Συνέχεια από τις περιπλανήσεις στο Αιγαίο. Μετά την Χίο και την Κορώνη, ο Ιάκωβος Βασιλικός και ο Χάρμος Γεωργιάδης φτάνουν στην Πάρο. Εκεί θα συμβεί ένα γεγονός που θα αλλάξει την προοπτική της ζωής τους. Το γεγονός αυτό, που είναι πραγματικό κι όχι μυθοπλασία, μάς το παραδίδει ο Δημήτριος Πασχάλης σε σχετικό σύγγραμμά του (δες παραπομπές)
Κεφ. 2β
Πάρος κι Αντίπαρος |
*** ΠΑΡΟΣ ***
Ο Ιάκωβος κι εγώ μπήκαμε στο μοναδικό πλοίο που αναχώρησε με Γενοβέζους για την Κρήτη. Ο Ιάκωβος δεν είχε ξεχάσει ότι η Κρήτη ήταν ο προορισμός μας. Καθυστερήσαμε κάποια χρόνια γιατί δεν μας άφησαν οι περιστάσεις. Ούτε και τώρα θα φτάναμε όμως. Το πλοίο μας συνάντησε ένα πειρατικό με Σαρακηνούς κι ελλιμενίστηκε στην Πάρο για προστασία. Πιστεύαμε ότι θα μέναμε αποκλεισμένοι για μέρες μέχρι να φύγουν οι πειρατές. Κατεβήκαμε στην πόλη όπου μπλέξαμε άσχημα. Πέσαμε θύματα ληστών που πήραν ό,τι είχαμε πάνω μας. Χάσαμε τα γενοβέζικα χρυσά νομίσματα αλλά και κάποιες συστατικές επιστολές. Γυρίσαμε στο πλοίο αλλά, όταν φτάσαμε στο λιμάνι, διαπιστώσαμε έκπληκτοι ότι είχαν αναχωρήσει χωρίς εμάς. Είχαν βρει κατάλληλο τον καιρό κι είδαν ότι οι πειρατές είχαν φύγει.
Βρεθήκαμε ξανά στο μηδέν. Μόνη μας ελπίδα ήταν να μπαρκάρουμε ξανά με κάποιο πλοίο για τη Χίο όπου είχαμε γνωστούς. Δεν είχαμε χρήματα και, δυστυχώς, κανένα πλοίο δεν φαινόταν στο λιμάνι. Για μερικές μέρες ζήσαμε από την ελεημοσύνη των ντόπιων. Τότε γνωρίσαμε τον επίσκοπο Πάρου. Τον φώναζαν “δεσπότη Ιάκωβο” κι ήταν ενωτικός(i). Ο Ιάκωβος τον κέρδισε με την ευφράδειά του. Σύντομα δέχτηκε την πρόταση του ιερέα για να μείνουμε στο νησί για λίγο καιρό. Μείναμε για τρία ολόκληρα χρόνια!
«Ξέρεις πως λέγεται ο δεσπότης;» μού είπε μια μέρα με μάτια που έλαμπαν.
«Ιάκωβος. Το ξέρουμε από την πρώτη στιγμή.»
«Ο δεσπότης λέγεται Ιάκωβος Ηρακλείδης(ii)» μού είπε. «Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;»
Ήταν μια τρομερή σύμπτωση. Το “Ιάκωβος” ήταν πολύ συνηθισμένο όνομα στις μέρες μας, όμως το “Ηρακλείδης” σπάνιζε. Ήταν το όνομα που ο φίλος μου είχε εφεύρει για τον εαυτό του από τις μέρες της Κερασούντας. Και νά, τώρα, που το είχε ο δεσπότης! Ποιος θα του το έβγαζε από το μυαλό ότι δεν ήταν απλή σύμπτωση; Φαινόταν ότι εδώ στην Πάρο κάποιο πεπρωμένο είχε γραφτεί γι αυτόν.
Έμοιαζε με τρομερό παιχνίδι της τύχης αλλά ο Ιάκωβος προτίμησε να το δει σαν ένα είδος θεϊκού μηνύματος. Ήταν φλογισμένος σαν να είχε πυρετό.
«Είναι σημάδι!» μου είπε. «Αυτός ο άνθρωπος θα παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή μου!»
«Σε είχα για άνθρωπο της λογικής» είπα.
«Τι πιο λογικό από αυτό; Το όνομά μου είναι Ιάκωβος όπως και το δικό του. Από μικρό παιδί διεκδικώ να λέγομαι Ηρακλείδης, όπως λέγεται ο δεσπότης!»
«Μήπως … να το θεωρήσουμε σύμπτωση;» πρότεινα.
«Σύμπτωση ή θεϊκό σημάδι;» μού είπε ονειροπολώντας. «Διαλέγεις και παίρνεις!»
Ο δεσπότης χρειαζόταν εγγράμματους βοηθούς κι εμείς κάτι για να πιαστούμε. Υπολογίζαμε να επιστρέψουμε στη Χίο. Η επικοινωνία της Πάρου με την Χίο ήταν εύκολη. Βγάζαμε τα προς το ζην από την επισκοπή. Ο Ιάκωβος εκμεταλλεύτηκε τις γνώσεις του στα θεολογικά. Έγινε πρωτοσύγκελος κι εγώ έγινα βοηθός του. Εκείνος εντρυφούσε στον καθολικισμό κι εγώ έκανα διάφορα, από θελήματα μέχρι αντιγραφές κειμένων. Δεν ενθουσιαζόμουν, αλλά, το υπέμενα μια κι ο επίσκοπος δεν ήταν ιδιαίτερα καταπιεστικός. Δίπλα του επιβιώναμε.
Μια μέρα έκανα, τυχαία, μιαν ανακάλυψη που άλλαξε ριζικά τη ζωή μας. Καθάριζα το υπόγειο του ναού όταν διαπίστωσα ότι ένα κασόνι, κάπως διαφορετικό από τα άλλα, ήταν κρυμμένο. Βρισκόταν πίσω από μια παλιά και πολύ βαριά βιβλιοθήκη. Ήταν γεμάτο με παλιά έγγραφα. Το έδειξα στον Ιάκωβο και το ψάξαμε στα κρυφά μαζί. Καταλάβαμε αμέσως ότι εκεί μέσα κρυβόταν ένας θησαυρός. Δεν ήταν χρυσαφικά ή νομίσματα αλλά σπουδαία κι ανεκτίμητα έγγραφα. Τα είδαμε καλά και τα μελετήσαμε. Υπήρχαν χρυσόβουλα από τον Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Με αυτά χάριζε στους προπάτορες του δεσπότη την κυριαρχία και την εκμετάλλευση της Σάμου και της Πάρου. Είχε σφραγίδες που αναγνωρίζονταν από όλους τους Λατίνους ηγεμόνες. Άλλα χαρτιά βεβαίωναν ότι ο Ιάκωβος Ηρακλείδης, επίσκοπος Πάρου, ήταν ο μοναδικός κληρονόμος των προπάππων του.
«Δεν θα πούμε σε κανέναν τίποτε» μού ζήτησε.
«Και τι λες να κάνουμε; Έχεις κάτι στο νου σου;»
«Κάτι θα σκεφτούμε. Προς το παρόν θα προσέχουμε.»
Επρόκειτο για έναν θησαυρό. Οι αγράμματοι χωρικοί κι οι άλλοι βοηθοί, ακόμα κι αν τον έπιαναν στα χέρια τους δεν θα αναγνώριζαν την αξία του.
«Δεν πιστεύω να σκέφτεσαι ότι θα τα κλέψουμε και θα φύγουμε …» τού είπα.
«Όχι βέβαια» με καθησύχασε. «Αν τα αποκτήσουμε παράνομα, ο δεσπότης θα μας καταγγείλει. Θα μας κυνηγούν σε δύση και ανατολή.»
«Λες να σε κάνει νόμιμα κληρονόμο του ο δεσπότης;»
«Δεν ξέρω … δεν νομίζω» είπε σκεπτικός. «Κάτι όμως θα βρούμε να κάνουμε.»
Η ισχύς των εγγράφων είχε άμεση σχέση με τον τρόπο που τα αποκτούσε κανείς. Αν ο επίσκοπος τού τα παρέδιδε με συμβόλαιο, σαν νόμιμο διάδοχό του, όλα καλά. Τα χρυσόβουλα στα χέρια του θα αποτελούσαν πραγματικό θησαυρό.
«Πρέπει να κάνουμε υπομονή» έλεγε .
«Άραγε πόσα χρόνια θα χρειαστεί να περιμένουμε;» αναρωτιόμουνα εγώ
«Θα περιμένουμε μια ευνοϊκή συγκυρία.» είπε. «Αρκεί να έχουμε υπομονή.»
Τα χρυσόβουλα του δεσπότη μάς κρατούσαν στην Πάρο αλλά φαινόταν να αξίζουν τον κόπο. Πέρασαν πάνω από δυο χρόνια ώσπου μια μέρα, η ευκαιρία παρουσιάστηκε ξαφνικά ουρανόπεμπτη. Ο δεσπότης έφυγε για την Ρώμη με ένα γενοβέζικο καράβι που πέρασε από την Πάρο. Ο Πάπας ήθελε να φέρει στο Βατικανό τους προσκείμενους σε αυτόν ενωτικούς ιερείς. Σκόπευε να τους καθοδηγήσει στην αντιμετώπιση της ορθόδοξης αίρεσης. Κατά κύριο λόγο ήθελε να τους πει για τη νέα μεγάλη απειλή, τον προτεσταντισμό. Ο επίσκοπος βρέθηκε στην Αιώνια Πόλη να μαθαίνει για τις αιρέσεις και για το Ουνιτικό δόγμα. Με την επιστροφή του η αποστολή ήταν να προσηλυτίσει επιτέλους τον απλό λαό στην ορθή πίστη. Να στραφεί προς τον Πάπα και να πάψει να επιμένει πεισματικά στην παραδοσιακή ορθόδοξη πίστη του.
Όμως ο επίσκοπος δεν γύρισε ποτέ. Ήταν φιλάσθενος αν κι όχι πολύ μεγάλος στην ηλικία. Θα ζούσε αρκετά χρόνια ακόμη αν δεν είχε κάνει ως τη Ρώμη που βρήκε φουρτούνες και τον εξάντλησε. Αντί γι αυτόν, έφτασε ένα μαντάτο στο νησί. Έλεγε πως ο δεσπότης αρρώστησε κι οι γιατροί της ιερής πόλης δεν κατάφεραν να τον γιατρέψουν. Ήταν το σωτήριο έτος 1536 όταν ο δεσπότης πέθανε. Κηδεύτηκε με τιμές και θάφτηκε στη Ρώμη. Δεν θα ξαναρχόταν στην Πάρο ποτέ πια.
«Ο επίσκοπος πέθανε, τι γίνεται τώρα;» ρωτούσαν οι χωρικοί της ενορίας κι οι βοηθοί.
«Δεν είναι καλά τα πράγματα» τους είπε ο Ιάκωβος.
«Θα γίνεις εσύ επίσκοπος;»
«Δεν μπορώ εγώ,. Είμαι ορθόδοξος. Ο θείος μου ήταν ουνίτης» είπε ο Ιάκωβος.
Όταν τον αποκάλεσε «θείο» αντιλήφθηκα ότι είχε ήδη καταστρώσει ένα σχέδιο.
«Τι θα κάνουμε Ιάκωβε, τι έχεις στο νου σου;» ρώτησα
«Μη σε νοιάζει, θα δεις» μου είπε.
Ο νόμος έλεγε ότι τα υπάρχοντα δεσπότη που δεν έχει συγγενείς πάνε όλα στην τοπική Βουλή. Ουσιαστικά, δηλαδή, στον τοπικό φεουδάρχη, τον Σαγρέδο(iii), που ήταν μέθυσος και χαραμοφάης. Θα πήγαιναν άδικα τα μανουάλια, τα δαχτυλίδια και τα χρυσά νομίσματα που είχε στο σεντούκι του ο επίσκοπος. Ο Ιάκωβος όμως σκαρφίστηκε ένα σχέδιο. Θα κέρδιζε εκείνος τα πολύτιμα χρυσόβουλα κι οι νησιώτες την περιουσία.
«Φώναξε τους χωρικούς» μου είπε. «Τώρα είναι η δική μας ευκαιρία!»
Μαζεύτηκαν για να ακούσουν τι είχε να τους πει ο πρωτοσύγκελος του δεσπότη.
«Ακούστε με όλοι σας καλά» τους είπε ο Ιάκωβος. «Θα μας πάρει ο μέθυσος όλα τα υπάρχοντα του θείου μου. Ζώα, χρήματα, μανουάλια, τα πάντα. Αυτό θα γίνει αν πουν πως ο ιερέας θείος μου δεν είχε συγγενείς. Όμως εμείς μπορούμε να τα κρατήσουμε όλα!»
«Πως θα γίνει αυτό παιδί μου;»
«Θα πάτε να παραπονεθείτε για τα χρέη του δεσπότη.»
«Μα δεν μας χρωστούσε τίποτε.»
«Εσείς θα πείτε ότι σας χρωστούσε. Θα παραπονεθείτε πως εγώ ο μικρανεψιός και μοναδικός του κληρονόμος δεν σάς δίνω αυτό που σάς ανήκει. Θα απαιτήσετε να βγει διάταγμα του Σαγρέδου που να με υποχρεώνει να πληρώσω τα χρέη του θείου μου. Σαν κληρονόμος του πρέπει να σάς πληρώσω.»
«Τι μας οφείλει; Τι χρέη είναι αυτά;»
«Τα πάντα! Θα πείτε ότι δουλέψατε χρόνια γι αυτόν και σας χρωστάει πολλά.»
«Μα αφού πέθανε… πώς θα μας πληρώσει;»
«Θα ζητήσετε να σας τα δώσω εγώ ο κληρονόμος του.»
«Μα, εσύ, παιδί μου, δεν είσαι ο κληρονόμος του! Πώς θα το πούμε; Δεν θα καταλάβει ότι είναι ψέμα;»
«Αν το πείτε όλοι θα το πιστέψει! Θα ζητήσετε να σας δώσω σαν κληρονόμος του τα χρωστούμενα του δεσπότη.»
«… και θα μας τα δώσεις;»
«Όλα! Θα πάρω μόνο ό,τι μου δώσετε εσείς που θα σας είναι άχρηστο.»
«Λες αλήθεια; Αν είναι έτσι … σύμφωνοι!» είπαν
«Θα μου δώσετε και μερικά άσπρα για να πορευτώ.»
«Σύμφωνοι και σε αυτό!»
«Φύγετε. Πείτε στον Σαγρέδο ότι ο δεσπότης Ιάκωβος Ηρακλείδης σας χρωστά τη δουλειά που τού προσφέρατε. Πείτε του πως ο ανιψιός του Ιάκωβος Ηρακλείδης πρέπει να σας αποζημιώσει. Ελάτε με το έγγραφο του Σαγρέδου και θα σας τα μοιράσω όλα!»
«Πάμε και το καλό που σου θέλουμε να κρατήσεις τον λόγο σου!»
«Θα τον κρατήσω!» τους υποσχέθηκε.
Έγινε όπως το σχεδίασε. Οι χωρικοί διαμαρτυρήθηκαν στον τοπικό φεουδάρχη Βερνάρδο Σαγρέδο. Του είπαν πως ήταν άδικο να πάρει νομίμως όλη την κληρονομιά ο ανιψιός του επισκόπου. Έπρεπε τουλάχιστον να τους δώσει αυτά που τους χρωστούσε ο επίσκοπος και που δεν ήταν και λίγα. Ήταν λαϊκή απαίτηση. Ο Βερνάρδος διάβασε το αίτημα. Φαινόταν απολύτως νόμιμο. Κάλεσε τον γραμματικό του που εξέτασε τους χωρικούς. Ο γραμματικός ζήτησε ένα ρεγάλο για να πει αυτά που ήθελαν και τού το υποσχέθηκαν.
Ο γραμματικός έγραψε τις μαρτυρίες κι αποφάνθηκε υπέρ των χωρικών. Ο απόλυτος και μοναδικός κληρονόμος του επισκόπου ήταν ο ανιψιός του και συνονόματός του Ιάκωβος Ηρακλείδης. Διαπίστωσε επίσης ότι ο επίσκοπος είχε δανειστεί κι από τις πέτρες στο χωριό. Από την περιουσία του έπρεπε να αποδοθεί το μερίδιο στους δανειστές. Υποχρέωνε τον Ιάκωβο να πληρώσει τα χρέη. Ενημέρωσε τον κύρη του.
Ο Σαγρέος εξέδωσε διαταγή με την οποία διέτασσε τον Ιάκωβο να αποζημιώσει τους χωρικούς. Το έγγραφο ανέφερε: «... τον Ιάκωβον Βασιλικόν Ηρακλείδην, μικρανεψιόν και μόνον νόμιμον κληρονόμον δεσπότου και Επισκόπου Πάρου και Σάμου εν Ρώμη παρ’ Αγίω Πέτρω αποβιώσαντος εν έτι κυρίου χιλιοστώ πεντηκοσιοστώ τριακοστώ έκτω ...»
Με τον τρόπο αυτό ο Σαγρέδος τού έδωσε μια βεβαίωση ότι ο Ιάκωβος Βασιλικός λεγόταν Ηρακλείδης. Βεβαίωνε επίσης ότι ήταν ο πραγματικός και μόνος κληρονόμος του επισκόπου. Ήταν επίσημο πιστοποιητικό. Αποδείκνυε ότι δικοί του ήταν οι τίτλοι κυριαρχίας της Σάμου και της Πάρου. Το πιστοποιητικό αυτό ήταν που επεδίωκε να αποκτήσει ο Ιάκωβος εξ αρχής. Με την πονηριά του τα κατάφερε(iv).
«Να τα μοιράσουμε δίκαια. Ίσα μερίδια σε όλους» είπε.
«Θα τα μοιράσεις όλα;» τον ρώτησα.
«Φυσικά. Εξ άλλου τους ανήκουν.»
«Στον δεσπότη ανήκουν» τον διόρθωσα. «Οι δηλώσεις τους ότι ο επίσκοπος τους χρωστούσε ήταν ψεύτικες.»
«Όχι φίλε μου, δικά τους είναι. Τούς ανήκουν όχι μόνο επειδή κορόιδεψαν τους αρχικλέφτες, τον Σαγρέδο και τον γλοιώδη γραμματικό. Ο επίσκοπος απ' αυτούς τα είχε πάρει σιγά-σιγά με τα προνόμια που τού είχε δώσει κατά καιρούς η λατινική εκκλησία. Τού δούλευαν χωρίς πληρωμή. Τού έδιναν μερίδιο από τα γεννήματά τους. Χρειάζονταν την καλή του κουβέντα γιατί μπορούσε με μια του λέξη να τους καταδικάσει. Κατά κάποιο τρόπο τούς τα έπαιρνε εκβιαστικά. Είναι λοιπόν δικά τους και δίκαια τα παίρνουν πίσω!»
Ήταν μια λογική που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Στην ουσία δεν είχε κλέψει κανέναν, κι ο Επίσκοπος ήταν νεκρός. Είχε δίκιο και δεν μπορούσα να το αρνηθώ.
«Ας πούμε πως έχεις δίκιο» είπα. «Πώς θα τούς πείσεις, όμως, ότι όλα τα έκανες γι αυτούς; Θα σε πιστέψουν ότι είσαι απλά ο καλός Σαμαρείτης; Κάτι θα πρέπει να πάρεις κι εσύ, έτσι δεν είναι; Τι θα τους πεις ότι κρατάς για σένα;»
«Εμείς θα πάρουμε αυτά που μας ανήκουν. Το κασόνι με τα έγγραφα θέλουμε. Θα πάρουμε και μερικά άσπρα που θα μας δώσουν οι χωρικοί για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Αυτό δεν συμφωνήσαμε μαζί τους; Στην ουσία θα πάρουμε ό,τι τους είναι άχρηστο.»
«Σωστά, αυτό συμφωνήσαμε. Οι χωρικοί δεν ξέρουν τι μπορεί να σημαίνουν τα έγγραφα» είπα.
«Μπορεί, τελικά, και να μη σημαίνουν τίποτε. Να μείνουν χαρτιά σε ένα ντουλάπι. Αλλά κι αν ήξεραν τι λένε, δεν θα είχαν τι να τα κάνουν. Σε εκείνους είναι άχρηστα.»
«Ενώ σε σένα θα φανούν χρήσιμα;»
«Θα δούμε» είπε αινιγματικά. «Ίσως και να φανούν …, ποτέ δεν ξέρεις. Τα έγγραφα μόνο σε έναν Ιάκωβο Ηρακλείδη μπορούν να είναι χρήσιμα.»
«Κι εσύ έγινες επιτέλους κι επίσημα Ηρακλείδης, με τη βούλα του Σαγρέδου.»
«Αυτό είναι, ίσως, το καλύτερο μέρος από όλα» μού είπε χαμογελώντας.
Μοίρασε πραγματικά όλα τα περιουσιακά στοιχεία του δεσπότη στους χωρικούς. Κράτησε μόνο τα χρυσόβουλα, τις ομολογίες και τις σφραγίδες. Σύμφωνα με αυτά τα έγγραφα και μαζί με τις βούλες του Σαγρέδου, θεωρείτο πλέον ευγενής. Ήταν ο κύριος της Πάρου, ο άρχων της Σάμου κι ο ιδιοκτήτης μερικών ακόμη βραχονησίδων. Είχε γίνει ιδιοκτήτης κτημάτων και γης που ανήκαν είτε στους Τούρκους είτε στους Λατίνους. Οι τίτλοι του, επομένως, δεν είχαν πρακτικό αποτέλεσμα, όμως, στη Δύση είχαν νόημα κι αντίκρισμα. Κατά κάποιο τρόπο ο Ιάκωβος είχε γίνει ένας ευγενής στερημένος από τη γη του. Οι τίτλοι αυτοί ήταν εισιτήριο για την ευρωπαϊκή αριστοκρατία. Ήταν ένας ξεπεσμένος -έστω- ευγενής. Αδικημένος από την μοίρα, χτυπημένος από τους αλλόθρησκους, όμως ευγενής. Μπορούσε να μιλάει επί ίσοις όροις με άλλους ξεπεσμένους αριστοκράτες της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας.
Πήραμε μερικά άσπρα από τους χωρικούς, που μας τα έδωσαν πρόθυμα. Ήταν ευγνώμονες με τον Ιάκωβο που είχε κοροϊδέψει τόσο χοντρά τον Σαγρέδο και για ό,τι τούς είχε δώσει. Μπήκαμε μετά χαράς στο πρώτο καράβι που πέρασε από το λιμάνι της Πάρου. Κατά ευτυχή συγκυρία το καράβι αυτό πήγαινε στη Σάμο. Ήταν το ένα από τα δυο νησιά που ανήκαν στα χαρτιά στον Ιάκωβο. Το νησί βρισκόταν υπό τουρκική κυριαρχία. Δεν το ξέραμε ακόμα αλλά πολύ σύντομα και η Πάρος θα περνούσε κι αυτή στα χέρια των Τούρκων. Θα γινόταν, μάλιστα, αυτό με ένα τρόπο τραγικό.
Στη Σάμο μάς περίμενε η απογοήτευση. Το νησί ήταν ακατοίκητο για πολλά χρόνια. Οι Τούρκοι προσπαθούσαν να το εποικίσουν. Μετέφεραν κόσμο από τα μικρασιατικά παράλια. Ωστόσο ακόμη δεν υπήρχε καλά-καλά ούτε μια πόλη κανονική. Μόνο κάτι ασήμαντα χωριά, χέρσα αγροκτήματα και μερικές σκόρπιες καλύβες. Η φύση ήταν οργιαστική αλλά η ανθρώπινη παρουσία μηδαμινή. Ο φίλος μου ήταν άρχοντας και κύριος ενός νησιού που δεν είχε παρά ελάχιστους κατοίκους. Έλειπαν κι ο Πυθαγόρας κι ο Αρίσταρχος κι ο Πολυκράτης, ακόμα κι ο Ευπαλίνος. Δεν ήταν στη Σάμο αυτοί που την είχαν δοξάσει. Δεν είχαμε τίποτα να κάνουμε εδώ.
«Δεν είναι για μας αυτό το μέρος» είπε ο Ιάκωβος.
«Θα πάμε τελικά στη Ρόδο;»
«Έτσι κι αλλιώς το καράβι θα μας πάει στη Ρόδο. Θέλω να δω τον αδελφό μου αλλά δεν θα μείνουμε πολύ. Από εκεί θα συνεχίσουμε για την Κρήτη.»
Φτάσαμε στη Ρόδο όπου βρήκαμε τον αδελφό του, τον Εμμανουήλ, και μείναμε στο σπίτι του. Ο γιος του, ο Ιάκωβος Διασσωρίνος ήταν οχτώ χρονών. Από τώρα κιόλας έδειχνε τον δυναμικό χαρακτήρα του και την μεγάλη εξυπνάδα του. Αργότερα, στην Αυγούστα, θα γινόταν κι αυτός συνιδρυτής της Αδελφότητας. Θα ήταν ένα από τα εξέχοντα και πιο δραστήρια μέλη της. Καθίσαμε μερικές μόνο μέρες στη Ρόδο. Αναχωρήσαμε με ένα καΐκι που βρήκαμε με δρομολόγιο για Κρήτη. Επιβιβαστήκαμε πληρώνοντας τα τελευταία μας άσπρα. Σαλπάραμε για τη μεγαλόνησο που αποτελούσε εδώ και τριακόσια χρόνια Βενετική κτήση.
********
Παραπομπές:
i Οι Ενωτικοί ή Ουνίτες δέχονταν την πρωτοκαθεδρία του Πάπα και ήταν ουσιαστικά καθολικοί οι οποίοι όμως ακολουθούσαν ολόκληρο το τυπικό της Ορθοδοξίας.
ii Το όνομα “Ιάκωβος Ηρακλείδης” για τον δεσπότη του οποίου πρώτος βοηθός έγινε ο Ιάκωβος Βασιλικός επιβεβαιώνεται από τον Κώδικα της Άνδρου σελ. 165-191 από τον οποίο αντλούν τις πληροφορίες οι βιογράφοι του Ιάκωβου Ηρακλείδη
iii Φεουδάρχης της Πάρου ήταν ο Βερνάρδος Σαγρέδος, γόνος μιας δυναστείας φεουδαρχών και είχε πάρει το νησί από τους Βενετούς με ένα γάμο που είχε κάνει με την πραγματική κληρονόμο του νησιού, την Σετσίλια Βενιέρι
iv Η ιστορία αυτή της απόκτησης από τον Ιάκωβο των τίτλων του Άρχοντος και Μαρκίωνος Πάρου και του Δεσπότη της Πάρου από τον πραγματικό ιδιοκτήτη τους τον δεσπότη Ιάκωβο Ηρακλείδη, καθολικό επίσκοπο της Πάρου που πέθανε στη Ρώμη, καταγράφεται από τον Δημήτριο Πασχάλη στο σύγγραμμά του «Ιάκωβος Βασιλικός-Ηρακλείδης, Άρχος Σάμου, Δεσπότης Πάρου, Κόμης Παλατίνος, Ηγεμών της Μολδαβίας», Άνδρος 1935, σελ. 254, ενώ την αναφέρει εν συντομία και ο Κωνσταντίνος Σάθας (“Νεοελληνική Φιλολογία, Βιογραφίαι”, εκδόσεις Κορομηλά, Αθήνα, 1868, σελ. 179-182). Ο Πασχάλης αναφέρει όλο το περιστατικό με τους χωρικούς και την “κληρονομιά” που βεβαίωσαν ώστε να μην πέσει η περιουσία στα χέρια του Σαγρέδου με αποτέλεσμα να κληρονομήσει ο Ιάκωβος Βασιλικός τα χρυσόβουλα και το όνομα του επίσκοπου. Ο Σάθας θεωρεί ότι ο Ιάκωβος Βασιλικός υπεξαίρεσε τα χρυσόβουλα και το όνομα “Ιάκωβος Ηρακλείδης” στην Πάρο.
*********************************
Αύριο Πέμπτη 4/3 η συνέχεια (2γ) των περιπλανήσεων στο Αιγαίο. Οι δυο ήρωές μας φτάνουν στην Κρήτη όπου κάνουν νέες γνωριμίες και ζουν νέες περιπέτειες.