Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

19 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ. 5β)

 Το β' μέρος του κεφαλαίου 5.

Στη Μάλτα, στο πρόχειρο στρατιωτικό νοσοκομείο, ο Χάρμος και οι Βαλέρης και Ροντρίγκες αναρρώνουν. Η επίσκεψη της Διονυσίας προκαλεί στον Χάρμο θλιβερές σκέψεις. Μιλούν για την πολιορκία και τη διεθνή κατάσταση κι οι δυο πατριώτες Έλληνες λένε στον, Ισπανό Ιππότη του Αγίου Ιωάννη και φοβερό κουρσάρο, Ροντρίγκες για την Αδελφότητα.

************************

κεφ. 5β

 

  Ο Φίλιππος κι ο Σουλεϊμάν 


Ύστερα από τον χαμό του Ιάκωβου και του Διασσωρίνου ένα πέπλο λήθης είχε σκεπάσει το μυαλό μου. Ό,τι είχε σχέση μ’ αυτούς τους δυο είχε σβηστεί. Είχε ατονίσει κι η επιθυμία μου να συνεχίσω όσα είχε θέσει ο Ιάκωβος ως σκοπό της ζωής μας. Η Γραικία μάς περίμενε, όμως εγώ ήμουν αλλού κι ο νους μου είχε σαλέψει. Πολύ συχνά στην αρχή κι αραιότερα τελευταία, χανόμουν απ’ τον κόσμο. Ζούσα σε μια δική μου πραγματικότητα όπου ίσχυαν άλλοι νόμοι και ζούσαν άλλοι άνθρωποι. Δυστυχώς κάποιες φορές γίνονταν κι εφιάλτες! Χάρη στην Διονυσία, χάρη στην υπομονή και την αγάπη της, δεν είχα χάσει εντελώς το μυαλό μου. Είχα χάσει την διάθεσή μου για ζωή και μόνο η Διονυσία κι η Δηιάνειρα ήταν οι λόγοι για να ζω. Τώρα, αυτό το λάβαρο ήρθε για να μου θυμίσει πως η πραγματικότητα ήταν ακόμη εδώ. Κι ας είχε ο κόσμος μέσα του την άσκοπη θυσία των χιλιάδων που έπεσαν στο Σαν Έλμο, Τούρκων ή Χριστιανών. Σε αυτή την πραγματικότητα με ξαναγύριζε τώρα η Διονυσία.

«Πολλοί νεκροί, γλυκιά μου» της είπα. «Πέθαναν όλοι!»

«Κάποιοι, όμως, ξέφυγαν τον θάνατο, κι εσύ είσαι εδώ» μου είπε σφίγγοντας με την παλάμη της το χέρι μου. «Τρόμαξα πως θα σε χάσω!»

Έμεινα για λίγο σιωπηλός. Στο μυαλό μου άρχισα και πάλι να μπερδεύω την αλήθεια με το ψέμα. Ίσως η γλυκιά μου γυναίκα πίστευε πως η βόλτα μου στον κάτω κόσμο με είχε διδάξει κάτι. Ίσως ήταν η ευκαιρία μου για να επιθυμήσω πάλι τη ζωή. Ίσως είχα καταλάβει ότι κακώς αναζητούσα το τέλος μου με τόση επιμονή.

«Ήταν ρεσάλτο στο θάνατο η απόφασή σου να ανέβεις στον “Θεμιστοκλή”, αγάπη μου» μου ψιθύρισε.

Σκέφτηκα την νύχτα με τα κρύα νερά της Μεσογείου να με τυλίγουν. Ίσως αυτά να ήταν το καινούριο μου βάπτισμα για την επάνοδό μου σε μια κανονική ζωή.

«Σώθηκες!» μου ψιθύρισε πάλι στο αυτί με την απαλή της φωνή. «Οι θεοί έχουν για σένα άλλους σκοπούς.»

«Ο Βαλέρης κι ο Ροντρίγκες πιστεύουν ότι είναι ο Άγιος Ιωάννης που έκανε το θαύμα του» της είπα.

«Ναι, ο Αϊ-Γιάννης κι η Παναγιά η Δαμασκηνή» είπε εκείνη χαμογελώντας.

Χάιδεψα το προσωπάκι της Δηιάνειρας κι ένιωσα να επανέρχομαι στη ζωή. Ήταν τόσο μικρό, απαλό, δικό μου. Ένα της χαμόγελο με έκανε ευτυχισμένο.

«Τώρα που το Σαν Έλμο έπεσε» μου είπε η Διονυσία «θα δυσκολέψουν τα πράγματα, ε;»

«Θα πάτε στη Μεδίνα» είπα. «Εκεί θα είναι ήσυχα.»

«Είσαι βέβαιος; Τι θα κάνουμε εκεί;»

«Πρέπει να φύγετε! Εδώ θα γίνει μακελειό. Δεν αντέχω σε κάθε βομβαρδισμό να έχω την απορία αν ζείτε ακόμα.»

«Κι εσύ; Τι θα κάνεις μόνος σου;»

«Έχω τους θεούς μαζί μου» της είπα χαμογελώντας. «Έχω τον Αϊ-Γιάννη, την Παναγιά Δαμασκηνή και την Αθηνά. Μη φοβάσαι για μένα!»

«Να προσέξεις, δεν θέλω να μείνουμε εγώ χήρα κι η Δηιάνειρα ορφανή.»

«Σας αγαπάω πολύ και τις δυο» της είπα.

Η Δηιάνειρα με αγκάλιασε και δάκρυα κύλησαν στα όμορφα ματάκια της. Το αγαπούσα αυτό το παιδί που ένιωθα πως ήταν η συνέχειά μου στον μάταιο τούτο κόσμο.

«Φύγετε» είπα αφού δεν άντεχα άλλο την συγκίνηση.

Οι προετοιμασίες εντείνονταν στο Μπίργκου και τη Σένγκλια καθώς αναμενόταν η σφοδρή επίθεση των Τούρκων. Ο Λα Βαλέτ είχε αγοράσει χρόνο θυσιάζοντας το Σαν Έλμο και χίλιους πεντακόσιους αξιόμαχους στρατιώτες του. Επισκεύασε τα δυο κύρια φρούρια και περίμενε τους Τούρκους.

«Θα έρθει ο Ντόρια;» ήταν το ερώτημα σε όλα τα χείλη.

Ελπίζαμε ότι ο ναύαρχος Ντ’ Όρια θα προλάβαινε να ετοιμάσει το ισπανικό ναυτικό για να έρθει με ενισχύσεις. Μόνο έτσι θα γλιτώναμε. Η άφιξή τους, όποτε κι αν γινόταν, θα ανέτρεπε το σκηνικό της πολιορκίας και θα μας έδινε την νίκη. Οι Ισπανοί, όμως, καθυστερούσαν πολύ αφού ο Φίλιππος έδινε διστακτικές οδηγίες στον Ντ’ Όρια. Η Μάλτα ήταν το τελευταίο προπύργιο της δύσης κι ο Ισπανός βασιλιάς θα προστάτευε το νησί, όμως, αργούσε. Ήταν παροιμιώδης η δυστοκία του στην λήψη αποφάσεων, όμως εδώ δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Αν χανόταν η Μάλτα, θα έπεφτε εύκολα κι η Σικελία. Ούτε η Ρώμη θα ήταν ασφαλής ούτε τα ισπανικά παράλια.

«Έπρεπε να είναι ο Φίλιππος κλεισμένος εδώ μέσα για να καταλάβει!» έλεγαν κάποιοι.

«Τι περιμένει επιτέλους και δεν δίνει την εντολή;»

«Κουράγιο» έλεγαν άλλοι «ο Ντόρια έχει ξεκινήσει.»

«Να κρατήσουμε λίγο εμείς κι οι Τούρκοι θα πάθουν μεγάλη καταστροφή.»

Κάτσαμε τρεις μέρες ώσπου ο Βαλέρης να αναρρώσει απ’ το χτύπημα κι ο Ροντρίγκες από το επιπόλαιο τραύμα. Είχε και νευρολογικά προβλήματα, ενώ εγώ είχα διάσπαρτες πληγές σε όλο μου το σώμα. Η Διονυσία μας επισκεπτόταν κάθε μέρα όπως και η Δόνα Μονσερίνι. Η Ισπανίδα είχε ερωτική σχέση με τον Βαλέρη κι ήταν φίλη του Λα Βαλέτ. Ο Ροντρίγκες ήταν ασκητικός. Οι επισκέψεις του ήταν Ιππότες του Τάγματος που έβρισκαν την ευκαιρία να έρθουν ως εδώ. Δεν ήμασταν σοβαρά τραυματίες, θέλαμε όμως λίγο χρόνο για να αναρρώσουμε.

Είμασταν ξαπλωμένοι σε διπλανά κρεβάτια. Σε κάποια στιγμή ο Βαλέρης άνοιξε την συζήτηση για την Αδελφότητα. Έβλεπε κρεμασμένο στο προσκεφάλι μου το λάβαρο που είχε φέρει η Διονυσία.

«Χάρμο, ξέρω πως δεν μιλούσες γι αυτά πολύ καιρό. Τι έγινε; Αυτό άλλαξε;» με ρώτησε.

«Μάλλον άλλαξε» είπα. «Δεν μπορείς να αποφύγεις τη ζωή όσο κι αν το προσπαθήσεις.»

«Ο θάνατος του Ιάκωβου σε πείραξε πολύ, ε;»

«Με τον Ιάκωβο μαζί γεννηθήκαμε και μαζί τα κάναμε όλα» είπα και δάκρυσα. «Είναι πολύ σκληρό ...»

«Ξέρω, ξέρω» είπε ο Βαλέρης, «Δεν θέλω να σου προκαλέσω συναισθήματα.»

Ο Ροντρίγκες μας άκουγε αλλά δεν καταλάβαινε αφού μιλούσαμε ελληνικά. Όταν με είδε να δακρύζω, μας κοίταξε καλύτερα και ζήτησε να μάθει τι είχε συμβεί. Αρχίσαμε λοιπόν κι εμείς να του μεταφράζουμε την κουβέντα μας σε περίληψη. Στο τέλος μιλούσαμε εξ ολοκλήρου ισπανικά για να μετέχει κανονικά. Ο Ισπανός έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον. Του είπαμε για την ρωμαίικη οργάνωση, την Αδελφότητα, που φτιάχτηκε για να ελευθερώσει την Γραικία.

«Όλα πάνε άσχημα για εμάς σινιόρ Ματίας!» του είπα.

«Δεν μας αποθαρρύνουν οι δυσκολίες» είπε ο Βαλέρης. «Έχει ο καιρός γυρίσματα.»

«Χάσαμε παντού. Πρέπει να τα αλλάξουμε όλα. Φτου κι από την αρχή!» είπα απογοητευμένος.

«Για τρία συνεχή χρόνια, μετράμε μόνο καταστροφές και απογοητεύσεις» είπε ο Βαλέρης.

«Ο Διασσωρίνος έχασε την Κύπρο, ο Ηρακλείδης έχασε τη Μολδαβία. Έχασαν και τη ζωή τους!»

«Ποιοι είναι αυτοί; Πείτε μου» ζήτησε ο Ροντρίγκες.

Ξεκίνησα να του μιλήσω όμως ήμουν τόσο συγκινημένος που δεν απέφυγα τα δάκρυα. Η διήγηση με έκανε να ξαναζώ την ιστορία και τα πάθη τους.

«Μίλα ήρεμα να ακούσει λεπτομέρειες» με παρότρυνε ο Βαλέρης. «Ο Ματίας θέλει να καταλάβει.»

Ένιωθα σαν να είχαν περάσει χρόνια απ’ την τελευταία φορά που είχα μιλήσει γι αυτά. Στο Σαν Άντζελο, όμως, έσπασα τη σιωπή μου κι άρχισα να τα διηγούμαι. Τους ένιωθα σαν συντρόφους σε ένα ταξιδάκι που είχαμε κάνει μαζί προς τον κάτω κόσμο. Είχαμε επιστρέψει στην κόλαση του αληθινού κόσμου. Μας συνέδεε κάτι ισχυρό.

«Δεν ξέρω αν θα τα θυμηθώ όλα. Έχω αρκετά χρόνια να μιλήσω γι αυτά» είπα.

«Μίλα άνθρωπε!» έκανε ανυπόμονος ο Ροντρίγκες.

Ξεκίνησα τη διήγηση με την ιστορία του Διασσωρίνου. Είπα πόσο υπέροχος ήταν ο ίδιος και πόσο κοντά είχε φτάσει να κάνει την επανάσταση στην Κύπρο με τον Μεγαδούκα. Στο τέλος του 1562 ο Διασσωρίνος, είχε διεισδύσει σε ολόκληρη την κυπριακή ύπαιθρο. Ήταν έτοιμος να ξεσηκώσει την Λευκωσία και την Αμμόχωστο, όμως προδόθηκε και συνελήφθη.

«Η προδοσία ξεκίνησε από το σαράι του Σουλτάνου»

«Κάποιοι ήθελαν να τα έχουν καλά με τους Βενετούς και τον κατέδωσαν» είπε ο Βαλέρης.

Οι υπόνοιες έπεσαν αρχικά στον Ιωσήφ Νέζη που ήταν αντίπαλος του Κατακουζηνού. Τελικά αποκαλύφθηκε ότι ο ίδιος ο Σοκουλού είχε καταδώσει το κίνημα για δείξει φιλικός προς τους Βενετούς. Ο Νέζης προτιμούσε την Κύπρο ανεξάρτητη ή δική του. Την ήθελε σαν στήριγμα της προσπάθειάς του για μια νέα Σιών στην απέναντι ακτή της Τιβεριάδας(i). Είχε συμφέρον από μια επιτυχία του Διασσωρίνου όμως ο Σοκουλού του είχε ακυρώσει τα σχέδια.

«Δυστυχώς» συνέχισα «ο Ιάκωβος πιάστηκε στην Πάφο και εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Εκτελέστηκε μαζί του κι ο Μεγαδούκας.»

«Τι ατυχία! είπε ο Ματίας που άκουγε με ενδιαφέρον.

«Χάθηκαν δυο σπουδαίοι άνδρες» είπε ο Βαλέρης. «Ο ένας στρατιώτης και λόγιος, κι ο άλλος οπλαρχηγός. Θα ήταν χρήσιμοι και στην γενική εξέγερση.»

Εξηγήσαμε στον Ροντρίγκες ότι χάθηκε έτσι η ευκαιρία του «νότιου αντιπερισπασμού».

Ο Ροντρίγκες δεν έτρεφε φιλικά αισθήματα για τους Βενετούς κι ένιωσε τρομερή συμπάθεια για τον Διασσωρίνο. Η σκέψη μιας Κύπρου ανεξάρτητης -ή έστω υποτελούς- σε χέρια ελληνικά χέρια του φάνηκε θαυμάσια. Τον προβλημάτιζε μόνο που οι Γραικοί επέμεναν σ’ ένα δόγμα, την ορθοδοξία, που στα μάτια του ήταν αιρετικό. Ωστόσο ο έμπειρος Ισπανός έβλεπε μέσα από τα λεγόμενά μας ότι εξακολουθούσε να υπάρχει μια φλόγα. Είχε ακούσει για την Ελλάδα και για την μεγαλοπρεπή Ρωμανία αλλά κι ο ίδιος είχε γνωρίσει αρκετούς Γραικούς. Είχε γι αυτούς καλή γνώμη.

Αντιλαμβανόταν ότι οι Γραικοί δεν είχαν αποδεχτεί τη μοίρα του ραγιά κι αντιδρούσαν. Του άρεσε που ονειρεύονταν την ελευθερία τους. Μια επανάσταση κατά των Τούρκων του φάνηκε σαν η μόνη αληθινή, ευσεβής, χρήσιμη σταυροφορία. Αυτήν έπρεπε να κάνουν οι Χριστιανοί. Αυθόρμητα ο Ισπανός κουρσάρος συμπάθησε τον αγώνα μας.

«Γιοχάνες, Ρωμιέ» μας είπε. «Αυτά που μου λέτε τόση ώρα με συγκινούν πολύ, κι ας είναι δυσάρεστα.»

«Κάτσε να ακούσεις και τα υπόλοιπα» του είπα.

Δυστυχώς η διήγησή μου αυτή είχε κι άλλα δυσάρεστα. Ενάμιση περίπου χρόνο αργότερα χάσαμε τον Ηρακλείδη, τον Ηγεμόνα της Μολδαβίας κι εμπνευστή της οργάνωσής μας. Χάσαμε, και την δυνατότητα για τον «βόρειο αντιπερισπασμό». Τρεις ολόκληρους μήνες πολιορκήθηκε στο φρούριο της Σουτσεάβα πριν επέλθει το μοιραίο.

«Δεν ήμουν εκεί. Ο Ιάκωβος μου είχε αναθέσει εκείνο τον καιρό αποστολή στην Ελλάδα. Τα γεγονότα με βρήκαν στα βουνά της Πίνδου. Εκεί πάνω, όταν μαθαίνεις κάτι είναι ήδη πολύ αργά. Γυρίζαμε με τον Μορμόρη για να μυήσουμε μέλη. Ορκίζαμε ανθρώπους στην αδελφότητα. Παράλληλα γνώρισα την Διονυσία, και την ερωτεύτηκα.»

«Καλή περίοδος για σένα, Ρωμιέ» είπε ο Ισπανός.

«Ξεχειμώνιασα στα ηπειρώτικα βουνά με τον έρωτά μου, την υπέροχη γυναίκα μου. Ήμουν αρκετά μεγάλος πια, είχα περάσει τα πενήντα. Εκείνη ήταν μόνο τριανταπέντε αλλά μού ανταπέδωσε τον έρωτα. Παντρευτήκαμε με ορθόδοξο γάμο στα Γιάννινα μόλις έμεινε έγκυος. Γέννησε τη Δηιάνειρα. Ήμασταν έτοιμοι να πάμε στη Μολδαβία όταν έμαθα ότι ο Λεπουσνεάνου επανήλθε στα πράγματα. Ο Ιάκωβος δεν ήταν πια Ηγεμόνας κι ανησύχησα. Πήγα στην Κωνσταντινούπολη, στην Ελένη Παππά και στον Μητροφάνη. Κοιτάξαμε τι μπορούσε να γίνει μέσω του Σουλτάνου, ήταν όμως όλα μάταια.»

«Θα σου κόστισε πολύ, φίλε μου» είπε ο Ματίας.

«Τίποτε στη ζωή μου δεν μου κόστισε ούτε πρόκειται να μου κοστίσει περισσότερο από αυτό Κύριε!» του απάντησα.

«Όλοι χάνουμε φίλους» είπε ο Βαλέρης για παρηγοριά.

«Δεν πρόκειται κι ούτε θέλω να το ξεπεράσω» είπα.

Είχα μια φλόγα στα μάτια που θα πρέπει να φόβιζε γιατί δεν επέμειναν άλλο.

«Χάσαμε έναν φίλο» είπε ο Βαλέρης «έναν αρχηγό!»

«Ποτέ δεν θέλησε να είναι ο αρχηγός. Δεν είχαμε ούτε έχουμε αρχηγό» είπα.

«Αυτό όμως είναι λάθος» είπε ο Ροντρίγκες. «Χρειάζεστε οπωσδήποτε έναν αρχηγό!»

«Ο Ιάκωβος Ηρακλείδης ήταν στην πραγματικότητα ο αρχηγός κι ας μην τον ήθελε αυτόν τον τίτλο» είπε ο Βαλέρης.

«Αυτή είναι η αλήθεια» επιβεβαίωσα κι εγώ. «Απλά δεν ήθελε να τον λέμε αρχηγό.»

«Έστω κι έτσι. Τουλάχιστον υπήρχε ένας επικεφαλής» είπε ο Ροντρίγκες.

«Όλοι ήμασταν φίλοι του» είπα λυπημένος. «Εγώ, όμως, ένα παραπάνω! Γεννηθήκαμε μαζί, μεγαλώσαμε μαζί, ζήσαμε μαζί, ένιωθα πως είναι ίδιος ο εαυτός μου!»

«Τώρα τι θα κάνετε;» μας ρώτησε με αληθινή αγωνία.

«Μοιάζει νά ’χουν σβήσει όλα Κύριε» είπα. «Δεν μιλάμε πια για Αδελφότητα, μοιάζει σαν να τα έχουμε ξεχάσει όλα εδώ και καιρό τώρα.»

«Επικράτησε μεγάλη απογοήτευση» είπε ο Βαλέρης.

«Δεχτήκατε χτυπήματα, δεν πρέπει, όμως, να χάνετε το κουράγιο σας» είπε ο Ματίας.

«Για χρόνια ούτε που μιλάμε γι αυτό» είπα. «Τώρα μαζί σας, Κύριε, είναι η εξαίρεση.»

«Δεν έσβησαν όλα» είπε ο Βαλέρης προσπαθώντας να σώσει με τα λόγια ό,τι έμοιαζε στην πράξη τελειωμένο. «Θα συναντηθούμε και θα αποφασίσουμε για το μέλλον. Ανέλαβε να οργανώσει μια συνάντηση ο Ιουστίνος Βαρδάτης.»

«Τον έχω γνωρίσει στη Βενετία» είπε ο Ροντρίγκες. «Θα είναι αυτός ο νέος σας αρχηγός;»

«Όχι» πετάχτηκα εγώ. «Ο Ιουστίνος δεν θέλει να είναι αρχηγός. Ξέρω ότι ψάχνει για το τιμόνι της Αδελφότητας ένα πρόσωπο σημαντικό, έναν γαλαζοαίματο από βασιλική γενιά. Κάποιον που να τον δεχτούν ισότιμα άλλοι ηγεμόνες.»

«Σωστά πράττει» σχολίασε ο Ισπανός. «Η θέση πρέπει να καλυφθεί από κάποιον γαλαζοαίματο.»

«Κάποιον που να εμπιστεύονται οι ευρωπαϊκές αυλές» συμφώνησε ο Βαλέρης.

«Εσύ Γιοχάνες πώς βρέθηκες σ’ αυτή την οργάνωση;» τον ρώτησε ο Ροντρίγκες.

«Ήμουν φίλος με τον Ιουστίνο. Μου πρότεινε να μπω κι ενθουσιάστηκα με την ιδέα.»

«Θα μπορούσατε να φτιάξετε μια οργάνωση σαν τους Ιππότες» πρότεινε ο Ροντρίγκες, «ίσως λίγο πιο μυστική.»

«Εμείς φίλε μου είμαστε επίσημοι Ιππότες κι αρχηγός μας είναι ο ίδιος ο Πάπας» είπε ο Βαλέρης. «Η Αδελφότητα δεν μπορεί να αποκαλύψει τα μέλη της γιατί θα κινδύνευαν από τους πράκτορες των Οθωμανών.»

«Αν γνώριζε ο Σουλτάνος ότι υπάρχει μυστικό Τάγμα θα έψαχνε να μας μάθει για να μας καθαρίσει» είπα.

«Κι όχι μόνο ο Σουλτάνος» είπε ο Βαλέρης. «Οι Βενετοί σκότωσαν τον Διασσωρίνο και τον Μεγαδούκα.»

«Ούτε ο Πάπας θα μας εμπιστευόταν» προσέθεσα.

«Έχετε δίκιο» είπε ο Ροντρίγκες. «Χρειάζεστε αυτή την μυστικότητα για προστασία.»

«Ματίας, έχεις πατρίδα την Ισπανία. Η Μαδρίτη είναι η πιο μεγάλη δύναμη στον κόσμο σήμερα» του είπε ο Βαλέρης. «Έχεις τον Πάπα πνευματικό αρχηγό μέσα στην πρωτεύουσα του κόσμου, τη Ρώμη. Μην κρίνεις με τα μέτρα σου. Οι Γραικοί είναι ραγιάδες κι ο Πατριάρχης τους, είναι αιχμάλωτος του Σουλτάνου. Η Κωνσταντινούπολη είναι πόλη των Οθωμανών και όχι των Γραικών. Έχουμε μεγάλες διαφορές φίλε μου, και πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί.»

«Μπορείς, Γιοχάνες να είσαι πιστός και στο Τάγμα μας και στον θεό των Γραικών ταυτόχρονα;» ρώτησε ο Ροντρίγκες.

«Μα είμαι πιστός καθολικός, Ματίας» είπε ο Βαλέρης. «Ο Χάρμος βαφτίστηκε ορθόδοξος αλλά είναι προτεστάντης!»

«Δεν είμαι ούτε προτεστάντης, ούτε ορθόδοξος, Κύριε» τον διέκοψα. «Είμαι απλά ένας Ρωμιός μόνο, ένας Έλληνας, όπως έλεγε και ο φίλος μου Ηρακλείδης.»

«Η ιπποσύνη μου μπορεί να βοηθήσει την σκλαβωμένη μου πατρίδα» είπε ο Βαλέρης σαν απάντηση στον Ισπανό. «Δεν είναι αντίθετη στον όρκο μου στον Άγιο Ιωάννη. Μην ξεχνάς ότι είμαστε σταυροφόροι!»

Ήταν τρελό αλλά η “τελειωμένη” Αδελφότητα φαινόταν να ξαναζωντανεύει εδώ. Στα λόγια, τουλάχιστον, την είχαμε αναστήσει εκεί στο πολιορκημένο Μπίργκου.

«Πως θα είναι αυτή η Γραικία;» ρώτησε ο Ροντρίγκες

«Δείτε την Μολδαβία ή την Αλγερία» του είπα. «Είναι αυτόνομες χώρες αρκεί να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στον Σουλτάνο. Ακόμα κι η Βιέννη του πληρώνει φόρο. Θέλουμε ένα τέτοιο καθεστώς για την ελληνική χερσόνησο, από το Μοριά ως την Ήπειρο.»

«Θα στήριζαν οι χριστιανοί ηγεμόνες ένα τέτοιο κράτος; Θα το δεχόταν ο Σουλτάνος;»

«Αν γίνουν σωστοί χειρισμοί, τότε ναι» είπε ο Βαλέρης.

«Και θα τα πετύχετε όλα αυτά με μιαν επανάσταση;» ρώτησε ο Ροντρίγκες.

«Ετοιμάζουμε εξέγερση, είπε ο Βαλέρης, «Όμως είναι αλήθεια ότι χρειαζόμαστε μια σταυροφορία!»

Παραπομπές: 

i Ο Ιωσήφ Νέζης, πληρώνοντας χρήματα στον Ρουστέμ Πασά που ήταν Μεγάλος Βεζίρης γύρω στο 1560 και εντελώς δικός του άνθρωπος, εξασφάλισε μια έκταση στην Παλαιστίνη για να φτιάξει εκεί το νέο εβραϊκό κράτος, τη νέα Σιών. Η Τιβεριάδα και επτά χωριά ορίστηκαν από τον σουλτάνο σαν τόποι εγκατάστασης Εβραίων που θα παλινοστούσαν στην γη της επαγγελίας. Πίσω από όλα αυτά ήταν η Δόνα Γκαρσία, η ουσιαστική αρχόντισσα της Κωνσταντινούπολης και της εξωτερικής πολιτικής των Οθωμανών. Η έναρξη της νέας Σιών-Τιβεριάδας έγινε το 1561 (κατά τη Βικιπέδια το 1563). Φτιάχτηκαν υποδομές, καλλιεργήθηκε και φυτεύτηκε η περιοχή για να γίνει τόπος ελκυστικός, όμως το πείραμα απέτυχε γιατί δεν υπήρξε προσέλευση Εβραίων της διασποράς. (ΠΗΓΕΣ: Κ. Σάθας/ Κορδάτος/Βακαλόπουλος). Το ίδιο σε μεγαλύτερη κλίμακα επανελήφθη επιτυχώς τον 20ο αι. με την δημιουργία του κράτους του Ισραήλ.

************************

Αύριο Παρασκευή 19/3 η συνέχεια (5γ) και το τέλος του κεφαλαίου 5