Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2020

Μείωση των Δημοτικών Τελών

Τον Νοέμβρη κάθε έτους καθορίζονται τα δημοτικά τέλη για τις κατοικίες, τις επιχειρήσεις και τις μεγάλες βιομηχανίες. Εν όψει αυτού, σήμερα Σάββατο, τελευταία μέρα του Οκτώβρη, καταθέτουμε την δική μας πρόταση για μείωση των δημοτικών τελών κατά 20% για τις οικίες και τις μικρές επιχειρήσεις. 

Να επιχειρηματολογήσουμε γιατί τα δημοτικά τέλη των οικιών σε περιοχές όπως η δική μας πρέπει να μειωθούν, περιττεύει. Η κρίση λόγω χρεοκοπίας, η κρίση λόγω κορωνοϊού και η φτώχεια που χτυπά την πόρτα των λαϊκών στρωμάτων και των μη ευνοημένων συνοικιών, είναι λόγοι γνωστοί και καθολικά παραδεκτοί.

Μπορούν τα δημοτικά τέλη να μειωθούν χωρίς να χτυπήσει διάλυση ο δήμος;

Η απάντηση είναι ΝΑΙ, αυτό γίνεται. Μπορεί να γίνει μετά την ρύθμιση του 2018 σύμφωνα με την οποία σχεδόν τριπλασιάστηκαν (διπλασιάστηκαν σε ύψος και διευρύνθηκαν σε πλάτος επιβολής) τα τέλη που εισπράττει ο δήμος από τις μεγάλες κυρίως αλλά και τις μεσαίες επιχειρήσεις. Τα έσοδα του δήμου αυξήθηκαν κατά τέσσερα εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Ενάμιση τουλάχιστον εξ αυτών μπορούσε να το διαθέσει για τα πληττόμενα νοικοκυριά και τα μικρά καταστήματα. Αυτό περιλάμβανε η πρόταση που καταθέσαμε με άλλους συνδυασμούς τον Νοέμβριο του 2019, αλλά, δεν έγινε δεκτή από την Διοίκηση.

Σήμερα επαναλαμβάνουμε την πρόταση. Καταθέσαμε εκ νέου την πρότασή μας για μείωση κατά 20% του τέλους οικιών, επικαιροποιημένη, στις 13 Οκτωβρίου 2020. Όλο αυτό το διάστημα η Διοίκηση κάνει σαν να μην την είδε. Κι όμως είναι μια πρόταση εφικτή όσο και αναγκαία. Μάλιστα, ακόμα κι αυτή πρέπει να συμπληρωθεί σήμερα με την ανακούφιση των μικρών μαγαζιών που δεν προβλεπόταν στην περσινή μας πρόταση.

Προτείνουμε:

  • Μείωση του συντελεστή για τις κατοικίες από 1,61 ευρώ ανά τ.μ. που είναι σήμερα στο 1,30. Πρόκειται για μείωση 20% (για την ακρίβεια 19,25%)
  • Μείωση του τέλους των μικρών επιχειρήσεων (που φτάνει από το τριπλάσιο του τέλους οικιών) κατά 20% επίσης.

Ζητάμε από την Διοίκηση να εισάγει την πρότασή μας για συζήτηση στην Οικονομική Επιτροπή και καλούμε την αντιπολίτευση στο σύνολό της (όπως έκανε και πέρυσι) να την ψηφίσει στο Δημοτικό Συμβούλιο.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ

Γιώργος Τσιρίδης


Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

29 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 29η

Τελειώνει κι η δεύτερη μέρα από τις τρεις που συγκλόνισαν την Αθήνα.

Αύριο ο Δημήτριος Φαληρέας φεύγει και θέλει μαζί του την Δάφνη, ο Δημήτριος Αντιγονίδης εισέρχεται θριαμβευτής, κι η ιστορία μας συνεχίζεται με τις προσπάθειες να αποκαλυφθούν οι ορφικοί και να σωθούν ο Ιάσων και η Δάφνη.

****************************************


 (Τέλος του απογεύματος της 10ης Ιουνίου)

 

Ο Αντιγονίδης είχε άγχος. Αναμφισβήτητος θριαμβευτής στα όπλα, ήθελε να νικήσει και τις καρδιές των Αθηναίων. Θαύμαζε την πόλη, αθηναϊκή ήταν η μόρφωσή του, Αθηναίοι κι αυτοί που τον είχαν διδάξει. Απ' τη δόξα της Αθήνας αντλούσε δύναμη και κύρος ο πολιτισμός του βασιλείου του πατέρα του. Από τον νέο ελληνικό κόσμο που είχε ξεπηδήσει μετά τον Αλέξανδρο, αυτός εδώ ο Δημήτριος ήταν το πιο ωραίο φρούτο. Έπαιρνε πάνω του το περισσότερο φως. Συγκέντρωνε σε μια συσκευασία Ελλάδα κι ανατολή, μακεδονισμό κι ελληνισμό. Εδώ πια ένιωθε να έχει φτάσει στην κορφή του κόσμου, κοντά στους θεούς, στα παλάτια τους στον Όλυμπο. Απολάμβανε με τρόπο μεθυστικό την κάθε του στιγμή κι ένιωθε ευτυχής με όλα όσα του συνέβαιναν.

Ο Δημήτριος λάτρευε τη φήμη του νικητή στα πεδία των μαχών αλλά ήθελε να δοξαστεί σαν αναμορφωτής του κόσμου. Ο χτεσινός θρίαμβός του ήταν μια μοναδική κι ανεπανάληπτη νίκη. Οι οπλίτες Αθηναίοι πέταξαν τις ασπίδες και σήκωσαν τα χέρια κραυγάζοντας κι ονομάζοντάς τον «ελευθερωτή». Όμως τις εξετάσεις θα τις έδινε στο Άστυ, στη Βασίλειο Στοά και στην Πνύκα. Εκεί ήθελε να γοητεύσει τους Αθηναίους. Όχι με προσφορές, ξυλείας ή αποικιών αλλά με τη λογική και την πειθώ. Ύστερα θα ζητούσε τη βοήθειά τους. Τους ήθελε για να πολιορκήσει τη Μουνιχία. Τους χρειαζόταν για να ελευθερώσει και τους Μεγαρίτες. Του είχαν ζητήσει κι αυτοί βοήθεια για να απαλλαγούν απ’ τον Κάσσανδρο.

«Να τονίσεις, Δημήτριε, ότι δεν θα γίνουν από κανέναν πράξεις αντεκδίκησης» του θύμισε ο Αριστόδημος.

«Να είσαι εγκρατής. Ο Δημοχάρης κι ο Στρατοκλής θα συναγωνίζονται ποιος θα σου κάνει την μεγαλύτερη τιμή. Ο ένας θα σε ονομάσει "σωτήρα" κι ο άλλος "θεό". Εσύ, σκέψου τι από όλα θα δεχτείς».

«Λέω να τα δεχτώ όλα» είπε ο Δημήτριος. «Γιατί να αρνηθώ τις τιμές; Θα πω όχι στις αντεκδικήσεις».

«Δεν είναι μόνο για σένα οι τιμές, Δημήτριε. Τα ίδια ετοιμάζουν και για τον πατέρα σου. Μιλούν για Αντίγονο και Δημήτριο, θεούς και σωτήρες των Αθηνών!»

«Γνωρίζουν πόσο μεγάλη αδυναμία τού έχω. Το κάνουν ακόμα πιο δύσκολο να αρνηθώ» είπε ο Δημήτριος.

«Δημήτριε, έμαθα ότι ο Φαληρέας αναχώρησε από το Άστυ. Μάλλον στην Μουνιχία βρίσκεται» είπε ο Πολεμίων.

«Ας πάει όπου θέλει. Αφού μας άδειασε το Άστυ θα δούμε εκεί τους πρυτάνεις».

«Στην Πνύκα θα είναι αρκετοί» είπε ο Πολεμίων.

«Είναι αργά, όσοι μένουν μακριά θα έχουν επιστρέψει στα σπίτια τους» είπε Αριστόδημος.

«Θα τους ήθελα όλους στην ομιλία» είπε ο Δημήτριος.

Σκεφτόταν να αναβάλει την πρώτη του εμφάνιση στους Αθηναίους, όχι γιατί φοβόταν ή κόμπιαζε. Θα ήταν μεγάλος ο θρίαμβος αν είχε εξαλειφθεί κι η φρουρά της Μουνιχίας.

«Σκέφτεσαι την αναβολή;» τον ρώτησε ο Αριστόδημος.

«Ναι, ίσως είναι πιο σώφρον. Ας μη με δουν ακόμη. Στο κάτω-κάτω έτσι θα ανυπομονούν και θα με θέλουν όλο και πιο πολύ» είπε ο Δημήτριος γελώντας.

Ένιωθε πολύ σίγουρος για τον εαυτό του. Πάντα ήταν τυχερός στα γεγονότα της ζωής του. Ήταν ακόμη πιο τυχερός που είχε φανεί άξιος του πατέρα του κι εύκολος κατακτητής των Αθηνών. Πάντοτε ένιωθε πως ένα μέρος της καλοτυχίας του έπρεπε να το μοιράζεται με άλλους, κι εδώ, «άλλοι» ήταν οι Αθηναίοι. Ήθελε να τους δώσει την ελευθερία που ζητούσαν. Ας μετείχαν όλοι στην εξουσία, χωρίς διακρίσεις, με την θεά Τύχη να μοιράζει τα αξιώματα.

Για τον ίδιο αυτό ήταν φενάκη. Αφού δεν είχαν δική τους δύναμη, πλοία και στρατό, η δημοκρατία θα ήταν πάντοτε θνησιγενής. Δεν θα είχαν ποτέ αρκετή δύναμη για να έχουν και ανεξαρτησία όσο παρέμεναν μια πόλη. Χωρίς μεγάλο βασίλειο ή αυτοκρατορία θα ήταν πάντοτε εξαρτημένοι.

Όμως «περί ορέξεως ..». σκεφτόταν ο Δημήτριος. Αφού αυτό ήθελαν, το πάτριο πολίτευμά τους, ας το είχαν. Εκείνος, κι ο πατέρας του, το μόνο που τους ζητούσαν ήταν να έχουν μια καλή κι έντιμη συμμαχία. Ήθελαν την βοήθειά τους κόντρα στον Κάσσανδρο. Αυτό ήθελε για όλες τις πόλεις στην Ελλάδα. Ελευθερία, ισοκρατία και συμμαχία με τον Αντίγονο ενάντια σε Κάσσανδρο και Πτολεμαίο. Αυτό θα πρότεινε παντού. Όσο για την ισοκρατία, δεν φοβόταν μήπως επηρεάσει τους Μακεδόνες. Δεν κινδύνευε από το μικρόβιο της ισοκρατίας η δική τους κοινωνία. Αυτοί είχαν πάντα βασιλιάδες έστω κι αν οι εταίροι κι η συνέλευση του στρατού είχαν αποφασιστικό λόγο.

«Θα έβλεπες και την Ευρυδίκη αν γινόταν η συνάντηση στη Πνύκα» είπε ο Πολεμίων.

«Την ανιψιά του Περικλή; Έχω ακούσει γι αυτήν».

«Είναι λίγο μεγάλη για σένα αλλά θα είναι χρήσιμη. Θα σε συμπαθήσουν πιο πολύ οι Αθηναίοι αν σε δουν με μια δική τους. Θα χρειαστεί και στις συνεννοήσεις με τον Πτολεμαίο ή την Κρατησίπολη(*)» συνέχισε ο Πολεμίων.

«Θα την δω αργότερα, όπως και την Κρατησίπολη».

«Κανείς δεν αμφιβάλει γι αυτό» είπε ο Αριστόδημος.

«Μου αρέσει όταν ανακατεύουμε τις γυναίκες με την πολιτική» είπε ο Δημήτριος.

«Εδώ που ήρθαμε» είπε ο Αριστόδημος γκρινιάζοντας, «πολύ δύσκολα θα το αποφύγουμε αυτό».

«Αριστόδημε, έχε μου εμπιστοσύνη» είπε ο Δημήτριος.

Ήξερε πως τούτη τη στιγμή ο σκοπός του συμβάδιζε με την ευτυχία των Αθηναίων.

«Είμαι αισιόδοξος και το αποφάσισα. Μέχρι να πάρουμε και τη Μουνιχία δεν θα ανέβω στο Άστυ» κατέληξε.

«Να ετοιμαστούμε για μάχη;»

«Φτιάξτε τις καλύτερες πολιορκητικές μηχανές. Δεν θα προσφέρουμε στους Αθηναίους μόνο τη Μουνιχία αλλά και μπόλικο θέαμα».

Ο Δημήτριος ήταν ένας Αλέξανδρος αλλά όχι μέγας. Άφηνε τις φιλοδοξίες του να ξεπερνάνε τα πολιτικά του σχέδια και την προσωπική του ευχαρίστηση να γίνεται οδηγός του. Σκοπός του δεν ήταν η ιστορία αλλά ο εαυτός του. Οι μάχες, οι νίκες του κι οι θρίαμβοί του ήταν για την απόλαυση κι όχι για μιαν αποστολή. Ήταν συναρπαστικός σαν τον Αλέξανδρο αλλά ανίκανος να κατακτήσει τον κόσμο.

Προς το παρόν ο αέρας φυσούσε πρίμα στα πανιά του και δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη ότι αυτό θα άλλαζε. Μόνο ο δούλος του Φαληρέα, εκείνος ο Ρόδιος, είχε κάνει αρνητική πρόβλεψη. Του είχε πει ότι η αγάπη των Αθηναίων μπορούσε να γίνει μίσος. Όχι, δεν θα το επέτρεπε αυτό. Ήθελε να είναι Αθηναίος κι αυτός, πολίτης της πιο ένδοξης πόλης, κι όταν θα ερχόταν ο καιρός θα έδινε τις εξετάσεις του.

....................................................

Η Ιππαρχία, ο Ζείκρατος κι ο Μύρων συζητούσαν καθώς πλησίαζαν στον τάφο που περίμενε τον Ερμόδωρο. Είχαν ήδη προσπεράσει το έλος κι είχαν βγει από την όμορφη δενδρόφυτη πύλη του Αφροδίσιου. Ο κόσμος ήταν λίγος κι η κούραση από την πεζοπορία μεγάλη. Σταματούσαν σε τάφους γνωστών κι έκαναν χαιρετισμούς αφήνοντας λουλούδια. Ο Φαληρέας είχε απαγορεύσει τα επιβλητικά επιτάφια μνημεία με τα μαρμάρινα συμπλέγματα και με τα αγάλματα. Μια τράπεζα μόνο, λίγα επιγράμματα πάνω της και μια λιτή επιτύμβια στήλη. Όλα αυτά ήταν αρκετά για να συνοδεύσουν τον νεκρό. Συζητούσαν για τα γεγονότα που τους συντάρασσαν.

«Μου μίλησε πιο πριν ο Φανοκράτης» είπε ο Ζείκρατος. «Πήγε κι έψαξε στην επιμελητεία για τον Χρηστία. Κάποιος Λοξίας από τον Κεραμικό έχει καταγγείλει και τον Χρηστία και ζητά αντίδοση περιουσιών».

«Αυτό σημαίνει οριστικά πλέον πως υπάρχει σχέδιο και πως οι νεκροί δεν πέθαναν τυχαία» είπε η Ιππαρχία.

«Σε αυτό έχουμε καταλήξει από χτες» είπε ο Μύρων, «όμως δεν φτάνει για να βρούμε τους ενόχους».

«Πρέπει να ξεσκεπάσετε την συμμορία» είπε η Ιππαρχία.

«Ξέρουμε μόνο τους τρεις που ζητάνε και τα ρέστα από τους συγγενείς των νεκρών» είπε ο Ζείκρατος. «Αυτό που μας επείγει είναι η εξαφάνιση του Ιάσονα και της Δάφνης».

«Έμαθα πως έχουν χαθεί από χτες. Περίεργο! Για τον Φαληρέα γνωρίζεις;» τον ρώτησε η Ιππαρχία.

«Τι εννοείς; Τι να γνωρίζω;»

«Μίλησα με τον Ανθέστη και μου είπε πως ο Φαληρέας τού γύρεψε την κόρη του για γάμο» είπε η Ιππαρχία.

«Για γάμο; Αυτό είναι πολύ ...».

«Ο Ιάσων επιτέθηκε με μανία να σκοτώσει τον Φαληρέα στην κηδεία. Παρά λίγο θα γινόταν τυραννοκτόνος από ερωτική αντιζηλία».

«Το έμαθα κι εγώ, δεν ήμουν μπροστά, μου το είπε όμως ο Φανοκράτης» είπε ο Μύρων.

Ο Ζείκρατος είχε μείνει έκπληκτος.

«Να δεις που κι ο Δημήτριος θα ψάχνει τώρα να τον βρει κι αυτός» είπε η Ιππαρχία.

«Ή ... τον έχει βρει και τον κρατά αν δεν τον έχει ήδη σκοτώσει!» είπε ο Ζείκρατος με φρίκη. «Το υποθέταμε πως οι Σκύθες, άρα ο Δημήτριος, μπορούσαν να τους έχουν πιάσει. Τώρα, όμως, είμαι βέβαιος».

«Και τι θα κάνετε;»

«Τώρα βραδιάζει, δεν προλαβαίνουμε. Αύριο το πρωί, όμως, πρέπει να πάμε σε όλα τα σπίτια του Δημήτριου, από τη Βασιλική Στοά και το Άστυ ως το Φάληρο ... παντού! Κάπου τους έχει και τους κρύβει».

Ο Μύρων είδε λίγο πιο εκεί την Κλεοτίμα με την Νικάτα και τις πλησίασε. Η Ιππαρχία έμεινε για λίγο μόνη της με τον Ζείκρατο και τον ρώτησε ευθέως:

«Σου αρέσει αυτό το κορίτσι, ε;»

Του έδειξε μπροστά τους, την Νικάτα.

«Μόλις την γνωρίσαμε. Ακόμη δεν την ξέρω καλά-καλά. Πώς γίνεται να μ’ αρέσει;» είπε ο Ζείκρατος.

«Το διορθώνω λοιπόν» είπε η Ιππαρχία. «Σου αρέσει η ιδέα να την γνωρίσεις καλύτερα, ε;»

«Σ' αυτό δεν θα έλεγα όχι» είπε εκείνος χαμογελώντας.

«Θα σώσεις την περιουσία της οικογένειάς της και θα γίνεις ο ήρωάς της» του είπε η Ιππαρχία.

«Ομολογώ πως θα ήθελα να γίνω ήρωας, έστω κι αν με κοροϊδεύεις. Πάντως πρέπει να το λύσουμε αυτή την απάτη με τις αντιδόσεις. Όχι μόνο για τον Ερμόδωρο, αλλά, και για την Νικάτα και για τον τρίτο νεκρό».

«Φαίνεται πως η ίδια συμμορία τα έχει οργανώσει όλα» είπε η Ιππαρχία.

«Κι εγώ αυτό πιστεύω».

«Τώρα θα είναι εύκολο να αντικρούσεις τα παράλογα αιτήματα. Θα μιλήσουν η Ηλιαία κι ο δήμος. Δεν θα κλείσουν την υπόθεση εν κρυπτώ στην επιμελητεία».

«Εννοείται! Τα καλά της ισοκρατίας, Ιππαρχία» της είπε.

«Εμείς είμαστε κατά των θεών και των τυράννων αλλά ούτε και την ισοκρατία θεοποιούμε» είπε η Ιππαρχία. «Ο όχλος δεν διστάζει να συμπεριφέρεται συχνά χωρίς αρετή όταν είναι στην εξουσία».

«Εσείς οι κυνικοί πάτε την κριτική σας τόσο μακριά που δεν αφήνετε χώρο ούτε για την πόλη να υπάρξει».

«Μιλάς για μια πόλη που γίνεται εύκολα το βασίλειο ενός τυράννου;»

«Κι όμως, η πολιτεία είναι το κοινό μας σπίτι και πρέπει να νοιάζει κι εσάς πώς οργανώνεται ή προοδεύει. Η αναρχία δίνει μια σπουδαία ατομική ελευθερία στον καθένα, επιτρέπει όμως σε επιτήδειους να την εκμεταλλεύονται. Η ισοκρατία έχει στόχο την ευτυχία των πολιτών» είπε ο Ζείκρατος.

«Αυτά τα περί ισονομίας και ισοκρατίας τα αφήνω στον φίλο σου τον Επίκουρο. Έμαθα πως τον καλείτε να έρθει στην Αθήνα, τώρα που άλλαξαν τα πράγματα»

«Νομίζω πως θα το θέλει πολύ κι αυτός. Η αλήθεια είναι πως εμείς τον θέλουμε ακόμα περισσότερο!»

«Μακάρι να μας έρθει» είπε η Ιππαρχία. «Μ’ αρέσει ο Επίκουρος κι ας διαφωνούμε. Εμείς θα τον καλωσορίσουμε. Το Λύκειο κι η Ακαδημία δεν θα χαρούν ιδιαίτερα».

Πλησίασε ξανά προς το μέρος τους ο Μύρων.

«Έχω μια πληροφορία!» τους είπε. «Ο Φαληρέας έφυγε από την Βασίλειο Στοά για τη Μουνιχία. Εκεί πρέπει να είναι και τώρα που μιλάμε».

«Δηλαδή εκεί θα μείνει αυτό το βράδυ; Φοβήθηκε τόσο πολύ, λοιπόν, που το έσκασε;»

«Πληροφορίες, που έχουν πηγή τον Λυκανία, λένε ότι μετά τη Μουνιχία θα πάει με τη συνοδεία του στο Φάληρο. Θα βγάλει τη νύχτα στο πατρικό του».

«Προλαβαίνουμε να πάμε κι εμείς;» ρώτησε ο Ζείκρατος.

«Αν δεν θέλεις να χαλάσουμε την περιφορά της κηδείας τώρα στο τέλος της ... όχι!» του είπε ο Μύρων.

«Πάμε αύριο πρωί-πρωί» είπε η Ιππαρχία.

«Φοβάμαι μήπως αύριο είναι αργά» είπε σκεπτικός ο Ζείκρατος.

Έβλεπε ότι απόψε δεν μπορούσε να γίνει τίποτε. Σε λίγο θα σκοτείνιαζε καθώς ο ήλιος έπεφτε πια. Έπρεπε να θάψουν τον Ερμόδωρο, να πουν ευχές πάνω από τον τάφο και, μετά, να γυρίσουν πίσω. Ο δρόμος για το Φάληρο θα ήταν φωτισμένος στο αγρόκτημα, όμως, έξω θα επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Ούτε το φεγγάρι θα έβγαινε σήμερα νωρίς.

..............................................................

Ο Φαληρέας με τον Αγακάτη έφτασαν στο πατρικό του αργά το απόγευμα όταν η μέρα κόντευε να τελειώσει. Διέσχισε το μεγάλο αγρόκτημα και μπήκε φουριόζος στο σπίτι.

«Είναι όλα έτοιμα;» ρώτησε τον Ιεροφάντη.

«Έτοιμα άρχοντά μου, η μικρή είναι στο δωμάτιό σου» του είπε ο Ιεροφάντης. «Εσένα περιμένει».

Ο Φαληρέας ανέβηκε βιαστικά, έκανε ένα μπάνιο κι έβαλε αρώματα. Έτοιμος για όλα μπήκε στο δωμάτιο. Η Δάφνη, ημίγυμνη και ναρκωμένη δεν κοιμόταν. Ερεθισμένη από τα βότανα, χωρίς να βλέπει ποιος ήταν, μυρίζοντας όμως άντρα, τον περίμενε πρόθυμη.

Ο Φαληρέας ξάπλωσε δίπλα της και προσπάθησε. Όχι πως εκείνη έφερε αντίρρηση -δεν ήταν σε θέση- αλλά σχεδόν χωρίς δυνάμεις, έσβησε στην αγκαλιά του. Πριν γίνει κάτι, οτιδήποτε, ανάμεσά τους, η Δάφνη αποκοιμήθηκε. Χάθηκε σε έναν ύπνο βαθύ, σαν θάνατο. Είχε πέσει σε κώμα. Ο Φαληρέας χάλασε τον κόσμο. Η Πανδότη έτρεξε αμέσως στο δωμάτιο κι ο Ιεροφάντης προσπάθησε να τον καθησυχάσει. Εις μάτην όλα! Η Δάφνη είχε βυθιστεί και θα αργούσε πολύ να ξυπνήσει. Όχι πάντως πριν από από αύριο.

«Δυστυχώς άρχοντα Δημήτριε, το κορίτσι σε θέλει αλλά εσύ θα πρέπει να περιμένεις λίγο» του είπε η Πανδότη.

«Ιεροφάντη, κάνε κάτι αλλιώς θα αντιμετωπίσεις την οργή μου!» τον απείλησε ο Φαληρέας.

Τίποτα δεν μπορούσε να γίνει και τίποτα δεν έγινε. Ούτε και καμιά υπογραφή έβαλε ο Επιμελητής εκείνο το βράδυ. Αφού η Δάφνη κοιμόταν κι αυτός έμενε σύξυλος, ας περίμενε μαζί του κι η οργάνωση!

Αυτό το δεύτερο βράδυ μετά την εξέγερση, ο Ιάσων στο υπόγειο κι η Δάφνη στον γυναικωνίτη έριξαν βαθιούς ύπνους. Είδαν περίεργα όνειρα, βυθισμένοι στην αλλόκοτη δράση των ναρκωτικών της Πανδότης. Ο Δημήτριος Φαληρέας, άντρας από γενιά ξεχωριστός, περνούσε την τελευταία του νύχτα στην Αθήνα. Κανείς δεν ήξερε αν θα ξαναγύριζε ποτέ. Ανήσυχος, εκνευρισμένος και φοβισμένος δεν μπόρεσε να κοιμηθεί αυτό το βράδυ παρά ελάχιστες μόνον ώρες.

......................

παραπομπή:

(*) Η Κρατησίπολις πήρε την εξουσία στην Κόρινθο, την Σικυώνα κι όλη την Πελοπόννησο όταν πέθανε ο άντρας της που ήταν κύριος της Ελλάδας μετά τον Αντίπατρο. Πολέμησε με τον Πτολεμαίο και κατόπιν συνθηκολόγησε μαζί του. Κάποια στιγμή είχε κι αυτή ειδύλλιο με τον Δημήτριο Ελευθερωτή (πολιορκητή). Ο Δημήτριος έμεινε ξακουστός για την δράση του με τις γυναίκες . Παντρεύτηκε το 306 πΧ την Ευρυδίκη κι έκαναν ένα παιδί.


****************************************

Την Δευτέρα η συνέχεια με το πρωινό της τελευταίας μέρας (11η Ιουνίου 307πΧ.)

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Πολεοδόμηση και Περιοχή Ανάπλασης

Μια περιοχή ενός δήμου μπορεί να πολεοδομηθεί για πολλούς λόγους. Για να γίνουν τακτοποιήσεις και μικρές μεταβολές στο σχέδιο πόλης, για τακτοποίηση αυθαιρέτων, για διάνοιξη δρόμου κ.τ.λ. Το σχετικό πολεοδομικό "εργαλείο" είναι κυρίως το άρθρο 7 του βασικού νόμου 2508/97, καθώς και το άρθρο 4 που μιλά για το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (Γ.Π.Σ στο εξής). Το άρθρο 7 προβλέπει:

α)  Να γίνει μια πρώτη πρόταση από τον Φορέα (Δήμος) που θα την δει (εγκρίνει αρχικά) το δημοτικό συμβούλιο και μετά θα την δουν και οι ιδιοκτήτες γης της περιοχής. Η πρόταση περιέχει συντελεστή δόμησης, διάταξη χώρων, χρήσεις γης χώρους πρασίνου και κοινόχρηστα.

β) Την πρόταση αυτή, που πρέπει να είναι ισορροπημένη, θα την ψηφίσει το Δημοτικό Συμβούλιο και θα την στείλει στο ΣΧΟΠ (συμβούλιο χωροταξίας) που θα γνωμοδοτήσει προς το Υπουργείο.

γ) Αν την εγκρίνει κι ο Υπουργός, τότε έχουμε Πολεοδομική Μελέτη που γίνεται ΦΕΚ και εφαρμόζεται.

Όταν η περιοχή είναι ειδικού ενδιαφέροντος, όπως είναι η δική μας πρώην βιομηχανική ζώνη, τότε υπάρχουν άλλα άρθρα, πιο προχωρημένα. 

Με το άρθρο 8 του ίδιου νόμου μπορεί μια τέτοια περιοχή να χαρακτηριστεί ως "Περιοχή Ανάπλασης", ονομασία που της δίνει ο νόμος. Τότε αντί για το άρθρο 7 της απλής πολεοδομικής μελέτης φτιάχνεται με βάση τα άρθρα 9 έως 11 του ίδιου νόμου ένα "Πρόγραμμα Ανάπλασης" κι η διαδικασία είναι η εξής:

α) Φτιάχνεται μια Προκαταρκτική Πρόταση από τον Φορέα (τον Δήμο) που εγκρίνεται από το δημοτικό συμβούλιο. Η πρόταση συμπληρώνεται με μελέτες εφικτότητας και βιωσιμότητας του έργου, υποχρεώσεις των ιδιοκτητών γης κτλ. και φυσικά περιλαμβάνει και τις απόψεις των ιδιοκτητών γης. Εγκρίνεται από τον Δήμο, πάει στο ΣΧΟΠ και τον Υπουργό και γίνεται ΦΕΚ. 

β) Με βάση τα παραπάνω, φτιάχνεται "Πρόγραμμα Ανάπλασης" (άρθρο 9) με Φορέα Ανάπλασης τον Δήμο που κάνει όλες τις αναγκαίες μελέτες και κινήσεις για χρηματοδότηση έργων, προσέλκυση επενδυτών ή δημόσιων ή ευρωπαϊκών προγραμμάτων χρηματοδότησης με συγκεκριμμένα χρονοδιαγράμματα. 

γ) Μόλις γίνουν αυτά, τότε φτιάχνεται "Μελέτη Ανάπλασης" (άρθρο 10) που περιλαμβάνει όλες τις μελέτες, την Πολεοδομική, την Οικονομοτεχνική, μια ειδική Αρχιτεκτονική και τις κτιριακές μελέτες.

Έτσι γίνεται η Ανάπλαση.

Αυτή είναι και η θέση της Δημοκρατικής και Προοδευτικής Κίνησης "Η δική μας πόλη". Εκφράστηκε προεκλογικά και συνεχίζει να είναι οδηγός μας.

Προσοχή: Όταν λέμε "ανάπλαση" δεν κάνουμε έναν ευφημισμό όπως λέμε "ανάπλαση Καστρακίου" ή "ανάπλαση της Πανεπιστημίου" κτλ. Ανάπλαση είναι όρος πολεοδομικός και νομικός που καθορίζεται από τα παραπάνω που σας ανέφερα (άρθρο 8 του 2508/97). Και είναι φανερό ότι είναι ένα ισχυρό πολεοδομικό εργαλείο που μπορεί να μας βοηθήσει να αλλάξουμε την μοίρα της πόλης μας.

Για την περιοχή της τέως (δυστυχώς και νυν) βιομηχανικής ζώνης Δραπετσώνας-Κερατσινίου πρέπει να εφαρμοστούν τα παραπάνω. Πρέπει να χαρακτηριστεί "Περιοχή Ανάπλασης". Να σημειωθεί ότι αυτό είχε γίνει ήδη από το 1997 με την απόφαση  του ΟΡΣΑ της 9ης Απριλίου 1997 με χαρακτηρισμό (τότε) της περιοχής ως "κέντρου πόλης". Πάντως από τότε είναι "Περιοχή Ανάπλασης" και όλες οι τροποποιήσεις του ΓΠΣ την χαρακτηρίζουν ως "μητροπολιτική περιοχή" και "περιοχή ανάπλασης". Ίσως πρέπει τώρα να επαναβεβαιώσουμε τον χαρακτηρισμό και να προχωρήσουμε.

Δυστυχώς η δημοτική αρχή δεν θέλει να προχωρήσει σε αυτόν τον δρόμο. Θέλει να πάει με την απλή πολεοδομική μελέτη του άρθρου 7 παρ' όλο που ο νόμος του 2015 της επιβάλλει να κάνει "Πολεοδομική μελέτη Ανάπλασης". Ο τότε Υπουργός Παναγιώτης Λαφαζάνης, που έφτιαξε τον νόμο του 2015, ήξερε για ποιο πράγμα μιλούσε, σαν μέλος που ήταν της Παμπειραϊκής Επιτροπής για την Βιομηχανική Ζώνη. Ήξερε ότι εδώ δεν αρκούσε μια οποιαδήποτε πολεοδομική μελέτη λες και θα τακτοποιήσουμε μερικά τετράγωνα αλλά μια Μελέτη Ανάπλασης γιατί έχουμε να κάνουμε με κάτι μεγάλο. 

Τέλος πάντων, δεν υπάρχει λόγος να διαφωνούμε τώρα. Αφού η δημοτική αρχή θέλει να αρχίσει με το άρθρο 7 ας φτιάξει με προμελέτη με τους όρους δόμησης που ισχύουν (Σ.Δ. 0,15 και χρήσεις τις γνωστές) και ας την φέρει στο Δ.Σ. Μέχρι τότε υπάρχει χρόνος να πεισθεί πως θα πρέπει να την αναβαθμίσει σε "Προκαταρκτική Πρόταση Ανάπλασης" για να μπουν μπροστά οι σωστές διαδικασίες.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΉ ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΡΙΔΗΣ

28 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 28η

Επανερχόμαστε μετά την χτεσινή διακοπή λόγω εθνικής γιορτής.

Είμαστε στο απόγευμα της δεύτερης από τις τρεις μέρες που συγκλόνισαν την Αθήνα στις 9, 10 και 11 Ιουνίου του 307 π.Χ. ή αλλιώς 5ης, 4ης και 3ης φθίνοντος Θαργηλιώνος. Ήδη έχουμε δει τα τρία πρώτα μέρη των συμβάντων αυτού του απογεύματος. Είμαστε στο τέταρτο μέρος του κεφαλαίου. 

 Δεν είναι εύκολες οι τελευταίες διαπραγματεύσεις της φυγής για τον Δημήτριο Φαληρέα ειδικά όταν έχει και τα προσωπικά του να τον απασχολούν.

****************************


 

(Απόγευμα της 10ης Ιουνίου 307 π.Χ.)

....................................

Ο Δημήτριος με τον Θεόδωρο καβαλούσαν τα άλογά τους κι ο Θεόφραστος ήταν στην άμαξα. Κατευθύνονταν όλοι προς τον Πειραιά και στο φρούριο της Μουνιχίας. Στο μεταξύ, στο Φάληρο, οι προετοιμασίες είχαν αρχίσει. Ο Ιάσων κι η Δάφνη είχαν τοποθετηθεί σε διαφορετικά δωμάτια. Ο Ιάσων βρισκόταν στο υπόγειο, δεμένος, φιμωμένος και φρουρούμενος από έναν Σκύθη για να μην γίνει επικίνδυνος. Η Δάφνη ήταν στον επάνω όροφο, σε μια πολυτελή κρεβατοκάμαρα. Ο χώρος ήταν γεμάτος με προτομές του Φαληρέα και των προγόνων του. Παντού υπήρχαν έξοχες ζωγραφιές με αναπαραστάσεις της φύσης ή των θεών και των ηρώων. Ένα θαυμάσιο μέρος, γεμάτο έργα τέχνης, μέσα στο οποίο ο Φαληρέας σκόπευε να την κάνει δική του.

Της έφεραν να φάει κάτι αλμυρό. Ήταν ψάρι γεμάτο με αλάτι κι ελιές πολύ αλατισμένες επίσης. Διψούσε και σε λίγο άρχισε να ζητάει να της φέρουν νερό. Της έφερε η Πανδότη. Η Δάφνη την έβλεπε για πρώτη της φορά. Δεν ήταν νερό, ήταν ένας χυμός με λεμόνι που όμως τον κατέβασε μονομιάς για να ξεδιψάσει.

«Με λένε Πανδότη» της είπε η γυναίκα.

«Εμένα Δάφνη».

«Είμαι φίλη του Δημήτριου του Επιμελητή. Να ξέρεις ότι εδώ είναι το πατρικό του σπίτι».

«Ωραίο σπίτι αλλά εγώ θέλω να φύγω».

«Θα φύγεις όποτε θέλεις. Πρώτα, όμως, σου ζητά να κάνεις μια κουβέντα μαζί του».

«Γιατί με κρατάτε εδώ, είναι παράνομο».

«Ο Δημήτριος θέλει να σου μιλήσει. Άκουσέ τον πρώτα και μετά φεύγεις».

«Πού είναι ο Ιάσων; Τι του κάνατε; Πού τον έχετε; Είστε παράνομοι κι εγκληματίες».

«Ο Ιάσων επιτέθηκε στον Επιμελητή! Ξέρεις καλά πως θα μπορούσε να τιμωρηθεί γι αυτό» είπε η Πανδότη.

«Α, ώστε θα τον τιμωρήσουνε κιόλας! Δεν φτάνουν όσα τράβηξε, ε;» φώναξε η Δάφνη.

«Μην ανησυχείς, δεν θα πάθει τίποτε, αρκεί να μιλήσεις εσύ με τον Δημήτριο. Δεν θα σε αναγκάσει για τίποτε, μόνο να μιλήσετε θέλει».

Η Δάφνη ηρέμησε κάπως. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως η ταλαιπωρία κι η κράτησή τους όλο το βράδυ είχε μόνο αυτόν τον σκοπό. Αν ο Φαληρέας ήθελε τόσο πολύ να μιλήσει μαζί της γιατί δεν το είχε κάνει ως τώρα; Τι τον εμπόδιζε; Και γιατί έπρεπε να την φέρει με την βία μέχρι εδώ; Κι εξάλλου, τι νέο είχε να της πει; Από την άλλη, πάλι, σκέφτηκε ότι η έλευση του Αντιγονίδη κι η εξέγερση ήταν λόγοι καθυστέρησης του Επιμελητή. Θα είχε πολλά στο κεφάλι του κι αυτός τούτες τις ώρες. Ίσως, λοιπόν, αυτή η γυναίκα να είχε δίκιο. Η Δάφνη το ήθελε τόσο πολύ να έχει δίκιο, που αποδέχτηκε την εξήγησή της κι ηρέμησε.

«Σου έφερα μια σούπα δημητριακών για να φας» της είπε και της έδειξε το φαγητό.

«Ποια είσαι;» τη ρώτησε η Δάφνη. «Είσαι γυναίκα του;»

«Δεν είναι παντρεμένος, δεν βρήκε ως τώρα καμιά που να του αξίζει».

«Φαίνεται πως είναι παράξενος».

«Εκλεκτικός είναι, όχι παράξενος. Μη ξεχνάς πως είναι ένας φιλόσοφος και κυβερνήτης».

«Τύραννος είναι! Οι φιλόσοφοι θέλουν το καλό του δήμου και των ανθρώπων, όχι την εξουσία!»

Η Πανδότη δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση, όμως, ο στόχος της δεν ήταν να ανακαλύψει την αλήθεια. Ήθελε να χαλαρώσει τη Δάφνη για να την πιάσει καλύτερα το φάρμακο με το οποίο ήθελε να την ποτίσει. Είχε βάλει μέσα στον χυμό, κι είχε βάλει κι άλλο μέσα στη σούπα της.

«Φάε το φαγητό σου με την ησυχία σου. Θα έρθω σε λίγο ξανά για να μιλήσουμε».

«Τι έχουμε να πούμε; Αφήστε μας να φύγουμε αμέσως! Αυτό που γίνεται εδώ είναι παράνομο!»

«Ηρέμησε κι όλα θα γίνουν» της είπε η Πανδότη.

Στο μεταξύ, κάτω στο υπόγειο, ο Ιάσων είχε φάει κι αυτός παστό ψάρι και αλμυρές ελιές. Πέθαινε στη δίψα όπως η Δάφνη. Η Πανδότη πήγε και σ’ εκείνον χυμό λεμονιού και σούπα για να φάει. Δεν μίλησε μαζί του. Το δηλητήριο που είχε ετοιμάσει γι αυτόν, κι είχε ρίξει στον χυμό και στην σούπα, ήταν υπνωτικό. Δεν άργησε πολύ να τον πιάσει. Ο Ιάσων, που ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ κουρασμένος, έγειρε αμέσως στο πλάι κι αποκοιμήθηκε βαριά. Στην Δάφνη είχε ρίξει δυο αλλιώτικα φάρμακα. Το ποτό περιείχε ένα ισχυρό ερωτικό φίλτρο, ενώ, η σούπα περιείχε ένα ελαφρύ ναρκωτικό για να την χαλαρώσει. Δεν άργησε κι η Δάφνη να κοιμηθεί, όχι τόσο βαριά όσο ο Ιάσων. Εκείνος βυθίστηκε στο σκοτάδι ενώ εκείνη αφέθηκε, πιο χαλαρά, σε ένα κόσμο απαλών ονείρων.

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Ιεροφάντης «είναι έτοιμοι;»

«Ο νεαρός θα κοιμάται μάλλον όλη την αυριανή μέρα με τόσο ναρκωτικό που του έδωσα. Ήδη έπεσε ξερός. Η νεαρή τώρα χαλαρώνει. Το ερωτικό φαρμάκι έχει αρχίσει να επιδρά κιόλας πάνω της».

«Δηλαδή αν επιχειρήσω ..». πήγε να πει ο Ιεροφάντης.

«Από την μικρή δεν θα βρεις αντίσταση, Ιεροφάντη. Με τον επιμελητή, μόνο, δεν ξέρω πώς θα τα βολέψεις μετά» του είπε η Πανδότη.

«Τι άνθρωπος κι αυτός ο Δημήτριος! Να έχει στα πόδια του όποια γυναίκα θέλει κι όμως να παιδεύεται. Μπορεί να πάρει κάθε βράδυ στο κρεβάτι του τις καλύτερες εταίρες, κι όμως, επιμένει με μανία σε ένα κορίτσι!»

«Και τι κορίτσι! Που δεν τον θέλει, κι έχει την καρδιά του δοσμένη σε άλλον. Που θέλει σαν τρελό τον φυλακισμένο μας» συμπλήρωσε η Πανδότη.

«Εσύ, Πανδότη, πώς νιώθεις τώρα που έγινες ιέρεια κι έχεις δώσει όρκο παρθενίας;»

«Θα προσπαθήσω να πνίξω τις κραυγές του κορμιού μου. Πάντοτε αυτό έκανα» είπε εκείνη.

«Ίσως ήταν λάθος που διάλεξες αυτόν τον δρόμο» της είπε ο Ιεροφάντης. «Εγώ ήμουν πάντα πρόθυμος να μοιραστώ τον βίο μου μαζί σου».

«Το ξέρω καλέ μου Αντιφώνα» του είπε με κατανόηση.

Αντιφών Αιγιαλέας Σικυώνιος, ήταν το πλήρες όνομα του Ιεροφάντη. Είχε έρθει πριν χρόνια κι είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Ήταν μέτοικος κι οι ορφικοί τον είχαν βοηθήσει να ζήσει αξιοπρεπώς. Έφτασε να γίνει ακόμα κι Ιεροφάντης των μυστηρίων τους. Τώρα ήταν βοηθός του Μεγάλου Μύστη κι είχε αποκτήσει τον τίτλο του «Μεγάλου». Είχε κατακτήσει την δεύτερη θέση στην ιεραρχία της οργάνωσης. Πάντοτε ήθελε την Πανδότη, αλλά, χωρίς αποτέλεσμα. Εκείνη είχε κάνει ήδη δυο γάμους, αποτυχημένους και τους δυο, κι είχε πάψει να ενδιαφέρεται για έναν τρίτο. Ήταν φιλόδοξη όσο καμιά άλλη γυναίκα κι είχε βάλει στόχο να γίνει ιέρεια. Μόλις πριν λίγες ώρες το είχε καταφέρει κι αυτό.

«Το ξέρεις αλλά το παρέβλεψες» της είπε με παράπονο.

«Ίσως ζητάω άλλα από τη ζωή».

«Τι άλλα; τους νεαρούς;»

Η Πανδότη πάγωσε. Για να το λέει αυτό ο Ιεροφάντης κάτι είχε δει ή κάτι είχε καταλάβει. Ίσως να είχε ψαρέψει τον Υπάνορα που ήταν αρκετά δειλός ώστε να πει τα πάντα αν τον απειλούσαν. Όμως ... πότε είχε μιλήσει; Από τη στιγμή που έκαναν έρωτα ως τώρα δεν είχαν μεσολαβήσει πολλά. Μόνο η χειροτονία της σαν Ιέρειας κι η μετακίνηση στο Φάληρο. Δεν υπήρχε χρόνος για να στριμώξει ο Ιεροφάντης τον Υπάνορα. Της έφταναν οι τύψεις που αντιμετώπιζε, δεν χρειαζόταν επί πλέον κι επόπτες ή ελεγκτές στο μαρτύριό της.

«Τι θες να πεις;» τον ρώτησε επιθετικά.

«Είδα τι έγινε το μεσημέρι με τον Υπάνορα. Με δυσκολία σας κάλυψα ώστε να μην σας δει ο Μεγάλος Μύστης. Αυτός ο ανόητος νεαρός σε τράβηξε;»

«Μην ανακατεύεσαι στα προσωπικά μου».

«Δεν είναι προσωπικά σου! Είσαι Ιέρεια πια, κάθε σου παρασπονδία μπορεί να θυμώσει τους θεούς».

«Άσε με Αντιφώνα, έχω τις τύψεις μου για ό,τι έκανα, μην έχω και σένα πάνω από το κεφάλι μου».

«Μόνο μην το επαναλάβεις, ξέρεις πόσο ανίερο είναι!»

«Δεν θα το επαναλάβω» του υποσχέθηκε.

Τι σημασία είχε μια τέτοια υπόσχεση; Εδώ το είχε υποσχεθεί σε θεούς, στον Ερμή και την Δήμητρα, και δεν είχε κρατήσει την υπόσχεσή της. Στον Ιεροφάντη, τον μέτοικο θα κολλούσε; Η Πανδότη δεν ένιωθε καλά. Δεν της άρεσε καθόλου αυτή η ιστορία. Τον Υπάνορα ήθελε να τον ξαναδεί κι ήταν βέβαιη πως θα τον ξανάβλεπε, έστω κι αν ήταν ανίερο! Όσο για την ψυχή της, κάτι θα έβρισκε για να την τακτοποιήσει κι αυτήν αργότερα.

............................................

Στο στρατηγείο του Διονυσίου είχαν έρθει ο Φαληρέας, ο Θεόφραστος, ο Αγακάτης κι ο Θεόδωρος. Ήταν κι η Ευρυδίκη που φαινόταν πιο άνετη από όλους, όπως κι ο Πολεμίων.

Η Ευρυδίκη ήταν απόγονος του Μιλτιάδη κι είχε καλή φήμη στην Αθήνα. Έκοβε κι έραβε στα δημόσια πράγματα, είτε με τυραννία είτε με δημοκρατία. Η γνώμη της μετρούσε γιατί γνώριζε πάντα περισσότερα απ’ όλους. Οι γνωριμίες της ήταν πολλές και ποικίλες. Έκανε παρέα με όλους, πλούσιους ή με πληβείους, δημοκράτες ή ολιγαρχικούς, σοφούς ή τεχνίτες. Εξέχουσα γνωριμία της ήταν κι ο Πτολεμαίος. Ο στρατηγός του Αλέξανδρου ήταν σαν βασιλιάς στην Αίγυπτο, έστω κι αν δεν είχε ακόμα επίσημα τον τίτλο. Είχε κρατήσει για τον εαυτό του την πιο πλούσια επαρχία του αχανούς κράτους. Η γνωριμία της αυτή έκανε την Ευρυδίκη πολύτιμη.

«Λοιπόν Διονύσιε, θα παραδώσεις τη Μουνιχία ή θα αντιμετωπίσεις τον Αντιγονίδη;» ρώτησε ο Φαληρέας.

Ο Διονύσιος ήταν κατηγορηματικός στο όχι.

«Παραδίδω φρούριο μόνο με διαταγή Κασσάνδρου!»

«Έχουμε στείλει αγγελιαφόρο. Περιμένουμε απάντηση» συμπλήρωσε ο Πολεμίων.

«Ο Αντιγονίδης έχει στρατό, έχει και τους Αθηναίους. Μπορείς να αντέξεις την πολιορκία;» ρώτησε ο Δημήτριος.

«Όσο αντέξουμε» είπε ο Διονύσιος.

«Λένε πως ο Αντιγονίδης έχει πολιορκητικές μηχανές» είπε ο Δημήτριος.

«Θα τις αντιμετωπίσουμε, έχουμε γενναίο στράτευμα» είπε αγέρωχα ο Διονύσιος. «Έτσι δεν είναι, Πολεμίων;»

«Μάλιστα στρατηγέ, είμαστε έτοιμοι!»

«Ίσως ο γιος του Αντιγόνου στραφεί προς τα Μέγαρα. Κάτι άκουσα» είπε ο Θεόδωρος.

«Το άκουσα κι εγώ» είπε ο Αγακάτης.

«Καλά ακούσατε» παρεμβλήθηκε η Ευρυδίκη. «Ήρθαν από τα Μέγαρα σε μένα και τους έστειλα στον Ελευθερωτή. Αυτό θα δώσει σε όλους σας μερικές μέρες καιρό».

«Μην τον λες Ελευθερωτή» της είπε ο Δημήτριος.

«Δεν τον λέω εγώ. Τον λέει όλη η Αθήνα».

«Τέλος πάντων, για μένα είναι αρκετές κι αυτές οι λίγες μέρες» είπε ο Διονύσιος.

«Και για εμάς» είπε ο Φαληρέας.

«Εμάς δεν μας κυνηγά ο "Ελευθερωτής", Δημήτριε» του υπενθύμισε ο Θεόδωρος. «Εμείς έχουμε πρόβλημα με τον δήμο κι ο δήμος δεν έχει Μέγαρα για να φροντίσει».

«Καλά λέει ο Θεόδωρος» είπε ο Θεόφραστος.

Ο Δημήτριος σκέφτηκε πως είχαν δίκιο. Δεν είχαν μέρες στη διάθεσή τους. Η φυγή τους έπρεπε να επισπευσθεί κι η Ευρυδίκη ήταν εδώ για να βοηθήσει. Ό,τι ήταν να γίνει με την Δάφνη έπρεπε να γίνει απόψε ή, το αργότερο, αύριο το πρωί.

«Μπορείς να μας βάλεις σε ένα πλοίο για να φύγουμε;» ρώτησε τον Διονύσιο. «Πάμε στην Θήβα, αλλά, οι δρόμοι της στεριάς μπορεί είναι επικίνδυνοι τώρα για εμάς».

«Μπορούμε στρατηγέ;» ρώτησε αυτός τον Πολεμίωνα.

«Θα το κάνουμε για σένα, Επιμελητή» είπε ο Πολεμίων. «Θα πας με ένα πλοίο μας από το Φάληρο ως την Αυλίδα».

Ο Δημήτριος γύρισε στην Ευρυδίκη.

«Πάμε να φτιάξουμε ένα συμβόλαιο» της είπε.

Κάθισαν σε ένα τραπέζι. Ο Θεόδωρος κι ο Θεόφραστος τους έφεραν παπύρους, μελάνια, πινακίδια και κιμωλίες. Τους άφησαν να κάνουν το αναγκαίο παζάρι.

«Θέλω να πάω στον Πτολεμαίο» της είπε.

«Γι αυτό μιλάμε» είπε εκείνη. «Αυτό εξάλλου είναι που θα στοιχίσει κάτι παραπάνω».

«Το πατρικό σπίτι στο Φάληρο άστο απ’ έξω» της είπε ο Φαληρέας. «Θέλω να έχω κάπου να μείνω όταν ξαναγυρίσω».

«Ελπίζεις ακόμα καημένε;»

«Ποτέ δεν ξέρεις. Πριν ένδεκα χρόνια με καταδίκασαν σε θάνατο κι ένα μόλις χρόνο μετά ήμουν Επιμελητής! Με τους Μακεδόνες, που αλληλοτρώγονται, ποτέ δεν ξέρεις πότε είσαι στο τέλος και πότε στην αρχή».

«Έξω από τους λογαριασμούς το Φάληρο» είπε εκείνη.

«Θα αφήσω ένα τέταρτο στον Δήμο να τον κατευνάσω. Ένα τέταρτο σε όσους με υπηρέτησαν. Ένα τέταρτο σε σένα κι ένα τέταρτο κρατώ εγώ».

«Να κατευνάσεις τον Δήμο το καταλαβαίνω, σε σένα όμως και στο προσωπικό δεν βλέπω χρησιμότητα» είπε εκείνη. «Δώσε μισά στον δήμο και μισά σε εμένα».

«Ένα τρίτο στον δήμο, ένα τρίτο σε σένα κι ένα τρίτο στο προσωπικό. Δεν θα τους αφήσω έτσι».

Είχε δούλους που ελευθέρωνε, είχε εργάτες που έπρεπε να τους δώσει γη για να πορεύονται τώρα που έφευγε. Δεν θα τα άφηνε όλα στην τρελή Αθηναία.

«Αυτή είναι η τελευταία μου κουβέντα» της είπε.

«Μπορώ να σε πνίξω, αν θέλω, και να τα πάρω όλα» του είπε εκείνη. «Δεν θέλω όμως να σε στενοχωρήσω άλλο, ας γίνει έτσι. Υπόγραψε για το ένα τρίτο».

Ο Δημήτριος κατέγραφε το ένα τρίτο της περιουσίας του για την Ευρυδίκη. Εκείνη τον κοίταζε με την περιέργεια που κανείς κοιτάζει ένα άκακο γατάκι ή μια επικίνδυνη τίγρη. Δεν ήξερε αν έπρεπε να τον λυπάται που έφευγε εξόριστος ή να χαίρεται που η Αθήνα γλίτωνε από έναν τύραννο.

Η Ευρυδίκη ήταν μέλος της αριστοκρατίας, με τίτλους τιμής από το παρελθόν της, όμως τασσόταν με την δημοκρατία. Η πολιτεία του Δημήτριου, δεν την είχε ενοχλήσει ποτέ, ωστόσο, δεν της άρεσε. Προτιμούσε αυτό που επικρατούσε στην Αθήνα, τον δήμο να πανηγυρίζει και τα πάτρια να αποκαθίστανται. Γι' αυτήν, τούτος 'δω ήταν για λύπηση.

«Δέκα χρόνια δεν έκανες τίποτε» του είπε. «Ακόμα και τα αγάλματα του εαυτού σου γκρεμίζονται».

«Δεν με άφησαν... δεν πρόλαβα. Ήθελα να φτιάξω μιαν ιδανική πολιτεία ... κι ένα Μουσείο».

Κούνησε το κεφάλι της με περιφρόνηση καθώς διάβαζε το συμβόλαιο της μεταβίβασης προσεκτικά.

«Τι είναι αυτό το "Μουσείο" που θα έφτιαχνες;»

«Ένα τέμενος των Μουσών, όπου θα λατρεύονται οι τέχνες κι οι επιστήμες. Θα μάζευα σοφούς απ’ όλη την Ελλάδα, και βιβλία από παντού. Ήθελα μια βιβλιοθήκη που να περιέχει όλη τη σοφία του κόσμου».

«Δεν έκανες τίποτε από αυτά».

«Θα τα κάνω στην Αλεξάνδρεια. Ο Πτολεμαίος θα με ακούσει» είπε και της έδωσε το συμβόλαιο.

«Μακάρι ό,τι δεν πέτυχες στην Αθήνα να το πετύχεις στην Αίγυπτο» είπε εκείνη.

Τύλιξε σε μια δερμάτινη θήκη τον πάπυρο. Ο Δημήτριος σκεφτόταν ότι η διαφυγή του από το Φάληρο ήταν βολική. Όχι μόνο απέφευγε το επικίνδυνο ταξίδι από στεριά αλλά θα έφευγε απ' ευθείας από το πατρικό του. Αν όλα πήγαιναν καλά μαζί με τις αποσκευές, τον Θεόδωρο και τον Θεόφραστο, θα είχε και τη Δάφνη. Έτσι, μαζί με το κακό, αναπόδραστο τέλος, θα γινόταν και μια νέα, ελπιδοφόρα, αρχή.

«Το διάβασες;» ρώτησε την Ευρυδίκη. «Εντάξει;»

«Όλα εντάξει» του είπε αυτή. «Αν τα καταφέρεις και γυρίσεις, η περιουσία σου θα είναι εδώ ακέραια. Θα την πάρεις πάλι πίσω φτηνά».

«Μακάρι να είμαι καλά και να σ' απαλλάξω κι εσένα απ’ την υποχρέωση να μου την φυλάς».

«Θα έρθεις μαζί μας;» ρώτησε ο Φαληρέας τον Αγακάτη.

«Θα είμαι μαζί σου μέχρι να φύγεις. Μετά θα μείνω εδώ. Ανήκω στον δήμο» είπε ο Αγακάτης.

Ο Φαληρέας σκεφτόταν πως είχε τελειώσει τις δουλειές του στη Μουνιχία κι ήταν ώρα να πάει στο σπίτι του. Το Φάληρο ήταν κοντά. Σχεδόν έβλεπε το άγαλμα της Αθηνάς που στόλιζε, στηριγμένο σε μια ψηλή κολόνα, τον κήπο του. Αναρωτιόταν αν οι αναθεματισμένοι ορφικοί θα είχαν ετοιμάσει την Δάφνη ψυχικά για να τον αποδεχτεί. Αφού είχε λυθεί το ζήτημα της ασφαλούς διαφυγής, τώρα ετούτο εδώ ήταν το πιο σημαντικό ζήτημα της ζωής του.

****************************

Αύριο Παρασκευή η συνέχεια.

Από Δευτέρα μπαίνουμε στο πρωινό της τελευταίας από τις τρεις μέρες, της 11ης Ιουνίου 307 π.Χ.