Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

18 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ. 5α)

Μπαίνουμε στο 5ο κεφάλαιο. Κυρίως όμως μπαίνουμε στο Β' Μέρος του βιβλίου.

Το Α' μέρος ήταν η ιστορία του Ηρακλείδη. Στα τέσσερα κεφάλαια (Αυγούστα, Περιπλανήσεις στο Αιγαίο, Περιπλανήσεις στη Δύση, Ιάσιο) είδαμε την πορεία του Ηρακλείδη (με τον Χάρμο πάντοτε δίπλα του εκτός από το τέλος) και την συγκρότηση της Αδελφότητας για την Ελευθερία (ένα είδος πρόωρης Φιλικής Εταιρείας). Ο Ηρακλείδης βρήκε τραγικό τέλος το 1563 η ιστορία όμως συνεχίζεται. Θα εμπλακεί ο Δον Χουάν που θα οδηγήσει την Δύση σε μια περιφανή νίκη επί των Τούρκων στην Ναυμαχία της Ναυπάκτου (αυτά στο Β' μέρος του βιβλίου, κεφάλαια 5 ως 10) και θα φτάσουμε στην Ελληνορωμαϊκή Πολιτεία (μέρος Γ', κεφάλαια 11 και 12). 

Ξεκινάμε λοιπόν το Β' μέρος με την Μάλτα. Είμαστε στο 1565. Οι Ιππότες της Μάλτας έχουν δύο κύρια φρούρια, το Μπίργκου και την Σέγκλια και έναν προμαχώνα, το Σαν Έλμο. Απέναντί τους ο τουρκικός στρατός που πολιορκεί κι έχει εξουθενώσει το Σαν Έλμο για να μπορέσει να μπει με άνεση στον κόλπο ώστε να πολιορκήσει το Μπίργκου και τη Σέγκλια. Βλέπουμε την ιστορία με το βλέμμα πάντα του Χάρμου που βρίσκεται ναυαγός στη θάλασσα μαζί με δύο Ιππότες.

**************************

Β’ ΜΕΡΟΣ    ΔΟΝ ΧΟΥΑΝ


Ο Δον Χουάν παίρνει την ευλογία και τα λάβαρα του Πάπα για να ηγηθεί της LINGA ANTITURCA που νίκησε τους Τούρκους στη ναυμαχία της Ναυπάκτου


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ο : ΣΤΗ ΜΑΛΤΑ

 

Μάλτα, Σάββατο πρωί, 23 Ιουνίου του 1565. Ο Ιωάννης κι ο Ματίας επέπλεαν δίπλα μου, μισολιπόθυμοι και οι δυο. Η θάλασσα μύριζε τσουρουφλισμένο δέρμα ανθρώπου, πίσσα και καμένο ξύλο. Είχαν πετάξει τις σιδερόφρακτες πανοπλίες τους κι έπλεαν με τις άσπρες μεταξωτές φορεσιές. Είχαν κεντημένο τον κόκκινο σταυρό του Τάγματος μπρος και πίσω. Η θάλασσα ήταν κατακόκκινη. Το χρώμα μπορεί να ήταν από το αίμα που είχε χυθεί άπλετο εκείνη τη μέρα, και που χυνόταν είκοσι μέρες τώρα συνεχώς. Μπορεί να ήταν κι από τον φλογισμένο δίσκο του ήλιου που αναδυόταν στον ορίζοντα.

Γύρω μας πτώματα νεκρών κωπηλατών επέπλεαν. Ήταν αλυσοδεμένα μεταξύ τους και με τα κουφάρια του βυθισμένου πλοίου. Όσο ζούσαν όλοι αυτοί οι πνιγμένοι ήταν μουσουλμάνοι σκλάβοι ή χριστιανοί κατάδικοι. Κωπηλατούσαν για τη γαλέρα «Θεμιστοκλής» του Βαλέρη που κόπηκε στα δυο μη αντέχοντας τα πλήγματα των Τούρκων. Αλυσοδεμένοι δεν μπορούσαν να κολυμπήσουν όπως οι ναύτες που είχαν σωθεί περνώντας στα συμμαχικά πλοία. Τα σώματα που επέπλεαν τουμπάνιαζαν κι έβγαιναν στην επιφάνεια όλα μαζί καθώς ήταν το ένα δεμένο με το άλλο. Ο Βαλέρης κι ο Ροντρίγκες ένιωθαν πως κάτι τους τραβούσε απ’ τον γιακά και τους έσερνε έξω από τη χαβούζα. Αργότερα έμαθαν ότι ήμουν εγώ. Τους έσυρα σε μιαν απάνεμη άνυδρη κι αμμώδη ακτή, κρυμμένη από τη θέα των Τούρκων. Είχαν χάσει τις αισθήσεις τους και τις είχαν ξαναβρεί κι οι δυο πολλές φορές. Τους περιποιήθηκα κι όταν ξεκουράστηκαν στο στέρεο έδαφος, σιγά-σιγά συνήλθαν.

Σκεφτόμουν τη Διονυσία και τη Δηιάνειρα. Θα νόμιζαν πως ήμουν πεθαμένος. Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να τις δω και να τις καθησυχάσω. Τώρα που είχαμε γλιτώσει τον θάνατο από τις τουρκικές μπομπάρδες, είχαμε ελπίδες να γυρίσουμε στη βάση μας ζωντανοί. Κοιτούσα τον Ματίας Ροντρίγκες(i), τον θρυλικό Ισπανό που η γνώμη του ήταν διαταγή για όλους. Ο καπετάνιος των Ιπποτών της Μάλτας Είχε διακινδυνέψει τη ζωή του στο παρελθόν σε πολέμους και ναυμαχίες σαν Ιππότης ή σαν κουρσάρος. Πριν λίγα χρόνια, είχε βρεθεί σε μια εξίσου δύσκολη θέση. Ένας τρομερός ανεμοστρόβιλος είχε καταστρέψει την αρμάδα του έξω από το λιμάνι της Μάλτας. Είχε περάσει ολόκληρη τη νύχτα στα κρύα νερά πάλι-πλάι με τους σκλάβους κωπηλάτες που είχαν πνιγεί. Ήταν κι εκείνοι αλυσοδεμένοι και τουμπανιασμένοι. Τον μάζεψαν την άλλη μέρα ξυλιασμένο. Από τότε τού είχε μείνει ένα τρέμουλο στα άκρα. Αυτό τον είχε δυσκολέψει πολύ το μαρτυρικό χτεσινό βράδυ. Κατάφερε όμως να κρατηθεί στην επιφάνεια. Πέρασε για δεύτερη φορά το ίδιο ακριβώς δράμα στο ίδιο περίπου σημείο έξω απ’ την είσοδο του λιμανιού της Μάλτας. Αυτή τη φορά δεν τον είχαν βουλιάξει οι άνεμοι, όπως τότε, αλλά οι Τούρκοι. 

 
Πέντε παράτολμα πλοία είχαν ορμήσει για να σπάσουν τον αποκλεισμό του Σαν Έλμο. Απέτυχαν γιατί παρά το πηχτό σκοτάδι της νύχτας είχαν γίνει αντιληπτά από τους Τούρκους. Βρέθηκαν κάτω από ισχυρά και πυκνά πυρά από την ακτή όπου βρίσκονταν τα οθωμανικά κανόνια. Ταυτόχρονα δέχτηκαν και την επίθεση οχτώ γαλέρων του Πιγιάλ. Υποχώρησαν και γύρισαν πίσω άπρακτα και με απώλειες. Τότε χτυπήθηκε ο Ροντρίγκες και θα ήταν το τέλος του αν δεν τον είχε δει ο Βαλέρης. Ένας αρκεβούζιος από την τούρκικη γαλέρα του Πιγιάλ πασά τον είχε σημαδέψει. Τον πλήγωσε ελαφριά, όμως αρκετά ώστε να τον ρίξει από το πλοίο του. Οι σύντροφοί του κι οι ναύτες δεν κατάλαβαν τι έγινε ούτε κι οι κωπηλάτες. Δεν τον είδαν να πέφτει από τη γαλέρα γιατί βρισκόταν στην πρύμνη. Όταν κάποιοι κατάλαβαν ότι ο καπετάνιος τους έλειπε ήταν αργά πια για να γυρίσουν πίσω. Ήδη βάλλονταν δυνατά από τα τουρκικά κανόνια.

Στον “Θεμιστοκλή”, τη γαλέρα του Βαλέρη, βρισκόμουν κι εγώ. Ήμασταν το ένα από τα πέντε πλοία που προσπάθησαν να δώσουν στο Σαν Έλμο μια τελευταία βοήθεια. Ο Βαλέρης συνεννοείτο με τον Ροντρίγκες με σήματα δαυλών όταν τον είδε να πέφτει στη θάλασσα. Έστρεψε αμέσως το πλοίο προς το μέρος του για να τον σώσει. Δεν λογάριασε τον κίνδυνο. Έπεσε στη θάλασσα με μια βάρκα κι ίσως αυτό να κόστισε το ναυάγιο του «Θεμιστοκλή». Απομονωμένο από τα άλλα τέσσερα πλοία των Ιπποτών χτυπήθηκε άσχημα. Ο Βαλέρης κατάφερε να μαζέψει τον Ροντρίγκες, αλλά, δεν είχε πού να τον πάει πια. Εγώ τους έβλεπα με δυσκολία στο σκοτάδι κι όταν το πλοίο μας άρχισε να μπατάρει ήξερα πού να τους βρω. Βούτηξα στο νερό. Με μάζεψαν στη βάρκα τους, αλλά, ένα βλήμα που έσκασε κοντά μας την αναποδογύρισε κι αυτήν. Βρεθήκαμε κι οι τρεις να παλεύουμε με τα κύματα.

Καταφέραμε να κρατηθούμε από σανίδες που επέπλεαν και κάναμε κουράγιο. Ο Ροντρίγκες βρισκόταν στη δυσκολότερη θέση. Κάποιοι Τούρκοι μας είδαν και μας κυνήγησαν με τις βάρκες τους για να μας αποτελειώσουν. Ένας κατάφερε να μας πλησιάσει πολύ και κτύπησε με το κουπί του τον Βαλέρη. Σωθήκαμε χάρη στο σκοτάδι και τα ρεύματα που άρχισαν να μας τραβούν προς την ανοιχτή θάλασσα. Βρεθήκαμε έξω από τον ασφαλή λιμένα της Μάλτας και μακριά από το Σαν Έλμο. Με δυσκολία αλλά και τύχη αποφύγαμε το πέλαγος καθώς το ρεύμα γύρισε προς την ακτή. Βρεθήκαμε σε ένα κολπίσκο πιο βόρεια απ’ το Μπίργκου κι απέναντι από το Σαν Έλμο. Η θέση δεν ήταν καθόλου ασφαλής γιατί όλη η περιοχή βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Τούρκων. Δεν είχαν μόνιμο στράτευμα, είχαν όμως αραιές φρουρές για να βλέπουν τις μετακινήσεις των πλοίων. Κολυμπούσαμε αργά και προσπαθούσαμε να πιάσουμε στεριά Αν δεν υπήρχαν τα πτώματα των νεκρών δούλων γύρω μας ίσως να μας καταλάβαιναν. Τότε, θα δεχόμασταν πυρά απ’ τα γύρω υψώματα. Δεν ήμασταν σε καθόλου καλή κατάσταση. Ολόκληρο το βράδυ, μέχρι να ξημερώσει, μουλιάζαμε στη θάλασσα. Ήμασταν πρόχειρα δεμένοι πάνω σε ξύλα που μας κρατούσαν στην επιφάνεια του νερού.

Ευτυχώς ήταν καλοκαίρι, είχε καύσωνα κι η θάλασσα ήταν απλά ψυχρή κι όχι παγωμένη. Είχαμε σωθεί από τους Τούρκους αλλά η εξάντληση μάς είχε καταβάλει, ιδιαίτερα τον Βαλέρη και τον Ροντρίγκες. Φρόντιζα να μένουν τα κεφάλια τους έξω από το νερό. Τελικά, με τρομερές προσπάθειες και τύχη καταφέραμε να βγούμε και οι τρεις στη στεριά.

«Τι έγινε; Σωθήκαμε;» ρώτησε σαστισμένος ο Ισπανός.

«Προς το παρόν ναι» είπα «πρέπει όμως να φτάσουμε στο Μπίργκου.»

Γύρισε προς τον Βαλέρη. Ήταν βυθισμένος σε λήθαργο.

«Είδα τον Γιοχάνες» μου είπε. «Ήρθε να με σώσει. Αν δεν ήταν αυτός δεν θα άντεχα ούτε λίγες στιγμές ακόμα.»

«Είστε γενναίος καπετάνιε, δεν θα τα παρατούσατε τόσο εύκολα» είπα εγώ.

«Τα άκρα μου έχουν πρόβλημα, δεν με κρατούσαν στην επιφάνεια. Είχα αρχίσει να πίνω νερό και κρατήθηκα μόνο από τις φωνές αυτού του ήρωα. Ήρθε με μια βάρκα για μένα αντί να φύγει όπως έκαναν όλοι.»

Χάιδεψε τα μαλλιά του Γιοχάνες, όπως αποκαλούσε τον Βαλέρη, και έδειξε την άπειρη ευγνωμοσύνη που ένιωθε.

«Σας χρωστάω Γραικοί τη ζωή μου.»

«Όλοι μας κάπου χρωστάμε τις ζωές μας» του είπα.

Ο Βαλέρης συνερχόταν. Ήταν το ίδιο σαστισμένος.

«Τι έγινε; Πως βρεθήκαμε εδώ;»

«Κολυμπήσαμε μπερδεμένοι με πτώματα των σκλάβων. Γλιτώσαμε παρά τρίχα από τους Τούρκους» τους είπα.

«Κρατιόμασταν από τα υπολείμματα της βάρκας και κάτι ξύλα» είπε ο Ροντρίγκες. «Ελάχιστα πράγματα θυμάμαι.»

«Τι νύχτα κι αυτή!» είπε ο Βαλέρης. «Είχαμε τη βοήθεια του Αγίου Ιωάννη.»

«Ευχαριστούμε τον Θεό που σωθήκαμε τουλάχιστον απ’ τα σκυλιά» είπε ο Ροντρίγκες.

«Ο Άγιος γιορτάζει κι έκανε θαύμα» είπε ο Βαλέρης.

Κάνανε τον σταυρό τους. Σέβονταν Θεό και στον Άγιο Ιωάννη σαν Ιππότες του Τάγματός του. Είχα τις αντιρρήσεις μου για όλα αυτά αλλά δεν είπα τίποτα.

Ο θεός που τους είχε σώσει ήταν ο ίδιος με εκείνον που είχε αφήσει τους αλυσοδεμένους να πνιγούν. Αν απέδιδα την γενναιοδωρία της σωτηρίας τους στον θεό, θα απέδιδα και την μεγάλη αδικία του πνιγμού αθώων. Δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τον πόλεμο, κι όμως, είχαν γίνει τραγικά θύματά του. Η ιδιότητα του θεού να είναι «σωτήρας μας» τον έκανε «δήμιο των άλλων». Δεν μου φαινόταν θεϊκή ιδιότητα κανείς από τους δυο χαρακτηρισμούς.

«Ήταν γενναίο αυτό που έκανες για μένα Γιοχάνες» είπε ο Ροντρίγκες. «Δεν το ξεχνώ. Ο φίλος σου, όμως, μας κράτησε ζωντανούς όλη τη νύχτα, τού χρωστάμε πολλά.»

Ο Βαλέρης με κοίταξε με ένα βλέμμα όλο ευγνωμοσύνη.

«Νομίζω Ματίας ότι τελικά κι οι δυο χρωστάμε στον Χάρμο τη ζωή μας» είπε.

«Είστε πολύ ευγενικοί Κύριοι, είστε φίλοι μου και δεν χρωστάτε τίποτε σε κανέναν» είπα εγώ.

«Όλο το βράδυ έβλεπα πτώματα και κάτασπρες φάτσες» σαν φαντάσματα δίπλα μου, είπε ο Βαλέρης. «Ήταν εφιάλτης. Χανόμουν, λιποθυμούσα μέσ’ στο νερό και τα αίματα.»

«Κι εγώ τα ίδια θυμάμαι» είπε ο Ισπανός. «Ας δούμε πώς θα επιστρέψουμε. Οι Τούρκοι παραμονεύουν.»

«Πού ακριβώς είμαστε;» ρώτησε ο Βαλέρης.

«Βόρεια από το Μπίργκου κι ακριβώς απέναντι από το Σαν Έλμο» του είπα.

«Το δύστυχο το Σαν Έλμο, θα χαθεί!» είπε Βαλέρης.

«Ακόμα κρατάνε εκεί πέρα» είπα εγώ.

«Δεν θα αντέξουν, αφού ούτε κι εμείς τους δώσαμε μιαν ανάσα» είπε ο Ροντρίγκες.

«Δεν γινόταν τίποτα Ματίας» είπε ο Βαλέρης. «Τώρα μόνο ο Θεός τους έχει μείνει. Ας ολοκληρωθούν τουλάχιστον οι οχυρώσεις στο Μπίργκου, μην πάει χαμένη η θυσία τους.»

Στο βάθος όπου ο κόλπος τελείωνε κι άρχιζε το πέλαγος, βρισκόταν το πεντάγωνο φρούριο του Σαν Έλμο. Ήταν ακριβώς στην είσοδο του κόλπου. Γύρω του ακούγονταν κανονιοβολισμοί και παντού υψώνονταν καπνοί. Είκοσι μέρες τώρα οι Τούρκοι το μετέτρεπαν σιγά-σιγά σε ένα σωρό χώμα και σκόνη.

Μέσα από τη θάλασσα ανέβαινε αργά ο κατακόκκινος ήλιος του πρωινού κι αχνοφώτιζε το φρούριο. Το φως της μέρας έφερνε όλο και πιο κοντά την τελική επίθεση των Οθωμανών και προμήνυε το αναπόφευκτο τέλος.

«Πρέπει τώρα να ξεκινούν τη μεγάλη τους επίθεση οι Τούρκοι» είπα. «Πόσο θα αντέξουν οι κακόμοιροι εκεί μέσα;»

«Τι μέρα είναι;» ρώτησε ο Βαλέρης.

«Σάββατο πρωί» του απάντησα.

«Ακόμα έχω την αίσθηση ότι μας κυνηγάνε!»

«Τουλάχιστον, μεσ’ στον χαμό παράτησαν εμάς» είπα.

«Πώς έχασα τις αισθήσεις μου;» ρώτησε ο Βαλέρης.

«Σε χτύπησε ένας μαύρος με ένα κουπί. Όταν πέσαμε στη θάλασσα προσπάθησε να σε αποτελειώσει» του εξήγησα. «Ήσουν όμως τυχερός. Υπήρχαν πολλά πτώματα τριγύρω και σε έχασε.»

«Οι άλλοι; Τα κατάφεραν;»

«Πρέπει να γύρισαν πίσω όλοι. Μόνο ο “Θεμιστοκλής” βούλιαξε» του είπα.

«Το δικό μου πλοίο πρέπει να γύρισε στο Μπίργκου» είπε ο Ροντρίγκες.

«Ναι, το είδα που έφευγε. Δεν κατάλαβαν οι ναύτες σας ότι πέσατε στο νερό σινιόρ και συνέχισαν.»

«Υπάρχει λίγο νερό;» ρώτησε ο Βαλέρης.

Διψούσαμε όλοι από την ταλαιπωρία και την αρμύρα της θάλασσας.

«Μη ζητάτε τέτοια τώρα πολυτέλειες» είπα. «Αργότερα θα ψάξω για νερό.»

Ήξερα πόσο άσχημα ένιωθε, με το στόμα ξερό και την δίψα να τον καίει. Έτσι νιώθαμε κι εγώ κι ο Ροντρίγκες, όμως, νερό δεν θα βρίσκαμε πριν φτάσουμε σε ασφαλές σημείο. Δεν υπήρχαν πηγάδια, κι αν κάπου υπήρχε κανένα, θα είχε από καιρό μολυνθεί από τους Τούρκους. Θα είχαν ρίξει μολυσμένα κρέατα και δηλητήρια είτε οι Ιππότες είτε οι Τούρκοι.

«Που θα βρεις νερό;» με ρώτησε.

«Θα βρούμε κάνα παγούρι στους σκοτωμένους, ή κάνα φλασκί με κρασί δεμένο πάνω του» είπα.

Μείναμε σιωπηλοί κι αναλογιζόμασταν τι είχε συμβεί και πώς είχαμε βρεθεί σ’ αυτή την θέση. Είχαμε ξεκινήσει πέντε πλοία από το Μπίργκου για να ενισχύσουμε τους υπερασπιστές του Σαν Έλμο. Τους πηγαίναμε εφόδια για να τους ανεβάσουμε το ηθικό. Ο Ροντρίγκες είχε αναλάβει την ευθύνη της επιχείρησης. Δεν άντεχε να βλέπει τη θυσία των υπερασπιστών του Σαν Έλμο που γινόταν για να κερδηθεί χρόνος. Έπρεπε να επισκευαστούν τα φρούρια του Μπίργκου και της Σένγκλια. Ο Μάγιστρος Λα Βαλέτ δεν θα θυσίαζε άντρες κι εφόδια για να βοηθήσει μια χαμένη υπόθεση. Δεν δεχόταν την παράδοση του Σαν Έλμο για να κρατήσει ψηλά το ηθικό των υπερασπιστών της Μάλτας. Δέχτηκε την πρόταση του Ροντρίγκες μόνο και μόνο γιατί, αν αποτύγχανε, θα είχε μικρές απώλειες. Πέντε πλοία με διακόσιους άντρες ήταν κάτι που το άντεχε.

Αμφιταλαντεύτηκα αν θα έπρεπε να ανέβω κι εγώ στον “Θεμιστοκλή”. Πήγα με τον Βαλέρη παρά τις αντιρρήσεις της Διονυσίας. Ίσως είχε δίκιο. Δεν ήμουν μόνος, υπήρχαν εκείνη κι η μικρή Δηιάνειρα. Έπρεπε να τις σκεφτώ όταν αποφάσιζα να διακινδυνέψω τη ζωή μου. Αυτή την αποστολή όμως δεν μπορούσα να την αγνοήσω. Η απελπισία όσων ήταν επιζώντες στο Σαν Έλμο ήταν ίδια με την απελπισία του Ιάκωβου στη Σουτσεάβα. Μ’ αυτήν ήθελα να πολεμήσω.

«Μας βομβάρδιζαν από την ακτή» μονολόγησα «και μας επιτέθηκαν οχτώ γαλέρες.»

«Θυμάμαι» είπε ο Βαλέρης. «Σε είδα, Ματίας να πέφτεις στη θάλασσα. Το πλοίο σου συνέχιζε χωρίς να έχει καταλάβει κανείς τι συνέβη.»

«Για καλή μας τύχη βρεθήκαμε ανάμεσα στα πτώματα» είπα. «Ένα μέρος της καρίνας του “Θεμιστοκλή” αποκόπηκε κι επέπλεε και μαζί του επέπλεαν κι οι πνιγμένοι. Μπλέξαμε με αυτούς και σωθήκαμε. Οι Τούρκοι μας πέρασαν για πτώματα κι άφησαν να μας παρασύρει η θάλασσα.»

«Τι πλεύση!» έκανε ο Ροντρίγκες. «Ταξιδέψαμε αυτή την απόσταση μαζί με τους πνιγμένους μέσα στο σκοτάδι!»

«Να φτάσουμε στο Μπίργκου» είπε ο Βαλέρης. «Χωρίς πανοπλίες είμαστε στο έλεος των ελεύθερων σκοπευτών.»

«Να περιμένουμε. Όσο είναι μέρα φαινόμαστε» είπα.

«Θα κρυφτούμε ώσπου να νυχτώσει» συμφώνησαν.

«Πόση ώρα θα χρειαστούμε ως το Μπίργκου» ρώτησα.

«Δεν είναι εύκολος δρόμος» είπε ο Ροντρίγκες. «Μάλλον θα πρέπει να πάμε από το βουνό.»

«Από εκεί θα πάμε» είπε ο Βαλέρης. «Είναι ασφαλές. Αν περπατάμε όλο το βράδυ τότε πριν το χάραμα θα φτάσουμε στο Μπίργκου.»

Ήταν πραγματικά πολύ δύσκολα και πολύ επικίνδυνα. Τριγύρω υπήρχαν πολλές θαλασσινές σπηλιές, έτσι, βρήκαμε ένα ασφαλές σημείο και κρυφτήκαμε. Ο Βαλέρης έφερε λίγο κρασί που βρήκε στις ζώνες των πνιγμένων. Νανουρισμένοι από το πιοτό και το βουητό που συνέχισε να έρχεται από το Σαν Έλμο, κοιμηθήκαμε. Νιώσαμε επιτέλους μια ανακούφιση. Κατά το μεσημέρι το βουητό έπαψε κι η ησυχία ήταν εκκωφαντική, τόσο που μας ξύπνησε.»

«Σταμάτησαν!» είπα. «Λες να ζουν ακόμα;»

Φαινόταν ότι η μάχη είχε τελειώσει. Δεν έπεφταν άλλα βλήματα γιατί δεν υπήρχαν πια στόχοι για να τα δεχτούν.

«Ας τους συγχωρήσει ο Άγιος!» είπε ο Βαλέρης κι έκανε το σταυρό του.

«Έπεσαν όλοι για την πίστη τους στον Θεό!» είπε κι ο Ροντρίγκες και σταυροκοπήθηκε.

Αυτή η ησυχία δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά το τέλος της πολιορκίας που είχε κρατήσει είκοσι μέρες. Χιλιάδες είχαν χαθεί κι από τις δυο πλευρές. Χίλιοι πεντακόσιοι χριστιανοί είχαν πέσει μέσ’ στο κάστρο που φύλαγε την είσοδο του κόλπου. Τέσσερις με πέντε χιλιάδες μουσουλμάνοι είχαν χαθεί, μέχρι χτες, προσπαθώντας να το εκπορθήσουν. Η σημερινή τελευταία μέρα θα είχε προσθέσει στους νεκρούς τους εκατό περίπου ακόμη υπερασπιστές του. Τόσοι είχαν απομείνει. Θα υπήρχαν και κάποιες ελάχιστες απώλειες των επιτιθεμένων. Όλα αυτά για το φρούριο του Σαν Έλμο στην είσοδο του κόλπου όπου βρίσκονταν το Μπίργκου κι η Σένγκλια. Ήταν όμως μια μεγάλη στρατηγική απώλεια. Χωρίς το Σαν Έλμο θα άρχιζε η πολιορκία των βασικών κάστρων της Μάλτας.

Οι Τούρκοι ήταν απασχολημένοι με τη λεηλασία του Σαν Έλμο κι εδώ δεν υπήρχαν σοβαρές φρουρές. Απέναντι, στο σημείο όπου ήταν το φρούριο, άναβαν φωτιές κι ακούγονταν οι χαρούμενες φωνές των νικητών. Όσο μας τρόμαζαν τα πυρά που, ασταμάτητα, ισοπέδωναν το Σαν Έλμο επί ένα μήνα, άλλο τόσο μας τρόμαζε τώρα η σιωπή. Μόνο οι πανηγυρισμοί και τα τραγούδια την διέκοπταν. Με ιαχές για την νίκη τους οι μουεζίνηδες ευχαριστούσαν τον Αλλάχ. Μας ξένιζε η αλλαγή μετά από τους τρομακτικούς βομβαρδισμούς που έκαναν τη νύχτα μέρα. Η σιωπή των πυροβόλων κι οι προσευχές θύμιζαν με τον εκκωφαντικό τρόπο την καταστροφή. Ο θάνατος όλων των υπερασπιστών του φυλακίου άφηνε εκτεθειμένα τα κύρια φρούρια των Ιπποτών στη Μάλτα.

Δεν ήταν άγνωστη η μοίρα του Σαν Έλμο. Είχε φτάσει στο Μπίργκου την Παρασκευή ένας κολυμβητής από το υπό πολιορκία κάστρο. Μας τα είχε πει όλα. Ξέραμε ότι το φρούριο θα βαστούσε μόνο λίγες ώρες ακόμη. Ήταν λιγότεροι από εκατό πολεμιστές εκεί μέσα εξαντλημένοι, χωρίς πυρομαχικά. Ήταν ράκη απέναντι στους χιλιάδες των Τούρκων που ετοίμαζαν την τελευταία έφοδο. Δεν ενταφίαζαν τα πτώματα των νεκρών κι έμεναν πάνω στις επάλξεις, άγρυπνοι, νηστικοί, πληγωμένοι. Περίμεναν την τελευταία επίθεση. Ήξεραν ήταν η τελευταία τους μέρα στη ζωή. Είχαν μεταλάβει, είχαν εξομολογηθεί κι είχαν θάψει τα ιερά σκεύη για να μην τα βεβηλώσουν την άλλη μέρα οι Τούρκοι. Η απόφαση του Ροντρίγκες να σπάσει τον αποκλεισμό ήταν τρέλα. Η τολμηρή του απόφαση έμοιαζε με αυτοκτονία κι έδινε ελπίδα στους έγκλειστους, όμως, απέτυχε. Οι μελλοθάνατοι του Σαν Έλμο στερήθηκαν και την τελευταία τους ελπίδα, κι εμείς βρεθήκαμε στη θάλασσα.

Μείναμε κρυμμένοι όλη τη μέρα. Μέσα στη ζέστη και την ησυχία κοιμηθήκαμε κι ανακτήσαμε δυνάμεις. Τα κανόνια είχαν σταματήσει να βομβαρδίζουν, η αντίσταση είχε πάψει κι είχε τελειώσει κι η σφαγή. Νύχτωσε για τα καλά και ξεκινήσαμε για τη βάση μας. Δυο φορές γλιτώσαμε παρά τρίχα από τις τουρκικές φρουρές. Φτάσαμε στη πρωτεύουσα των Ιπποτών της Μάλτας λίγο πριν το χάραμα.

Στην πόρτα του κάστρου του Μπίργκου τους μιλήσαμε ισπανικά και ιταλικά για να μας βάλουν μέσα. Περάσαμε από ένα μυστικό πέρασμα καλά κρυμμένο από τον εχθρό που έκλεινε όταν άρχιζε η πολιορκία. Οι φρουροί στην πύλης μάς εξέταζαν μήπως είμασταν κατάσκοποι. Αναγνώρισαν όμως τον ιππότη Βαλέρη και τον ένδοξο Ροντρίγκες. Η συγκίνησή τους ήταν ειλικρινής και αυθόρμητη. Ξέσπασαν σε ζητωκραυγές και κλάματα θεωρώντας τη διάσωσή μας σημαδιακή. Την έλεγαν το θαύμα του Αγίου Ιωάννη” που γιόρταζε σήμερα Κυριακή. Για τους Ιππότες της Μάλτας η γιορτή του ήταν η πιο μεγάλη γιορτή του χρόνου.

Μας πήγαν στα καταλύματα των τραυματιών και μετά στο πρόχειρο νοσοκομείο του Φρουρίου του Σαν Άντζελο. Από τους συντρόφους του Βαλέρη και του Ροντρίγκες στήθηκε ένα πανηγύρι καθώς είχαν πιστέψει πώς ήμασταν νεκροί. Ο ίδιος ο Λα Βαλέτ μας επισκέφτηκε και δήλωσε πολύ χαρούμενος για το σημαδιακό θαύμα του Αγίου που μας έσωσε. Κατόπιν ήρθαν η γυναίκα μου με την μικρή -δυο μόλις χρονών- κόρη μου. Όταν τις είδα ξαναβρήκα τον εαυτό μου. Συνειδητοποίησα για μια ακόμη φορά ότι αυτές οι δυο ήταν ίσως ο μόνος λόγος που είχα για να ζω. Η Διονυσία ήταν ευτυχισμένη που επέζησα και το έδειχνε χωρίς τυμπανοκρουσίες. Τα μάτια και το ύφος της, που το ονόμαζα δωρικό, πρόδιδαν την αγωνία της για την τύχη μου αυτές τις δύο μέρες.

«Μου είπαν να πάω στην Παναγία τη Δαμασκηνή(ii) που σας έσωσε, αλλά προτίμησα να σου φέρω αυτό εδώ!» μου είπε.

Μού έδωσε ένα λάβαρο. Ήταν το λάβαρο με το οποίο ορκίζαμε τα μέλη της Αδελφότητας. Ένα σύμπλεγμα του Α και του Ε στη μέση σε γαλάζιο φόντο κι ένα τουφέκι κι ένα σπαθί διασταυρωμένα από κάτω. Σε αυτό το πανί την είχα ορκίσει κι εκείνην. Με αυτό γυρίζαμε μαζί στην Ήπειρο στον Μοριά και στα νησιά. Ορκίζαμε καπεταναίους, στρατιώτες, προκρίτους, εμπόρους, παπάδες κι απλούς χωρικούς. Με αυτό το πανί η πολύτιμη Διονυσία μού θύμιζε τα όνειρα που είχαμε κάνει μαζί. Η πορεία μας στη ζωή θα ήταν παράλληλη με την πορεία της αγαπημένης μας Γραικίας προς την ελευθερία.

«Θέλεις να πάρω πίσω τους όρκους μας;» την ρώτησα.

«Όχι γλυκέ μου. Όλα καλά, αρκεί να είσαι ζωντανός.»

Κοίταξα το λάβαρο των όρκων μας. Όλα ήταν όμορφα στα βουνά της Πίνδου και στις γαλάζιες ακτές του Ιονίου. Εκεί είχαμε ζήσει με την υπέροχη Διονυσία πάνω στα λημέρια των οπλαρχηγών και τα λιμάνια των κουρσάρων. Τους ορκίζαμε, τους μαθαίναμε το σχέδιο και τους δίναμε ελπίδα. Θα ήταν οι στρατηγοί κι οι ναύαρχοι του αγώνα τη μέρα που θα φωνάζαμε το δικό μας «ή ταν ή επί τας».

.......(συνεχίζεται)


Παραπομπές:

i Ο Ματίας Ροντρίγκες είναι μυθιστορηματικό πρόσωπο εμπνευσμένο από τον Ματουρέν Ρομέγκας (Ντ’ Ω ντε Λεσκώ) (1525-1581) που ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας και Ιππότης του Αγίου Ιωάννη, από τους μεγαλύτερους ναυάρχους και θρύλος για την εποχή του. Φίλος του Μεγάλου Μαγίστρου των Ιπποτών Λα Βαλέτ, συμμετείχε ως επικεφαλής των Παπικών γαλερών στη ναυμαχία της Ναυπάκτου στο πλευρό του Δον Χουάν.

ii Η Παναγία η Δαμασκηνή ήταν ο ορθόδοξος ναός της Μάλτας και για έναν περίεργο λόγο όλοι τους εδώ περίμεναν το θαύμα από την Παναγία των αιρετικών ορθοδόξων, απογοητευμένοι καθώς φαίνεται από τις επιδόσεις των επίσημων καθολικών αγίων τους

***************************

Αύριο, Πέμπτη 18/3 η συνέχεια με το 5β