Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

26 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 26η

Η ζωή συνεχίζεται, ενώ γύρω το τοπίο είναι εκρηκτικό κι επίκειται πλέον η καταστροφή. Από τις συζητήσεις των ηρώων, γίνεται καθαρή ποια είναι η κατάσταση μέσα και έξω από την Πόλη. 
************************************

Β’  Ο ΕΡΩΤΑΣ

Ο Χωνιάτης είχε ερωτευτεί κάποτε, πολύ μικρός. Το είχε πια ξεχάσει. Γι αυτό ταράχτηκε με αυτό που άκουσε να του λέει ο Νικηφόρος τόσο καθαρά. Θα κοιμόταν με την Ζωή και θα απατούσε την γυναίκα του. Βέβαια δεν ήταν ανήκουστο να απατά κανείς τη γυναίκα του με μια άλλη, το περίεργο ήταν η παραδοχή της πράξης. Δεν είχε δεχτεί ούτε καν το πρόσχημα που του είχε δώσει. Μπορούσαν να έχουν δυο δωμάτια και να κοιμούνται μαζί, ποιος ο λόγος της ομολογίας;
«Ξέρεις» είπε ο Νικηφόρος λίγο διστακτικός έτσι που τον είδε, «την αγαπάω αυτή τη γυναίκα. Δεν μπορώ να χάσω ούτε μια μέρα χωρίς να την έχω δίπλα μου.»
«Κι εγώ κυρ-Νικήτα» πετάχτηκε η Ζωή. «Δεν θέλω να μείνω μόνη μου, Με τον Νικηφόρο θα κοιμάμαι, μην φτιάξετε, λοιπόν, το ξεχωριστό δωμάτιο άδικα.»
«Νόμιζα πως …» έκανε λίγο αμήχανα ο Νικήτας.
«Όχι, δεν χώρισε ο Νικηφόρος» του είπε η Ζωή. «Απλά, αφήσαμε τον εαυτό μας ελεύθερο και ζούμε μαζί σαν να μην υπάρχει ούτε χτες ούτε αύριο. Αυτό είναι όλο!»
«Καταλαβαίνω την απορία σας μεγάλε Λογοθέτη» είπε ο Νικηφόρος. «Όπως ακούσατε, δεν έχω χωρίσει. Η Αγνή έκανε ένα κοριτσάκι κι έχει στην κοιλιά της άλλο ένα δικό μου παιδί. Την αγαπάω σαν γυναίκα μου, ξέρω τις υποχρεώσεις μου, αλλά, πώς να το πω, δεν γίνεται αλλιώς. Ερωτεύτηκα τη Ζωή κι αυτό δεν μπορώ να το κρύψω.»
«Το έχεις πει στον Μιχαήλ;»
«Προσπάθησα αλλά δεν μπόρεσα. Πήγα να του το πω, αλλά, με την πρώτη ευκαιρία που άλλαζε το θέμα, σιωπούσα κι έφευγα ανακουφισμένος. Όλον αυτό τον καιρό είχα πολλές τύψεις, τώρα, όμως, δεν τις έχω πια.»
«Τι άλλαξε και μπορείς να είσαι τόσο άνετος τώρα;»
Ο Νικηφόρος έπιασε το χέρι της, την κοίταξε στα μάτια και του απάντησε.
«Έζησα με την Ζωή ένα μήνα σε μια καλύβα δίπλα στη θάλασσα, κι είδα για ποιο λόγο αξίζει να ζει κανείς.»
«Όσο γι αυτό, σίγουρα υπάρχει κάποιος λόγος, ακόμα κι αν ξεφεύγει από την αντίληψή μας» είπε ο Νικήτας. «Είτε το πούμε σχέδιο του Θεού είτε κάπως αλλιώς, ωστόσο πρέπει να υπάρχει ένα σχέδιο, ένας σκοπός. Πώς να αντέξει ο άνθρωπος μια ζωή άσκοπη;»
«Έζησα μαζί της στιγμές ασύλληπτης ομορφιάς κυρ-Νικήτα. Πιστεύω πως γι αυτές τις στιγμές, αξίζει η ζωή. Για την ομορφιά τους και μόνο, αξίζει να αντέχεις όλα τα βάσανα αυτού του κόσμου.»
«Η ζωή, λένε, είναι μια δοκιμασία» είπε ο Νικήτας.
«Για τον παράδεισο, την κόλαση, για την τελική κρίση;» αρπάχτηκε ο Νικηφόρος. «Συγνώμη, σεβαστέ Λογοθέτη, αλλά θα διαφωνήσω! Προτιμώ να ζω για την ομορφιά αυτού του κόσμου χωρίς προεκτάσεις!»
«Χαίρομαι φίλε μου που βρίσκεις τη ζωή τόσο όμορφη. Σίγουρα φταίει η Ζωή γι αυτό, ωστόσο, δεν είναι ο κόσμος τόσο τέλειος. Η ομορφιά περνάει γρήγορα. Η ασχήμια είναι το μέλλον κάθε ομορφιάς. Τα λουλούδια ανθίζουν και μαραίνονται, οι άνθρωποι λιώνουν, οι έρωτες ξεθυμαίνουν.»
«Μπορώ, όμως, να αντέχω την ασχήμια για το χατίρι της ομορφιάς και μόνο!»
«Μας λέτε, κυρ-Νικήτα, πως ο Θεός είναι άδικος;» τον ρώτησε η Ζωή.
Τον ξάφνιασε η ερώτησή της και την πρόσεξε καλύτερα.
«Γιατί να φτιάξει την ομορφιά αν ήταν να την βυθίσει στην ασχήμια;» επέμεινε εκείνη.
«Άγνωστες οι βουλές του Κυρίου» είπε ο Χωνιάτης.
«Με τον Νικηφόρο ζήσαμε για ένα μήνα κάποιες μέρες, λίγες ή πολλές δεν έχει σημασία, σε ένα επίγειο παράδεισο! Ερωτευμένοι κάθε στιγμή, χορτάτοι κι ας πεινούσαμε, ξύπνιοι ακόμα και τον ύπνο μας!» είπε η Ζωή.
Ήταν φανερό πως η νεαρή γυναίκα ήταν ξαναμμένη από τον έρωτα. Τον ξαναζούσε μέσα από τα λόγια της.
«Αν δεν ήταν όλη αυτή η ομορφιά μια θεϊκή ευλογία» συνέχισε η Ζωή, «τότε ποια είναι η χάρη του Θεού; Δεν είναι κρίμα να αποδίδουμε οι χριστιανοί στον Αντίχριστο τον έρωτα και τη χαρά; Σ’ αυτόν τα πιο ωραία ανθρώπινα συναισθήματα, και στον Θεό αφήνουμε τον πόνο και τις τύψεις. Δεν αδικούμε έτσι τον ίδιο τον Θεό;»
Όσο την έβλεπε ο Νικήτας να μιλά με τέτοιο πάθος και σοφία, από μέσα του βαθιά ζήλευε. Μακάριζε τον Νικηφόρο όσο δεν είχε δοξάσει ποτέ του άνθρωπο ούτε και άγιο. Ήταν νεαρή κι όμως είχε προσωπικότητα. Το πνεύμα της ήταν τόσο πιο ζωντανό από τις γερασμένες σκέψεις του.»
«Δεν κατακρίνω αυτό που κάνατε. Πολύ περισσότερο δεν λέω πως το κατακρίνει ο Θεός» της απάντησε. «Σκέφτομαι μόνο πως εσείς ζήσατε και ζείτε σε ένα παράδεισο, στέλνοντας άλλους ανθρώπους στην κόλαση. Η γυναίκα του, η οικογένειά του, το παιδί του … αυτά λέω.»
«Έχουμε συμφωνήσει, κυρ-Νικήτα, με τον Νικηφόρο σε αυτά» του είπε η Ζωή. Ήταν συντετριμμένη από τα τελευταία του λόγια. «Έχουμε συμφωνήσει πως δεν θα βασίσουμε τη δική μας ευτυχία πάνω στον πόνο και την δυστυχία των άλλων. Γι αυτό θα πληρώσουμε το τίμημα που μας αναλογεί. Ο Νικηφόρος θα γυρίσει στην οικογένειά του. Εγώ θα αποσυρθώ, πιθανότατα σε κάποιο μοναστήρι.»
«Μα … έχεις μια ζωή μπροστά σου.»
«Όχι κυρ-Νικήτα, ζωή χωρίς έρωτα δεν θα είναι ζωή!» είπε εκείνη με αποφασιστικότητα.
«Που ξέρεις; ίσως ξαναβρεθούμε» είπε ο Νικηφόρος κι έσφιξε το χέρι της.
«Τι φριχτό τέλος για ένα τέτοιο έρωτα!» είπε ο Νικήτας.
Είχε εντυπωσιαστεί με τον απόλυτο τρόπο με τον οποίο ζούσαν τη σχέση τους. Θαύμαζε τον καρτερικό τρόπο με τον οποίο αποδέχονταν τη μοίρα τους.
«Αφήστε μας τουλάχιστον την ελπίδα κυρ-Νικήτα» του είπε χαμογελαστή η Ζωή.
«Θα έχουμε, λοιπόν, ένα δωμάτιο;» ρώτησε ο Νικηφόρος.
«Το πιο ζεστό κι όμορφο δωμάτιο του αρχοντικού μου θα σας φιλοξενήσει για όσο καιρό θέλετε. Θα είναι στη διάθεσή σας όποτε το χρειάζεστε.»
Πριν απομακρυνθούν πρόλαβε και τους είπε.
«Να ξέρετε … καιρό είχα να ακούσω κάτι τόσο αληθινό που να με κάνει να νιώσω και πάλι μαθητής. Σας ευχαριστώ γι αυτό το μάθημα και τους δυο σας!»
Εγκαταστάθηκαν στο δωμάτιο που τους έδωσε. Έβλεπε σε ένα κήπο γεμάτο ανθισμένα λουλούδια. Ήταν Απρίλης κι η φύση οργίαζε. Το τοπίο ήταν πολύχρωμο, γεμάτο με μεθυστικά αρώματα. Για μερικές μέρες ακόμα ο Νικηφόρος κι η Ζωή έζησαν τον έρωτά τους με τον απόλυτο τρόπο που ήθελαν. Έκαναν βόλτες σε όλη την Κωνσταντινούπολη θαυμάζοντας τα μνημεία και τα αρχιτεκτονικά θαύματα. Συμπεριφέρονταν σαν περιηγητές που είχαν έρθει για να γνωρίσουν την πιο σπουδαία πόλη του κόσμου. Ο έρωτάς τους χαραζόταν ανεξίτηλα παντού. Έγραφαν μαζί ποιήματα, δημιουργούσαν μαζί ζωγραφιές και αποτύπωναν την Πόλη με τον δικό τους τρόπο. Το δικό της χέρι ήταν το ταλαντούχο, αλλά, συμμετείχε κι εκείνος. Με όλα όσα έκαναν, άφηναν το αποτύπωμα της αγάπης τους.
«Νιώθω σαν να είμαστε στην κόγχη μιας σπάθας, στην κόψη ενός ξυραφιού» του έλεγε. «Σαν να υπάρχουν γκρεμοί δεξιά κι αριστερά μας, αλλά, εμείς επιμένουμε στην κόψη μιας κορυφογραμμής.»
«Αυτή τη λεπτή ισορροπία νιώθω κι εγώ, αγάπη μου.»
«Κι ομολογώ ότι το συναίσθημα στην κορυφογραμμή είναι εκπληκτικό!» συνέχιζε εκείνη.
«Όσο τρέχουμε, δεν υπάρχει κανείς φόβος για πτώση» συμπλήρωνε αυτός.
Ήταν έτσι ακριβώς. Στην κόψη του ξυραφιού! Μια ζωή που δεν θα είχε κανένα αύριο αν οι εισβολείς κατάφερναν να μπουν. Μια ζωή που δεν θα είχε αύριο ακόμα κι αν η Πόλη σωνόταν κι ο Νικηφόρος γυρνούσε στο σπίτι του. Μια ζωή που υπήρχε ακριβώς γιατί, στην κόψη του ξυραφιού, η ένταση είναι τέτοια που δεν πονάς ακόμη κι όταν κόβεσαι.
Την άλλη κιόλας μέρα είδαν τον Θεόδωρο Λάσκαρη που τους υποδέχτηκε γεμάτος χαρά με ανοιχτές αγκάλες. Η Ζωή τού είπε τα νέα της Άννας Αγγελίνας. Ο Νικηφόρος του έδωσε το κιβώτιο με τα συγγράμματα που είχε φέρει από τον Μιχαήλ Ακομινάτο. Δίπλα στον Θεόδωρο βρίσκονταν ο αδελφός του Κωνσταντίνος κι ο φίλος τους, ο Γιγιαθαντίν Καϊχοσρόης. Ο Τούρκος εντυπωσιάστηκε από τη Ζωή. Όσο κι αν προσπάθησε να είναι διακριτικός, δεν μπόρεσε να το κρύψει. Ο Θεόδωρος το πρόσεξε και του το τόνισε.
«Φίλε μου, η κατσαρομάλλα και μαυρομάτα φίλη του φίλου μου σε μάγεψε!»
«Δεν έχω ξαναδεί τόσο βαθύ βλέμμα όσο το δικό της» του είπε ο Καϊχοσρόης. «Είναι γυναίκα του Αθηναίου;»
«Ο ναύαρχος είναι παντρεμένος με άλλη γυναίκα στην Αθήνα αλλά είναι ερωτευμένος με την Ζωή. Τον θυμάμαι από τότε που με είχε περάσει με το πλοίο του απέναντι. Δεν μου είχε πει τίποτα αλλά ο έρωτάς του δεν μπορούσε να κρυφτεί, θα τον καταλάβαινε κι ένα μικρό παιδί. Και τώρα, είμαι σίγουρος ότι ήρθε στα μέρη μας γι αυτήν!»
«Ολέθριος έρωτας!» παρατήρησε ο Καϊχοσρόης.
«Μεγάλος έρωτας!» είπε ο Θεόδωρος.
«Και τι δεν θα ‘δινα για να την αποκτήσω, μια τέτοια γυναίκα» είπε ο Σελτζούκος.
«Αποτιμάται ο έρωτας με χρήμα ή με άλλες προσφορές;» τον ρώτησε ο Θεόδωρος
«Έτσι λένε» είπε ο Καϊχοσρόης. «Λένε πως όλα έχουν την τιμή τους.»
«Εσύ το πιστεύεις φίλε μου;» τον ρώτησε ο Θεόδωρος. «Άσε τι λένε οι άλλοι. Ο φίλος μου ο Ιαθατίνης τι γνώμη έχει επ’ αυτού;»
«Ο έρωτας μόνο με έρωτα πολεμιέται! Αυτό πιστεύει ο φίλος σου ο Τούρκος! Κι αυτή η ομορφονιά Ρωμιά νομίζω ότι είναι ικανή να εμπνεύσει ένα τέτοιο έρωτα! Το αντίδοτο στο πάθος του Αθηναίου φίλου σου, νομίζω πως μόνο η ίδια το κατέχει. Μόνο που για να της εμπνεύσει έρωτα, πρέπει κάποιος να ασχοληθεί σοβαρά μαζί της.»
«Εσύ τι νομίζεις; Θα ασχολιόσουν μαζί της αν είχες τον χρόνο Ιαθατίνη;»
«Αν είχα χρόνο, ίσως. Όμως δεν έχω! Έχω τόσο πολλές δουλειές να με περιμένουν που ο χρόνος μου είναι λίγος για να τον χαραμίσω με έρωτες. Εσύ όμως, Θεόδωρε; Τι θα έκανες εσύ για την καρδιά αυτής της μαυρομάτας;»
«Μμμ …, δεν ξέρω» έκανε ο Θεόδωρος. «Εμένα δεν μου πέρασε από το μυαλό. Την Ζωή την είδα σαν φίλη της γυναίκας μου και σαν μια γυναίκα εμπιστοσύνης. Δεν την κοίταξα ποτέ όπως σε είδα να την τρως με τα μάτια σου Ρωμαιότουρκε!»
Ο Γιγιαθαντίν ήταν άψογος απέναντί της αλλά η Ζωή δεν χρειαζόταν πολλά για να καταλάβει. Ούτε καν το χάρισμα που είχε, να διαβάζει μέσα απ’θα τα μάτια την ψυχή του άλλου, δεν της χρειάστηκε. Είδε πως η παρουσία της τον αναστάτωνε. Ήταν άντρας εντυπωσιακός που δεν περνούσε απαρατήρητος. Δυνατός και ψηλός, σκουρόχρωμος με σχιστά κι έξυπνα μάτια, έδειχνε να έχει και ψυχικά χαρίσματα. Η σιγουριά σε όλες τις κινήσεις του τού προσέθετε ένα είδος μεγαλοπρέπειας και μιαν αρχοντιά. Η αυτοπεποίθησή του δεν οφειλόταν στην επιβλητική του εμφάνιση και μόνο. Είχε παρελθόν παντοδυναμίας αφού ήταν Σουλτάνος στο Ικόνιο πριν εκδιωχθεί από τον αδελφό του. Παρ’ όλα αυτά, για την Ζωή δεν ήταν παρά ένας άνδρας μέσα στο πλήθος όλων των άλλων.
Η Ζωή κι ο Νικηφόρος γνωρίστηκαν με τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη, τον αδελφό του Θεόδωρου. Αυτός ήταν ένα παλικάρι που έδειχνε την αφοβία και το θάρρος του σε κάθε στιγμή. Είτε στον πόλεμο είτε σε μιαν απλή συναναστροφή, έβλεπες πάντα την δύναμή του. Ήταν ένας όμορφος νεαρός με καστανόχρωμα σγουρά μαλλιά και μεγάλα γαλαζοπράσινα μάτια. Είχε αρμονικό σώμα και γλυκό πρόσωπο. Η έκφρασή του ήταν χαμογελαστή κι αθώα. Δεν είχε την αυτοπεποίθηση του Γιγιαθαντίν. Ίσως, μάλιστα, να έδειχνε αφελής μπροστά στην αποφασιστικότητα του Τούρκου. Ωστόσο είχε καθαρό βλέμμα, σκέψη ανοιχτή και λόγο χωρίς κρυφά υπονοούμενα και αμφισημίες. Έγινε αμέσως φίλος με τον Νικηφόρο και τη Ζωή και δήλωσε αυθόρμητα υποστηρικτής του έρωτά τους.
Οι δυο νέοι φίλοι, ο Καϊχοσρόης κι ο Κωνσταντίνος, έκαναν πολύ καλή εντύπωση στη Ζωή. Δεν είχε συναντήσει ως τότε άντρες με κάτι περισσότερο από κουκούτσι μυαλό. Έβλεπε σ’ αυτούς ένα νταηλίκι και μιαν επίμονη παρόρμηση για καυγά. Δύσκολα θα της έκανε θετική εντύπωση ένας άλλος άντρας με μέτρο σύγκρισης τον Νικηφόρο ή τον πατέρα της. Ο δυνατός, εξωτικός κι αρχοντικός Καϊχοσρόης κι ο όμορφος, ευαίσθητος κι αλλοπαρμένος Κωνσταντίνος ήταν αλλιώς. Θα μπορούσαν, ίσως, να την συγκινήσουν σαν γυναίκα αν το κεφάλαιο έρωτας δεν είχε κλείσει -για κείνην- τόσο ερμητικά.
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης κάλεσε σπίτι του τον Νικήτα Χωνιάτη και τον Πατριάρχη Καματηρό. Ήθελε να μιλήσουν για τις εξελίξεις. Μαζί τους κάλεσε και τον Νικηφόρο, τη Ζωή, τον Καϊχοσρόη, τον Αλέξιο Παλαιολόγο και τον Θεόδωρο Βρανά. Με τον Παλαιολόγο ήρθε κι η γυναίκα του Ειρήνη που ήταν αδελφή της Άννας Αγγελίνας. Με τον Βρανά ήρθε η αγαπημένη του Άννα, πρώην αυτοκρατόρισσα. Ήρθαν κι άλλοι άρχοντες, στρατηγοί και πατρίκιοι για να συζητήσουν την κατάσταση και την αντιμετώπισή της. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά καθώς ήταν πια φανερό ότι οι Φράγκοι ετοίμαζαν γενική επίθεση. Οι Ρωμαίοι θα χρειαζόταν τελικά να υπερασπιστούν την Πόλη μέχρις εσχάτων. Θα στέκονταν όμως όλοι στις θέσεις τους; Αυτό ήταν το κρίσιμο ερώτημα.
Ήταν πλούσιοι οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης. Οι εκκλησίες τους είχαν κολώνες τυλιγμένες με χρυσό και άργυρο. Τα καντήλια ήταν επίσης χρυσά κι οι δρόμοι ήταν στολισμένοι και γεμάτοι με αρχοντικά που ξεχείλιζαν από τον πλούτο. Όλο το εμπόριο ανατολής και δύσης περνούσε από εδώ για χίλια χρόνια. Κάθε προϊόν άφηνε τον φόρο και το κέρδος από την κάθε αγοραπωλησία. Ο πλούτος ήταν διάχυτος. Οι κάτοικοι ήταν ντυμένοι με μεταξωτά και χρυσάφια. Φυσικά, πλήρωναν μισθοφόρους για να τους φυλάνε. Είχαν Βαράγγους και Σκύθες, Τούρκους κι άγριους Κουμάνους για φύλακες. Οι ξένοι είχαν αναλάβει την προστασία των κακομαθημένων και πλούσιων κατοίκων. Κι εκείνοι είχαν καταντήσει τρυφηλοί και δειλοί κι ήταν άμαθοι στα όπλα και στις μάχες.
Ήταν εύκολο για ένα στρατό αποτελούμενο από φτωχούς φανατικούς μαχητές να κατανικήσει ένα ρωμαϊκό στράτευμα. Οι Ρωμαίοι θα το έβαζαν στα πόδια με την πρώτη δυσκολία. Αυτό το ήξεραν καλύτερα από όλους οι Ρωμαίοι στρατηγοί που έβλεπαν τον κίνδυνο από τους Φράγκους. Είχαν τον φόβο ότι ο ρωμαϊκός στρατός θα δείλιαζε από τις πρώτες αψιμαχίες. Δεν μπορούσε, όμως, η άμυνα της Πόλης να στηρίζεται μόνο στους ξένους μισθοφόρους στρατιώτες. Έπρεπε οι ίδιοι οι κάτοικοι να συνεισφέρουν στην σωτηρία της. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο πρόβλημα που είχαν να λύσουν. Πώς θα έπειθαν τον λαό της Βασιλεύουσας να υπερασπιστεί την πόλη του και, μαζί της, την οικογένειά του; Πώς θα τον έπειθαν για το αυτονόητο που είχε ξεχαστεί και που φαινόταν πια σαν μακρινή ανάμνηση άλλων εποχών;
Ο Καϊχοσρόης συμμετείχε σε όλα, σαν να ήταν κι αυτός Ρωμαίος άρχοντας. Εξ άλλου ήταν κι αυτός «Ρουμί», δηλαδή Ρωμαίος μουσουλμάνος.
«Εδώ δεν παλεύουν οι θρησκείες μας» είχε δώσει κι ο ίδιος την εξήγηση.
«Αυτοί που μας απειλούν, λένε πως είναι χριστιανοί» τόνισε ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης.
«Εδώ παλεύουμε οι Ρωμαίοι με τους βάρβαρους από τη δύση» συνέχισε ο Καϊχοσρόης.
«Ιαθατίνη, κι εσύ Κωνσταντίνε» είπε ο Καματηρός. «Από εσάς ελπίζουμε πολλά!»
«Είμαστε έτοιμοι» είπε ο Βρανάς. «Πρωτοσπαθάριοι και λαός είμαστε ένα.»
Ο Νικηφόρος ένιωθε λιγάκι ξένος σ’ αυτό το σκηνικό. Ήταν πάντοτε ξένος με την «βασιλεύουσα». Είχε μάθει να την βλέπει σαν δυνάστη των επαρχιών της Ρωμανίας και ιδιαίτερα του θέματος Ελλάδας. Είχε έρθει εδώ πριν μερικούς μήνες σαν σταυροφόρος, μισθωμένος από τους Βενετούς. Τώρα που είχε ξαναγυρίσει κουβαλούσε βιβλία κι αποδείξεις με άλλες ιδέες. Έλεγαν πως δεν ήταν το Ρωμαίικο αλλά το Ελληνικό γένος που έπρεπε να οδηγεί τα πεπρωμένα της Ρωμανίας. Εδώ το κλίμα ήταν διαφορετικό από τις δικές του πεποιθήσεις.
Ο Νικηφόρος ήξερε ότι ακόμα και τα συμφέροντά του δεν ήταν δεμένα με την διατήρηση της αυτοκρατορίας. Ήταν αυτοκρατορία μόνο στα χαρτιά. Η οικουμενική ειρήνη δεν ήταν πια δική της υπόθεση. Η Pax Romana ήταν παρελθόν. Ούτε την προστασία των ελληνόφωνων δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να αναλάβει η Βασιλεύουσα. Πέρα από όλα αυτά, ο Νικηφόρος είχε άλλα όνειρα. Ήθελε να ζήσει κάθε διαθέσιμη στιγμή μαζί με τη Ζωή και κάθε τι που τον κρατούσε μακριά της ήταν γι αυτόν, απλά, ένα εμπόδιο.
Η Ζωή ένιωθε περισσότερο μέρος του δράματος που συντελείτο εδώ. Ίσως επειδή είχε μείνει στη Βιθυνία μαζί με την Άννα Αγγελίνα, ή γιατί ήταν πιο συναισθηματική από εκείνον. Συνέπασχε περισσότερο με τις δυσκολίες και τους Ρωμαίους που ζούσαν την μεγάλη απειλή. Ωστόσο κι εκείνη δεν ήθελε να χάσει ούτε μια μέρα από τις λίγες που ένιωθε πως είχε μπροστά της. Ήθελε να ζήσει τον έρωτά της. Κάθε φορά που συνέκρινε τον Νικηφόρο με τα άλλα αρχοντόπουλα, έβρισκε ότι τα προτερήματά του ήταν ασύγκριτα. Ο Κωνσταντίνος ήταν αθώος και γενναίος, αλλά κι ο Νικηφόρος είχε βλέμμα καθαρό και ψυχή γενναία. Δεν ήταν αρχοντόπουλο για να μπει επικεφαλής ενός σώματος στρατού, όμως, δεν υπολειπόταν σε ψυχικά χαρίσματα. Μπορεί να θαύμαζε τον γενναίο αδελφό του Θεόδωρου, εκτιμούσε όμως πιο πολύ τον αγαπημένο της. Ο Καϊχοσρόης, πάλι, είχε ένα βλέμμα αετίσιο και κορμί δυνατό, αλλά κι από αυτόν προτιμούσε τον Νικηφόρο. Αν κι ήταν πιο κοντός και λιγότερο γυμνασμένος από τον Τούρκο, ωστόσο ήταν πιο αρμονικός. Το χάρισμα αυτό ήταν, για την Ζωή, η πιο μεγάλη ομορφιά. Το βλέμμα του Νικηφόρου ήταν έξυπνο αλλά και απαλλαγμένο από την πονηριά. Αυτήν διέκρινε η Ζωή στο βάθος των ματιών του Ρουμί πρώην Σουλτάνου.
Ακόμα και με τους Φράγκους φίλους του, τον Ρομπέρ και τον Φιλίπ ντ’ Επινάκ, τον συνέκρινε και τον ενέκρινε. Τους είχε γνωρίσει όταν συναντήθηκαν μια μέρα στον Γαλατά. Ήταν ξανθοί γίγαντες με λιγοστό μυαλό και μεγάλη καρδιά. Της άρεσαν που ήταν ανοιχτόκαρδοι, είδε όμως και την απληστία τους. Κι από αυτούς, η Ζωή προτιμούσε τον Νικηφόρο.
Μίλησαν αρκετές φορές με τους Φράγκους αυτές τις μέρες. Ο Ρομπέρ και ο Φιλίπ τους ενημέρωσαν για το πολεμικό κλίμα που επικρατούσε στις τάξεις των σταυροφόρων. Ήταν βέβαιοι πως, αν η Πόλη έπεφτε, θα επικρατούσε χάος.
«Να φύγετε αμέσως με το πλοίο σου» τον συμβούλευσε ο Ρομπέρ. «Θα γίνει μακελειό, τα έχεις ζήσει στη Ζάρα.»
«Μπορούμε να σου δώσουμε περγαμηνές ότι είσαι δικός μας» είπε ο Φιλίπ.
«Ίσως χρειαστεί να τις επιδείξεις» επέμενε ο Ρομπέρ.
«Μην ανησυχείτε παιδιά, έχω υπογράψει με τους Βενετούς τόσα συμβόλαια. Έχω και τον σταυρό ζωγραφισμένο σε πανί για να ανεβάσω στο κεντρικό κατάρτι αν χρειαστεί. Εσείς, όμως, πώς είστε βέβαιοι για τη νίκη σας;»
«Μα δεν τους έχεις δει Νικηφόρε; Αυτοί οι Ρωμιοί δεν κάθονται να πολεμήσουν, μόλις μας βλέπουν φεύγουν!»
«Τα τείχη όμως είναι δυνατά, κι η πόλη απόρθητη.»
«Δεν σώζουνε τα τείχη μια πόλη, φίλε μου Γραικέ. Είναι οι ψυχές των αμυνομένων που μετράνε. Εδώ, δεν δείχνουν όλοι να θέλουν να σωθούν. Εμείς, αν χάσουμε, δεν έχουμε ούτε πού να πάμε ούτε πώς να γυρίσουμε, θα αφήσουμε τα κόκαλά μας εδώ. Γι αυτό όλοι οι σταυροφόροι θα τα δώσουν όλα, ακόμα και τη ζωή τους. Από εσάς που είστε μέσα, ποιοι θα πολεμήσουν; Τους είδαμε όλον αυτό τον καιρό, περπατήσαμε στην Πόλη, μιλήσαμε, μάθαμε. Θα πολεμήσουν μόνο μισθοφόροι, όσο θα έχετε χρυσό για να τους δίνετε. Αυτοί που θα έπρεπε να τα δώσουν όλα για τις οικογένειές και για τα σπίτια τους θα είναι κρυμμένοι στις εκκλησίες. Κι όταν πέσει ένα τείχος, δεν θα το υπερασπιστούν, θα κοιτάξουν αμέσως πώς να παραδοθούν. Δεν σώνεται έτσι φίλε μου μια πόλη» είπε ο Ρομπέρ.
«Έχει δίκιο ο φίλος σου Νικηφόρε» είπε η Ζωή. «Αυτή είναι η κατάσταση στην Πόλη.»
«Υπάρχει, όμως, μεγάλο στράτευμα και τα τείχη είναι ψηλά» επέμεινε ο Νικηφόρος.
«Και βέβαια, η αλήθεια είναι ότι στις δύσκολες στιγμές ξυπνά το ηρωικό πνεύμα άλλων εποχών» είπε η Ζωή. «Ίσως αναστηθεί αυτό και σώσει την Πόλη.»
«Φοβάμαι πως δεν μπορεί πια να γίνει αυτό, όμορφή μου κυρία» είπε ο Φιλίπ.
«Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει. Εγώ σας εύχομαι να είστε καλά όπως κι αν έρθουν τα πράγματα» είπε ο Νικηφόρος. «Ένας πόλεμος ποτέ δεν ξέρεις τι θα φέρει.»
«Να είστε καλά κι εσείς! Να σας φυλάει ο Θεός και τους δυο! Κι εσείς, δεσποσύνη, να έχετε υγεία κι όλες τις χάρες!» τους ευχήθηκαν οι Φράγκοι.
Θα ήθελαν να ξαναζήσουν στιγμές όπως εκείνες στη Νικομήδεια και στον Ακρίτα. Ήξεραν πως ήταν δύσκολο πια να απομονωθούν εξ αιτίας της αναστάτωσης που επικρατούσε στην Πόλη. Και πάλι όμως κατάφεραν να βρουν κάποιες λίγες, έστω, μέρες για να μείνουν μόνοι. Οι μέρες αυτές, όμως, ήταν μετρημένες όπως μετρημένες ήταν οι μέρες της Βασιλεύουσας. Έμοιαζε απίστευτο ότι θα μπορούσε ποτέ να πέσει η πόλη του Κωνσταντίνου, η πρωτεύουσα του κόσμου. Ήταν για χίλια χρόνια η ασπίδα της χριστιανοσύνης. Κι όμως, αυτό επρόκειτο να γίνει πολύ σύντομα και μάλιστα, με τρόπο δραματικό.

*******************************************
Η συνέχεια αύριο

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

25 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 25η

Περνάμε στο κεφάλαιο 8 με τίτλο "Η Άλωση". Φυσικά πρόκειται για την άλωση της Κωνσταντινούπολης που συνέβη την Τρίτη 13 Απριλίου του 1.204 μ.Χ.
Οι πραγματικοί ήρωες όπως τους γνωρίζουμε από τις ιστορικές καταγραφές και οι μυθιστορηματικοί ήρωες της δικής μας ιστορίας, ζουν στιγμές απίστευτες.
Στο Α' μέρος που δημοσιεύεται σήμερα, είμαστε ακόμα σε μέρες σχετικής νηνεμίας. Ο Νικηφόρος κι η Ζωή φτάνουν στην Πόλη μετά από έναν ονειρικό μήνα και φιλοξενούνται από τον Νικήτα Χωνιάτη όπου μιλούν με όλους τους πρωταγωνιστές της αληθινής ιστορίας.
************************************************
παραπομπή (*):
Ως «Αγαρηνούς» οι Ρωμιοί χαρακτήριζαν τους Άραβες και τους μουσουλμάνους αλλά και Τούρκους στη συνέχεια. Ήταν οι απόγονοι της Αγάρ, αλλιώς οι Ισμαηλίτες. Η Αγάρ ήταν μια από τις γυναίκες του Αβραάμ που ήταν ο γενάρχης των Εβραίων και των Αράβων. Τους ονόμαζαν και «Σαρακηνούς» ή Πέρσες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο : Η ΑΛΩΣΗ

1204 μ.Χ.

Α’ ΣΤΟΥ ΧΩΝΙΑΤΗ

Ό,τι έζησαν οι δυο ερωτευμένοι στην ψαράδικη καλύβα στον Ακρίτα ήταν εξωπραγματικό. Δεν συνηθιζόταν καθόλου στον αιώνα τους ή στους αιώνες που είχαν περάσει, ούτε σε όσους έρχονταν. Συμπύκνωσαν την ευτυχία και την απόλαυση μιας ολόκληρης ζωής, μέσα στο σύντομο διάστημα ενός μήνα. Ρούφηξαν την ευτυχία ως το μεδούλι. Σαν οδοιπόροι διψασμένοι για νερό, στάθηκαν μπρος σε ένα ποτάμι με γάργαρα, καθαρά και κρυστάλλινα νερά. Χόρτασαν τη δίψα τους, πίνοντας όλον τον ποταμό μονοκοπανιά!
Η απόλυτη ευτυχία κράτησε από τις αρχές του Μαρτίου που συναντήθηκαν μέχρι το τέλος του ίδιου μήνα. Άφησαν με δυσκολία τον επίγειο παράδεισο της μοναχικής παραλίας έξω απ’ τον Ακρίτα. Με τα άλογά τους, ταξίδεψαν περίπου μια μέρα δρόμο κι έφτασαν στη Βασιλεύουσα. Ήρθαν έφιπποι μέχρι το Σκούταρι και πέρασαν με βάρκα, μαζί με τα άλογα, στο λιμάνι του Ιουλιανού.
«Να το “Δήλος”!» είπε ο Νικηφόρος κι έδειξε το πλοίο.
Στην πλώρη ήταν ο Στέφανος. Τους χαιρέτισε μόλις είδε ποιοι ήταν. Γνώριζε την Ζωή από το προηγούμενο ταξίδι τους στην Πόλη πριν από μερικούς μήνες.
«Ευτυχώς που ήρθατε. Εδώ τα πράγματα χειροτερεύουν μέρα με τη μέρα» είπε ο Στέφανος εμφανώς ανήσυχος
Ο Νικηφόρος ήξερε ότι το πλήρωμα ήταν στο πανδοχείο “Ωραία Ελένη” έτοιμο για να δεχτεί τις διαταγές του.
«Να είστε έτοιμοι. Ειδοποίησε και τον Ιγνάτιο» του είπε ο Νικηφόρος. «Μπορεί να χρειαστεί να ανοίξουμε τα πανιά μας και να σαλπάρουμε αιφνιδιαστικά.»
«Εντάξει ναύαρχε, θα ειδοποιηθούν όλοι. Πες μου, εσύ θέλεις τίποτε άλλο;»
«Θέλω να κατεβάσουμε από το πλοίο τα κιβώτια με τα βιβλία του Ακομινάτου. Να τα φορτώσουμε σε ένα κάρο και να τα παραδώσουμε εκεί που πρέπει.»
Φόρτωσαν τα κιβώτια με τα βιβλία και τα χειρόγραφα. Πήγαν κατ’ ευθείαν στην καινούρια κατοικία του κυρ-Νικήτα. Ο Ακομινάτος του είχε πει σε ποια περιοχή θα τον έβρισκαν. Ρώτησαν και κάποιους εκεί γύρω, και βρήκαν το σπίτι σχετικά εύκολα. Το παλιό όμορφο αρχοντικό είχε καεί στην πυρκαγιά του καλοκαιριού και τώρα ο Χωνιάτης έμενε σε ένα άλλο σπίτι. Ήταν πάλι αρχοντικό, ήταν πάλι μεγάλο αλλά δεν είχε ούτε τη διαρρύθμιση, ούτε τη θέα και το περιεχόμενο του πρώτου. Ο κήπος ήταν φτωχός και το σπίτι μικρότερο από εκείνο που είχε χαθεί. Στη στενή πόρτα υπήρχε φρουρός, αλλά, έδειξε ότι τον περίμεναν. Προφανώς ο Ακομινάτος τους είχε ειδοποιήσει ότι θα ερχόταν ο Νικηφόρος φέρνοντας δώρα εξ Αθηνών. Τους υποδέχτηκε ο ίδιος ο Νικήτας που όλες αυτές τις μέρες ήταν αναστατωμένος με τα γεγονότα. Ήταν αγανακτισμένος με την ανευθυνότητα των αρχόντων και φοβισμένος για τις εξελίξεις. Με το που τους είδε, αγκάλιασε τον Νικηφόρο και χαιρέτησε με υπόκλιση την Ζωή.
«Χαίρομαι πολύ που σε ξαναβλέπω Νικηφόρε» του είπε.
Γύρισε προς την Ζωή και της χαμογέλασε.
«Σε χαιρετώ κυρία. Υποθέτω ότι σε έφερε ο Νικηφόρος από την Απάμεια. Η μητέρα σου;»
«Ήρθα μόνο εγώ, κυρ-Νικήτα, χωρίς την μητέρα μου. Έμεινε στη Νίκαια με την αρχόντισσα Άννα Αγγελίνα. Εμένα με έφερε ο Νικηφόρος από την Νικομήδεια.»
Πριν εξηγηθούν οι απορίες του Νικήτα, ο Νικηφόρος του έδειξε τα κιβώτια του Μιχαήλ.
«Μεγάλε Λογοθέτη» είπε ο Νικηφόρος, «σας έφερα ένα κιβώτιο με βιβλία και κώδικες. Μου τα έδωσε ο αδελφός σας στην Αθήνα.»
«Μου το είχε γράψει και τα περίμενα. Σε ευχαριστώ πολύ που τα έφερες.»
«Μου έδωσε κι ένα κιβώτιο με περγαμηνές και βιβλία για τον Δεσπότη Λάσκαρη.»
«Τι βιβλία είναι αυτά;»
«Δείχνουν ότι Ρωμιοί είμαστε Έλληνες. Ο Μιχαήλ λέει ότι σαν Έλληνες μπορούμε καλύτερα να αντισταθούμε στους δυτικούς και στους Αγαρηνούς(*). Ο αδελφός σας νομίζει ότι θα μπορέσουν να φανούν χρήσιμα στον Δεσπότη.»
Ο Νικήτας τον κοίταξε χαμογελώντας, όχι ειρωνικά, αλλά, με περιέργεια.
«Και προς τί τα βιβλία; Δεν το ξέρει ο Λάσκαρης ότι οι Ρωμιοί είμαστε Έλληνες; Χρειάζεται κάποιος να του το πει; Και γιατί θα σταθούμε καλύτερα απέναντι στους εχθρούς μας; Καλύτερα να είμαστε οι ξεχασμένοι Έλληνες ή οι περήφανοι και κοσμοκράτορες Ρωμαίοι;»
«Ο Μιχαήλ, μεγάλε Λογοθέτη, λέει πως η αυτοκρατορία πρέπει να αναβαπτιστεί. Να ποτιστεί με το αρχαίο πνεύμα της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Να βρει δικές της δυνάμεις. Να μη στηρίζεται μόνο σε μισθοφόρους και σε φοροσυλλέκτες που την έχουν κάνει μισητή στις επαρχίες της.»
Ο Νικήτας τον κοιτούσε με χαμόγελο που δεν έδειχνε επίκριση. Φαινόταν να επιδοκιμάζει τις απόψεις του αδελφού του αλλά επέμενε να ρωτά τον Νικηφόρο. Το έκανε όπως ο δάσκαλος εξετάζει τον μαθητή για να ελέγξει αν γνωρίζει καλά το μάθημά του.
«Είναι κώδικες του Ευστάθιου, του Τζέτζη, του Λέοντα και άλλων» είπε ο Νικηφόρος. Προσπαθούσε να τον πείσει για κάτι που δεν ήταν αναγκαίο. «Είναι κείμενα που μιλάνε για ό,τι ήταν απαγορευμένο ή ξεχασμένο για πολύ καιρό τώρα. Αυτά στέλνει ο αδελφός σας στον Λάσκαρη
«Ώστε, αυτά λέει ο αγαπητός και σεβαστός μεγάλος μου αδελφός; Αν και Μητροπολίτης, λέει τέτοια πράγματα; Καλά λέγανε, λοιπόν, ότι θα τον μαγέψει η Αθήνα. Θα γίνει στο τέλος ειδωλολάτρης;,»
«Είναι βαθύτατα πιστός ο Μητροπολίτης.»
«Εδώ μαθαίνουν κάποια πονήματα κι επιγραφές του για την Αθήνα και φρίττουν. Λένε πως προτιμά να ονομάζει τον ναό στην ακρόπολη ναό της Παρθένου Αθηνάς κι όχι της Παρθένου Μαρίας!»
Ο Χωνιάτης, ωστόσο, δεν έδειχνε να διαφωνεί.
«Σε τι θα μας χρησιμέψει αυτή η γνώση, Νικηφόρε;»
«Ο αδελφός σας, κυρ-Νικήτα, λέει ότι αυτή η γνώση θα εμπνεύσει τον λαό για να αγαπήσει τη Ρωμανία. Έτσι θα την υπερασπιστεί! Με τους μισθοφόρους δεν έχει η αυτοκρατορία αξιόπιστη άμυνα απέναντι στους βαρβάρους. Κοστίζουν ακριβά οι ξένοι. Για να πληρωθούν φορολογείται άγρια ο λαός κι έτσι αποξενώνεται από την Βασιλεύουσα.»
«Αυτά λέει ο σεβαστός μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ; Κι εσύ, τι λες; Ποια είναι η δική σου γνώμη;
«Συμφωνώ απόλυτα μαζί του!»
«Και η φορολογία; Θα μείνει ως έχει και θα πληρώνουν οι υπήκοοι του κράτους που θα λέγονται Γραικοί κι όχι Ρωμιοί όπως τώρα; Αυτή θα είναι η διαφορά; Οι τιμές των αγαθών που τις ορίζουν σήμερα οι Βενετοί θα αλλάξουν αν αλλάξουμε το όνομά μας; Οι Βούλγαροι μόλις το μάθουν θα φοβηθούν και θα φύγουν; Οι Τούρκοι που αψηφούν τους Ρωμιούς θα τρομάξουν μόλις μάθουν ότι λεγόμαστε Γραικοί; Πώς το φαντάζεστε, εσύ κι ο αδελφός μου Νικηφόρε, να μας χρησιμεύει, τελικά, αυτό το ένδοξο όνομα;»
«Δεν είναι μόνο το όνομα, είναι η στάση ζωής. Ο πατήρ Μιχαήλ λέει ότι πρέπει να αφήσουμε τον προορισμό που μας φόρτωσαν οι Ρωμαίοι. Να μην πασχίζουμε για το Βασίλειο του Θεού. Να δούμε την επιβίωσή μας στα όρια του ελληνόφωνου κόσμου. Χωρίς οικουμενικά σχέδια, να εκπαιδεύσουμε τον λαό και να στηρίξουμε το εμπόριο. Οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας να προστατεύονται και να σέβονται τους νόμους.»
«Και πού μας εμποδίζει το όνομα των Ρωμαίων για να τα κάνουμε όλα αυτά;»
«Δεν μας εμποδίζει άμεσα, απλά, δεν μας αφήνει να δούμε καθαρά. Ο αδελφός σας λέει πως για να δυναμώσει η αυτοκρατορία πρέπει να αφήσει τον οικουμενισμό. Πρέπει να πάψει να στέλνει τα παιδιά της στα μοναστήρια. Να μην έχει μόνη αποστολή της τον χριστιανισμό, αλλά, εξίσου και την φροντίδα όσων θέλουν να προκόψουν.»
«Να φέρει και τους αρχαίους θεούς;»
«Αυτό κανείς δεν το συζητά. Μπορεί μόνο να δείξει πόσο σπουδαίο ήταν το παρελθόν της. Να δώσει ένα αίσθημα περηφάνιας σε όσους νιώθουν τη συνέχεια, το ίδιο αίσθημα που νιώθουμε ο αδελφός σας κι εγώ. Νομίζω, όμως, ότι κάτι νιώθετε κι εσείς μεγάλε Λογοθέτη.»
«Αλήθεια, απορώ πως καταφέρνετε, εκείνος ιερωμένος κι εσύ ναυτικός, να τα μπλέκετε έτσι. Βάζετε σε ένα τσουκάλι πολιτική, οικονομία, θρησκεία και στρατό και να βγάζετε δικά σας συμπεράσματα. Μερικά είναι σοβαροφανή, κάποια είναι ακόμα και σωστά.»
«Μπορείτε να εμπλουτίσετε κι εσείς αυτό το κιβώτιο, με δικά σας γραπτά ή με βιβλία άλλων.»
«Δεν απορρίπτω τις ιδέες σας» είπε ο Νικήτας. «Αυτή τη στιγμή, όμως, προέχει η σωτηρία της Πόλης.»
Ο Νικηφόρος είχε παραδώσει το ένα κιβώτιο. Ο Νικήτας θα το αξιοποιούσε. Έπρεπε να παραδώσει και το δεύτερο.
«Ο Δεσπότης Θεόδωρος που είναι; Μπορώ να τον δω;»
«Είναι στις επάλξεις. Αυτός και τα αδέλφια του είναι γενναίοι Ρωμιοί!»
«Είναι, λοιπόν, τόσο άσχημα τα πράγματα;»
«Έχουμε ανάξια ηγεσία, Νικηφόρε, στα έχω ξαναπεί. Ο ένας Αλέξιος το έσκασε, ο άλλος πούλησε την Πόλη. Άντε να δούμε αν αυτός ο τρίτος στη σειρά Αλέξιος θα μείνει εδώ να μας υπερασπιστεί.»
«Ο Μιχαήλ πιστεύει ότι η Βασιλεύουσα δεν μπορεί να χαθεί! Έχει, λέει, έναν προορισμό να εκπληρώσει και επομένως θα σωθεί.»
«Δεν ξέρω ποιος ακριβώς είναι ο προορισμός της» είπε σκεπτικός ο Νικήτας Χωνιάτης. «Θα γίνει Βασίλειο του Χριστού όπως νόμιζαν οι παλιοί ή μεζές των στρατιωτών του Χριστού όπως ορέγονται οι νέοι; Πάντως οι προσκυνητές που πήγαιναν, δήθεν, στην Ιερουσαλήμ, έχουν ήδη διαμοιράσει τα ιμάτιά μας! Τον Μάρτιο υπέγραψαν μεταξύ τους την Partitio Romaniae. Με αυτή την συμφωνία τα μισά εδάφη της αυτοκρατορίας πάνε στην Βενετία και τα άλλα μισά στους Φράγκους. Η σπίθα της εισβολής μπορεί να ανάψει ανά πάσα στιγμή και πρέπει να γνωρίζουν από τώρα τι θα πάρει ο καθένας.»
«Βέβαια. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» είπε η Ζωή.
«Λογαριασμοί που γίνονται στην πλάτη των Ρωμιών, κορίτσι μου. Θα τους πληρώσουμε εμείς, με τις ζωές και με τις περιουσίες μας ακόμα και με την αξιοπρέπειά μας. Αν δεν τους διώξουμε, αν δεν αντισταθούμε, θα χάσουμε ό,τι χτίστηκε για χιλιάδες χρόνια!»
«Μα δεν υπάρχει ούτε ένας σωστός άνθρωπος να σώσει αυτή την πόλη;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Νικηφόρος. «Τόσοι πολέμαρχοι και πολιτικοί γεννιούνται εδώ. Πού πήγαν τώρα που η Πόλη τους χρειάζεται;»
«Τα δυναστικά θέματα δεν ξεπερνιούνται τόσο εύκολα» εξήγησε ο Νικήτας. «Κάθε αυτοκράτορας, για να είναι νόμιμος πρέπει να έχει έγκριση από τον στρατό, τον ο λαός κι από την σύγκλητο. Στο τέλος πρέπει να τον ευλογήσει και η εκκλησία, δηλαδή ο Πατριάρχης. Δεν γίνεται ο πιο ικανός, αλλά, αυτός που συγκεντρώνει αυτά τα στοιχεία.»
«Γιατί δεν εγκρίνουν όλοι αυτοί έναν ικανό;»
«Τούτη τη στιγμή μόνο ο Μούρτζουφλος συγκεντρώνει τα στοιχεία αυτά, κι έτσι με αυτόν πορευόμαστε. Μακάρι να ήταν αυτοκράτορας ο Δεσπότης Θεόδωρος ή ο αδελφός του Κωνσταντίνος. Δεν είναι άχρηστος κι ο Μούρτζουφλος, δείχνει ότι έχει τα κουράγια να πολεμήσει. Μέχρι τώρα έκανε κάποια καλά. Έδιωξε τους Λατίνους στον Γαλατά, κάνει προετοιμασίες για άμυνα, δείχνει πως να θέλει να παλέψει για την Πόλη. Δεν ξέρω όμως αν θα τα καταφέρει.»
«Σας είχα ξαναρωτήσει κυρ-Νικήτα. Γιατί δεν φεύγετε από εδώ; Έχετε και μια οικογένεια να προστατέψετε» του είπε ο Νικηφόρος.
«Κι εγώ σου απάντησα, φίλε μου. Θα μείνω μέχρι την τελευταία στιγμή. Αν έρθει το τέλος της Βασιλεύουσας, θέλω να το έχω δει. Δεν θα το σκάσω ό,τι κι αν μου κοστίσει αυτό.
«Πάντως εμείς θα φύγουμε από το λιμάνι του Ιουλιανού. Αν βρεθείτε σε ανάγκη, να μη διστάσετε να με ειδοποιήσετε και θα σας περιμένω όσο χρειαστεί.»
«Σ’ ευχαριστώ, Νικηφόρε, θα το έχω υπ’ όψη μου. Προς το παρόν όμως είναι σειρά μου να σε φιλοξενήσω. Έχω χώρους έστω κι αν αυτό το σπίτι δεν είναι σαν το αγαπημένο μου που κάηκε. Θα σου δώσω ένα δωμάτιο επάνω κι εσύ, Ζωή, θα έχεις ένα ξεχωριστό στον κάτω όροφο. Να πω να σας ετοιμάσουν.»
«Κυρ Νικήτα, εμείς με τη Ζωή θα κοιμηθούμε μαζί» του είπε ο Νικηφόρος.
Ο λόγος του έπεσε σαν κεραυνός. Ήταν παντρεμένος κι η Ζωή ελεύθερη. Πώς θα κοιμόντουσαν μαζί;

************************************************
Η συνέχεια αύριο

Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Σήμερα το πρωί θα "έτρεχα" στη Νεμέα, αν δεν είχε σκεπάσει τον κόσμο ο φόβος κι ο πανικός.


Η φωτογραφία είναι από τα Νέμεα 2016
Βρίσκομαι στη Νεμέα. Είμαι εδώ για τους αγώνες, τα Νέμεα 2020 ή αλλιώς την 7η σύγχρονη Νεμεάδα. Δυστυχώς το στάδιο είναι άδειο κι οι αγώνες δεν θα γίνουν, λόγω κορωνοϊού. Η απόφαση αναβολής (θα γίνουν του χρόνου) πάρθηκε έγκαιρα, αλλά, εγώ είχα κλείσει (μαζί με την συμμετοχή μου στους αγώνες) και διαμονή στο Ναύπλιο πριν το λοκντάουν. Έτσι, τώρα βρίσκομαι εδώ, σε ένα ακόμη από τα ερείπια που προκάλεσε η πολιτική του πανικού και του φόβου.

Δυο λόγια για τα Νέμεα:
Σύμφωνα με την παράδοση, τα Νέμεα ξεκίνησαν το 573 π.Χ. και διεξάγονταν κάθε δύο χρόνια, τη δεύτερη πανσέληνο μετά το θερινό ηλιοστάσιο, προς τιμήν του Οφέλτη, γιου του βασιλιά Λυκούργου, που βρήκε φρικτό θάνατο από δάγκωμα φιδιού. Αν και αργότερα προστάτης των αγώνων ανέλαβε ο Δίας, τα Νέμεα συνέχισαν να έχουν ένα νεκρικό χαρακτήρα, που τον φανέρωναν τα μαύρα ιμάτια που φορούσαν οι Ελλανοδίκες και το άλσος κυπαρισσιών γύρω από το ιερό του Δία. Όπως στα Ολύμπια, έτσι και στα Νέμεα δεν περιλαμβάνονταν μουσικοί αγώνες. Αρχικά, η πόλη των Κλεωνών είχε τον έλεγχο των αγώνων, αλλά αργότερα ανέλαβε τη διοργάνωσή τους το Άργος. Το έπαθλο για τους νικητές ήταν ένα στεφάνι από αγριοσέλινο.
Η επίσημη έναρξη των αγώνων γίνεται με τελετή στα αρχαία ερείπια.  Στην φωτογραφία κηρύσσει την έναρξη των αγώνων του 2016 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Δυο λόγια για την αναβίωση των αγώνων:
Η αναβίωση των Νεμέων άρχισε το 1996 και τελούνται κάθε τέσσερα χρόνια. Τα Νέμεα ήταν αθλητικοί αγώνες που διεξάγονταν κατά την αρχαιότητα στη Νεμέα από το 573 π.Χ. Σημαντική για την αναβίωση ήταν η ανασκαφή του αρχαίου σταδίου από τον καθηγητή Στήβεν Μίλλερ του πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ και την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή από το 1974 μέχρι το 1991. 
Τα σύγχρονα Νέμεα καθιερώθηκε να διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια στο αρχαίο στάδιο της Νεμέας, το οποίο είναι το πιο καλοδιατηρημένο του αρχαίου κόσμου. Ξεκίνησαν το 1996 και διεξήχθησαν κανονικά το 2000, 2004 και 2008, 2012 και 2016.
Μετέχουν άνθρωποι από όλες τις χώρες του κόσμου, ηλικίας από 5 ως 97 ετών! Εκτός από τα αγωνίσματα δίνονται παραστάσεις θεάτρου, μουσικής και χορού. Στις πλαγιές του σταδίου κάθονται οικογένειες που συμμετέχουν στην εορτή μαζί με τους αθλητές.
Στους αγώνες δεν καταγράφονται ρεκόρ ούτε απονέμονται μετάλλια. Οι συμμετέχοντες αγωνίζονται ξυπόλυτοι, σε αγώνες δρόμου φορώντας μόνο ένα λευκό χιτώνα στο αρχαίο αποδυτήριο και είναι χωρισμένοι ανά φύλο και ηλικία. Μπαίνουν στο στάδιο από την αρχαία θολωτή είσοδο και εκκινούν από τη λίθινη αφετηρία με τη βοήθεια του αρχαίου μηχανισμού εκκίνησης.
Όπως στην αρχαιότητα, οι νικητές δένουν μια κορδέλα στο κεφάλι και λαμβάνουν ένα κλαδί φοίνικα. Στο τέλος της ημέρας στεφανώνονται με ένα στεφάνι αγριοσέλινου, σύμβολο του εφήμερου χαρακτήρα της νίκης.
Επίσης, δεν επιτρέπεται η εμπορευματοποίηση των εκδηλώσεων και δεν υπάρχουν χορηγοί.

Στους αγώνες του 2016 ήμουν θεατής. Σε αυτούς τους αγώνες θα μετείχα τρέχοντας αν δεν μας τα χάλαγε ο πανικός κι ο φόβος με το λοκντάουν που επέφεραν. Θα έρθω και του χρόνου.


Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

24 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 24η

Το Β' μέρος του 7ου κεφαλαίου τιτλοφορείται "Στον Παράδεισο" κι είναι όντως ο παράδεισος για τον Νικηφόρο και την Ζωή. Είναι ένας μήνας μέσα στον οποίο έζησαν εμπειρίες για μιαν ολόκληρη ζωή. Είναι η διαδρομή τους από την Νικομήδεια μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Λίγο πριν πέσει η Πόλη.
***********************************
παραπομπές:
(*1)
Σήμερα εκεί είναι η πόλη Τούζλα, κέντρο ναυπηγικό και, γεωγραφικά, ο τελευταίος στη σειρά δήμος της Κωνσταντινούπολης στην ασιατική της πλευρά.
(*2)
Μια δρούγγα ήταν ένα στρατιωτικό σώμα με 2.000 έως και 6.000 στρατιώτες με κανονική σύνθεση, επίσης ήταν και ένας στόλος με αντίστοιχο αριθμό ναυτών. 

 
Β’ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

Έκατσαν στο πανδοχείο τρεις μέρες και τρεις νύχτες και βγήκαν από αυτό ελάχιστα. Εκεί έτρωγαν, έπιναν, έκαναν έρωτα και μιλούσαν για την ομορφιά, την αγάπη, τα βουνά και τη θάλασσα. Μιλούσαν για τα παιδικά τους χρόνια και για τις επιθυμίες τους, για την αθωότητά τους και πώς την έχασαν. Θυμούνταν τα όνειρα και αυτά που τους είχαν λείψει. Δεν είπαν κουβέντα για τον πραγματικό κόσμο που περίμενε έξω απ’ αυτό το πανδοχείο. Είπαν τα πάντα για έναν άλλο κόσμο που ήταν ανύπαρκτος για τους τρίτους κι ονειρικός γι αυτούς. Ήταν ο μοναδικός κόσμος που μπορούσε να χωρέσει ευπρόσδεκτα τον αδιέξοδο έρωτά τους.
Κάποια στιγμή η Ζωή του θύμισε τα ποιήματα που έφτιαχναν μαζί και τις ζωγραφιές που τα συνόδευαν. Είδαν ξανά τα γράμματα που της έστελνε εδώ και μήνες. Περγαμηνές τυλιγμένες σε ρολά γεμάτες λόγια, συναισθήματα και καημό. Τα ξαναδιάβασαν μαζί ένα προς ένα. Για τον Νικηφόρο αυτό ήταν μια διαδικασία κάθαρσης κι ανακούφισης. Όλη η ένταση του αποχωρισμού τους το περασμένο καλοκαίρι κι η αγωνία αν θα την ξαναδεί, είχαν φωλιάσει εκεί μέσα. Τώρα έβρισκαν επιτέλους μια διέξοδο. Καθώς της τα διάβαζε ένιωθε πως την αγαπούσε ακόμα περισσότερο.
Του έδειξε κι εκείνη γράμματα που είχε γράψει, αλλά, δεν τα είχε στείλει ποτέ. Δεν ήξερε αν θα έφταναν στα χέρια του ή σε ξένα κι ακατάλληλα χέρια. Είχε φτιάξει μικρογραφίες στο περιθώριο των σελίδων με σκηνές από την Βιθυνία, τις πόλεις, και την ύπαιθρο. Είχε φτιάξει και ζωγραφιές με τοπία μέσα στα οποία ήταν εκείνος που καθόταν ή περπατούσε.
«Σε ζωγράφιζα λες και σου έκανα μάγια για να σε έχω κοντά μου» του είπε.
«Παγανισμός!» της ψιθύρισε. «Που θα πει ερωτισμός, που θα πει σε θέλω!»
«Κι εγώ σε θέλω» του απάντησε προκαλώντας τον.
Έκαναν και ξαναέκαναν έρωτα έχοντας χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Δεν ξεμύτιζαν από το δωμάτιο παρά μόνο για να φάνε, να πλυθούν και για κάποιους μικρούς περιπάτους. Όλα κατέληγαν σε παιχνίδια και πειράγματα που τους άναβαν την ερωτική διάθεση και ξανά πάλι απ’ την αρχή.
«Είναι πραγματική ζωή αυτό που ζούμε;» αναρωτιόταν εκείνος μερικές φορές φωναχτά.
«Δεν μπορεί!» του απαντούσε. «Αν ήταν έτσι η ζωή, ποιος θα νοιαζόταν για τον παράδεισο;»
«Τι θα κάνουμε;» αναρωτήθηκε μόλις συνήλθε μετά από τρεις μέρες έρωτα.
«Πόσο χρόνο έχεις δικό σου;» τον ρώτησε. «Πόσο χρόνο μπορείς να ξοδέψεις χωρίς κανείς να ανησυχήσει για σένα;»
«Αρκετό! Δυο τρεις εβδομάδες, ίσως κι ένα μήνα.»
«Περίπου τόσο καιρό μπορώ να εξασφαλίσω κι εγώ με ένα γράμμα στη μητέρα μου!»
«Ένας μήνας με τη Ζωή, ίσον μια ζωή!» αναφώνησε ο Νικηφόρος.
Καθώς ερχόταν με το πλοίο, είχε δει στις μικρασιατικές ακτές πολλά όμορφα μέρη. Μικρά χωριά μέσα σε καταπράσινα δάση όπου μπορούσε κανείς να απομονωθεί. Πρέπει να ήταν ασφαλή, τόσο κοντά στην Πόλη. Με τους αγκώνες του στην κουπαστή και την ελπίδα να την ξαναδεί, είχε ονειρευτεί να ζήσει μαζί της σ’ αυτά τα μέρη. Νά, λοιπόν, που τώρα ξαφνικά τού παρουσιαζόταν η ευκαιρία. Της το πρότεινε κι εκείνη έδειξε ενθουσιασμένη.
«Θα πήγαινα μαζί σου και στην κόλαση!»
«Εγώ όμως ψάχνω έναν παράδεισο για να σε πάω, γλυκιά μου Ζωή. Θέλω να ζήσω μαζί σου σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο στον κόσμο εκτός από εμάς.»
«Πάμε, λοιπόν, να μου χαρίσεις τον παράδεισο.»
Έφυγαν αφού άφησαν μια επιστολή για την Δέσποινα Άννα Αγγελίνα με τη σημείωση «για την Κυρία Ευανθία».
Με τα άλογα που είχε αγοράσει, πήραν τον δρόμο για την Κωνσταντινούπολη πλάι στην παραλία. Προχωρούσαν αργά κι απολάμβαναν τις διαδρομές και τα τοπία. Δεν σκόπευαν να μπουν στην Πόλη πριν να περάσει ένας μήνας. Υπήρχαν αρκετά χωριά, για ξεκούραση, στην πορεία τους. Στόχος τους ήταν να βρουν ένα μέρος για να ζήσουν εκεί τις μέρες που είχαν στη διάθεσή τους. Έκανε κρύο, ιδιαίτερα τις νύχτες, έπρεπε λοιπόν να βρουν κατάλυμα. Ρώτησαν πολλούς στη διαδρομή τους για ένα τέτοιο μέρος. Ένας ψαράς σε ένα χωριό τούς είπε πως είχε μια καλύβα έξω από το παραθαλάσσιο χωριό Ακρίτας(*1). Θα τους την έδινε για μερικά αργυρά νομίσματα αν τους άρεσε. Τους υπέδειξε τον τρόπο που θα τον έβρισκαν και τους είπε ότι θα ετοίμαζε το σπίτι και θα τους περίμενε. Ο Νικηφόρος έψαχνε ένα χώρο και δεν τον ένοιαζε αν θα ήταν αρχοντικό ή φτωχικό. Ήθελε να ζήσουν ελεύθεροι και απομονωμένοι. Η καλύβα αυτή ήταν ό,τι έπρεπε.
«Είμαστε τόσες μέρες μαζί» της είπε κάποια στιγμή που ξεκουράζονταν. Ήταν σε μια πηγή κοντά σε ένα μοναστήρι στο δρόμο τους. «Πότε σκοπεύεις να μου πεις πώς πέρασες όλον αυτόν τον χρόνο που δεν είχα κανένα νέο σου;»
«Έχω πολλά να σου πω για όλους μας εδώ στη Νίκαια. Είναι κι οι εξελίξεις στη Βασιλεύουσα που εδώ τις μαθαίνουμε τακτικά και εύκολα. Όμως, όλον αυτόν τον καιρό που είμαστε μαζί, δεν πρόλαβα να πω λέξη. Ένιωθα πως ήμουν συνέχεια σε ένα όνειρο και φοβόμουν μη ξυπνήσω.»
«Θα μου τα πεις, λοιπόν, όλα μαζί τώρα.»
Του διηγήθηκε όσα είχαν γίνει. Του είπε για την πτώση του Αλέξιου Δ’ από την επανάσταση του όχλου στα τέλη Γενάρη. Τότε βρήκε ευκαιρία ο Αλέξιος Μούρτζουφλος, γαμπρός του Αλέξιου Γ’, και συγγενής του Αλέξιου Δ’, να ανέβει στον θρόνο. Του είπε την ιστορία του άτυχου Νικόλαου Καναβού που ο Μούρτζουφλος τον στραγγάλισε. Έτσι δεν υπάρχει άλλος εν ζωή διεκδικητής του θρόνου. Του είπε για τον Θεόδωρο Λάσκαρη και τα αδέλφια του. Δεν ήταν πλέον φυγάδες καταζητούμενοι και ξαναγύρισαν στην Κωνσταντινούπολη. Η Άννα Αγγελίνα, όμως, έμεινε στη Νίκαια.
«Μαζί της μείναμε κι εγώ με τη μητέρα μου. Δεν είναι άσχημη η ζωή μας. Η Άννα μας φέρετε πολύ καλά.»
Του είπε πόσο αρνητικοί ήταν στη Βιθυνία, και σε όλη την Προποντίδα, για την Βασιλεύουσα και τους άρχοντές της.
«Ο Θεόδωρος τα βρήκε σκούρα. Πολλοί προτιμούν την εξουσία των Λατίνων προκειμένου να απαλλαγούν από τους φοροεισπράκτορες. Θέλουν να τιμωρήσουν την βασιλεύουσα για την αδιαφορία της» του εξήγησε.
Δεν μπορούσαν βέβαια να αρνηθούν ή να διώξουν τους Λασκαραίους που έχουν κτήματα και πρόνοιες μεγάλες. Τους ανέχτηκαν να μείνουν αλλά με ψυχρότητα και χωρίς διάθεση να στρατευτούν μαζί τους. Δεν σκόπευαν να βοηθήσουν την Κωνσταντινούπολη που κινδυνεύει από τους Λατίνους. Η Ζωή του είπε ότι όλα αυτά την είχαν παραξενέψει καθώς, αλλιώς φανταζόταν το κύρος της Ρωμανίας. Περίμενε αυτά τα μέρη να είναι πιστά στην αυτοκρατορία καθώς ήταν ρωμαϊκά κι ελληνικά για χιλιάδες χρόνια. Ο Θεόδωρος κι ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης κατάφεραν, τελικά, με τα χίλια ζόρια να γίνουν αποδεκτοί. Στην επιστροφή τους στην Πόλη πήραν μαζί τους και μια δρούγγα(*2) με χίλιους περίπου στρατιώτες και ιππείς. Με αυτούς θα ενίσχυαν την άμυνά της, καθώς, βρισκόταν υπό πολιορκία. Ο Θεόδωρος άφησε πίσω του την σύζυγό του Άννα Αγγελίνα για να διατηρήσει επαφή με τα μέρη αυτά. Δεν ήθελε να ξαναβρεθεί στην δύσκολη θέση να μην τον δέχονται ούτε καν σαν φυγά.
«Δεν ήξερα την κατάσταση κι έμεινα έκπληκτη» είπε η Ζωή. «Κανείς δεν πιστεύει κανέναν και τίποτε. Η Νέα Ρώμη έχει χάσει το κύρος της και την επιβολή της εδώ.»
«Το είδα κι εγώ στα λιμάνια της Προποντίδας. Παντού είναι πυρ και μανία με την βασιλεύουσα!»
«Η Ρωμανία ζει ένα δράμα, μοιάζει να διαλύεται.»
«Βρέθηκε κι άλλες φορές σε δύσκολη θέση και πάντα τα κατάφερνε. Έτσι έζησε εννιακόσια χρόνια» είπε ο Νικηφόρος. «Όμως, ας αφήσουμε τη Ρωμανία. Πες μου πως τα κατάφερες και εξασφάλισες τόσο πολύ ελεύθερο χρόνο μακριά από την μητέρα σου; Και πώς ήξερες που θα με βρεις;»
«Ζήτησα από την Άννα Αγγελίνα να με βοηθήσει. Μου βρήκε μια καλή κάλυψη ώστε να φύγω χωρίς να ανησυχήσει η μάνα μου. Όσο για τον ερχομό σου πρέπει να ξέρεις πως πάντα σε περίμενα. Φρόντιζα να μαθαίνω για τα πλοία που έρχονταν από την Αθήνα στα μέρη μας. Έμαθα πως ένα εμπορικό από Πειραιά είχε έρθει στη Νικομήδεια και πουλούσε προϊόντα της Αττικής. Ρώτησα για το όνομα του πλοίου. Όταν το έμαθα κατάλαβα ότι επιτέλους είχες έρθει. Πήγα στο πανδοχείο και σε ειδοποίησα με τον πιτσιρικά.»
«Είναι απίστευτο ότι βρεθήκαμε με αυτόν τον τρόπο.»
«Η μοίρα παίζει πολλά παιχνίδια. Αυτό ήταν ένα από τα καλά» του είπε.
«Όχι απλά “από τα καλά” ... το καλύτερο!» της είπε εκείνος. «Πες μου όμως για τη ζωή σου εδώ.»
Του είπε πως περνούσε τις μέρες της σε ένα αρχοντικό στην Προύσα. Με την Άννα Αγγελίνα ήταν περισσότερο φίλες παρά αρχόντισσα με υποτακτική. Η κυρά Ευανθία είχε γίνει ο οικονόμος του αρχοντικού. Ο καιρός όμως περνούσε βαρετά. Η ζωή στους γυναικωνίτες δεν προσφέρει ιδιαίτερες απολαύσεις. Η μέρα της περνούσε πλέκοντας, γράφοντας αραιά και πού χρονικά και ζωγραφίζοντας αυτά που του είχε δείξει. Όλη την ημέρα τον σκεφτόταν και το οξυγόνο που την έτρεφε ήταν τα γράμματά του. Όταν έρχονταν από την Αθήνα στο αρχοντικό, την έκαναν να νιώθει πως άξιζε να ζει. Αποφάσισε πως δεν άξιζε τον κόπο να περιμένει να βρει έναν άλλον άντρα ή έναν νέο έρωτα για να ξεχάσει τον παλιό. Όταν ξαναβρίσκονταν, θα του δινόταν ολόψυχα. Θα ζούσε μαζί του όσο μπορούσε κι ύστερα θα αποσυρόταν σε μοναστήρι. Ανυπομονούσε να ζήσει αυτό που ζούσαν τώρα κι αδιαφορούσε αν θα το πλήρωνε με την υπόλοιπη ζωή της. Δεν της φαινόταν αβάσταχτη ούτε αυτή ούτε καμιά άλλη πληρωμή.
«Είναι το μόνο που μου μένει να κάνω» του είπε η Ζωή. «Μια γυναίκα που δεν είναι παρθένα ή ξαναπαντρεμένη δεν πρόκειται να παντρευτεί ποτέ! Δεν θέλω να ζω με την ελπίδα ότι κάποιος κάποτε απλά θα με δεχτεί. Δεν θέλω μια τέτοια μοίρα. Δεν είναι περηφάνια, αυτή είμαι!»
«Είναι σκληρή η απόφαση σου και δεν θα σε αφήσω να την πραγματοποιήσεις» της είπε.
«Άσε με τώρα εμένα» του είπε η Ζωή. «Πες μου εσύ για τη δική σου ζωή στην Αθήνα.»
«Είναι υπέροχο μέρος η Αθήνα κι είχαμε ένα χειμώνα μαλακός. Δεν είχαμε, όμως, καλή παραγωγή.»
Της είπε για την προσπάθειά του να την ξεχάσει και πόσο μάταιο ήταν αυτό. Δεν την έβγαλε στιγμή από το μυαλό του. Της είπε για το “Σερφιώτικο” που ολοκληρώθηκε. Άρχισε να βγάζει μια πρώτη παραγωγή από ελιές και κηπευτικά. Της είπε και για την κόρη του που ο Ακομινάτος βάφτισε Μαρία-Αθήνα και την λένε Μαριαθήνα. Δεν ήθελε ούτε μπορούσε ούτε ένιωθε καμιά ανάγκη να της κρύψει το παραμικρό. Το πόσο την αγαπούσε ήταν τόσο φανερό που δεν χρειαζόταν ψέματα ή υπερβολές για να την πείσει. Της είπε για τον Γεώργιο Βαρδάνη που τον βοήθησε να βρει αφορμή για το ταξίδι αυτό. Τέλος, της είπε και για την Νικομήδεια. Το γράμμα της τον βρήκε πάνω που ετοιμαζόταν φύγει ψάχνοντας στα τυφλά.
Συνέχισαν την πορεία τους και βρήκαν την καλύβα του ψαρά. Ήταν ένα περιποιημένο αγροτόσπιτο, σε μια απόμερη παραλία κοντά στο χωριό Ακρίτας. Ήταν περίπου στο μέσον της διαδρομής από την Νικομήδεια ως την Πόλη. Ο ψαράς άφησε και τη βάρκα του κι έφυγε με ένα γαϊδούρι.
«Έχει τρόφιμα για δυο-τρεις μέρες. Μετά να βρείτε την τροφή σας μόνοι σας» τους είπε. «Μπορείς παλικάρι μου να κυνηγάς, να ψαρεύεις ή να αγοράσεις κάτι από το χωριό.»
«Θα βρω τον τρόπο» του είπε ο Νικηφόρος. «Αυτό που θέλω είναι να έχουμε την ησυχία μας.»
«Δεν πρόκειται να σας ενοχλήσει κανείς. Να κοιτάτε, όμως, τι γίνεται τριγύρω. Δεν έχει ληστές αλλά, καλού κακού, να είστε προσεκτικοί.»
Η καλύβα είχε έναν μικρό κήπο γύρω της. Εκεί κοντά ανάβρυζε από μια σχισμή γάργαρο παγωμένο το νερό. Μέσα στο σπίτι υπήρχε μια ξυλόσομπα και προστατευμένα πρόχειρα κομμένα ξύλα. Έτσι, είχαν θέρμανση. Αν χρειαζόταν, στο δάσος υπήρχαν δέντρα για να βρουν κι άλλα ξύλα.
Πλήρωσε προκαταβολικά νοίκι τριών μηνών, αν και σκόπευαν να κάτσουν λιγότερο από ένα. Εγκαταστάθηκαν στο, προσωρινά, δικό τους ”σπιτικό”. Έμοιαζαν με ζευγάρι φτωχών ανθρώπων της κατώτερης τάξης, ο ψαράς κι η γυναίκα του. Έτσι, δεν θα έδιναν στόχο και σε τυχόν ληστές της περιοχής. Ψάρευαν με τη βάρκα, έπαιρναν τα αυγά από τις κότες που υπήρχαν στην αυλή, είχαν κάποια λαχανικά απ’ τον κήπο. Με αυτά ζούσαν. Αγόρασαν από το κοντινό χωριό μερικά τρόφιμα, δίχτυα, κεριά, λινάρι, σχοινί, και μικροπράγματα. Ο Νικηφόρος πήγαινε συνήθως στον Ακρίτα μόνος με τη βράκα. Δεν ήθελε να φανερώσει στους χωριάτες την Ζωή. Απέφευγε να ανοίξει την όρεξη τυχόν κακοποιών στοιχείων που θα μπορούσαν να τους ενοχλήσουν. Κρύφτηκαν, στην ουσία, από τον κόσμο κι απομονώθηκαν εντελώς από όλους κι απ’ όλα.
Ήταν η μακράν των άλλων πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής τους. Η ψαράδικη καλύβα είχε μετατραπεί σε επίγειο παράδεισο για δύο. Ξέχασαν όχι μόνο τους Αλέξιους και τους Λασκαραίους αλλά και τους δικούς τουε ανθρώπους. Ξέχασαν την Αγνή και τη Μαριαθήνα, τους Καρτεράνους και την κυρά Ευανθία. Ξέχασαν τους προσκυνητές σταυροφόρους, Ενετούς και Φράγκους, αλλά και τους Ρωμιούς υπερασπιστές της Πόλης. Ξέχασαν σημαίες κι εμβλήματα, πατρίδες και θρησκείες και οικογένειες. Έμειναν μόνοι αλλά γεμάτοι ο καθένας από την παρουσία του άλλου.
«Αυτό που ζούμε εδώ με αλλάζει, με κάνει καλύτερη» του είπε η Ζωή κάποια στιγμή.
«Το ίδιο νιώθω κι εγώ. Κι αναρωτιέμαι πως θα είναι η ζωή μου μετά από αυτό» είπε κι ο Νικηφόρος.
Πώς θα επέστρεφαν σε ένα παρελθόν που φαινόταν απόμακρο κι αδιάφορο. Οι μέρες περνούσαν ανεπαίσθητα. Με κρύο ή πιο μαλακό καιρό, με συννεφιά ή με ήλιο ή με βροχή, ήταν όλες γεμάτες με έρωτα. Κανένα ρόλο δεν έπαιζε αν ήταν το γεύμα τους πλούσιο ή λιτό, αν είχαν κρασί να το συνοδεύσουν ή όχι. Κανένα σύννεφο δεν σκίασε την σχέση τους που έμοιαζε ονειρική. Κανείς μελλοντικός κήπος της Εδέμ δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτή την επίγεια ευτυχία.
Μια μέρα όλα πήγαν να χαλάσουν. Εκείνος είχε φύγει με τη βάρκα για να ψωνίσει τρόφιμα, κρέας παστό και κριθάρι, από τον Ακρίτα. Η Ζωή αποφάσισε να βγάλει μόνη της το δίχτυ που είχαν ρίξει μαζί κοντά σε μια θαλασσινή σπηλιά. Είχε κρύο και αρκετό κύμα και πήγε πολύ προσεκτικά, όπως τον είχε δει να κάνει εκείνος. Γλίστρησε, όμως, και κινδύνεψε να πέσει στα βράχια της θάλασσας και να τσακιστεί. Έγειρε το σώμα της και προτίμησε να πέσει προς την άλλη μεριά. Εκεί, υπήρχε ένα άνοιγμα στο χώμα με βάθος μερικών μέτρων. Χτύπησε λίγο με το πέσιμο, αλλά, δεν τραυματίστηκε. Παγιδεύτηκε, όμως, μέσα στον λάκκο και, παρά τις προσπάθειές της, δεν κατάφερε να βγει μόνη της από εκεί. Την έπιασε σχεδόν μαύρη απελπισία και φοβήθηκε μην την βρει το σκοτάδι. Ο Νικηφόρος γύρισε από τον Ακρίτα και δεν την βρήκε στην καλύβα. Βγήκε για να την ψάξει κι έκανε σαν τρελός. Είχε φοβηθεί μήπως είχε δεχτεί επίθεση και την είχαν απαγάγει για να την πουλήσουν σκλάβα. Έκανε αρκετούς γύρους στην περιοχή, φωνάζοντας το όνομά της χωρίς ανταπόκριση. Λίγο πριν νυχτώσει, έφτασε εκεί όπου είχε απλώσει το δίχτυ. Η Ζωή κάτι κατάλαβε κι έβαλε τις φωνές. Την άκουσε και την βρήκε μέσα στον λάκκο.
«Τρόμαξα. Φοβήθηκα πως δεν θα σε ξαναδώ» του είπε.
«Τρελάθηκα. Δεν μπορώ ούτε να το σκέφτομαι πως θα ζήσω χωρίς εσένα» της είπε.
«Όμως, το ξέρεις πως δεν θα είμαστε εδώ για πάντα» του είπε και χώθηκε στην αγκαλιά του.
Τρόμαξαν από το συμβάν. Άρχισαν να προσέχουν κι οι δυο περισσότερο τις κινήσεις τους. Δεν απέφυγαν, όμως, ένα ακόμη δυσάρεστο γεγονός. Ο Νικηφόρος τσιμπήθηκε από ένα σκαθάρι, ένα είδος σκορπιού, και δέχτηκε στον οργανισμό του δηλητήριο. Ο οργανισμός του αντέδρασε, Έκαιγε στον πυρετό επί δυο ολόκληρες μέρες μέχρι να του περάσει και να σηκωθεί υγιής. Αυτές τις δυο μέρες δεν έτρωγε τίποτα, μόνο έπινε νερό όταν διψούσε κι εκείνη, δίπλα του έκανε το ίδιο. Δεν είχε καμιά όρεξη να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτόν. Όλες οι αξίες με τις οποίες είχαν μεγαλώσει, εδώ στον παράδεισό τους, είχαν πάρει άλλες διαστάσεις.
Τις υπόλοιπες μέρες έζησαν την απόλυτη ευτυχία στον μικρό παράδεισο στον οποίο είχαν εγκατασταθεί.
«Δεν θέλω να ζήσω τίποτε άλλο μετά από αυτό!» του έλεγε ψιθυρίζοντας ξαπλωμένη στην αγκαλιά του. «Αλήθεια, δεν θα με πείραζε καθόλου αν πέθαινα τώρα!»
«Σε καταλαβαίνω και νιώθω το ίδιο. Αυτές τις μέρες που ζούμε εδώ μαζί, έχει αλλάξει ο τρόπος που έβλεπα και που θα βλέπω τη ζωή.»
«Χάιδεψέ με, φίλησέ με κι άσε με να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου!»
Τα μάτια της έκλεισαν και το πρόσωπό της απέκτησε ένα γαλήνιο ύφος. Η Ζωή απολάμβανε την κάθε στιγμή και την κάθε ανάσα. Τα μαύρα μαλλιά έπεφταν στους γυμνούς ώμους της κι έφτιαχναν με το κάτασπρο δέρμα της μιαν αντίθεση που τον γοήτευε. Θα ήθελε να μην την ενοχλήσει στην μακαριότητά της. Δεν άντεξε να μην χαϊδέψει τον λαιμό και το σαγόνι της. Ακούμπησε απαλά με το εξωτερικό μέρος των δαχτύλων του το μάγουλό της. Του φαινόταν τόσο όμορφη και τόσο γλυκιά!
«Σ’ αγαπάω!» της ψιθύρισε.
Εκείνη κούνησε ελάχιστα τον ώμο της κι ένα αδιόρατο χαμόγελο έσκασε στα χείλη της. Δεν του απάντησε. Σφίχτηκε μόνο επάνω του σαν να ήταν και πάλι αυτή η τελευταία τους στιγμή.

***********************************
Η συνέχεια την Δευτέρα