποτε» συμφώνησα. «Μείνετε μόνο λίγο κοντά μου.»

Μείναμε εκεί για λίγη ώρα ακόμη καθώς έπρεπε να γυρίσω στο πόστο μου. Δεν είπαμε τίποτε για την αυριανή μέρα. Θυμηθήκαμε τις μέρες της ευτυχίας στα βουνά της Ηπείρου και τις στιγμές που περάσαμε μαζί. Μιλήσαμε για τον ξαφνικό γάμο μας και τη θεόσταλτη γέννηση της Δηιάνειρας. Είπαμε για την αγωνία της Μάλτας, που έμοιαζε με της Κύπρου, για την Μαδρίτη, τον Δον Χουάν και την Ιζαμπέλα. Είπαμε για τη Ρώμη κι όλα όσα ζήσαμε μαζί αυτά τα οχτώ χρόνια.

«Ας ζήσουμε όλοι ακόμα μια μέρα!» ευχηθήκαμε κι οι τρεις αγκαλιασμένοι.

«Θα σε περιμένω αύριο, μπαμπά» μου είπε η Δηιάνειρα.

«Στο υπόσχομαι ότι θα έρθω να σε δω μωρό μου» της είπα κι εγώ. 

.................. (συνεχίζεται) ...... 

παραπομπές:  

i Η Κύπρος ήταν σταυροφορικό βασίλειο από το 1191 που την κατέκτησε ο Ριχάρδος Λεοντόκαρδος και την παρέδωσε στον Γκύ ντε Λουζινιάν ως το 1489 που η Βενετία κληρονόμησε το νησί από την τελευταία βασίλισσα Αικατερίνη Κορνάρο το 1489. (ΠΗΓΗ: Βικιπέδια / e-istoria.com /κ.α.)

ii Ο αρχιεπίσκοπος Νεόφυτος Λογαράς έδωσε ένα σπουδαίο αγώνα στην πολιορκία και πέθανε μαχόμενος την ημέρα της κατάληψης της πόλης (ΠΗΓΕΣ: Site www.parathyro.com)


***************************

Αύριο Πέμπτη, πρωταπριλιά αλλά χωρίς ψέματα, θα δημοσιευτεί το β' μέρος του κεφαλαίου, πάντα στην Κύπρο στη διάρκεια της πολιορκίας της Λευκωσίας.