Αφού άφησαν την Κερασούντα του Πόντου, ο Ιάκωβος κι ο Χάρμος περιπλανήθηκαν στο Αιγαίο, την Χίο, την Κορώνη, την Πάρο, την Κρήτη και το Ναύπλιο (αυτό ήταν το κεφ. 2). Γνώρισαν ανθρώπους που θα αποτελούσαν την Αδελφότητα που ο Ιάκωβος ίδρυσε αργότερα στην Αυγούστα (όπως είδαμε στο κεφ. 1). Μετά την παράδοση του Ναυπλίου στους Οθωμανούς, οι δυο φίλοι βρήκαν καταφύγιο στην Κέρκυρα όπου ο Ιουστίνος είχε κτήματα. Από εκεί πήγαν στην Βενετία και την Βόρεια Ιταλία. Στην σημερινή ανάρτηση, στο κεφ. 3α (α' μέρος του 3ου κεφαλαίου) βλέπουμε την ζωή τους στην Κέρκυρα και την Βενετία αλλά και στο Τορίνο όπου συνάντησαν παλιές αγαπημένες.
**********************
Η πιάτσα της Κέρκυρας στον Μεσαίωνα |
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ (1540-1554)
*** ΚΕΡΚΥΡΑ ***
Φτάσαμε στην Κέρκυρα στα τέλη Νοεμβρίου του 1540. Μείναμε σε ένα χώρο που οι Αρχές της πόλης παραχώρησαν σε όσους ήρθαμε από το Ναύπλιο. Ονομάστηκε Αναπλιτοχώρι εξ αιτίας μας. Ο Ιουστίνος επισκεύασε ένα πύργο που του έδωσαν. Βρισκόταν τέσσερις ώρες περίπου ποδαρόδρομο βορείως της πόλης και μας πήρε να μείνουμε εκεί μαζί του. Ο Μορμόρης κατατάχτηκε στην μόνιμη Κερκυραϊκή φρουρά της Βενετίας κι έμεινε στο φρούριο με τους αξιωματικούς. Το νησί πριν τρία χρόνια είχε δεχτεί την επίθεση του Μπαρμπαρόσα κι είχε πάθει μεγάλες ζημιές μέχρι να τον διώξουν. Γι αυτό τώρα οι Βενετοί ετοίμαζαν ένα καινούριο Φρούριο. Μαζί με το πολύ μεγάλο και σχεδόν απόρθητο υπάρχον, θα προστάτευε την πόλη πολύ πιο αποτελεσματικά. Οι εργασίες δεν είχαν αρχίσει ακόμα κι όλα ήταν στα σχέδια.
Η παραμονή μας στον πύργο του Ιουστίνου, που οι ντόπιοι ονόμαζαν «Πυργί», ήταν υπέροχη. Η τριγύρω περιοχή είχε ένα απίστευτο φυσικό κάλλος. Ήταν γεμάτη κολπίσκους, λοφίσκους, πηγές, γεφυράκια, δρόμους σκιερούς και αμμώδεις παραλίες. Η βλάστηση ήταν οργιαστική κι όλη η περιοχή ήταν κατάφυτη από πυκνό πράσινο με πολλά και ψηλά ελαιόδεντρα. Οι χωρικοί ήταν φιλικοί μαζί μας. Είχαν τα παράπονά τους από την ενετική διοίκηση, ωστόσο χαίρονταν μια σχετική ελευθερία. Αυτό θα ήταν αδιανόητο στην απέναντι οθωμανική επικράτεια. Μείναμε εκεί δυο ολόκληρα χρόνια.
Μ’ άρεσε να αντιγράφω κώδικες και περγαμηνές και να ασχολιέμαι με αγροτικές δουλειές. Ο Ιάκωβος δίδασκε σε ελληνικά σχολεία και ερευνούσε τις βιβλιοθήκες. Ο Μορμόρης ανέβαινε σταθερά τα σκαλοπάτια της στρατιωτικής ιεραρχίας. Κάναμε παρέες με ένα ευρύ κύκλο λογίων που όλοι έγραφαν, διάβαζαν κι ενδιαφέρονταν για τις τύχες της ρωμιοσύνης. Η λεπτή διαφορά ανάμεσα στο «Έλληνας-Γραικός» και στο «Ρωμιός» άρχισε να γίνεται όλο και πιο σαφής εδώ. Χριστιανοί ελληνόφωνοι κι οι δυο αλλά ο Γραικός σχετιζόταν περισσότερο με την αρχαιότητα. Αντίθετα ο Ρωμιός ταίριαζε πιο πολύ με την παράδοση της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Κι επειδή η αυτοκρατορία είχε τη συνέχειά της στο σουλτανάτο, πολλοί αποποιούντο τον όρο Ρωμιός. Με αυτόν τον τρόπο έδειχναν και την αντίθεσή τους στο υποταγμένο Πατριαρχείο.
«Ιάκωβε μην ξεχνάς ποτέ ότι γεννηθήκαμε κι είμαστε Ρωμιοί» του έλεγα. «Οι πατέρες μας μάς βάφτισαν ορθόδοξους! Δεν αντέχω να ακούω το “Ρωμιός” να σημαίνει δούλος ή και προδότης και το “Γραικός” να είναι τίτλος τιμής.»
«Δεν είναι διαφορετικά, Χάρμο» μου εξηγούσε και με καθησύχαζε. «Είμαστε Έλληνες που για χίλια χρόνια τώρα μας λένε Ρωμαίους. Η ονομασία δεν αλλάζει ούτε το γένος μας ούτε τη μοίρα μας. Στα χρόνια της αυτοκρατορίας το “Ρωμιός” ήταν λόγος περηφάνιας ενώ το “Έλληνας” σήμαινε αιρετικός. Τότε ο Έλληνας σήμαινε εχθρός ενώ, τώρα, που η αυτοκρατορία έγινε σουλτανάτο, τα πράγματα φαίνονται ανάποδα. Να ξέρεις όμως ότι Ρωμιός κι Έλληνας είναι πάντοτε το ίδιο.»
Η Κέρκυρα ήταν ένα μέρος όπου περνούσαμε καλά. Θα μπορούσαμε να εγκατασταθούμε εδώ, όμως ήταν γνωστό πως αυτό δεν του αρκούσε. Θα μπορούσαμε να κάνουμε οικογένειες, όμως, εκείνος ένιωθε αλλιώς. Είχε έναν σκοπό να ξεπληρώσει που ξεπερνούσε την οικογενειακή ευτυχία.
«Δεν είναι εύκολο να βρεις το μέρος που θα μείνεις για πάντα» μου έλεγε κι ήξερα που το πήγαινε. «Είναι νωρίς για να μείνουμε κάπου οριστικά, έχουμε ακόμα να δούμε πολλά.»
«Που ακριβώς νομίζεις ότι πρέπει να πάμε;»
«Στην Ιταλία οπωσδήποτε! κι από εκεί ... παντού!»
Η Ιταλία ήταν μεγάλη κι είχε πολλές σπουδαίες πόλεις που αποτελούσαν όλες ξεχωριστά κράτη. Βενετία, Φλωρεντία, Ρώμη, Γένοβα ήταν μερικά μόνο από αυτά.
«Να πάμε στη Γαλλία, να δούμε το περίφημο Παρίσι. Λένε ότι οι Γάλλοι είναι οι πιο καλοί φίλοι της Ελλάδας.»
«Πώς θα μετακινηθούμε; πού θα μένουμε;» ρώτησα.
«Έχουμε φίλους και θα κάνουμε κι άλλους» είπε.
Η αταραξία και η σιγουριά του με τρόμαζαν, όμως τον εμπιστευόμουν.
«Θα πρέπει να δούμε και την Ισπανία» συνέχισε.
Σκέφτηκα πως κάπου εκεί θα τελείωνε τον κατάλογο των υποχρεώσεών μας
«Κι η Γερμανία, η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, είναι το πιο σπουδαίο κράτος στον κόσμο σήμερα. Ουσιαστικά είναι το μόνο κράτος που πολεμάει τον Σουλτάνο σε ολόκληρη την Ευρώπη» μονολόγησε.
«Υπάρχουν κι άλλα κράτη» υπενθύμισα σαρκάζοντας την ασταμάτητη φαντασία του.
«Το ξέρω» μου απάντησε σοβαρά. «Η Βουδαπέστη κι η Βιέννη μας ενδιαφέρουν, αλλά κι η Δανία, η Πολωνία. Πρέπει να μάθουμε γι αυτές» συνέχισε το παραλήρημά του.
«Φτάνει Ιάκωβε» του είπα. «Καλύτερα να βάλουμε έναν εφικτό στόχο και να τον πετύχουμε.»
«Ο πρώτος σταθμός είναι ήδη κανονισμένος. Το μεγάλο πλοίο που βλέπαμε να μπαίνει χτες στο λιμάνι, αναχωρεί σε μια εβδομάδα για Βενετία. Μαζί του φεύγουμε κι εμείς. Υπάρχουν θέσεις που μας περιμένουν.»
«Το κανόνισες κιόλας;»
«Ο Ιουστίνος είναι πολύ καλός φίλος» είπε.
«Σε μια εβδομάδα;» αναφώνησα. «Κι η Αντελίνα;»
Ήταν η νεαρή που του ’χε κλέψει την καρδιά όλον αυτόν τον καιρό. Όμορφη, ανοιχτόκαρδη και πανέξυπνη, ήταν η μόνιμη παρέα του στους φανταστικούς κήπους της πόλης. Από όλες τις Κερκυραίες μόνο η Αντελίνα τον είχε κερδίσει, αλλά, ετοιμαζόταν να την εγκαταλείψει.
«Σε νοιάζει η Αντελίνα κι όχι η Σπυριδούλα;» μου είπε.
«Στη Σπυριδούλα το έχω ξεκαθαρίσει.»
«Πώς το ξεκαθάρισες, δηλαδή;»
«Της τα έχω εξηγήσει. Μόλις εσύ πεις “φύγαμε” θα την αποχαιρετίσω χωρίς να ξέρω πότε θα την ξαναδώ.»
«Ωραία. λοιπόν, εσύ φάνηκες πιο έτοιμος από εμένα. Θα προτείνω στην Αντελίνα να έρθει μαζί μας, αν θέλει βέβαια να μας ακολουθήσει. Πιστεύω ότι θα φοβηθεί την περιπέτεια κι ότι θα μείνει εδώ στο νησί με την οικογένειά της.»
«Αν έρθει, ποια ιδιότητα θα έχει; Της συζύγου σου;»
«Της γραμματέως μου;»
«Υπάρχουν και γυναίκες γραμματείς;» ρώτησα με λίγη ειρωνεία στη φωνή μου. «Αυτό δε το ήξερα.»
«Αν η Αντελίνα μού πει ότι δέχεται τότε εμείς πρώτοι θα το δημιουργήσουμε αυτό το επάγγελμα. Αρκεί που ξέρει να γράφει καλά.»
«Γιατί δεν λες την αλήθεια στην κοπέλα;»
«Που είναι ποια;»
«Ότι ο Ιάκωβος ανήκει αλλού. Ανήκει στην Γραικία, στην Ευρώπη, στον κόσμο…! Πάντως, όχι σε μια γυναίκα.»
«Σε ευχαριστώ φίλε μου, αλλά αυτό δεν μπορώ να το πω» μου ξεκαθάρισε.
Δεν χρειάστηκε να το πει. Η Αντελίνα είχε καταλάβει κι από μόνη της ότι ο Ιάκωβος ανήκε αλλού. Όσο κι αν τον ήθελε, ήξερε πως δεν μπορούσε να περιμένει από αυτόν τίποτε από όσα ονειρευόταν. Η οικογένεια κι η σταθερότητα ήταν έξω από τις προσδοκίες του. Η γλυκιά Κερκυραία περιορίστηκε να τον αποχαιρετήσει με ένα καυτό βράδυ στο εξοχικό της οικογένειάς της. Είχε κανονίσει να τον υποδεχτεί μόνη. Η Σπυριδούλα, δεν μου χάρισε εμένα κάτι αντίστοιχο, απλά με αποχαιρέτησε με δάκρυα και συγκίνηση. Αρκετά χρόνια μετά, η Σπυριδούλα θα συνόδευε τον Ιουστίνο στην Αυγούστα κι εκεί θα ανανεώναμε την σχέση μας, Ο Ιάκωβος δεν ξαναμίλησε για την Αντελίνα ποτέ πια. Όπως έμαθα από τον Μορμόρη καλοπαντρεύτηκε και ζει ευτυχισμένη στο νησί της.
Αφήναμε την όμορφη Κέρκυρα με αναμνήσεις γλυκές κι ευχάριστες, αλλά, και χρήσιμες για τη συνέχεια.
*** ΒΟΡΕΙΑ ΙΤΑΛΙΑ ***
Το ταξίδι μας προς την Ευρώπη έγινε το καλοκαίρι του 1542 κι η Βενετία ήταν ο πρώτος μας σταθμός. Με συστάσεις από τον Ιουστίνο γνωριστήκαμε με τα μέλη της πολυπληθούς ελληνικής κοινότητας. Η Βενετία είχε ξεκινήσει σαν πόλη με ελληνικά χαρακτηριστικά πριν από τον 7ο κιόλας αιώνα. Ήταν μια τοπική δύναμη πολύ προτού γίνει μεγάλη ναυτική δύναμη. Πολλοί Γραικοί είχαν έρθει εδώ τον 13ο και τον 14ο αι.. Μεγάλο κύμα Ελλήνων προσφύγων την κατέκλυσε λίγο πριν αλλά κι αμέσως μετά την πτώση της Πόλης.
Οι Ρωμιοί ήταν οργανωμένοι στην δική τους ορθόδοξη αδελφότητα του Αγίου Νικολάου. Εκκλησιάζονταν με το τυπικό της ελληνορθόδοξης πίστης στην εκκλησία του Αγίου Βλασίου. Μέσα σ’ αυτή την κοινότητα βρήκαμε πολλούς ανθρώπους για να συζητήσουμε. Ο Αντώνιος Έπαρχος(i) ήταν ένας πενηντάρης Κερκυραίος λόγιος, που είχε έρθει εδώ πριν έξι χρόνια. Έχαιρε εκτίμησης στους βενετσιάνικους κύκλους και μας έμαθε πολλά. Μας μίλησε για το πιο σοβαρό θέμα της εποχής, το κίνημα των Διαμαρτυρομένων και τον Λούθηρο. Ο ίδιος ετοίμαζε ένα έργο μεγάλο καταγεγραμμένο σε κώδικες με θέμα τα παθήματα της Ελλάδας. Ο Ιάκωβος τον ήθελε στη συνεδρίαση της Αυγούστας αλλά ήταν τότε 64 ετών κι άρρωστος. Προτίμησε να μην τον υποβάλει στο κουραστικό ταξίδι κι έγινε μέλος της Αδελφότητας αργότερα. Ο Ανδρόνικος Νούντσιος(ii) ήταν ένας ακόμη από τους Κερκυραίους που γνωρίσαμε στη Βενετία. Συνέγραφε την εκκλησιαστική ιστορία ενώ ήθελε να γράψει για την παρουσία των Γραικών ανά τον κόσμο.
Ο Ιάκωβος έμαθε καλά τα ιταλικά χάρη στην εξαιρετική γνώση των λατινικών. Έγινε άριστος χειριστής της γλώσσας και χρησιμοποιούσε τις δυνατότητές της για να μιλά με χιούμορ και υπονοούμενα. Τα προσόντα του, η έξοχη εμφάνιση, το ελεύθερο πνεύμα κι οι αριστοκρατικοί τρόποι του κυριάρχησαν. Η βαθιά μόρφωσή του εκτιμήθηκε απεριόριστα σε μια πόλη γεμάτη με ανεμελιά, ερωτισμό και θαυμασμό του ωραίου.
Η ικανότητά του να πρωτοτυπεί στις συζητήσεις ακόμα και σε θέματα ταμπού, κέρδισαν ακροατήριο. Οι νεωτεριστικές του ιδέες κι όλο το παρουσιαστικό του έφτιαξαν γύρω του τον μύθο του «Γκρέκο Νόμπιλε». Ο ίδιος καλλιέργησε αυτόν τον μύθο που τού άνοιξε όλες τις πόρτες και ειδικά τις πόρτες των γυναικείων καρδιών. Με χαρά διαπίστωσε ότι οι τίτλοι του θα αναγνωρίζονταν αν εύρισκε εδώ κάποιον γαλαζοαίματο για να τους δεχτεί. Θα μπορούσε έτσι να βρεθεί να κατέχει αληθινούς τίτλους ευγένειας.
«Η Βενετία μας προσφέρει δυνατότητες» συμπέρανε.
«Μας ταιριάζει» παραδέχτηκα. «Εσύ ειδικά εδώ είσαι στον κόσμο σου. Αναπνέεις πολύ διαφορετικά και οι γυναίκες το νιώθουν αυτό. Σε συμπαθούν όλες!»
«Δεν ήρθαμε για γυναίκες, ήρθαμε για δουλειά» έκλεισε τη συζήτηση.
Τον τελευταίο καιρό είχαν αρχίσει να πληθαίνουν στην πόλη τα δυο απόλυτα κακά του καθολικισμού. Από την μια ήταν τα ατελείωτα ερωτικά σκάνδαλα κι από την άλλη ήταν το κίνημα των Διαμαρτυρόμενων. Δυο πληγές που ερέθιζαν τους πιστούς. Ο Πάπας για να προλάβει την «μόλυνση» της Βενετίας εγκατέστησε την Ιερά Εξέταση.
«Αντί να προχωράμε μπροστά, οι Πάπες προχωρούν σε όλο και πιο αυταρχικές, λύσεις» σημείωνε ο Έπαρχος. «Μόνο θεοκρατία και φόβος.»
«Μα εσύ, Αντώνιε, τα πας καλά με το Βατικανό» του υπενθυμίζαμε.
«Απευθύνομαι σ’ αυτούς για να βρω μια σύνταξη, ένα σταθερό εισόδημα για να ζήσω» παραδεχόταν. «Αυτό όμως δεν με εμποδίζει να βλέπω πως η Ρώμη δεν εκπληρώνει σωστά τον ρόλο της ως κέντρου της χριστιανοσύνης.»
«Θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς;» ρωτούσε ο Ιάκωβος.
«Θά έπρεπε να γίνει αλλιώς!» επέμενε ο Έπαρχος. «Αντί να αφήνουν την μεταρρύθμιση στους προτεστάντες θα έπρεπε να την έχουν κάνει πρώτοι αυτοί. Θέλει τόλμη, βέβαια, αλλά, η Αγία Έδρα θα έπρεπε να είναι πιο υποχωρητική κι απέναντι στην ανατολική εκκλησία.»
Ο Έπαρχος πίστευε ότι οι διαφορές των χριστιανικών δογμάτων μπορούσαν να αμβλυνθούν ή να συγκεραστούν. Τότε θα υπήρχε μία και μόνη χριστιανική θρησκεία. Η σύνοδος που ετοιμαζόταν να γίνει στο Τριδέντο -κι όλο καθυστερούσε- θα έδινε ορμή στον καθολικισμό. Θα βοηθούσε να αντιμετωπίσει τον προτεσταντισμό και με την ευκαιρία να εκσυγχρονιστεί κι ο ίδιος. Ο Έπαρχος θα ήθελε και την ορθοδοξία μέσα σ’ αυτή την αλλαγή. Τα θεολογικά τον απασχολούσαν από την σκοπιά του που την αποκαλούσε «πατρώον έδαφος της Ελλάδος». Ερχόταν σε διαρκή επαφή με όλα τα δόγματα κι έστελνε επιστολές σε φιλοσόφους κι ηγέτες. Ζητούσε να βοηθήσουν τους Ρωμιούς να απαλλαγούν από τον ζυγό της δουλείας.
Ο Ιάκωβος λάτρευε το πάθος του αλλά διαφωνούσε με τον προσανατολισμό του. Ο Έπαρχος ζητούσε από τους ξένους βοήθεια, ενώ ο Ιάκωβος ήθελε αυτενέργεια. Ωστόσο έβλεπε ότι είχε δίκιο. Το σχίσμα καθολικών-προτεσταντών εξαντλούσε τις δυνάμεις της χριστιανοσύνης. Αυτή η διαμάχη επέτρεπε στον Σουλτάνο να ισχυροποιείται όλο και περισσότερο. Αντί να συρρικνώνεται, μεγάλωνε την αυτοκρατορία του.
Από τη Βενετία κάναμε ταξίδια στη βόρεια Ιταλία. Ήταν πολύ δύσκολο να ταξιδεύει κανείς στον αιώνα μας, όμως, είχαμε τον τρόπο μας. Οι συστάσεις κι η χρηματική βοήθεια του Ιουστίνου μας διευκόλυναν πολύ. Γνωρίσαμε πόλεις όπως το Μιλάνο, η Πάρμα κι η Φλωρεντία. Στην Γένοβα μας προσέφερε φιλοξενία ο Φερνάντο Τσέζαρε. Ήταν αξιωματικός του στρατού της Γένοβας κι είχε μείνει για χρόνια στη Χίο. Ήξερε καλά τον Εύξεινο Πόντο όπου οι Γενοβέζοι είχαν κτήσεις κι εμπορικούς σταθμούς. Συζητούσαμε για την Κερασούντα κι ο Ιάκωβος τού μίλησε για το λιμάνι της και την ομορφιά της. Του είπε για τα αρώματα των κήπων της και τα κεράσια που της είχαν δώσει το όνομά τους. Πίναμε καλό και δυνατό κρητικό κρασί κι ο Ιάκωβος διηγείτο ιστορίες. Του είπε πως, ταξιδεύοντας για την Κριμαία, έπεσε θύμα πειρατών. Μόνο αυτός κι ένας αδελφός του κατάφεραν να ξεφύγουν και βρέθηκαν στην Πόλη. Μετά πήγαν στην Χίο από όπου εκείνος κατέληξε στην Κρήτη. Εμένα φυσικά με είχε γνωρίσει στη Πόλη.
«Ναι, βέβαια» επιβεβαίωσα κι εγώ συγκινημένος από τη θλιβερή του ιστορία.
Δεν με πείραζε που έλεγε τη μισή αλήθεια. Οι διηγήσεις του απλά ωραιοποιούσαν το παρελθόν του κι έκρυβαν ό,τι δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί. Ο μύθος του Έλληνα ευγενή νέου με το πολύπαθο και περιπετειώδες παρελθόν φτιάχτηκε γρήγορα. Όχι μόνο συντηρείτο, αλλά, όλο και περισσότερο γιγάντωνε. Αν ο κόσμος ήθελε ωραίες και δακρύβρεχτες ιστορίες δεν θα ήταν εκείνος που θα τού τις στερούσε. Και δεν θα υπήρχαν μύθοι για να λέγονται ούτε ακροατές για να τους ακούνε, αν ο Ιάκωβος δεν ήταν χαρισματικό άτομο. Η φυσική του άδολη αρχοντιά και το σπινθηροβόλο πνεύμα του μαγνήτιζαν τον συνομιλητή του. Εγώ επιβεβαίωνα τα λεγόμενά του. Οι ιστορίες του ήταν τόσο ωραίες που αδυνατούσα έστω και να τις γρατζουνίσω για λίγο. Εξάλλου, σχεδόν τις πίστευα κι εγώ.
Στη Γένοβα, με τυχαίο τρόπο, μάθαμε απ’ τον Φερνάντο Τσέζαρε μια σπουδαία πληροφορία. Η πρώτη αγαπημένη του, η όμορφη Μαργαρίτα -τότε Κορέση και τώρα Γκριμάλντι- έδινε μια δεξίωση. Θα γιόρταζε στον οικογενειακό τους πύργο μιαν επιτυχία της οικογένειας και του συζύγου της. Ο Φρανσίσκο είχε μόλις κλείσει μια πολύ σπουδαία συμφωνία. Ο Ιάκωβος ζήτησε απ’ τον Φερνάντο να μας βάλει στους προσκεκλημένους. Εμένα μ’ έγραψε με το επώνυμο “Μαυροθαλασσίτης” και τον ίδιο ως “Ηρακλείδης”. Ήθελε να μην γίνει γνωστή η παρουσία μας αμέσως από τα ονόματά μας και μόνο. Εξηγήσαμε στον Φερνάντο την ιστορία του με την Μαργκερίτα Γκριμάλντι που ήταν η Μαργαρίτα Κορέση. Αυτή ήταν ο μεγάλος του έρωτας. Είχαμε μιλήσει πριν μερικές μέρες στον Ιταλό για τη διαμονή μας στη Χίο και –μεταξύ άλλων- για τις περιπέτειές μας εκεί. Ήξερε για τον τρόπο με τον οποίο είχαμε φύγει, άρα και για την Χιώτισσα που του είχε κλέψει την καρδιά. Ενθουσιασμένος με την ερωτική ίντριγκα στην οποία γινόταν κι αυτός μέρος της, ο Φραντσέσκο του έκανε κάθε χατίρι.
«Ώστε η κοντέσα Μαργκερίτα ήταν η νεαρή Χιώτισσα ερωμένη σου; Και την έδωσαν στους Γκριμάλντι!»
«Ναι. Την είχα ερωτευτεί, πριν δώδεκα χρόνια!»
«Κι εκείνη έκλαιγε για σένα όταν έφυγες από τη Χίο;»
«Ήταν ο έρωτας της ζωής μου. Ως τότε, βέβαια.»
«Και σου την πήρε ο Φρανσίσκο Γκριμάλντι, ε;»
«Μου την πήρε ο πατέρας της δια της βίας και του την έδωσε με προξενιό!»
Ο Φερνάντο είχε εκστασιαστεί που ζούσε από τα μέσα μια τέτοια ιστορία. Γνώριζε το παρασκήνιο κι ήταν ολοζώντανος μάρτυρας μια «κρίσης» που από στιγμή σε στιγμή ερχόταν. Στη Γένοβα, στη Φλωρεντία, στη Βενετία και στις περισσότερες ιταλικές πόλεις του βορά, τα ήθη ήταν χαλαρά. Η μεταρρύθμιση είχε φέρει νεωτερισμούς και χαλάρωση μαζί με ευημερία. Οι ίντριγκες στην καλή κοινωνία ήταν θέαμα που τάιζε το πόπολο. Οι ιντριγκαδόροι ευγενείς, συνήθως γόνοι καλών οικογενειών, ήταν οι μεγάλοι σταρ της εποχής τους.
«Και δεν σε έχει δει από τότε μέχρι τώρα ποτέ;» ρώτησε με θαυμασμό ο Φερνάντο.
«Όχι βέβαια. Μόνο γράμματα αλλάζαμε στην αρχή.»
«Έτσι γίνεται πάντα με τις γυναίκες. Σε ξέχασε, δύστυχε φίλε μου, η κοντέσα!»
«Η αλήθεια είναι ότι με ξέχασε υποχρεωτικά αφού πια έφυγα από την Χίο.»
«Δεν έφυγες» διόρθωσε ο Φερνάντο. «Σε έδιωξαν! Μη μου το χαλάς!»
«Με έδιωξαν, εντάξει» παραδέχτηκε ο Ιάκωβος.
«Και θα την ξαναδείς τώρα;»
«Ναι! … και νιώθω ήδη έντονη ταραχή.»
«Αυτό σου φαίνεται πολύ! Κοίτα να ντυθείς καλά. Πάρε όποια ρούχα δικά μου θέλεις. Πάμε να δείξουμε τον σύγχρονο ερωτύλο Γραικό θεό στην αριστοκρατία της Γένοβας! Θα τους εντυπωσιάσουμε!»
Οι Γκριμάλντι ήταν μια οικογένεια με πολλούς κλάδους, όλοι τους πλούσιοι. Ο πύργος τους ήταν επιβλητικός. Η κεντρική αίθουσα, εκεί όπου δινόταν η δεξίωση, ήταν εντυπωσιακή. Σε όλους τους τοίχους υπήρχαν ζωγραφισμένες εικόνες από την ελληνική και την ρωμαϊκή αρχαιότητα. Πίνακες φτιαγμένοι από εξαιρετικούς καλλιτέχνες.
Τόσο ζωντανά ήταν τα έργα που έδιναν την εντύπωση ότι ο θεατής βρισκόταν μέσα στον πίνακα ή στην τοιχογραφία. Εδώ και τουλάχιστον διακόσια-τριακόσια χρόνια, η Ιταλία είχε κατακλυστεί από ένα κλίμα ανανέωσης. Είχε αλλάξει ριζικά κι ο τρόπος που οι άνθρωποι έβλεπαν τα πράγματα. Έργα τέχνης ασύλληπτης ομορφιάς στη γλυπτική, τη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική και τη λογοτεχνία φτιάχνονταν. Μοναδικοί κι εξαίρετοι καλλιτέχνες όπως ο Ραφαήλ, ο Μικελάντζελο, ο Ντα Βίντσι κυριαρχούσαν. Λογοτέχνες όπως ο Δάντης, ο Πετράρχης κι άλλοι έγραφαν την νεώτερη ιστορία.
Ο Μεσαίωνας θεωρείτο σκοτεινό παρελθόν κι ο αρχαίος ελληνορωμαϊκός κόσμος είχε έρθει στο προσκήνιο. Αναγκαία ήταν η γνώση ελληνικών και λατινικών κι η επαφή με τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη ή τον Σενέκα. Στην Ιταλία του 16ου αιώνα χωρίς αυτά ήσουν σχεδόν οπισθοδρομικός. Η έκρηξη της νεωτερικότητας στηριζόταν στις χορηγίες οικογενειών όπως των Μεδίκων, των Βοργίων ή των Φαρνέζε. Στο αρχοντικό των Γκριμάλντι, τα γλυπτά οι τοιχογραφίες κι οι πίνακες ήταν όλα εξαίρετα έργα τέχνης. Τα πολλά γυμνά που γέμιζαν τον χώρο έδειχναν ότι η Αναγέννηση εδώ είχε επικρατήσει πλήρως του πουριτανισμού.
Η είσοδος του Ιάκωβου στην κεντρική σάλα έγινε με την αναγγελία του ονόματός του. Ο «Ιάκωβος Ηρακλείδης, Σάμιος, Τσιταντίνο ντι Βενέτσια, καθηγητής ελληνικών» έκανε πολλά μάτια να πέσουν πάνω του. Ιδιαίτερα οι γυναίκες που είχαν κατακλύσει την τεράστια αίθουσα τον κοίταξαν με ενδιαφέρον. Εκείνος φρόντισε να μην χάσει ούτε στιγμή το αγέρωχο ύφος του με την ολύμπια ψυχραιμία κι ανωτερότητα. Μία απ’ όλες τις γυναίκες, όταν τον είδε, κόντεψε να πέσει ξερή. Κατάφερε, όμως, κι αυτή να κρατήσει εντέλει την ψυχραιμία της. Ήταν η Μαργαρίτα που δεν ξεγελάστηκε ούτε από τα ονόματα που είχαμε δώσει ούτε από τις φορεσιές μας. Ο δικός της Ιάκωβος ήταν και πάλι μπροστά της. Συγκινήθηκε που τον είδε στη Γένοβα τόσα χρόνια μετά. Τον πλησίασε αμέσως και του έδωσε το χέρι της για χειροφίλημα. Το έδωσε και στον Φερνάντο και σε μένα βέβαια.
«Ώστε, λοιπόν, εσείς σινιόρε» είπε προς τον Φερνάντο, «δηλώσατε τον φίλο σας με άλλο όνομα; Γνωρίζετε άραγε ότι παραβήκατε κανόνες φιλοξενίας;»
«Νομίζω πως με σώζει ο λόγος που με οδήγησε σε μια τέτοια παράβαση σεβαστή Κυρία» είπε εκείνος.
Ήταν αμήχανος αλλά δεν θέλησε να πει ψέματα.
«Ο οποίος λόγος είναι;» ρώτησε η Μαργαρίτα.
«Η ανάγκη μου να μιλήσω ιδιαιτέρως μαζί σας σινιόρα» πετάχτηκε ο Ιάκωβος.
«Με ξεχάσατε, όμως, για πολύ καιρό, έτσι δεν είναι κύριε “Ηρακλείδη”; Έτσι δεν είπατε πως σας λένε; Τώρα σάς κυρίευσε η ανάγκη να μου μιλήσετε; Και χρειαστήκατε γι αυτό μεταμφίεση;» τον ρώτησε με λεπτή ειρωνεία.
Ο Ιάκωβος έδειξε έτοιμος να αρπαχτεί.
«Θα έλεγα ότι εσύ με ξέχασες πρώτη» της είπε. «Όμως δεν είναι ώρα τώρα για ….»
Η Μαργαρίτα δεν περίμενε να τελειώσει τη φράση του και, κάνοντας μια στροφή, έφυγε προς το βάθος της αίθουσας. Εξ άλλου δεν θα έπρεπε να δώσει την παραμικρή αφορμή να υποψιαστούν την πρότερη γνωριμία τους όσοι τους έβλεπαν. Ο Φερνάντο ζούσε στιγμές ευτυχίας.
«Σε αναγνώρισε αμέσως!» ξεφώνισε με γλυκιά ταραχή.
Τον είχαν εντυπωσιάσει η κίνησή της να έρθει προς το μέρος μας όπως κι ο διάλογός τους.
«Δεν αρνήθηκε πως υπήρχε λόγος για την κίνησή μου!» συνέχιζε ο Φερνάντο που ακόμα το απολάμβανε. «Ήταν, λοιπόν, πραγματικά ο πρώτος σου έρωτας! Και τι συνάντηση! Από την Χίο στη Γένοβα! Τι ιδέα! Τι παρασκήνιο!!»
Τον συγκινούσε που ζούσε μια ίντριγκα με αυθεντικό τρόπο και μάλιστα με εξωτικούς πρωταγωνιστές. Η Μαργαρίτα έφυγε βέβαια προς στιγμήν από κοντά μας, όμως σε κάποια στιγμή απομόνωσε τον Φερνάντο. Τον πέρασε από κανονική ανάκριση. Μετά προσκάλεσε τον Ιάκωβο σε ένα χορό και του μίλησε κατ’ ιδίαν στη βεράντα. Είχε και εκείνη την ανάγκη να του μιλήσει χωρίς άλλους παρόντες. Ο Φερνάντο κι εγώ τους εξασφαλίσαμε λίγο χρόνο.
Μου περιέγραψε αργότερα το τι συνέβη ανάμεσά τους. Αρχικά, εκείνος της έπιασε τα χέρια και τα έσφιξε στα δικά του. Την κοιτούσε σαν να μην είχε μεσολαβήσει τίποτε από τις μέρες εκείνες της Χίου.
«Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω Μαργαρίτα» της είπε με τρυφερότητα στη φωνή του.
«Κι εγώ χαίρομαι το ίδιο» του απάντησε εκείνη.
Μεσολάβησε μια σιωπή που την έσπασε πρώτη εκείνη.
«Ίσως εγώ να χαίρομαι περισσότερο από σένα, Ιάκωβε. Η παρουσία σου εδώ ήταν έκπληξη.»
«Λυπάμαι που, τελικά, δεν έγινε κάτι μεταξύ μας» της είπε εκείνος διστακτικά. «Αλλά, χαίρομαι αληθινά που είσαι μια αρχόντισσα!»
«Μόλις έμαθα και τα δικά σου κατορθώματα. Μου είπε ο Τσέζαρε ότι ζεις στην Βενετία.»
Ο Ιάκωβος επέμενε να της πει αυτά που είχε μέσα του.
«Να το ξέρεις ότι για πολύ καιρό δεν μπορούσα να σε βγάλω από το μυαλό μου. Βασανίστηκα πολύ όταν σε έχασα!»
«Κι εμένα, Ιάκωβε, μου έλειψες πολύ, πάρα πολύ!»
«Ο σύζυγός σου όμως είναι ένας σοβαρός και καλός άνθρωπος. Είναι όμορφος άντρας και δυναμικός. Τουλάχιστον, έχεις αυτόν.»
«Είναι καλός, και με αγαπάει, δεν έχω παράπονο.»
Του χάιδεψε το μάγουλο απαλά.
«Έχω και δυο παιδιά, δυο πανέμορφες κορούλες, την Ιζαμπέλ και την Σοφία.»
Η πληροφορία αυτή ήταν το οριστικό αντίο σε κάθε πιθανή σκέψη επανασύνδεσης.
«Ιάκωβε, στη ζωή μας κάποτε όλα αρχίζουν και κάποτε τελειώνουν» του είπε λίγο ένοχα.
«Ναι, συμβαίνει δυστυχώς αυτό» συμφώνησε κι εκείνος συγκινημένος. «Είναι νόμος της ζωής. Κι εμείς, τελειώσαμε!»
«Είμαι ευτυχισμένη. Θα μπορούσαμε, ίσως, να είμαστε μαζί, όμως τώρα έγινε αυτό!»
«Η ιστορία μας ήταν όμορφη. Ίσως, όμως, να μην ήταν παρά μια νεανική τρέλα.»
«Όχι, μην το λες! Ήταν κάτι βαθύ. Σε αγαπούσα πολύ» είπε εκείνη, «απλά, ο χρόνος γιατρεύει πολλές πληγές.»
«Χαίρομαι που είσαι καλά!»
«Είμαι καλά, και δεν θέλω να σε χάσω ξανά» του είπε ξαφνικά. «Δεν θέλω εξωσυζυγική σχέση αλλά θέλω να μπορώ να μιλάω μαζί σου κανονικά και όχι στα κρυφά.»
«Και πως το βλέπεις να γίνεται αυτό;»
«Θέλω να γνωριστείτε με τον σύζυγό μου. Να μπορώ πού και πού να σε βλέπω.»
«Θα γίνει κι αυτό» της υποσχέθηκε. «Γιατί κι εμένα μού είναι δύσκολο να σε ξαναχάσω για πάντα, Μαργαρίτα. Θέλω κι εγώ να μπορώ να σε βλέπω.»
«Ιάκωβε, με κάνεις πολύ χαρούμενη.»
«Αφού δεν μπορεί να είναι έρωτας, ας είναι έστω μια παντοτινή φιλία!» της είπε.
Έσφιξε ξανά με τα χέρια του τις δικές της παλάμες.
«Πάμε μέσα τώρα» του υπενθύμισε. «Αλλά ό,τι είπαμε να γίνει, θα γίνει! Εντάξει;»
«Μαργαρίτα …» της είπε απλώνοντας το χέρι του.
Εκείνη χάθηκε για λίγο πίσω από την κουρτίνα αλλά ξαναγύρισε και τον κοίταξε έντονα.
«Μαργαρίτα…» ξαναείπε ο Ιάκωβος ξεψυχισμένα.
Ήταν ένα κενό. Δεν έβγαινε λέξη. Ό,τι ήθελε να της πει δεν λεγόταν πια!
«Τίποτα» της είπε. «Πήγαινε, θα σε δω στο σαλόνι.»
«Δεν γνωριζόμαστε, εντάξει;» του υπενθύμισε.
«Μα, φυσικά. Σήμερα γνωριζόμαστε για πρώτη φορά.»
..... (συνεχίζεται) ........
Παραπομπές:
i Αντώνιος Έπαρχος (1491-1581). Κερκυραίος. Από τους διασημότερους Ελληνιστές του 16ου αιώνα, έγραψε διάφορες επιστολές προς σπουδαία πρόσωπα της εποχής του και θεωρήθηκε περιφανής ποιητής. Έγραψε μεταξύ άλλων και τον «Θρήνο για την καταστροφή της Ελλάδας» (ΠΗΓΕΣ: Βικιπέδια / Κωνσταντίνος Σάθας «Νεοελληνική Φιλολογία, Βιογραφίες»
ii Ανδρόνικος Νούντσιος; Κερκυραίος λόγιος του 16ου αι. με το ψευδώνυμο Νίκανδρος Νούκκιος. Αργότερα έγραψε έργα με τίτλο Αποδημίαι (εκδόθηκαν το 1562) (ΠΗΓΗ: Βικιπέδια)
**********************
Αύριο Τρίτη 9/3 συνεχίζουμε (κεφ. 3β) την ιστορία στην Γένοβα και ολοκληρώνουμε τον κύκλο τους στην Βόρεια Ιταλία.