Σήμερα ξεκινά το δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο "Αιγαίο". Ο Ηρακλείδης κι ο Χάρμος ξεκινούν από την Κερασούντα του Πόντου και γυρνούν τα νησιά και τις ακτές του Αιγαίου Κάθε μέρος και μια ιστορία, κάθε μέρος και μια γνωριμία αποφασιστική. Στη σημερινή πρώτη συνέχεια παρακολουθούμε τα παιδικά τους χρόνια στον Πόντο, την φυγή τους και τις περιπέτειές τους στην Χίο και την Κορώνη.
*********************************
Η Κερασούντα στον Πόντο |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ (1526-1540)
*** ΚΕΡΑΣΟΥΣ ***
Γεννήθηκα μια ώρα μετά τον Ιάκωβο. Η μαμή, έφυγε από το σπίτι του κυρ-Ιωάννη Βασιλικού κι ήρθα στο δικό μας. Η κυρά Ιωάνναινα είχε μόλις βγάλει στον αέρα ένα όμορφο και δυνατό μωρό. Ήρθε σπίτι μας για να ξεγεννήσει τη δική μου μητέρα που έβγαλε εμένα, τον αδύνατο και καχεκτικό Χάρμο. Η ημέρα εκείνη ήταν η δεύτερη μέρα του Μαρτίου του 1511. Συμπληρώνονταν ακριβώς πενήντα χρόνια απ’ την παράδοση της Τραπεζούντας στον Μωάμεθ τον Πορθητή.
Γεννηθήκαμε στην Κερασούντα(i), μια πόλη που οφείλει το όνομά της στις πολλές κερασιές της. Δεν ήταν οι κερασιές, όμως, που μας έκαναν περήφανους για την καταγωγή μας. Πιο πολύ μετρούσαν αυτά που μας έλεγε ο δάσκαλός μας, ο ιερέας του Αγίου Νικολάου. Μάς μιλούσε για τους προγόνους μας που είχαν προστάτη τον Ηρακλή. Ίδρυσαν πριν από δυο χιλιάδες χρόνια αυτήν την πόλη. Μάς έλεγε για τον Ιάσωνα που πέρασε από εδώ κυνηγώντας το χρυσόμαλλο δέρας. Μιλούσε για τους πιο πρόσφατους ήρωες, τους Μεγαλοκομνηνούς της αξέχαστης Ρωμανίας. Μας έδειχνε κάποια αρχαία νομίσματα που είχαν πάνω τους σχεδιασμένη μια εικόνα του Ηρακλή(ii). Από αυτό έβγαλε την καταγωγή του ο Ιάκωβος, ο γεννημένος μια μέρα πριν από μένα. Αφού το «ίδης» δήλωνε καταγωγή, γι αυτό και κάθε Κερασούντιος ήταν Ηρακλείδης, απόγονος του Ηρακλή. Αρκεί να πληρούσε τις -κατά τον Ιάκωβο- προδιαγραφές, την αρχαιογνωσία και την αγάπη για την Ελλάδα.
«Ιάκωβο Βασιλικό Ηρακλείδη!» έτσι θα έπρεπε να με λένε, μού τόνιζε με περηφάνια.
«Κι εμένα θα με έλεγαν Χάρμο Γεωργιάδη Ηρακλείδη.»
«Όχι εσύ ανόητε» μού έλεγε, «τώρα μιλάμε για εμένα.»
«Μα κι εγώ Κερασούντιος είμαι.»
«Ε, και λοιπόν; Μοιάζεις εσύ καθόλου με τον Ηρακλή; Είσαι ψηλός; Είσαι δυνατός σαν εμένα;» με αποστόμωνε.
Η εύγλωττη σιωπή μου ήταν ένα είδος αποδοχής. Είχαμε καταλήξει ότι αν κάποιος λεγόταν «Ηρακλείδης», αυτός θα ήταν ο Ιάκωβος. Προς το παρόν, βέβαια, τον έλεγαν απλά Βασιλικό, γιο του Ιωάννη, του ταχυδρόμου κι αγγελιοφόρου της Υψηλής Πύλης. Ο πατέρας του είχε μιαν οικονομική άνεση όπως και ο δικός μου. Ήταν κάτι που συνέβαινε με όλους τους Ρωμιούς της Κερασούντας(iii).
Οι Τούρκοι ήταν ελάχιστοι, μόλις τριάντα οικογένειες στις τριακόσιες που είχε η πόλη. Ήταν ράθυμοι κι ο Ιάκωβος δεν τους συμπαθούσε. Αναγνώριζε ότι ήταν καλοί άνθρωποι, γενναίοι στη μάχη κι ιδιαίτερα ευσεβείς. Τον ενοχλούσε που αυτοί οι ξένοι μάς έκαναν κουμάντο. Η δική μας πατρίδα ήταν όχι μόνο η πιο αρχαία αλλά -κάποτε- κι η πιο σπουδαία χώρα στον κόσμο. Ο παππούς του Ιάκωβου, ο Εμμανουήλ, μας έλεγε ιστορίες για την μεγάλη χώρα την Ρωμανία. Είχε προλάβει να ζήσει στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, έστω και για λίγο, στη νεαρή του ηλικία. «Αλλά και πριν την αυτοκρατορία της Ρωμανίας» μας έλεγε «πατρίδα μας ήταν η Ελλάδα. Αυτή ήταν η πιο ένδοξη χώρα στον κόσμο. Είχε μεγάλους και σοφούς, πολιτικούς και καλλιτέχνες. Είχε νικήσει κάποτε σε σπουδαίες μάχες τους Πέρσες, που ήταν τα πρότυπα των Τούρκων. Η δική μας χώρα είχε διδάξει σε όλους τους άλλους λαούς τον πολιτισμό».
Ο επίσκοπος μάς έδινε πάντα κώδικες με έργα αρχαίων συγγραφέων. Τα διαβάζαμε με ζήλο. Ο Ιάκωβος διαμόρφωνε την δική του γνώμη κι όσα μάθαινε τα εξηγούσε με τα δικά του λόγια και σε μένα. Στόχος του επισκόπου ήταν να μάθουμε την ελληνική γλώσσα στην καθαρή της μορφή, την “Αττική”, όμως ο Ιάκωβος δεν στεκόταν μόνο στη γλώσσα.
Μάθαινε πολύ περισσότερα πράγματα κατανοώντας το περιεχόμενο αυτών που διάβαζε. Είχε δει πως στον κόσμο των αρχαίων δεν υπήρχαν εξ ουρανού αποκαλύψεις, ούτε εκ θεού ή παπάδων απαγορεύσεις. Υπήρχαν μόνο συλλογισμοί, διάλογος, επιχειρήματα, συμπεράσματα. Όλα κατέληγαν κάποιες φορές σε βεβαιότητες κι άλλες σε αμφιβολίες. Ήταν καταπληκτικό! Πουθενά αλλού δεν είχε υπήρχε αυτό. Οι διδαχές όλων των εκκλησιών, Χριστιανών, Μουσουλμάνων κι Εβραίων, είχαν μόνο έναν αδιαμφισβήτητο θεϊκό λόγο. Επιτρεπόταν μόνο να διαβάσεις σωστά αυτόν τον λόγο. Γύρω από αυτό το «σωστά» εγείρονταν όλες οι θεολογικές διαμάχες. Μόνο να μάθεις τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται μπορούσες. Στους αρχαίους, όμως, στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τις τραγωδίες, όλα ήταν υπό συζήτηση. Άκουγες τα υπέρ και τα κατά, συμφωνούσες ή όχι, όμως, γινόσουν καλύτερος. Μάθαινες απ' την αμφιβολία!
Οι θεοί ήταν κοντινοί σύντροφοι των θνητών. Ναι μεν αθάνατοι αλλά υποκείμενοι σε κριτική. Μπορούσε κανείς να τους αμφισβητεί ή να τους κατηγορεί για τα ελαττώματά τους! Δεν εξόκειλε ο Ιάκωβος στην ειδωλολατρία, όμως, τον κέρδισε η ελληνική παιδεία. Θαύμασε την αρχαιότητα κι αναρωτήθηκε πως είχε καταντήσει έτσι ο κόσμος. Αντί να προχωρά μπροστά, πήγαινε ολοταχώς προς τα πίσω, βυθιζόμενος στην άγνοια, τον φόβο και τον παραλογισμό.
Δεν υπήρχε στους αρχαίους γνώση χωρίς διεισδυτική σκέψη. Αντίθετα, όλοι οι δήθεν σοφοί και δήθεν σπουδαίοι της εποχής μας απαγόρευαν τη σκέψη σαν αιρετική. Δεν υπήρχε στους αρχαίους κάτι που ήταν θέσφατο μόνο και μόνο γιατί το έλεγε ο Θεός. Όχι πως δεν είχαν κι αυτοί θεούς. Ίσα-ίσα είχαν δώδεκα Ολύμπιους κι εκατοντάδες άλλους, όμως έμοιαζαν με τους ανθρώπους. Είχαν προτερήματα κι ελαττώματα, είχαν εξ ίσου βεβαιότητες κι αμφιβολίες. Ένας σοφός μπορεί να άξιζε περισσότερο από έναν θεό. Ο κόσμος των Ελλήνων για τον Ιάκωβο -αλλά και για μένα που τον άκουγα εκστατικός- ήταν τέλειος. Ήταν ένας κόσμος λογικής κι απίστευτης ομορφιάς! Είχε και δημοκρατία, μια έννοια που μάς ήταν άγνωστη ακόμα. Σαν χάος μάς φαινόταν αλλά είχε ομορφιά.
Αν και πεπεισμένοι για την ανωτερότητα του δικού μας γένους έπρεπε να δεχόμαστε την πραγματικότητα. Φορούσαμε αγόγγυστα τον ρόλο του γκιαούρη και του ραγιά, του άπιστου δηλαδή και του σκλάβου. Σκλάβοι των γενναίων μα ασήμαντων -στα μάτια μας- Τούρκων. Η σκλαβιά ήταν σκληρό συναίσθημα και, με όσα μαθαίναμε, γινόταν ακόμα σκληρότερο. Όποτε συναντούσαμε Τούρκο στον δρόμο, κι υποχρεωτικά σκύβαμε το κεφάλι, νιώθαμε να πνιγόμαστε.
Περάσαμε την παιδική ηλικία στις ακτές του Πόντου σχεδόν ευτυχισμένοι. Είχε καταρράκτες έξω από την πόλη. Τα νερά τους περνούσαν από την Κερασούντα και χύνονταν στη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί πηγαίναμε στα κλεφτά. Συζητούσαμε, παίζαμε κι ονειρευόμασταν. Διψούσαμε για μάθηση αλλά τα αρχαία κείμενα ήταν περιορισμένα και εξαντλήθηκαν σύντομα. Αργότερα, μάλιστα, τα πράγματα χειροτέρεψαν. Καταργήθηκε η απαλλαγή φόρων για τους Κερασούντιους κι όλοι τα έβγαζαν πια πέρα πολύ δύσκολα. Ιδιαίτερα δυσκολεύτηκε η οικογένεια του Ιάκωβου που είχε οχτώ παιδιά.
Μια μέρα, σπρωγμένος ίσως απ' την ανέχεια, ο Ιάκωβος οργάνωσε την πρώτη και τελευταία του απάτη. Παρέσυρε κι εμένα και τον μεγαλύτερο από τους αδελφούς του. Εκείνος, εγώ και ο Εμμανουήλ εμφανιστήκαμε στον Σπαχή(iv) Ολούτσμπεη. Αυτός εκμεταλλευόταν όλα τα κτήματα έξω από την πόλη. Τού είπαμε ότι είχαμε γι αυτόν ένα πολύ σπουδαίο μαντάτο. Του δείξαμε ένα γράμμα δήθεν από την Ισταμπούλ. Ο Σπαχής ήταν ένας πλούσιος κηφήνας που λυμαινόταν τον κόπο των φτωχών ραγιάδων. Ήταν όμως γενικά άνθρωπος καλών προθέσεων κι αφελής. Είχε ζητήσει να τον διορίσουν Κατή(v) σε ένα γειτονικό χωριό. Είχε στείλει σαν δωροδοκία μερικά άσπρα(vi) και γούνες στη Ισταμπούλ για να αγοράσει τη θέση. Δεν υπήρχε ελπίδα να τού την δώσουν γιατί ήξεραν πόσο ακατάλληλος ήταν, ωστόσο αυτός περίμενε πως και πως το καλό νέο, το χαμπέρι. Εμείς, ξέροντας τον καημό του, τού το προσφέραμε πλαστογραφημένο στα αραβικά.
«Αφέντη, σου φέραμε το γράμμα.»
«Είναι κανονικό μπρε;»
«Ταχυδρόμοι της Πύλης είμαστε» είπαμε. «Εμείς μόνο κανονικά γράμματα φέρνουμε.»
«Διαβάστε μου τι λέει» είπε ο Ολούτσμπεης που δεν ήξερε ούτε να διαβάζει καλά-καλά.
Τού το διαβάσαμε λέγοντάς του ό,τι ήθελε να ακούσει. Πήραμε σε αντάλλαγμα ένα μεγάλο μπαξίσι για το καλό νέο που φέραμε στον αφελή. Υπολογίζαμε ότι θα κάναμε καιρό να τον ξαναδούμε κι ότι θα μας το συγχωρούσε σαν μικρά παιδιά που ήμασταν. Λογαριάζαμε όμως χωρίς τον ξενοδόχο. Την άλλη μέρα κιόλας ο Σπαχής εμφανίστηκε στον δρόμο μας. Είχε μαζί του δυο ογκώδεις και γυμνασμένους πεχλιβάνηδες. Το βάλαμε κι οι τρεις στα πόδια και γλιτώσαμε το ξύλο εκείνης της ημέρας. Καταλάβαμε, όμως, ότι πια δεν μας χωρούσε ο τόπος.
«Θα σας πιάσω και θα σας σουβλίσω. Να μη με λένε Ολούτσμπεη!» φώναζε ο Σπαχής.
«Λυπήσου μας αφέντη» του φωνάζαμε εις μάτην καθώς τα χρειαστήκαμε.
«Είστε διάολοι, δεν σας λυπάμαι. Θα σας πάρω τα κεφάλια γκιαούρηδες!»
Μετά από αυτό φύγαμε κι οι τρεις από την Κερασούντα με το πρώτο πλοίο που δέχτηκε να μας πάρει. Φτάσαμε πολύ μακριά για να γλιτώσουμε. Περάσαμε απ' την Ισταμπούλ. Για μερικές μέρες δουλέψαμε χαμάληδες κάτω στο λιμάνι για να βρίσκουμε τροφή και στέγη. Μετά μπήκαμε σε ένα Γενοβέζικο πλοίο που πήγαινε στη Ρόδο. Κάναμε μια συμφωνία με τον καπετάνιο. Θα δουλεύαμε μούτσοι για να ξεπληρώσουμε το ταξίδι. Στο τέλος θα μας έδιναν και κάτι λίγα χρήματα για να πορευτούμε.
Η Ρόδος ήταν τμήμα του Σουλτανάτου εδώ και λίγα χρόνια(vii). Ένας νέος εποικισμός ήταν σε εξέλιξη. Από άκρη σε άκρη, σε όλο το νησί συνεχιζόταν η αλλαγή. Οι νέοι κυρίαρχοι αντικαθιστούσαν τους παλιούς. Τούρκοι αφεντάδες, έχοντας τα σουλτανικά φιρμάνια, πήγαιναν για οριστική εγκατάσταση. Έπαιρναν κτήματα με τα κιτάπια που είχαν αποκτήσει και τα νοίκιαζαν στους γκιαούρηδες αγρότες. Εισέπρατταν το χαράτσι και με αυτό ζούσαν τεμπέλικα και παρασιτικά.
Μπήκαμε στο πλοίο. Ο Ιάκωβος είχε ξεκαθαρισμένο μέσα του ότι δεν ήταν η Ρόδος ο προορισμός μας. Ήξερε καλά ότι εκεί μάς περίμενε πολλή και σκληρή δουλειά. Οι Τούρκοι θα ήταν τα αφεντικά ενώ οι Ρωμιοί κι οι άλλοι άπιστοι θα ήταν τα υποζύγια. Θα χτίζαμε, θα κουβαλούσαμε, θα ιδρώναμε και θα δίναμε το αίμα μας για να χτίσουμε τους μαχαλάδες τους. Θα φτιάχναμε εμείς τα ιδρύματα και τα τζαμιά και τα σπίτια τους. Δεν ήταν αυτά τα όνειρά του Ιάκωβου. Προορισμός του ήταν η Κρήτη ή κάποια άλλη περιοχή που να ήταν ελεύθερη από την Τουρκιά. Παραμόνευε να βρει την ευκαιρία να το σκάσουμε από το πλοίο πριν φτάσουμε στον τελικό προορισμό μας. Τα κατάφερε να βγούμε στην Χίο, σε γενοβέζικο έδαφος, έξω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το πλοίο μας μπήκε στο λιμάνι της Χίου για ανεφοδιασμό. Εκεί, ο Ιάκωβος κι εγώ βρήκαμε την ευκαιρία να το σκάσουμε. Ο Εμμανουήλ έμεινε στο πλοίο και συνέχισε το ταξίδι του για Ρόδο.
*** ΧΙΟΣ ***
Ήταν Οκτώβριος του 1527 όταν κατεβήκαμε στο λιμάνι της Χίου. Φύγαμε την ώρα που το πλοίο αναχωρούσε. Έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να μάς ξανανεβάσουν για να μας διώξουν. Ο Γενοβέζος διοικητής μας έπιασε και, αφού το πλοίο είχε ήδη σαλπάρει, μας έριξε στη φυλακή σαν κακοποιά στοιχεία. Μάς φόρτωσε με την κατηγορία ότι ξεμπαρκάραμε λαθραία για να κλέψουμε τους πολίτες της Γενοβέζικης επαρχίας. Ήταν καλοί έμποροι αυτοί οι Ιταλοί αλλά αυστηροί με το ντόπιο ρωμαίικο στοιχείο. Οι Γραικοί δυσανασχετούσαν με την παρουσία τους. Μόνο οι ευγενείς Ρωμιοί ένιωθαν καλά με τους Γενοβέζους. Είχαν αναπτύξει ένα ελληνο-ιταλικό λίμπρο ντ’ όρο με μεικτούς γάμους και συγγενολόγια. Χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη του την πειθώ ο Ιάκωβος για να βγούμε από τα μπουντρούμια. Κατάφερε να εντυπωσιάσει τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο, έναν απόγονο των τέως Ρωμαίων αυτοκρατόρων της Πόλης. Ήταν αξιωματικός των Γενοβέζων. Ο Ανδρόνικος τον συμπάθησε και μας έβγαλε από τη φυλακή.
Στο πρόσωπο του Ανδρόνικου βρήκαμε έναν σπουδαίο προστάτη. Φρόντισε να κάνει τον Ιάκωβο αξιοσέβαστο πολίτη της Δημοκρατίας. Τού προσέφερε δουλειά δασκάλου σε γόνους των ευγενών της Χίου, Λατίνων και Γραικών. Δίδασκε αρχαία ελληνικά αξιοποιώντας όσα είχαμε μάθει διαβάζοντας στην Κερασούντα. Εγώ βρήκα μια δουλειά σαν εργάτης κι επιστάτης σε μια έπαυλη στον Κάμπο. Ήταν λίγο έξω από την πόλη σε πολύ όμορφες επαύλεις..
Ο Ιάκωβος άρχισε να μαθαίνει λατινικά κι ισπανικά ενώ εξασκείτο στα ιταλικά. Έλεγε πως ο μέγας Βιργίλιος κι οι άλλοι Λατίνοι συγγραφείς δεν ήταν παρά κακέκτυπα των αρχαίων Ελλήνων. Ένιωσε για μια ακόμη φορά περηφάνια για την καταγωγή του και λύπη για τη μιζέρια της δικής μας γενιάς. Λυπόταν που είχαμε καταντήσει σκλάβοι των Τούρκων και των δυτικών. Ευχαριστιόταν ιδιαίτερα να μελετά κώδικες και παλιά έγγραφα στις πλούσιες από ντοκουμέντα χιώτικες βιβλιοθήκες. Απολάμβανε να παραδίδει μαθήματα ελληνικών στον επτάχρονο πανέξυπνο γιο του Ανδρόνικου. Τον έλεγαν κι εκείνον Ιάκωβο. Αυτός ο νεαρός, τρεις δεκαετίες αργότερα στην Αυγούστα, θα γινόταν ένας εκ των δώδεκα συνιδρυτών της Αδελφότητας.
Κατά τα λοιπά, ο χρόνος που τού έμενε διαθέσιμος ξοδευόταν εξ ολοκλήρου για την ενασχόλησή του με το γυναικείο φύλο. Στην Χίο οι γυναίκες ήταν εντυπωσιακά ωραίες κι ο Ιάκωβος ήταν επίσης ένας πολύ όμορφος νέος. Το 1530 ήμασταν ήδη δεκαεννέα ετών και εκείνος είχε γίνει το απόλυτο αντικείμενο του πόθου των κυριών της εποχής. Γενοβέζες, Ελληνίδες, Εβραίες, γυναίκες όλων των ηλικιών και μόρφωσης θαύμαζαν αυτόν τον Ρωμιό. Μιλούσε όμορφα, έγραφε ποιήματα και λογοτεχνήματα σε αρχαίες και σύγχρονες γλώσσες και χάριζε ευφυή επιγράμματα. Για την καταγωγή του είχαν ακούσει ότι ήταν Κρητικός. Το διέδιδε ο ίδιος. Έλεγε πως είχε φύγει μικρός από το νησί του και πως ήθελε κάποια στιγμή να επιστρέψει στην πατρίδα. Ήταν πανέξυπνος κι ετοιμόλογος. Η σπιρτάδα του μυαλού του συνδυαζόταν θαυμάσια με το παράστημα και την ομορφιά του.
Η παραμονή μας στη Χίο τον γέμισε με γνώσεις κι εμπειρίες. Γνώρισε πολύ καλά το γυναικείο φύλο. Είχε καλές επιδόσεις με τις όμορφες συζύγους καπεταναίων. Οι σύζυγοι έλειπαν πολύ καιρό στα πλοία και τις άφηναν απαρηγόρητες. Με έπαιρνε συχνά μαζί του σε κάποια πονηρά περπατήματά του σε χάνια έξω από την πόλη. Υπήρχαν γυναίκες πρόθυμες να σε βοηθήσουν να περάσεις καλά. Πλήρωνες μόνο λίγο πιο ακριβά το κρασί και το φαγητό σου. Εγώ ένιωθα μοναξιά μετά από μια επί πληρωμή ερωτική πράξη. Για τον Ιάκωβο τέτοιοι έρωτες δεν είχαν κανένα βάρος.
«Άδικα υποφέρεις. Πάρε την απόλαυση που σού δίνουν και μην το σκέφτεσαι πολύ» μού έλεγε μετά από κάθε τέτοια επίσκεψη.
«Θα προτιμούσα τις σχέσεις μου με τις γυναίκες κάπως αλλιώς» τού έλεγα.
Ώσπου ερωτεύτηκε. Του έκλεψε -κυριολεκτικά- την καρδιά μια υπέροχη Χιώτισσα, η Μαργαρίτα. Ήταν κι αυτή στην Αυγούστα, συνιδρύτρια της Αδελφότητας, τριάντα χρόνια μετά. Πάνω από δύο χρόνια κράτησε ο εξ αποστάσεως έρωτας. Γέννησε άπειρα ποιήματα κι ένα σωρό φλογερές επιστολές εκατέρωθεν. Σχεδόν όλες τις μετέφερα εγώ. Με την ευκαιρία, είχα φτιάξει και τη μοναδική μη πληρωμένη σχέση μου στη Χίο. Ήταν υπηρέτρια της Μαργαρίτας, η Λενιώ. Έπαιρνε τα ποιήματα του Ιάκωβου από τα χέρια μου και τα πήγαινε στην νεαρή κυρά της. Η Μαργαρίτα ήταν κόρη ενός Ρωμιού άρχοντα μεγαλέμπορου, του Θεόδωρου Κορτέση. Ο Κορτέσης ήταν στέλεχος της γενοβέζικης εμπορικής εταιρείας «Μαχόνα»(viii) που διαφέντευε την Χίο. Ο πατέρας της την είχε καλά φυλαγμένη –έτσι νόμιζε- προορίζοντάς την για ένα καλό γάμο.
Μετά από πολλές περιπέτειες η Μαργαρίτα κι ο Ιάκωβος κατάφεραν τελικά να βρεθούν ερωτικά. Συνέβη σε ένα εγκαταλειμμένο αγρόκτημα. Ήταν ένα εξοχικό λίγο έξω από την πόλη της Χίου, όχι πολύ μακριά από τον Κάμπο με τις επαύλεις. Έζησαν έναν έρωτα πολύ δυνατό. Και για τους δυο ήταν το πρώτο τους σκίρτημα και η πρώτη τους ολοκληρωμένη ερωτική επαφή.
Στα εικοσιένα εκείνος, στα δεκαέξι αυτή, είχαν σώματα γεμάτα ορμές και ψυχές γεμάτες ρομαντισμό. Μετά από δυο χρόνια αναμονής ενώθηκαν κι όπως ήταν φυσικό, τρελάθηκαν. Η ευτυχία κι η ηδονή τούς έμπλεξαν στα δίχτυα μια ερωτικής δίνης που τούς παρέσυρε εντελώς. Δεν έκαναν τίποτα άλλο όλη την ημέρα από το να σχεδιάζουν πώς και πού θα ξαναβρεθούν. Τα κατάφερναν αρκετά συχνά με τη δική μου βοήθεια και της Λενιώς. Επωφελήθηκα κι εγώ κι έκανα επιτέλους κανονικό έρωτα με μια κανονική γυναίκα, την Λενιώ. Γνώρισα ένα κορίτσι όλο ζωή και αυθορμητισμό. Ήταν καταδικασμένο να ζήσει τη μίζερη ζωή μιας γυναίκας της κατώτερης τάξης. Η Χίος μάς είχε χαρίσει αρκετή ευτυχία, δυστυχώς όμως, αυτό δεν κράτησε πολύ.
Ο Ιάκωβος με την Μαργαρίτα αντάλλασσαν γράμματα φλογερά που έδειχναν το πάθος και το βάθος της σχέσης τους. Μια μέρα ένα τέτοιο γράμμα έπεσε στα χέρια της μητέρας της. Από εκεί κατέληξε στον πατέρα της που κόντεψε να πάθει αποπληξία. Ο Θεόδωρος Κορέσης είχε ήδη συμφωνήσει να δώσει την μονάκριβη κόρη του σαν σύζυγο σε ένα Τορινέζο. Ο μέλλων γαμπρός ήταν γόνος της φημισμένης οικογένειας των Γκριμάλντι. Επρόκειτο για κληρονόμους μεγάλης τράπεζας στο Μιλάνο. Η Μαργαρίτα με τον σύζυγό της θα έμεναν στη Γένοβα. Από εκεί ο γαμπρός θα διαχειριζόταν μιαν εμπορική εταιρεία με συμφέροντα στη Μεσόγειο και τη Μαύρη θάλασσα. Ο Κορέσης, ως πεθερός, θα γινόταν μέτοχος της εταιρείας που εκτεινόταν στον τραπεζικό κλάδο. Δεν μπορούσε να αφήσει τον πρώην λαθρεπιβάτη Ιάκωβο να τού χαλάσει μια τόσο μεγάλη δουλειά. Είχε δύναμη και τα μέσα και κατάφερε να επιβάλει, έστω και δύσκολα, την θέλησή του.
Ο έρωτας αποδείχτηκε ανίσχυρος μπροστά στον ωμό εκβιασμό της δύναμης και της εξουσίας. Υποχρέωσε πρώτα τον Ιάκωβο να παραδώσει όλα τα γράμματα της Μαργαρίτας που είχε στην κατοχή του. Μετά, φρόντισε να ξαναφτιάξει την παρθενιά της κόρης του με έναν έμπειρο και εχέμυθο ειδικό γιατρό. Τέλος, έδιωξε τον Ιάκωβο από το νησί. Φυσικά, μαζί του έφυγα κι εγώ.
Φύγαμε νύχτα με προορισμό και πάλι την Ρόδο όπου είχε εγκατασταθεί ο μεγάλος του αδελφός. Ο Εμμανουήλ, όπως είχαμε μάθει, είχε παντρευτεί κι είχε ήδη ένα γιο. Τον ονόμασε Ιάκωβο προς τιμήν του αδελφού του και Διασσωρίνο που ήταν το όνομα που του είχαν δώσει οι Ρόδιοι. Εκεί θα πηγαίναμε. Αποχαιρέτησα τα αγροτόπαιδα του κτήματος όπου δούλευα και τους Χιώτες που είχα γνωρίσει στο λιμάνι. Ο Ιάκωβος αποχαιρέτησε τους ευγενείς και πλούσιους Χιώτες με τους οποίους είχε συναναστραφεί. Αποχαιρέτησε και τις όμορφες Χιωτισσες.
*** ΚΟΡΩΝΗ ***
Κάστρο Κορώνης |
Το πλοίο που μας πήρε βιαστικά από την Χίο είχε προορισμό του πρώτα την Νάξο και μετά την Ρόδο. Όπως ήταν φυσικό εμείς ξεμπαρκάραμε στην Νάξο. Αποβιβαστήκαμε ομαλά χωρίς να χρειαστεί να το σκάσουμε αυτή τη φορά. Από εκεί μπήκαμε σε ένα πλοίο με μισθοφόρους στρατιώτες για την Κορώνη. Ήταν μια καλή ευκαιρία η Κορώνη κι ο Ιάκωβος είπε να αφήσουμε την Κρήτη για αργότερα. Μεγάλο μέρος του Μωριά είχε απελευθερωθεί πρόσφατα από τις δυνάμεις του Αυτοκράτορα Κάρολου. Η Κορώνη ήταν ισπανική. Ακούσαμε ότι ο Κάρολος θα προχωρούσε και θα ελευθέρωνε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Υπήρχε ένας επαναστατικός άνεμος που ενθουσίασε τον Ιάκωβο.
Οι Ισπανοί, με επικεφαλής τον Ντόρια, είχαν καταλάβει την Πάτρα και το Ρίο. Με επαναστατικές διακηρύξεις είχαν ξεσηκώσει τους Έλληνες εναντίον των Τούρκων. Οι Οθωμανοί ετοίμαζαν τώρα την αντεπίθεσή τους. Υπήρχε ένας οργασμός στρατιωτικών προετοιμασιών κι ένα όργιο φημών. Πάνω από δέκα χιλιάδες στρατιώτες του Καρόλου βρίσκονταν εδώ. Σκορπισμένοι σε όλο το Μοριά και στα εκατό αυτοκρατορικά πλοία είχαν έρθει στρατιώτες από όλες τις φυλές. Υπήρχαν Ιταλοί, Ισπανοί, Ρωμιοί, Βουργουνδοί, Γερμανοί κι Αλβανοί. Όλοι αυτοί ετοιμάζονταν να εκστρατεύσουν από ώρα σε ώρα στη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη.
Στους δεκαοχτώ μήνες που η σημαία του Αυτοκράτορα υψώθηκε στην Κορώνη, Ρωμιοί πολεμιστές συνέρρεαν από παντού. Προέρχονταν από τον Μωριά, τη Ρούμελη ή τα νησιά. Συγκροτούσαν ένα εκστρατευτικό σώμα που θα ελευθέρωνε την Ελλάδα. Το μικρό χωριό-φρούριο είχε μεταβληθεί σε πόλη αρκετών χιλιάδων κατοίκων.
Οι μήνες που ζήσαμε στην Κορώνη ήταν εξαιρετικά αποδοτικοί σε εμπειρίες αλλά και γνώσεις. Κατανοήσαμε πώς ένα βαθύ αντιθρησκευτικό αίσθημα διακατείχε τους απλούς στρατιώτες που έρχονταν. Στη Μάνη, την Ήπειρο, τη Ρούμελη και στην Κορώνη, έβριζαν εύκολα τα θεία και το παπαδαριό. Την ώρα που αυτοί έδιναν το αίμα τους στον αγώνα κατά του Τούρκου οι θρησκευτικοί ηγέτες ζητούσαν άλλα. Προτιμούσαν τα θρησκευτικά προνόμια του Σουλτάνου από τη συμμαχία με τους δυτικούς. Φοβούνταν ότι η επικράτηση των δυτικών θα έφερνε στην Ελλάδα στην κυριαρχία του λατινικού δόγματος.
Μάθαμε για τους διαμαρτυρόμενους, τα πιστεύω τους και για το κίνημα της μεταρρύθμισης. Ακούσαμε για τον Λούθηρο και τα κηρύγματά του. Μάθαμε ότι ο αυτοκράτορας Κάρολος ήταν φανατικός καθολικός ενώ ο Γάλλος βασιλιάς Ερρίκος ήταν μεταρρυθμιστής. Στη γαλλική βασιλική αυλή καλλιεργούσαν τα γράμματα και θαύμαζαν το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Όλα αυτά ήταν τόσο καινούρια που ήταν σαν να μαθαίναμε εξ αρχής τον κόσμο.
Μεταξύ άλλων γνωρίσαμε και τον Γιώργο Τσόμη, έναν Αρβανίτη από τον Μυστρά. Μάς έμαθε τα αλβανικά. Αυτός μύησε τον Ιάκωβο στο ακατάβλητο πνεύμα των καπετάνιων και των βουνίσιων. Αργότερα ο Ιάκωβος τον μύησε με τη σειρά του στην Αδελφότητα. Παντού στην Ελληνική χερσόνησο το πνεύμα του αγώνα ενάντια στην Τουρκιά ήταν ζωντανό. Στη Μάνη, στην Πίνδο και σε όλα τα βουνά όλοι μιλούσαν για ελευθερία. Στην Κορώνη πίστευαν τις διακηρύξεις του αυτοκράτορα. Είχε υπό την ηγεσία του μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Η Ισπανία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Αυστρία, η Ολλανδία κι ένα σωρό ακόμη κτήσεις σε όλο τον κόσμο ήταν το τεράστιο κράτος του. Ήταν αρκετά δυνατός ώστε να στηριζόμαστε πάνω του.
Άνθρωποί του, τα τελευταία χρόνια, γυρνούσαν σε όλη την Ελλάδα. Προπαγάνδιζαν την επανάσταση και σκορπίζαν ελπίδες. Έλεγαν πως οι Ρωμιοί θα έβρισκαν την ελευθερία τους και πάλι. Για να υπερασπιστεί τα φρούρια που είχε κατακτήσει στον Μοριά ο Αντρέα Ντόρια χρειαζόταν άνδρες. Αυτοί έπρεπε να στρατεύονται όχι μόνο σαν μισθοφόροι αλλά και σαν πατριώτες. Θα πολεμούσαν με τον Χριστιανό βασιλιά ενάντια στον Οθωμανό σουλτάνο.
Ωστόσο οι ελπίδες διαψεύστηκαν. Τον Απρίλιο του 1533 ένας στόλος υπό τον Λουφτή μπέη απέκλεισε την Κορώνη από την θάλασσα. Ήταν εβδομήντα πλοία. Ταυτόχρονα ο Σαντζάκ Μπέης του Μοριά την απέκλεισε με στρατεύματα από ξηράς. Οι Οθωμανοί δεν θα άφηναν την Κορώνη και τον Μοριά σε ισπανικά χέρια. Ο Ντόρια προσπάθησε να σπάσει τις γραμμές του εχθρού τον Αύγουστο. Εν μέρει τα κατάφερε, όμως δεν νίκησε τον οθωμανικό στόλο που έμεινε αλώβητος και συνέχισε τον αποκλεισμό. Έγιναν πολλές σκληρές μάχες. Ο Ιάκωβος κι εγώ, εικοσιδυάχρονοι πια, πολεμήσαμε. Εκείνος στρατιώτης και εγώ γραφιάς. Μάθαμε να πολεμάμε τους Τούρκους και διακριθήκαμε, ο Ιάκωβος, μάλιστα, επέδειξε εξαιρετικό θάρρος και πολεμική ευφυΐα.
Παρά τις προσπάθειες των υπερασπιστών, η Κορώνη δεν μπόρεσε να αντέξει έναν ακόμη χειμώνα. Ενέσκυψε και μια επιδημία πανούκλας που άρχισε να μας φθείρει. Ο Κάρολος, διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τα φρούρια που είχε στην Πελοπόννησο. Αποφάσισε να τα παραδώσει στους Οθωμανούς με συνθήκη ειρήνης. Όσοι αγωνιστές στρατιώτες ήθελαν να αποφύγουν την οθωμανική υποδούλωση μπορούσαν να φύγουν. Θα απέφευγαν έτσι και τις αντεκδικήσεις των Τούρκων. Θα επιβιβάζονταν στα ισπανικά πλοία για κάποιες ελεύθερες χριστιανικές περιοχές. Τον Μάρτιο του 1534 έφυγαν κι οι τελευταίοι υπερασπιστές της Κορώνης. Εννιά πλοία και μερικά βοηθητικά τούς πήραν για τους νέους προορισμούς τους. Άλλα πέρασαν στη Ζάκυνθο, άλλα στην Κρήτη κι άλλα στην Κάτω Ιταλία. Την πρωταπριλιά παραδόθηκε το κλειδί της πόλης στους Οθωμανούς Τούρκους.
***
Παραπομπές:
i Σύμφωνα με το σύγγραμμα του Δημητρίου Π. Πασχάλη, 1935 «Ημερολόγιον της Ελλάδος» (σελ. 245) περί του Ιακώβου Βασιλικού, «τα περί της πατρίδος του Βασιλικού αμφισβητούνται διότι άλλοι μεν γράφουσι ότι κατείγετο εκ Κερασούντος, άλλοι ότι ήτο Κρης, υιός πλοιάρχου, άλλοι δε ότι ήτο Σάμιος». Ο Πασχάλης έλαβε υπ’ όψιν του όλα όσα αναφέρει ο Κ. Σάθας και άλλοι που έγραψαν για την ιστορία της Ελλάδας κατά την Τουρκοκρατία. [ΣΣ: Για το παρόν δεχόμαστε την εκδοχή της Κερασούντιας καταγωγής του]
ii Στα αυτοκρατορικά νομίσματα της Τραπεζούντας από Αδριανού ως του Σεβήρου Αλεξάνδρου συναντούμε την επιγραφή ΚΕΡΑCΟΥΝΤΙΩΝ. Τα νομίσματα της Κερασούντος έφεραν την απεικόνιση του Ηρακλή. (ΠΗΓΗ: Βικιπέδια, λήμμα Κερασούντα)
iii Με απόφαση του Μεχμέτ του Πορθητή, οι Ρωμιοί της Κερασούντας είχαν απαλλαγεί από φόρους καθώς τους είχε αναθέσει την φύλαξη του επιβλητικού φρουρίου της πόλης μας και, επίσης, τους είχε ως ταχυδρόμους της Υψηλής Πύλης. Οι Τούρκοι ήταν μόνο το 10% των κατοίκων της πόλης. Αυτή η φορο-απαλλαγή των Ρωμιών καταργήθηκε το 1523 (ΠΗΓΗ: Σαμουηλίδης Χρ. Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού, εκδ. Αλκυών, 1985)
iv Οι Σπαχήδες απάρτιζαν το οθωμανικό ιππικό. Οργανώθηκαν σε σώμα τον 14ο αι. σε βάση φεουδαρχική. Κατείχαν φέουδα (τιμάρια) που παρέχονταν από τον σουλτάνο, επιτηρούσαν τους χωρικούς που εργάζονταν στη γη και καρπώνονταν τα εισοδήματα των φέουδων.
v Κατής ήταν ο τοπικός δικαστής. Η θέση εξαγοραζόταν έναντι κατάλληλου αντιτίμου.
vi «Άσπρα» ήταν τα κύρια νομίσματα της εποχής. Ήταν από άργυρο γι αυτό ονομάζονταν έτσι
vii Μέχρι το 1522 η Ρόδος βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Ναϊτών Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, όμως ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν είχε κυριεύσει, μετά από πολιορκία, το μεγάλο κι εύφορο νησί διώχνοντας τους Ιππότες που έφυγαν κι εγκαταστάθηκαν τελικά στη Μάλτα.
viii Από το 1346 η Χίος ελεγχόταν από τη γενοβέζικη εταιρεία Μαχόνα, η οποία διατηρούσε τον έλεγχο του νησιού με καταβολή ενός διαρκώς αυξανόμενου φόρου υποτέλειας στους Οθωμανούς έως το 1566 που την κατέλαβαν.
**********************************
Η συνέχεια, το δεύτερο μέρος (β) του 2ου κεφαλαίου, αύριο Τετάρτη 3/3.
Στην εικόνα, η Κερασούντα των παλιών χρόνων. Κάπως έτσι ήταν κι εκείνη την εποχή.