Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

10 Δον Χουάν Ηρακλείδης (Κεφ. 2δ)

Μετά την Κρήτη ο Ιάκωβος κι ο Χάρμος βρίσκουν καταφύγιο στο Ναύπλιο, όπου γνωρίζουν ανθρώπους πολύ σημαντικούς για την συνέχεια. Ζουν έντονα, πολεμούν, συζητούν, φιλοσοφούν, σχεδιάζουν και ζουν για μια ακόμη φορά την μοίρα του ραγιά.

Το Ναύπλιο ανήκει στους Βενετούς, πολιορκείται από τους Τούρκους, ενώ κι οι Ισπανοί που βρίσκονται στον Μοριά ενδιαφέρονται γι αυτό.

*******************

Κεφ. 2δ

*** ΝΑΥΠΛΙΟ ***

Αποβιβαστήκαμε στο πολιορκημένο από ξηράς Ναύπλιο στα τέλη του Αυγούστου του 1539. Τον καύσωνα απάλυναν τα λίγα ευεργετικά μελτέμια του Αιγαίου. Είχαμε μαζί μας ενθουσιώδεις συστάσεις από τους Καλλέργηδες κι εγκλιματιστήκαμε εύκολα στο νέο περιβάλλον. Γίναμε φίλοι με τον Ιουστίνο Βαρδάτη, τον αξιωματικό του ενετικού στρατού που μας υποδέχτηκε.

Ήταν ένας εξελληνισμένος πρώην Ιταλός, γεννημένος όπως ο πατέρας του στο Ναύπλιο. Θεωρούσε πατρίδα του πιο πολύ το Ανάπλι παρά την Βενετία από την οποία εξ άλλου δεν είχε αναμνήσεις. Ο Ιουστίνος είχε γίνει φλογερός πατριώτης χάρη στην ανάγνωση των Ελλήνων συγγραφέων και την βαθιά επιρροή τους. Θαύμαζε την φιλοσοφία, την θρησκεία και τον αρχαίο τρόπο ζωής. Τυπικά ήταν καθολικός ουσιαστικά όμως ήταν αγνωστικιστής, ίσως και δωδεκαθεϊστής. Ήταν ιδιότητες που εξασφάλιζαν κάψιμο στην πυρά αν γίνονταν ευρύτερα γνωστές στο θρησκόληπτο κλίμα του 16ου αι.. Στην παρέα μας κόλλησε αμέσως κι ένας Ναυπλιώτης, λοχαγός του ενετικού στρατού. Ήταν ο Μανώλης Μορμόρης, ένας ατίθασος και πολύ ενθουσιώδης νεαρός. Αγαπούσε την ελευθερία και δεν άντεχε τους Οθωμανούς.

Ατελείωτες ήταν οι συζητήσεις μας για το παρελθόν των Γραικών και για το θλιβερό παρόν τους. Μόνιμο θέμα μας το χρέος μας να φτιάξουμε μιαν Ελλάδα αντάξια της αρχαίας. Συζητούσαμε για την πολλαπλή κατοχή που δεν άφηνε ελπίδες να ξαναβρεί η Ελλάδα μια θέση στον κόσμο. Κυριαρχούσαν οι μεγάλες πολυεθνικές, σκληρές και θεοκρατικές αυτοκρατορίες. Με μια χωρίς όρια βία, με αυταρχισμό κι απίστευτη σκληρότητα διατηρούνταν τα τεράστια αυτά κράτη. Συγκέντρωναν πόρους και μεγάλους στρατούς για να κρατούν την εξουσία. Μας φόβιζε η δύναμή τους και μας προκαλούσε. Οι τέσσερις γίναμε μια παρέα πολύ δεμένη. Η σχέση μας σφυρηλατήθηκε μέσα από τον πόλεμο, τις διασκεδάσεις και χτίσαμε μιαν ειλικρινή φιλία με αλληλεγγύη.

Οι πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Τούρκων βάστηξαν λίγο χρόνο. Η πολιορκία είχε πέσει από καιρό σε στασιμότητα. Μιλούσαμε πολύ, πίναμε κρασί σε καπηλειά και μεσ’ στη ζάλη μας κάναμε ατελείωτες συζητήσεις για την Ρωμιοσύνη. Λέγαμε για την παλιά δόξα της Γραικίας και την τωρινή της κατάντια. Ποθούσαμε την επανάσταση που θα άλλαζε τα πάντα και θα ξαναέβαζε την Ελλάδα στον παγκόσμιο χάρτη. Δεν ήταν λοιπόν παράξενο που οι δυο φίλοι μας βρέθηκαν αργότερα συνιδρυτές της Αδελφότητας στην Αυγούστα.

Ο Μορμόρης προτιμούσε να ζει στις πολεμίστρες. Εγώ αντέγραφα βιβλία σε περγαμηνές και φρόντιζα τον κήπο του σπιτιού όπου μέναμε. Ο Ιουστίνος και ο Ιάκωβος συζητούσαν το ενδεχόμενο μιας συνωμοτικής κίνησης. Είναι βέβαιο ότι η ιδέα της Αδελφότητα είχε εδώ τις απαρχές της.

«Είμαι διπλά Έλληνας» επέμενε ο Ιουστίνος. «Η ενετική καταγωγή του πατέρα μου είναι από την κάτω Ιταλία που είναι γεμάτη Έλληνες. Η μάνα μου είναι βέρα Ναυπλιώτισσα.»

«Είσαι διπλός κατάσκοπος!» του έλεγε προκλητικά ο Ιάκωβος. «Εμφανίζεσαι Βενετός και καθολικός ενώ μέσα σου είσαι Έλληνας κι εθνικός. Είσαι παγανιστής!»

«Είμαι Γραικός και θέλω τον θεό μου Γραικό» έλεγε ο Ιουστίνος. «Ο Πάπας προτιμά τον Ιεχωβά, θεό των Εβραίων, εγώ τον Δία που είναι Έλληνας και μένει στον Όλυμπο.»

Ειδικά στις δήθεν θεολογικές συζητήσεις ο Ιάκωβος κι ο Ιουστίνος έπιναν και απολάμβαναν να καυγαδίζουν. Ήταν στα ψέματα οι καβγάδες τους. Έπαιρναν, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, τον ρόλο του καθολικού ή του ορθόδοξου σατιρίζοντας τα δυο δόγματα. Για τον λουθηρανισμό δεν έλεγαν πολλά αφού αναγνώριζαν ότι είχε μέσα του τα σπέρματα μιας αντίστασης. Διέκριναν σε αυτό το νέο ρεύμα που σάρωνε στην δύση μια πνευματική αναγέννηση. Στα πειράγματά τους πάντως δεν σέβονταν κανένα δόγμα. Κορόιδευαν και την αρχαία θρησκεία με τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου αλλά και τον Μωάμεθ κι όλες τις θρησκείες. Το μοραΐτικο κρασί είχε την ιδιότητα να τους κάνει απόλυτα αθεόφοβους! Κι ανάμεσα στα πειράγματα και τα αστεία, μιλούσαν και πολύ σοβαρά.

«Ιουστίνε, θεωρείς ότι είναι η ορθοδοξία που εμποδίζει τους δυτικούς να δώσουν στους Ρωμιούς δικό τους κράτος;»

«Ποια ορθοδοξία, Ιάκωβε;» του είπε χαμογελώντας ο Ιουστίνος. «Μιλάς για τον φερετζέ της Χαλιμάς!»

Ο Ιάκωβος τον κοίταξε απορημένος.

«Μην γελιέσαι φίλε μου» άρχισε να εξηγεί ο Ιουστίνος. «Οι Έλληνας δεν είναι αληθινοί χριστιανοί, όπως εννοούν τον χριστιανό οι καθολικοί ή ακόμα και το Πατριαρχείο. Δε λέω, δέχονται το τυπικό της ορθοδοξίας, κάνουν το σταυρό τους και πιστεύουν σε ανώτερες δυνάμεις. Τα κάνουν όλα αυτά, όμως, στην καθημερινή τους ζωή δεν λειτουργούν με τις διδαχές της εκκλησίας. Έχουν δικά τους αρχέγονα ένστικτα.»

«Ποια ένστικτα;»

«Η οικογένεια, η φυλή, τα πατροπαράδοτα έθιμα κι η γνώμη του μικρόκοσμου όπου ζει ο καθένας. Αυτά δημιουργούν στον Γραικό την δική του ηθική περί δικαίου κι αυτή είναι η πραγματική του θρησκεία. Η βεντέτα είναι μια αντεκδίκηση ίδια με τις αντεκδικήσεις στις τραγωδίες. Δες τους Ατρείδες ή τον Θηβαϊκό κύκλο. Ο Αισχύλος μοιάζει να έχει εμπνευστεί τα έργα του από τη Μάνη, την Πίνδο ή την Κρήτη.»

«Όμως ακούνε τους παπάδες.»

«Τους ακούν μόνο όταν οι παπάδες δίνουν συμβουλές σύμφωνες με τον δικό τους εσωτερικό ηθικό κώδικα. Τότε τους ακούν! Αν όμως πουν κάτι διαφορετικό τότε κανείς δεν ακούει. Οι ηθικές των Ελλήνων, των Αλβανών ή όλων των ορεσίβιων της χερσονήσου και της νότιας Ιταλίας μοιάζουν. Είναι ίδιες με την ηθική που είχαν οι Αρχαίοι, είναι η ηθική που περιγράφουν οι τραγωδίες και τα έπη. Πολλές φορές οι ρασοφόροι παπάδες στα χωριά και στα βουνά μοιάζουν με τους αρχαίους ιερείς. Οι αγράμματοι αυτοί άνθρωποι μπορεί να λένε τα ευαγγέλια με λάθη και παρανοήσεις, αλλά, αυτοί κρατάνε τον ελληνισμό. Γι αυτό δεν μας έχει καταπιεί ο Τούρκος. Αυτή η παράξενη ορθοδοξία είναι η πραγματική θρησκεία των Ελλήνων σήμερα. Θα έλεγα ότι είναι μια αυτοσχέδια θρησκεία τυλιγμένη με το τελετουργικό της ορθοδοξίας. Γι αυτό οι δυτικοί την βλέπουν σαν σκέτο παγανισμό και αίρεση.»

«Ίσως γι αυτό αντιδρούν οι Έλληνες τόσο πολύ στους καθολικούς του Πάπα.»

«Μα ο Πάπας είναι ένας Φαρισαίος όπως περιγράφουν τα ευαγγέλια! Για τους απλοϊκούς χριστιανούς είναι ακριβώς ο απόγονος του Ιερατείου που δίκασε τον Χριστό.»

«Γι αυτό δεν τον δέχονται οι Γραικοί;»

«Κι όχι μόνο! Η καθολική εκκλησία ζητά απ’ τον πιστό πλήρη έλεγχο της ζωής και του μυαλού του. Αυτό ενοχλεί όποιον θέλει να έχει τις δικές του παραδόσεις.»

«Δηλαδή, βλέπεις τους λαούς της χερσονήσου περίπου σαν άθεους;» τον ρώτησε ο Ιάκωβος.

«Όχι άθεους. Ίσα-ίσα που είναι “θεοφοβούμενοι” όπως λένε οι ίδιοι. Κι οι άγιοί τους είναι εδώ, με λάθη, με εγωισμούς, με παρακάλια. Είναι πολύ ανθρώπινοι άγιοι, σαν τους αρχαίους θεούς. Έτσι τους βλέπω» είπε ο Ιουστίνος.

«Μ’ αρέσει ο τρόπος που τους βλέπεις. Θα μπορούσε, άραγε, η Γραικία να γίνει το πρώτο άθεο, ανεξίθρησκο κράτος της ιστορίας;» ρώτησε ο Ιάκωβος.

«Όχι βέβαια! Δεν θα της επέτρεπαν τέτοια πρόκληση.»

«Επομένως, βλέπεις την όποια εξέλιξή της μόνο στα πλαίσια του χριστιανισμού, έτσι δεν είναι;»

«Οι δυνάμεις μας δεν φτάνουν για να ελευθερωθούμε. Οι δυτικοί, αν βοηθήσουν, θα το κάνουν μόνο στα πλαίσια μιας χριστιανικής σταυροφορίας» είπε ο Ιουστίνος. «Δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε τίποτε καλύτερο. Μόνο σαν δικό της κομμάτι θα μας ελευθερώσει μια χριστιανική συμμαχία.»

«Ίσως να τα καταφέρναμε αν ισορροπούσαμε με τόλμη και φρόνηση ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα» είπε ο Ιάκωβος.

«Μπορεί ποτέ να γίνει κάτι τέτοιο;»

«Μοιάζει ουτοπικό, αλλά, γιατί όχι; Σκέψου για λίγο τον Σουλεϊμάν και τον Κάρολο κουίντο. Μάχονται σ’ όλα τα μέτωπα αλληλοεξοντώνονται σε στεριές και θάλασσες. Αν αποφάσιζαν να ισορροπήσουν, δεν θα προτιμούσαν να υπάρχει ανάμεσά τους μια ουδέτερη ζώνη;»

«Έχουν φτιάξει μια τέτοια ουδέτερη ζώνη στον βορά, στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία.»

«Είναι μόνο γεωγραφική και στρατιωτική.»

«Άρα, Ιάκωβε, μιλάς για μια ζώνη όχι μόνο γεωγραφική και στρατιωτική. Προτείνεις μια θρησκευτική και πνευματική. ουδετερότητα, αν κατάλαβα καλά» είπε ο Ιουστίνος.

«Ακριβώς! Μόνο έτσι θα μας έμενε ένα περιθώριο για να επιβιώσουμε στον χαλασμό των συγκρούσεων.»

«Μια ορθόδοξη και αθεόφοβη σφήνα ανάμεσα στους θεοσεβούμενους!»

«Μια ζώνη ουδετερότητας, σχεδόν ανεξίθρησκη, με ίσες αποστάσεις από όλους!»

Ο Ιάκωβος έδειχνε να εμπνέεται από την κουβέντα.

«Ξέρεις κάτι;» συνέχισε με πολύ σοβαρό ύφος. «Πάντοτε πίστευα ότι χρειαζόμαστε στρατό για να κατακτήσουμε την ελευθερία μας. Τώρα βλέπω πως θα χρειαστούμε εξ ίσου καλά και μια δική μας διπλωματία.»

«Πράγμα που είναι πολύ πιο δύσκολο για να οργανωθεί» είπε ο Ιουστίνος

Ο Μορμόρης παρενέβαινε για να τους διορθώσει όποτε τους άκουγε να μιλούν έτσι.

«Αφήστε τη διπλωματία. Εκείνο που χρειαζόμαστε είναι η δική μας επανάσταση!»

«Μανώλη, κανείς μας δεν το παραγνωρίζει αυτό» έλεγε ο Ιουστίνος. «Όμως δεν φτάνει.»

«Φτάνει Ιουστίνε» επέμεινε ο Μορμόρης. «Αρκεί να έχει την καθολική στήριξη όλων των Ρωμιών.»

Ο Μορμόρης συμμετείχε λιγότερο στις φιλοσοφικές και θεολογικές κουβέντες. Γι αυτόν η ελευθερία δεν θα ερχόταν απ’ τη διπλωματία, αλλά, απ’ το τουφέκι και το σπαθί. Άνθρωπος της δράσης, ο Μορμόρης ήταν στρατιώτης στον αιώνα του. Το άλογο, τα όπλα κι η τιμή του, με την οικογένειά του, ήταν πάνω από όλα. Ήταν σαφής και τον καταλάβαινα, ενώ ο Ιουστίνος με τον Ιάκωβο μου ξέφευγαν. Μιλούσαν για μια ουτοπία που δεν είχε πιθανότητα να σταθεί στον αιώνα μας. Όποτε συζητούσαν έτσι ήταν ευτυχισμένοι, είτε από ένα καλό μεθύσι είτε από μια γυναικοδουλειά με ευτυχές τέλος. Πώς να τους είχα, λοιπόν, μετά από αυτά, εμπιστοσύνη;

Δεν ήθελαν απλά μια Ελλάδα ελεύθερη που, έτσι κι αλλιώς, φαινόταν ακατόρθωτο. Ήθελαν μιαν Ελλάδα που να μοιάζει στην Αρχαία, με τη δική της φιλοσοφία, θρησκεία και ταυτότητα. Μιλούσαν για ισορροπίες που με ζάλιζαν και με έκαναν να νιώθω ναυτία, εκείνοι όμως το πίστευαν. Έμοιαζαν λυρικοί σαν ποιητές και φαντασιόπληκτα παιδιά. Μ’ άρεσαν, όμως, κι άκουγα τα όνειρά τους σαν να ήταν τα πιο ωραία παραμύθια του κόσμου.

Άλλες φορές πάλι τα έβαζαν με το Πατριαρχείο και το ιερατείο. Συμφωνούσαν εύκολα στη διαπίστωση ότι το γένος των Γραικών δεν θα ξέφευγε ποτέ απ’ την οθωμανική σκλαβιά αν δεν τίναζε από πάνω του τη βαριά σκιά της Εκκλησίας που κρατούσε το ρωμαίικο πειθήνιο ραγιά του Τούρκου. Πίστευαν ότι ο κλήρος είχε καταστρέψει το έθνος γιατί προτιμούσε το τουρκικό φέσι απ’ το λατινικό φακιόλι. Έστελνε μαζικά τους νέους στα μοναστήρια τη στιγμή που, σαν στρατιώτες, θα έπρεπε να πολεμούν για την ελευθερία.

«Εκατό χιλιάδες μοναχοί ξύνονταν στα μοναστήρια ενώ την Πόλη υπερασπίζονταν οχτώ χιλιάδες» φώναζε ο Ιουστίνος. «Πόσο θα άντεχε ο Παλαιολόγος;»

«Πολλοί Ρωμιοί αλλαξοπιστούν γιατί η διαφορά Χριστού και Μωάμεθ είναι αμελητέα! Τα ίδια “πιστεύω” έχουν κι οι δυο» συμπλήρωνε ο Ιάκωβος

«Έχουν τον ίδιο τιμωρό Θεό, την ίδια ηθική στάση ζωής, τα ίδια “απαγορεύεται”. Μισούν την φύση και τις γυναίκες. Όλα ίδια» επιβεβαίωνε ο Ιουστίνος. «Για ποιον λόγο να αντιστέκεται κανείς;»

Όταν συνέκριναν το αρχαίο κλέος με το σήμερα έριχναν το φταίξιμο στους παπάδες. Όλοι οι τελευταίοι Πατριάρχες, ο Θεόληπτος, ο Ιωαννίκιος κι ο Ιερεμίας ήταν υπαλληλίσκοι του πανέξυπνου Σουλεϊμάν. Οι ηγέτες του ρωμαίικου μιλιέτ είχαν την πίστη ότι η Ορθοδοξία θα υπέφερε με τους Λατίνους ενώ τώρα ήταν ελεύθερη. Οι αλλόθρησκοι Οθωμανοί ήταν γι αυτούς πιο ανεκτικοί. Έγνοια τους ήταν η σωτηρία της ψυχής κι όχι η ελευθερία, η πρόοδος, η γνώση κι η αξιοπρεπής ζωή. Κοιτούσαν τον άλλο κόσμο και ξεχνούσαν τον παρόντα βίο.

Το ιερατείο θεωρούσε τις χαρές της ζωής εμπόδιο στην αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να κερδίσει τον παράδεισο. Η σκλαβιά ήταν, κατά κάποιο τρόπο, δώρο θεού! Ο Ιουστίνος κι ο Ιάκωβος δεν συγχωρούσαν την ανατολική εκκλησία που κρατούσε τον Ρωμιό καθηλωμένο. Του έλεγαν πως ήταν θέλημα Θεού να βρίσκεται ο ραγιάς κάτω από τον Τούρκο σε αυτή τη ζωή. Έτσι θα κέρδιζε την άλλη.

«Απορρίπτω μια θρησκεία που θυσιάζει την πραγματική ζωή για την σωτηρία σε έναν αόριστο μελλοντικό παράδεισο.»

Με αυτά τα λόγια με έπειθε ο Ιάκωβος όταν αμφέβαλλα για όσα έλεγε κατά των παπάδων, που εγώ τους συμπαθούσα.

«Και που είναι το κακό, Ιάκωβε, να ελπίζει κανείς σε ένα παράδεισο;» τον ρωτούσα.

«Ζωή στηριγμένη στο ψέμα είναι ζωή μισή» απαντούσε.

Απέρριπταν κάθε θρησκεία που μιλούσε για παράδεισο. Γίνονταν αγνωστικιστές αφού έτσι πίστευαν ότι θα ξυπνούσαν το γένος των Γραικών από το λήθαργο.

«Αν ο Πατριάρχης ήταν ανοιχτό μυαλό, θα μπορούσε να παίξει θετικό ρόλο στην απελευθέρωση;» τον ρωτούσα.

«Από το “αν” ως την πραγματικότητα, Χάρμο, υπάρχει μια τεράστια απόσταση.»

«Μα, τώρα, οι Πατριάρχες είναι αγράμματοι. Δεν θα είναι πάντα έτσι!»

«Εντάξει, λοιπόν, συμφωνώ! Αν υπήρχαν κάποιοι λόγιοι πατριάρχες, αυτό θα βοηθούσε.»

«Το ίδιο πιστεύει κι η Αλεξάνδρα» του είπα.

Η Αλεξάνδρα ήταν η ζωντοχήρα ενός Αρβανίτη κι ήταν η καινούργια φίλη μας. Εργαζόταν νοσηλεύτρια στον ενετικό στρατό και το όνομά της ήταν Αλεξάνδρα Μπότση. Ο άντρας της είχε συλληφθεί από τους Τούρκους πριν από ένα χρόνο σε μια μάχη έξω από τα τείχη του Ναυπλίου. Τον είχαν πουλήσει σε σκλαβοπάζαρο στην Κορώνη. Από τότε η Αλεξάνδρα είχε χάσει κάθε ίχνος του. Ήταν ευθυτενής, πανέμορφη και γενναία γυναίκα, και γνώρισε τον Ιάκωβο όταν περιποιήθηκε κάποτε ένα τραύμα του. Τον συγκίνησε και δεν μού ήταν δύσκολο να καταλάβω ότι, πολύ γρήγορα, την είχε ερωτευτεί.

«Η νοσοκόμα σου γυάλισε, ε;» τον ρώτησα πονηρά.

«Είναι καταπληκτική γυναίκα» είπε. «Μην την πιάνεις στο στόμα σου!»

«Δεν είπα και τίποτε κακό» δικαιολογήθηκα.

«Ήσουν όμως έτοιμος!»

«Είπα ότι σου γυάλισε. Είναι πολύ ωραία γυναίκα.»

Η σχέση τους εξελίχτηκε σε φλογερό ειδύλλιο που κάπως γιάτρεψε τις πληγές που είχαν στις καρδιές τους. Απάλυνε την απώλεια της Ελένης και παρηγόρησε την Αλεξάνδρα για την απώλεια του άντρα της. Η νοσοκόμα δεν ζητούσε τίποτε απ’ τον Ιάκωβο. Της αρκούσαν η καθημερινή επαφή κι οι συζητήσεις που έκαναν για τον κόσμο γύρω της. Κοιμόντουσαν μαζί κι ο Ιάκωβος απολάμβανε τον έρωτά της, ενώ, ώρες-ώρες έχανε τα μυαλά του. Ήταν όμορφη, αφοσιωμένη, δυνατή, ψυχωμένη, μια γυναίκα αντάξιά του. Τον αγαπούσε κι εκείνη και τον θαύμαζε. Αποζητούσε σε αυτόν, εκτός από την παρηγοριά, την αίσθηση ότι η ζωή δεν ήταν για τα σκουπίδια.

«Θέλω να μάθεις ό,τι μπορείς για τον άντρα μου. Ρώτα παντού, μάθε αν ζει» του έλεγε.

«Θα κάνω ό,τι μπορώ» την καθησύχαζε αυτός.

Η Αλεξάνδρα εκτός από πολύ όμορφη γυναίκα, είχε και όψη κοσμοπολίτισσας. Θα της άξιζε να ζήσει κάτι καλύτερο απ’ την απλή ζωή της γυναίκας ενός στρατιώτη. Ακολουθούσε τον άντρα της στα διάφορα μέρη που πήγαινε να πολεμήσει σαν μισθοφόρος. Ζούσε στο περιθώριο της δικής του ζωής. Στερημένος κι αυτός, στερημένη κι εκείνη, ωστόσο του έμενε πιστή. Εργαζόταν σαν νοσοκόμα στις εκστρατείες που λάμβανε μέρος. Συνέχιζε να εργάζεται στο στρατιωτικό φροντιστήριο των Ενετών ακόμη και τώρα που τον είχε χάσει.

«Μετακομίζεις» της είπε μια μέρα ο Ιάκωβος. «Έλα κι εσύ μαζί μας, θα μένουμε στου Ιουστίνου.»

Μέναμε εκεί από καιρό. Το σπίτι του Βαρδάτη χωρούσε πολύ κόσμο μέσα κι ήταν απομονωμένο. Προστατευόμασταν κι από τις επιδημίες που θέριζαν στην πόλη.

«Και τι θα κάνω εγώ εκεί; Τι θα πουν οι δικοί του;»

«Θα γίνεις νταντά των παιδιών του. Σε χρειάζονται.»

Έτσι βρεθήκαμε να συγκατοικούμε. Ο Ιάκωβος έβλεπε πλέον την Αλεξάνδρα εύκολα κι εκείνη μπορούσε να ζήσει καλύτερα. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν παραδουλεύτρα στο αρχοντικό του Ιουστίνου αλλά ισότιμο μέλος της οικογένειάς του. Παράλληλα ήταν φίλη μας. Νιώθαμε τον ισχυρό χαρακτήρα της και την σεβόμασταν απεριόριστα. Πέρα από την ερωτική της σχέση με τον Ιάκωβο, η Αλεξάνδρα ήταν μέλος της παρέας μας. Οι τέσσερις μας σφυρηλατήσαμε ανάμεσά μας ισχυρούς δεσμούς φιλίας. Όπως ήταν φυσικό, αργότερα, κι ο Μορμόρης κι ο Βαρδάτης ήταν στην Αυγούστα. Ήταν από τα πρώτα μέλη της Αδελφότητάς μας.

Αλλά βέβαια Ναύπλιο δεν ήταν μόνο οι συζητήσεις, οι παρέες κι ο έρωτας. Αυτό που κυριαρχούσε ήταν ο πόλεμος. Μια πολύχρονη, στάσιμη πολιορκία με σταθερό σκηνικό. Ο Κασίμ Πασάς με τους Οθωμανούς του γκρέμιζε κάθε τόσο ένα μέρος του κάστρου για να εισβάλλει. Εμείς υπερασπιζόμασταν την πόλη, κάτω από τις διαταγές Ενετών αξιωματικών, και δεν αφήναμε να δημιουργηθεί ρήγμα. Αραιά και πού κάναμε κι επιδρομές έξω από τα τείχη για να επιφέρουμε βλάβες στο Οθωμανικό στρατόπεδο. Τους κρατούσαμε συνέχεια σε μια διαρκή ανησυχία. Οι μάχες πάντως δεν ήταν καθημερινές ούτε είχαν συνεχόμενη ένταση. Το μέτωπο είχε λιμνάσει και φήμες διαχέονταν παντού ότι υπήρχε διαμεσολάβηση της Γαλλίας. Η Βενετία κι η Τουρκία έκαναν συζητήσεις για να βρεθεί μια ειρηνική λύση.

Οι Ενετοί ευγενείς ήταν χαλαροί. Ήξεραν ότι η Βενετία διαπραγματευόταν να παραδώσει την πόλη αγνοώντας τους Ισπανούς. Η ιερή συμμαχία ήταν κουρελόχαρτο. Οι Βενετοί θα θυσίαζαν το Ναύπλιο για να κρατήσουν τις άλλες κτήσεις τους. Με τη μεσολάβηση των Γάλλων, επεδίωκαν να τα βρουν με την Υψηλή Πύλη κι ο Μοριάς φαινόταν μια χαμένη υπόθεση. Όταν έφτασαν οι ειδήσεις για τις διαπραγματεύσεις των Ενετών με τον Σουλτάνο αντιδράσαμε έντονα. Οι Έλληνες κι οι Αλβανοί που όλα αυτά τα χρόνια υπερασπιζόμασταν την πόλη νιώσαμε προδομένοι. Ήμασταν στρατολογημένοι από τους Βενετούς και θα μέναμε στα χέρια των Τούρκων.

Ξέραμε ότι, μετά την αναχώρησή τους, θα μέναμε μόνοι με τους Τούρκους και θα υποφέραμε από αντίποινα. Γι αυτό ξεσηκωθήκαμε κατά των Βενετών κι ετοιμάσαμε επανάσταση. Σ’ αυτήν την στασιαστική κίνηση πρωτοστατούσε ο Μορμόρης. Οι Ισπανοί πήγαν να επωφεληθούν και να μας στηρίξουν στον ξεσηκωμό. Ήρθε ο Πέτρος Σέκουλας, ντόπιος Πελοποννήσιος στρατιωτικός απεσταλμένος του Καρόλου του Ε’. Προσπάθησε να μας πείσει να στηρίξουμε τον αυτοκράτορα με αντάλλαγμα βοήθεια που θα έστελνε στο Ναύπλιο. Τον ανακάλυψαν οι Βενετοί και τον αποκεφάλισαν! Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία για να ξεμπλέξει, έστειλε στ’ Ανάπλι τον δούκα Μοντσενίγκο, με υποσχέσεις. Η παράδοση της πόλης θα συνοδευόταν κι από την δική μας εξασφάλιση, μας βεβαίωσε. Έτσι κατάφεραν να μας καθησυχάσουν και διαπραγματεύτηκαν με τους Τούρκους χωρίς τον φόβο των Ισπανών.

Το Ναύπλιο παραδόθηκε –όπως κι η Μονεμβασία- με συνθήκη. Την υπέγραψε η Βενετία με τους Οθωμανούς στις 2 Οκτωβρίου του 1540. Ύστερα από εκατόν πενήντα χρόνια ενετικής κυριαρχίας οι Οθωμανοί ολοκλήρωναν την κατάκτηση του Μοριά. Η συνθήκη έλεγε πως το Ναύπλιο, η Μονεμβασία και τα νησιά του Αιγαίου, θα παραδίδονταν ειρηνικά στους Τούρκους. Θα έμεναν ήσυχα και σε ενετικά χέρια τα νησιά του Ιονίου, η Κρήτη, η Τήνος, η Κύπρος κι η Πάργα με το Βουθρωτό. Με την παράδοση όλοι εμείς, οι Αναπλιώτες στρατιώτες των Ενετών, θα φεύγαμε συγκροτημένα. Αποστολές οργανώνονταν για Κύπρο, Κρήτη ή για νησιά του Ιονίου. Κάποιοι θα πήγαιναν στην Πόλα της Ίστρια κι άλλοι θα πήγαιναν στη Βενετία. Έπρεπε κι εμείς να διαλέξουμε.

Αποφασίσαμε να πάμε όλοι μαζί στην Κέρκυρα εκτός από την Αλεξάνδρα. Μπορούσε να μας ακολουθήσει και να συνεχίσει τη σχέση της με τον Ιάκωβο όμως εκείνη έδειξε πάλι τον χαρακτήρα της. Αποφάσισε να πάει στην Κορώνη για να αρχίσει από εκεί να ξετυλίξει το μίτο ώστε να ξαναβρεί τον άντρα της. Δεν είχε σημασία που ερωτεύτηκε με τον Ιάκωβο. Ο Βαγγέλι, ο άντρας της, δεν είχε άλλην ελπίδα από εκείνην, κι η Αλεξάνδρα δεν θα τον εγκατέλειπε ποτέ.

Ο Ιουστίνος της έδωσε χρήματα, ένα άλογο κι εφόδια. Ο Ιάκωβος της έδωσε κάποιες γνωριμίες μας στην Κορώνη για να βρει από εκεί μιαν άκρη. Ο Μορμόρης κατάφερε να κάνει μια καλή συνεννόηση με τον Κασίμ Πασά. Η Αλεξάνδρα θα έφτανε με ένα χαρτί του πασά στα χέρια της, ως το σκλαβοπάζαρο για να ψάξει να βρει τον άντρα της. Την αποχαιρετίσαμε όλοι με συγκίνηση καθώς έφευγε για τον Γολγοθά της. Παράλληλα, εμείς ετοιμαστήκαμε να αφήσουμε την πόλη που παραδιδόταν πια στα χέρια των Τούρκων.

«Πάντως, Χάρμο, έχουμε δημιουργήσει μια παράδοση» μου είπε.

Τον κοίταξα για να καταλάβω πού το πήγαινε.

«Από κάποια μέρη φεύγουμε νύχτα κακήν κακώς κι από άλλα μέρα και με το φως του ήλιου» είπε.

«Δηλαδή;» επέμεινα να ρωτώ για εξηγήσεις.

«Κοίτα. Η Χίος, η Κρήτη, ακόμα κι η Κερασούντα ήταν μέρη για να εγκατασταθούμε και να ζήσουμε. Θα μπορούσαμε να έχουμε μιαν ήρεμη ζωή, αλλά, απ’ αυτά τα μέρη είναι που φύγαμε νύχτα κυνηγημένοι. Από την Κορώνη και τώρα από το Ναύπλιο, όπου πολεμήσαμε φεύγουμε αλλιώς. Εδώ μπορούσαμε να σκοτωθούμε ή να τραυματιστούμε ή να μας αιχμαλωτίσουν, όμως τίποτε δεν συνέβη. Φεύγουμε με τακτική υποχώρηση και με ασφάλεια.»

«Που θα πει ότι ανάμεσα στον πόλεμο και τη γυναίκα, η δεύτερη είναι πιο επικίνδυνη υπόθεση» συμπέρανα. «Πάντως, Ιάκωβε, πρέπει επί τέλους να στεριώσουμε κάπου» πρότεινα. «Τι θα έλεγες να γυρίζαμε στη Χίο ή στην Κρήτη; Εκτός κι αν φοβάσαι τις ιστορίες της Μαργαρίτας και της Ελένης.»

«Έχουμε να δούμε τον κόσμο ακόμα» μου είπε.

«Θα γυρνάμε πολλά χρόνια ακόμα;» τον ρώτησα.

«Δεν ξέρω ακόμα» μου είπε. «Εσύ, όμως, μπορείς όπου κι όποτε θες να σταματήσεις.»

«Όπου πάμε, θα είμαστε μαζί» του ξέκοψα.

«Δεν είσαι υποχρεωμένος να με ακολουθείς!» είπε ξανά ο Ιάκωβος. «Αν εγώ προτιμώ να ζήσω σαν τυχοδιώκτης για σένα δεν υπάρχει λόγος.»

«Και τώρα, πού πάμε;» τον ρώτησα για να κλείσει αυτή η συζήτηση.

Ήξερα ότι μέσα του ήταν σίγουρος για τη συνέχεια. Είχε την επιθυμία να γνωρίσει την Ευρώπη και τώρα μπορούσε να την πραγματοποιήσει. Θα ακολουθούσαμε τον Ιουστίνο στην Κέρκυρα, από όπου η Ιταλία ήταν κοντά. Αντίθετα ο Μορμόρης σκόπευε να εγκατασταθεί στην Κέρκυρα. Αποχαιρέτισε τους γέρους γονείς του και τα γυναικόπαιδα της οικογένειας του που θα έμενε στο Ναύπλιο. Ο ίδιος δεν είχε γυναίκα ή παιδιά και μπορούσε να αναζητήσει την περιπέτεια και τον πόλεμο αλλού. Τώρα πια στον Μοριά θα κυμάτιζε η οθωμανική ημισέληνος. Η Κέρκυρα ήταν μια νέα πατρίδα, ενετική κτήση κι αυτή κι ο Μορμόρης μπορούσε να παραμείνει στρατιώτης. Θα συνέχιζε να ονειρεύεται από εκεί την απελευθέρωση των Ρωμιών.

Στις 21 Νοεμβρίου του 1540, μπήκαμε στο πλοίο που θα μας πήγαινε στο όμορφο νησί του Ιονίου. Μαζί μας είχαμε ένα ολόκληρο σώμα Αναπλιωτών στρατιωτών με επικεφαλής τον Ιουστίνο Βαρδάτη. Διασχίσαμε το πέλαγος βλέποντας απέναντι τις ακτές της Αιτωλίας. Τα φρούρια και τα χωριά είχαν τις σημαίες των Οθωμανών υψωμένες. Στο πλοίο μας υψωμένη ήταν η σημαία της Γαληνοτάτης με τον λέοντα.

«Η Ρωμανία ολόκληρη είναι φέουδο Ενετών, Τούρκων και Ισπανών. Μας πουλούν και μας αγοράζουν όπως θέλουν » μονολόγησε ο Ιουστίνος.

«Η Ρωμιοσύνη κι η Ελλάδα βρίσκονται στις ψυχές μας. Μια μέρα από εμάς θα αναστηθούν» είπε ο Ιάκωβος.

Ο ποιητικός τρόπος του ταίριαζε με το γαλήνιο τοπίο.

«Αν θελήσετε να μείνετε στην Κέρκυρα» πήγε να πει ο Ιουστίνος κοιτώντας μας.

«Έχουμε να δούμε την Ευρώπη» του ξέκοψε ο Ιάκωβος.

«Μείνετε εδώ όσο θέλετε και μετά θα σας φιλοξενήσω στη Βενετία» είπε ο Ιουστίνος.

Ήξερα πως ο Ιάκωβος ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο και να μετρήσει τις δυνάμεις του. Ήθελε να παλέψει για το τρελό όνειρό του. Ήξερα πως θα το έκανε οπωσδήποτε, όσα θέλγητρα κι αν παρουσιάζονταν μπροστά του.

Η ψυχή του ήθελε μιαν οικογένεια φίλους και θαλπωρή, μα το ανήσυχο μυαλό του τον οδηγούσε στην περιπέτεια. Ήταν τυχοδιώκτης από επιλογή και κανενός είδους βόλεμα δεν θα μπορούσε να τον κερδίσει. Σύντροφός του κι εγώ, αφηνόμουν στις περιπέτειες που αποζητούσε όπως ο διψασμένος αποζητά το νερό.

Τον έβλεπα καθώς άφηνε συνειδητά το μυαλό του να ξεφύγει. Ήταν ο οραματιστής, ο ελευθερωτής της πατρίδας μας, ο πολυμήχανος Οδυσσέας. Την άλλη στιγμή, καθώς έσκυβε να κοιτάξει τα νερά της θάλασσας, άλλαζε όψη. Γινόταν το αλάνι απ’ τη Μαύρη Θάλασσα που σκεφτόταν την επόμενη φάρσα που θα σκάρωνε. Είχε αφήσει πίσω του μεγάλες αγάπες. Στη Χίο την Μαργαρίτα, την Ελένη στην Κρήτη και την Αλεξάνδρα στο Ναύπλιο. Πιστός σε όλες, κι όμως, έτοιμος για τις γυναίκες που θα συναντούσαμε στο νησί. Ο Ιουστίνος μας είχε πει ότι ήταν ωραίες, δροσερές και καλλίφωνες. Μας είχε μιλήσει και για το ωραίο και γλυκόπιοτο κόκκινο κρασί που έφτιαχναν εδώ. Θα τα διαπιστώναμε όλα αυτά σύντομα. Καθώς το πλοίο μας ταξίδευε, διασχίζοντας απαλά τα γαλάζια νερά του Ιονίου, αφέθηκα κι εγώ στις γλυκιές μου αναμνήσεις. Έφερα για μια στιγμή μόνο στο μυαλό μου τη Λενιώ και την Ερατώ. Ύστερα αφέθηκα να ονειρεύομαι και να αδημονώ το κορφιάτικο κρασί και τις Κερκυραίες.

===

*******************

Η συνέχεια την Δευτέρα.με το 3ο κεφάλαιο