Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

29 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ.8β)

Η μάχη συνεχίζεται ώσπου η Λευκωσία πέφτει. Ο Χάρμος δεν προλαβαίνει να δει την Διονυσία και την Δηιάνειρα και χάνει τις αισθήσεις του.

*******************************

Η Λευκωσία με τα τείχη και τους προμαχώνες της.


κεφ. 8β

.........................

Γύρισα στην Πύλη της Αμμοχώστου. Θα δίναμε εκεί την δική μας μάχη αύριο αλλά ο νους μας θα ήταν στον προμαχώνα του Ποδοκατάρου. Όλοι οι άλλοι προμαχώνες είχαν προβλήματα μετά από τόσο πολλές μέρες συνεχών κανονιοβολισμών. Στου Κωστάντζου, στου Δαβίλα και στου Κόμη της Τρίπολης η άμυνα μπορούσε να είναι επιτυχής. Απέναντι από τους προμαχώνες μας οι πασάδες είχαν προετοιμάσει τους γενίτσαρους. Θα είχαν μεγάλα κέρδη που θα είχαν αν κυρίευαν την πόλη χωρίς πολλές απώλειες. Όσοι θα χάνονταν, θα είχαν θέση στον παράδεισο μια και ο πόλεμος ήταν ιερός. Όλοι οι πόλεμοι των Οθωμανών ήταν Ιεροί, για λάφυρα και δούλους, όπως κι αυτός εδώ τώρα στην Κύπρο.

Οι Βενετοί έχασαν πολύ χρόνο μέχρι να πεισθούν ότι η Κύπρος θα δεχόταν εισβολή. Καθυστέρησαν να προετοιμαστούν. Μια φωτιά στον ναύσταθμο της Βενετίας έφερε πρόσθετη καθυστέρηση. Η κατάσταση ήταν τραγική μέσα στο κάστρο της Λευκωσίας. Δεν ελπίζαμε σε ενισχύσεις αφού οι συνεννοήσεις για μια ιερή συμμαχία που θα μας έσωνε αργούσαν. Παρά τις προσπάθειες του Πάπα δεν βρέθηκε τρόπος να συμφωνήσουν, υπό τους όρους της Ρώμης, οι Ισπανοί κι οι Βενετοί. Οι Ισπανοί δεν χώνευαν τους Βενετούς και αυτό δεν άλλαζε εύκολα. Έτσι η Κύπρος δεν μπορούσε να περιμένει βοήθεια πριν να περάσει ο χειμώνας. Η Βενετία βρισκόταν δυο χιλιάδες μίλια μακριά κι η Τουρκία μόλις διακόσια. Το νησί έπρεπε να αντέξει από μόνο του σε μια πολιορκία για ένα ή δύο χρόνια πριν δεχτεί βοήθεια. Όμως η Λευκωσία του Ντάντολο δεν είχε τόση αντοχή.

Η αποστολή μου σε σχέση με την Αδελφότητα είχε ήδη πετύχει. Τους είχαμε δώσει βοήθεια με πληροφορίες για την οθωμανική επίθεση κι είχαμε στείλει στράτευμα στο νησί. Ήταν τριακόσιοι Έλληνες μαζί μου, εκατό Αλβανοί με τον Τσόμη και οι εκατό Ιταλοί με τον Μαρτινέγκο.

Ο Ιουστίνος είχε προσφέρει τις προσόδους του από τα κτήματα της Κέρκυρας. Είχε στείλει γαλέρες με εφόδια για τις αποθήκες της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου. Η Βενετία δεν θα μπορούσε να αρνηθεί την συνεισφορά μας στον αγώνα.

«’Ο,τι κι αν γίνει απ’ εδώ και πέρα» μου είπε η Διονυσία «η Αδελφότητα έδειξε την αλληλεγγύη της στη Βενετία.»

«Καλό θα είναι, όμως, να μην το πληρώσουμε αυτό πολύ ακριβά, γλυκιά μου» της είχα πει.

«Προσπάθησε να ζήσεις, πάση θυσία» μου είχε ζητήσει.

Είχαμε κι άλλες επιτυχίες για την Αδελφότητα. Όσο καιρό είμασταν εδώ, είχαμε ορκίσει με τη Διονυσία σπουδαίους μαχητές. Οι Οθωμανοί είχαν αποσύρει στρατεύματα από την Ελλάδα κι η εξέγερση θα ήταν πιο εύκολη. Η δουλειά του Πάπα για τη συγκρότηση της ιεράς συμμαχίας είχε γίνει εύκολη κι αυτή. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από την δική μας τύχη, ο σκοπός μας είχε πετύχει απόλυτα. Όλα αυτά ήταν παρήγορα αλλά ο θανάσιμος κίνδυνος παραμόνευε κι απειλούσε να μας αφανίσει. Φοβόμουν για τη Διονυσία και τη Δηιάνειρα. Ακόμα κι αν χανόμουν εγώ, ήξερα πως οι δυο τους θα είχαν την προστασία των φίλων κι αδελφών μου. Θα τους έλειπα βέβαια, αλλά, θα τα κατάφερναν να ζήσουν χωρίς εμένα. Δεν ίσχυε όμως το αντίστροφο. Αν χάνονταν εκείνες, εγώ δεν ήξερα ούτε αν θα τα κατάφερνα, ούτε αν ήθελα να τα καταφέρω. Μια απελπισία με έπιασε με αυτές τις σκέψεις.

«Μη στεναχωριέσαι φίλε μου» με παρηγόρησε μια φωνή. «Συνέχισε να ελπίζεις.»

Ήταν ο Φρα-Άντζελο Καλέπιοi, ο Ιταλός Δομινικανός μοναχός με τον οποίο είχα γίνει φίλος. Γνώριζε τον Φραγκίσκο, πριν εκείνος γίνει καρδινάλιος. Οι συζητήσεις μας, θεολογικές ή φιλοσοφικές ή ακόμα και ιστορικές, είχαν πολύ ενδιαφέρον.

«Πώς να είμαι χαρούμενος Άντζελο;» του είπα.

«Δεν είπα να είσαι χαρούμενος, μόνο να ελπίζεις. Αυτό είπα» μου ψιθύρισε.

Δεν μου ζητούσε πολλά. Έτσι κι αλλιώς ελπίδες είχαμε σχεδόν όλοι, έστω και λίγες.

«Εσύ σε τι ελπίζεις Φρα-Άντζελο;» τον ρώτησα.

«Στο Θεό, τον Πάπα, και στη Βενετία» μου απάντησε.

Στην Πύλη είχαν χαμηλώσει οι φωτιές και σε λίγο, όσοι δεν είχαμε σκοπιά, θα πέφταμε για ύπνο. Κάθισα σε μια γωνιά κοντά του. Ήταν κληρικός καθολικός, αλλά, περισσότερο ήταν ένας διανοούμενος. Κρατούσε μανιωδώς σημειώσεις για τα πάντα. Θα έλεγε κανείς ότι αν ήταν να διαλέξει ανάμεσα στη ζωή του ή στις σημειώσεις του θα διάλεγε εκείνες. Με τίποτε δεν δεχόταν ότι ο Θεός κι η Βενετία μας είχαν εγκαταλείψει στη μοίρα μας.

«Φρατέλο, τι έγραψες για τη σημερινή μας μέρα;» τον ρώτησα.

«Την άφησα κενή. Έγραψα μόνο ότι αύριο δίνουμε τη μητέρα όλων των μαχών εδώ στη Λευκωσία. Η αλήθεια είναι ότι αυτή τη φορά φοβάμαι.»

«Δεν έχεις άδικο» του είπα. «Κι εγώ φοβάμαι.»

«Ώστε φοβάσαι κι εσύ, λοιπόν, ε;» έκανε έκπληκτος μια κι εξωτερικά κατάφερνα πάντα να δείχνω ανέκφραστος.

«Όχι τόσο για τον εαυτό μου» του είπα «όσο για τη Διονυσία και τη μικρή.»

«Δεν είναι στον καθεδρικό ναό;, μην ανησυχείς. Εκεί που είναι δεν έχουν φόβο» με καθησύχασε.

«Κάπως με καθησυχάζει που τις έχει υπό την προστασία του ο Λογαράς» είπα.

«Αυτό το φιλότουρκο σκυλί;» έκανε ο Καλέπιο.

«Δεν τον συμπαθείς καθόλου, φίλε μου, ε;»

«Μα είναι από τους ορθόδοξους κληρικούς που κρατάνε το όπλο κάτω από το ράσο τους!»

«Όλοι κρατάμε τώρα όπλα» του υπενθύμισα.

«Τα κρατάμε, όμως, για τους Τούρκους. Αυτά τα σκυλιά είναι έτοιμα να ρίξουν και σε χριστιανούς. Ειδικά εμάς, τους Λατίνους, μας έχουν βάλει στο μάτι!»

«Δεν είναι έτσι ο Λογαράς, είναι πατριώτης» του είπα.

«Ποιανής πατρίδας όμως;» αναρωτήθηκε ο Καλέπιο. «Μήπως της πατρίδας του της Τουρκίας; Πάντως της Βενετίας δεν είναι.»

«Ίσως είναι της Γραικίας» του είπα εγώ.

«Γραικία δεν υπάρχει, λοχαγέ!»

«Υπάρχει μέσα στις καρδιές μας αδελφέ! Κι ύστερα, πού ξέρεις, μπορεί να υπάρξει κι αυτή σαν κράτος σύντομα» του είπα αινιγματικά.

«Θα μας επιτεθούν αύριο, ε;» είπε ανήσυχος χωρίς να απαντήσει στον υπαινιγμό.

«Ναι. Κι αν δεν το κάνουν αύριο, θα μας επιτεθούν την Κυριακή. Ήρθαν ενισχύσεις από τον Πιαλή και τον Αλή πασά και είναι τώρα πανέτοιμοι.»

«Τι λες; Θα τους αποκρούσουμε;»

«Θα το παλέψουμε!» του είπα. «Κι αν είμαστε τυχεροί και γενναίοι, κι είμαστε και λίγο έξυπνοι, τότε ίσως!»

«Αν βοηθήσει ο Κύριος» είπε ο πιστός καθολικός.

«Ποιον πιστεύεις ότι θα βοηθήσει περισσότερο ο Θεός; Εμάς ή εκείνους;» τον ρώτησα προκλητικά.

«Τι δουλειά έχει ο Θεός να βοηθήσει τους άπιστους;»

«Τον ίδιο θεό έχουμε με τους Μουσουλμάνους, μην το ξεχνάς» του είπα.

Με κοιτούσε σκεπτικός χωρίς να με αποπαίρνει.

«Ο Αλλάχ των Οθωμανών» συνέχισα «δεν είναι ο ίδιος με τον Θεό που έδωσε τις δέκα εντολές στον Αβραάμ; Ξεχνάς ότι κι ο Μωάμεθ προφήτης του ίδιου θεού είναι;»

«Τι θες να πεις;» είπε κάπως απότομα ο Φρα-Άντζελο.

«Είναι λίγο μπερδεμένο, ποιόν από τους δυο θέλει να βοηθήσει ο Θεός! Γι αυτό σε ρώτησα, φρατέλο, ποιον λες να διαλέξει ο πανάγαθος, αυτούς ή εμάς;»

«Όπως το θέτεις, έχεις ένα δίκιο. Η αλήθεια είναι ότι στον ίδιο Θεό πιστεύουμε όλοι.»

Αμέσως όμως, ξύπνησε, κι αποτάσσοντας με βδελυγμία την αμαρτία της παραδοχής, τα αρνήθηκε όλα.

«Γι αυτό είστε αιρετικοί κι άπιστοι εσείς οι Ορθόδοξοι» μου είπε. «Στο τέλος πιστεύετε ότι έχετε την ίδια θρησκεία και τον ίδιο θεό με τον μουσουλμάνο και γίνεστε ένα μαζί του. Κυκλοφορείτε με όπλα κάτω απ’ τη μασχάλη για να σφάξετε εμάς και να τα βρείτε με τον Οθωμανό.»

«Με φοβάσαι, φρατέλο;» τον ρώτησα περιπαιχτικά.

«Όχι βέβαια, φίλε» είπε ο Φρα-Άντζελο χτυπώντας μου τον ώμο. «Ξέρεις πόσο σε εκτιμώ. Αναγνωρίζω ότι οι Γραικοί εδώ, παρ’ όλο που έχουν υποφέρει απ’ τους Βενετούς, ωστόσο, πολεμούν σκληρά! Μερικοί πολεμούν σαν λιοντάρια. Κάποιοι, όμως, από εσάς είναι φανατικοί. Αυτοί συμπαθούν πιο πολύ τον Οθωμανό από τον Λατίνο.»

«Ο Γραικοί είναι αδέλφια με τους Ιταλούς» του είπα. «Ο πολιτισμός μας ήταν κοινός από τα αρχαία χρόνια. Εξάλλου κι εμείς Ρωμιοί είμαστε, δηλαδή Ρωμαίοι.»

«Μακάρι να σκέφτονταν έτσι όλοι οι Γραικοί» μου είπε. «Πολλούς αιρετικούς, τους έχει φοβηθεί το μάτι μου.»

Ο θόρυβος απ’ τα τύμπανα των Τούρκων ακουγόταν μέσα στη νύχτα. Δεν σε άφηνε να ξεχαστείς ούτε για μια στιγμή. Μου θύμιζαν τη Μάλτα κι ανατρίχιαζα.

«Ανησυχώ λοχαγέ. Οι φωνές τους ακούγονται όλο πιο πολύ κι είναι ενθουσιώδεις.»

«Σκέφτονται τα λάφυρα που θα κερδίσουν αν μας κάμψουν αύριο.»

«Θα έπρεπε να γίνει μια προσπάθεια συνθηκολόγησης με όρους» είπε ο Φρα-Άντζελο

«Μας έδινε ο Λαλά Μουσταφά όρους πριν από δέκα μέρες. Τι κάναμε;»

«Μα, ήταν πραγματικοί όροι ή μήπως ήταν απλά μια πρωτοβουλία κάποιων γενιτσάρων;»

«Δεν είναι άτακτος στρατός απέναντί μας, φρατέλο. Σου θυμίζω ότι οι όροι μας δόθηκαν την ημέρα της ανακωχής κι εμείς απαντήσαμε με ένα περήφανο όχι,. Δεν ξέρουμε ποιος το αποφάσισε αυτό το «όχι», ούτε ποιος έδωσε την απάντηση ούτε και το γιατί. Όμως τώρα είναι μάλλον αργά πια!»

«Ποτέ δεν είναι αργά για να αποφευχθεί ένας πόλεμος και μια καταστροφή.»

«Δεν έχουμε ηγεσία, φρατέλο!» του φώναξα. «Ακόμη δεν το έχεις καταλάβει;»

«Το έχουμε καταλάβει, Χάρμο» είπε στεναχωρημένος. «Δυστυχώς μείναμε με αυτόν τον άχρηστο κι επικίνδυνο βλάκα κι ο Θεός να μας φυλάξει!»

Μεσολάβησε μια σιωπή. Ήμασταν νηστικοί βρώμικοι και ταλαιπωρημένοι και γεμάτοι με οργή για όλους και για όλα. Ο Άντζελο διέκοψε τη σιωπή.

«Το έχεις μάθει ότι ο Ντάντολο έφυγε απ’ την Πύλη της Αμμοχώστου;» μου είπε.

«Και που πήγε;» ρώτησα έκπληκτος.

«Πήγε στο παλάτι για να φτιάξει επιστολή προς τον Λαλά Μουσταφά. Θα του ζητήσει όρους για να του παραδώσει την Λευκωσία ειρηνικά.»

«Είναι πια αργά. Δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε τίποτε αν δεν τους αποκρούσουμε τώρα. Μετά … βλέπουμε.»

«Το κατάλαβε έστω και αργά πως η Λευκωσία πρέπει να παραδοθεί» είπε ο Άντζελο.

«Μακάρι να μην είναι πολύ αργά» ευχήθηκα εγώ.

«Πάω να ξαπλώσω λίγο» μου είπε. «Αύριο θα έχουμε πολλή δουλειά, πρέπει να έχουμε δυνάμεις. Καληνύχτα, Γραικέ, κοίταξε να κοιμηθείς κι εσύ.»

«Καληνύχτα φρατέλο» του είπα. «Εγώ θα μείνω για λίγο ακόμα εδώ.»

Η σεπτεμβριανή νύχτα ήταν γλυκιά. Ήταν όμορφη μέρα για να γεννηθεί κανείς, όμορφη και για να πεθάνει. Όμορφη για πρώτη μέρα του ανθρώπου, όμορφη και για τελευταία. Πολλοί θα άφηναν αύριο τον μάταιο τούτο κόσμο, Έτρεμα με τη σκέψη πως θα μπορούσαν να είναι οι δυο αγαπημένες μου. Ο θάνατος του Ιάκωβου μού ’χε προκαλέσει πολλά προβλήματα ψυχικής ισορροπίας, δεν θα μπορούσα να αντέξω κι άλλα. Οι δυο γυναίκες μου, η Διονυσία κι η Δηιάνειρα ήταν ο κόσμος μου, το παρόν, το μέλλον κι την χαρά μου. Δεν θα άντεχα να ζω ούτε για μια στιγμή χωρίς αυτές. Ένιωσα άσχημα με τις σκέψεις αυτές κι αισθάνθηκα ανυπόφορα. Αναζήτησα λίγο κρασί για να αλλάξω διάθεση. Χωρίς να το καταλάβω αποκοιμήθηκα πάνω στο χώμα με το χέρι μου για μαξιλάρι. Τα όνειρά μου ήταν μια εναλλαγή παράδεισων με εφιάλτες. Κεντρικοί ήρωες η μικρή μου κόρη, η αγαπημένη μου γυναίκα, ο φίλος μου Ιάκωβος, οι ξεχασμένοι μου γονείς. Πήγα πίσω στην Κερασούντα κι έζησα μέσα σ’ αυτά τα σύντομα όνειρα τα πάντα.

Με είδα στην ελεύθερη πια Ελλάδα να περπατώ με τον φίλο μου Ιάκωβο Ηρακλείδη Βασιλικό πάνω στην Ακρόπολη. Ύστερα είδα την κηδεία των γονιών μου και πετάχτηκα πάνω τρέμοντας από την αγωνία μου. Η μικρή μου Δηιάνειρα έπεφτε από τα τείχη της Κερασούντας. Ξανακοιμήθηκα κι είδα την Διονυσία κι εμένα να την παντρεύουμε σε μια καταπράσινη βουνοπλαγιά της Πίνδου. Είδα τη Διονυσία να βογκάει βαριά πληγωμένη στους βομβαρδισμούς της Μάλτας, να αιμορραγεί στην αγκαλιά μου. Είδα τον Δον Κάρλος τρελό κι αλαφιασμένο να με συντροφεύει σε περιπάτους μακρινούς, πέρα από τη Μεσόγειο. Είδα μάχες και σκοτωμούς. Με μια θηλιά στο λαιμό εκείνος κρεμόταν κι εγώ, κατάπληκτος, ξύπνησα τρομαγμένος και καταϊδρωμένος.

Κουρασμένος κι αποκαμωμένος βυθίστηκα σε ένα νέο ύπνο, σκοτεινό, βαθύ και δίχως όνειρα. Τότε ακούστηκε ένας τρομερός βρυχηθμός. Χιλιάδες όπλα κι εκατοντάδες κανόνια εκπυρσοκρότησαν μονομιάς. Η νύχτα έγινε μέρα και ξεκίνησε η μεγάλη επίθεση των Τούρκων. Ξημέρωνε νωρίς τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη κι η επίθεση άρχισε όταν ακόμα το σκοτάδι μας τύλιγε, πριν φέξει η αυγή. Με το φοβερό βουητό πεταχτήκαμε όρθιοι, αρπάξαμε τα όπλα και τρέξαμε στις πολεμίστρες.

Για δυο -τουλάχιστον- ώρες τα κανόνια μάς χτυπούσαν προσπαθώντας να μάς κάνουν κόσκινο. Κάθε μπομπάρδα που έφευγε ψηλά και κατευθυνόταν στον καθεδρικό ναό των Πέτρου και Παύλου με έκανε να τρέμω. Εκεί βρίσκονταν η Διονυσία κι η Δηιάνειρα. Αν μια τέτοια μπομπάρδα χτυπούσε τον ναό, δεν ξέρει κανείς ποιες θα ήταν οι συνέπειες. Τα αυτιά μας βούιζαν, άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους από τη μια στιγμή στην άλλη κι οι απώλειες πλήθαιναν. Η νύχτα είχε γίνει μέρα και τα κανόνια συνέχιζαν να χτυπούν. Η μάχη εκείνο το Σαββατιάτικο πρωινό ήταν σκληρή. Ήταν η πιο σκληρή από όλες τις προηγούμενες δεκατέσσερις επιθέσεις που είχαμε αποκρούσει. Τα στίφη των επιτιθεμένων έρχονταν καταπάνω μας, κι όσους κι αν ρίχναμε πίσω, κάποιοι άλλοι έπαιρναν τη θέση τους. Προχωρούσαν κι έφταναν όλο και πιο κοντά μας. Όλοι οι προμαχώνες δέχονταν επίθεση και σ’ όλες τις Πύλες γινόταν μακελειό.

Σκαρφάλωναν στα τείχη με σκάλες και προσπαθούσαν να μπουν στην πόλη πρώτοι για να στήσουν τη σημαία τους. Θα κέρδιζαν έτσι δόξα, τιμές και χρήμα που τους είχαν υποσχεθεί. Αυτοί οι πρωτοπόροι γενίτσαροι, αντί της επίγειας ευτυχίας, συνήθως, κέρδιζαν μια θέση μόνο στον παράδεισο. Εμείς που πολεμούσαμε για τις ζωές και την ελευθερία μας, τους στέλναμε πολύ ευχαρίστως εκεί. Και στους τέσσερις προμαχώνες γινόταν μεγάλο πανηγύρι. Οι επιθέσεις ήταν συνεχείς κι ανελέητες κι οι αμυνόμενοι πάλευαν μέχρις εσχάτων.

Στον προμαχώνα του Κωστάντζου την σφοδρή επίθεση των Τούρκων καθοδηγούσε ο Μουζαφέρ πασάς. Ήταν γνωστός για την επιμονή του αλλά και τις στρατιωτικές του γνώσεις. Ο Καραμάν πασάς χτυπούσε το πιο αδύνατο σημείο μας στην Πύλη Ποδοκατάρου. Είχε ρίξει πολλές δυνάμεις για να μπορέσει να μπει από εκεί στην πόλη. Στους προμαχώνες του Ντάβιλα και της Τρίπολης, ο Μουσταφά πασά κι ο ναύαρχος Αλή πασά τους καθοδηγούσαν. Αντέχαμε παντού κι αυτό ήταν το νέο που μου έφερε ο Καλέπιο όταν τον έστειλα να κάνει ένα γύρο στην πόλη. Ήθελα να δει τι γινόταν παντού και να με πληροφορήσει. Έπρεπε να γνωρίζουμε που έπασχε σε κάθε στιγμή η άμυνά μας για να μετακινούμε εκεί κάποιες ενισχύσεις. Ήταν δουλειά του Ντάντολο αυτή αλλά κανείς δεν τον εμπιστευόταν πως θα την έκανε. Ευτυχώς που ο Ευγένιος Συγκλητικός έκανε ό,τι μπορούσε για να τον αναπληρώνει. Καθισμένος με την πλάτη σε μια πολεμίστρα ξεκουράστηκα, για ένα λεπτό, ακούγοντας την αναφορά του Άντζελο. Το μυαλό μου βρισκόταν, βέβαια, αλλού.

«Τι γίνεται στον ορθόδοξο καθεδρικό;»

«Ο Πέτρος κι ο Παύλος κάνουν καλά τη δουλειά τους» μου είπε. «Μην ανησυχείς.»

«Αν κρατήσουμε σήμερα, θα σωθούμε» του είπα.

Ήταν δύσκολο να πολεμάς και να σκέφτεσαι δικούς σου. Μετάνιωνα που τις είχα μαζί μου στη Λευκωσία. Ευτυχώς στον καθεδρικό δεν υπήρχαν απώλειες ή καταστροφές. Αυτή η πληροφορία, τουλάχιστον, με ανακούφιζε. Είχα τύψεις που ήταν εδώ μια μέρα σαν την σημερινή.

Έπρεπε να τις είχα διώξει από την Κύπρο ήδη από την άνοιξη, όταν οι κινήσεις των Τούρκων είχαν γίνει πια φανερές. Είχα μετανιώσει πικρά που δεν το έκανα έγκαιρα. Θα ένιωθα πολύ καλύτερα και θα μπορούσα να πολεμάω με το μυαλό μου συγκεντρωμένο. Δεν φανταζόμουν ότι θα εισέβαλλαν πριν τον Αύγουστο, όμως, αυτοί αποβιβάστηκαν τις πρώτες μέρες του Ιουλίου. Εξ άλλου περίμενα ότι η επίθεσή τους θα ξεκινούσε απ’ την Αμμόχωστο ή την Κερύνεια κι όχι από τη Λευκωσία. Όλοι το ίδιο νομίζαμε και θεωρούσαμε ότι είχαμε καιρό μέχρι να δούμε Τούρκο έξω από την πόλη. Πίστευα ότι είχα καιρό κι ότι θα έβρισκα τρόπο να τις απομακρύνω από την Κύπρο, όμως, έπεσα έξω. Βρεθήκαμε μπλοκαρισμένοι στη Λευκωσία ξαφνικά και απρόσμενα. Ένιωθα πως μια παγίδα είχε κλείσει γύρω μας και μας είχε μαγκώσει στο εσωτερικό της. Είχα τύψεις κι αισθανόμουν άσχημα γιατί δεν είχα κάνει σωστή πρόβλεψη και τις είχα εκθέσει σε κίνδυνο.

«Ο Ντάντολο βρέθηκε;» ρώτησα τον Καλέπιο.

«Άλλοι λένε πως γυρνάει στην πόλη κι άλλοι λένε πως έχει κλειστεί στο παλάτι.»

Γύρισα στις πολεμίστρες κι ενθάρρυνα τους μαχητές μας. Τους φώναζα ότι όλοι οι προμαχώνες βαστούν καλά κι ότι οι Τούρκοι έχουν βαριές απώλειες. Δεν έλεγα ψέματα, έλεγα τη μισή αλήθεια. Έτσι κι αλλιώς δεν άκουγαν τίποτα μέσα στον χαμό που γινόταν από τα βουητά και τους κανονιοβολισμούς. Φοβερή φασαρία έκαναν και τα δικά μας αρκεβούζια. Έβλεπαν μόνο τις χειρονομίες μου που τους έδειχναν ότι βαστάμε ακόμα και ότι έπρεπε να κρατήσουν τις θέσεις τους. Ό,τι κι αν έλεγα, εκείνοι το ίδιο θα έκαναν. Όλες αυτές τις μέρες ενεργούσαμε όλοι μηχανικά και επαναλαμβάναμε τα ίδια και τα ίδια. Μόνο όταν ο Τούρκος θα ερχόταν καταπάνω μας, με το σπαθί στο χέρι, θα άλλαζε κάτι. Μόνο αν σάλπιζε η παύση του πυρός κι η παράδοση θα χαμηλώναμε το σπαθί ή το όπλο. Σε αυτό το τελευταίο εξάλλου ελπίζαμε όλοι. Ουσιαστική βοήθεια από την Βενετία δεν θα ερχόταν. Κανείς δεν περίμενε να κρατήσουμε τους Τούρκους έξω από τα τείχη μέχρι να έρθει ο χειμώνας για να λυθεί η πολιορκία.

Αντέξαμε στο μακελειό των μανιασμένων επιθέσεων σχεδόν μέχρι το μεσημέρι. Ύστερα οι Τούρκοι κυρίευσαν τους προμαχώνες και πίεσαν πολύ τους πολεμιστές που βρίσκονταν στα τείχη. Άλλοι λέγανε πως οι Τούρκοι πήραν πρώτο τον προμαχώνα του Ποδοκατάρου άλλοι λέγανε του Κωστάντζου. Εκείνο όμως που είχε σημασία ήταν ότι μόλις οι προμαχώνες έπεσαν η άμυνα έγινε πλέον ανέφικτη. Η πίεση από τους επιτιθέμενους ήταν πολύ ισχυρή και συνεχής. Οι απώλειές μας αυξάνονταν χωρίς αποτέλεσμα. Σε κάποιο σημείο οι Τούρκοι πέρασαν τα τείχη κι όρμησαν για να ανοίξουν τις Πύλες. Υπερασπιστήκαμε το έδαφος σπιθαμή προς σπιθαμή μη υπολογίζοντας τις ζωές ή την ακεραιότητά μας. Τίποτε άλλο δεν σκεφτόμασταν έξω απ’ την εξόντωση του εχθρού και την υπεράσπιση των θέσεών μας και της πόλης. Ήμασταν αγρίμια σε παροξυσμό όπως γίνεται ο άνθρωπος στον πόλεμο. Τότε, δεν μετράει τίποτε παρά μόνο ο χαλασμός του εχθρού. Ήμασταν ήρωες, όμως υπεράνθρωποι δεν ήμασταν, ούτε θεοί!

Εκατοντάδες ηρωικές ιστορίες γράφτηκαν εκείνη την ημέρα στην Λευκωσία. Ελάχιστες μόνο αποθανατίστηκαν από αυτόπτες μάρτυρες που γλίτωσαν τη σφαγή. Μαχητές ρίχτηκαν με αυτοθυσία στον εχθρό υπερασπίζοντας τον διπλανό τους. Στήθη αντικατέστησαν τα γκρεμισμένα τείχη και άφθονο αίμα ανταλλάχτηκε με αίμα. Όλες οι μεγάλες και μικρές πράξεις, όμως, βουτήχτηκαν στη λήθη. Όλα θάφτηκαν κάτω από τα πτώματα των νικημένων κι από τα τρόπαια των νικητών. Η συντριπτική υπεροχή των Τούρκων τους έδωσε την νίκη. Οι γραμμές μας έσπασαν κι οι εισβολείς πήραν την πόλη. Επτά με οκτώ ώρες κράτησε αυτή η μάχη.

Χάθηκαν σχεδόν όλοι οι ευγενείς και ιππότες, Έλληνες και Βενετοί, με το σπαθί στο χέρι. Χάθηκαν χιλιάδες πολεμιστές καθώς οι επιτιθέμενοι εξόντωναν στο διάβα τους οτιδήποτε ζωντανό. Οι μεγάλες απώλειες που είχαν κι αυτοί τούς είχαν αποκτηνώσει. Ο πανικός έστελνε κάποιους έξω από τα τείχη να επιχειρούν απελπισμένη έξοδο. Άλλοι ρίχνονταν με αυτοθυσία πάνω στον εχθρό κι άλλοι έτρεχαν αλαφιασμένοι να κρυφτούν ή να σώσουν δικούς τους.

Εγώ, σκεφτόμουν συνέχεια πώς να τα καταφέρω να πάω στον καθεδρικό. Είχα μία και μόνο επιθυμία πλέον καρφωμένη στο μυαλό και στην καρδιά μου. Ήθελα να δω, να αγκαλιάσω την Διονυσία και τη Δηιάνειρα, ακόμα κι αν αυτή θα ήταν η τελευταία πράξη της ζωής μου. Ένιωθα σουβλιές σε όλο μου το σώμα και ιδιαίτερα στον ώμο που είχα χτυπηθεί. Το κεφάλι μου πονούσε τρομερά αλλά κρατούσα, έστω δύσκολα, τις αισθήσεις μου. Δεν εγκατέλειψα τη θέση μου μέχρι που η άμυνα έσπασε κι η μάχη στην Πύλη που υπεράσπιζα κατάντησε μάταιη. Μέσα στον πανικό βρήκα δρόμο ανάμεσα σε πτώματα και σπίτια που έπαιρναν φωτιά. Πέρασα δικούς κι εχθρούς που χτυπούσαν δεξιά κι αριστερά αλαφιασμένοι και απομακρύνθηκα κάπως. Κοίταξα πίσω μου, εκεί όπου αγωνιζόμουν από την αυγή μέχρι που ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά στον ουρανό δείχνοντας μεσημέρι. Ήθελα όσο τίποτε άλλο να πάω στον ναό των Πέτρου και Παύλου. Η Λευκωσία είχε πέσει στο μεγαλύτερο μέρος της, εμείς όμως στην Πύλη της Αμμοχώστου ακόμα κρατούσαμε. Άκουσα μιαν έκρηξη κι ένα φοβερό πάταγο. Η Πύλη χτυπήθηκε ξανά και σχεδόν διέλυσε. Οι Τούρκοι έπεφταν τώρα σαν στίφη για να εξολοθρεύσουν το δικό μου στράτευμα.

Δίστασα για μια στιγμή. Να συνεχίσω ή να γυρίσω πίσω; σκέφτηκα. Ένα φονικό ένστικτο με έκανε να επιστρέψω. Η Πύλη είχε πέσει, οι εισβολείς εφορμούσαν κι η ανάγκη για άμυνα μέχρις εσχάτων ήταν επιτακτική. Οι μάχες δίνονταν πια σώμα με σώμα έστω κι αν τα πυροβόλα όπλα συνέχιζαν να κτυπούν. Τα κανόνια δεν είχαν σταματήσει να ρίχνουν. Θα πήγαινα αργότερα στη Διονυσία. Τώρα προείχε η οργάνωση της υποχώρησης. Να φύγουμε απ’ το σφαγείο με όσο λιγότερους νεκρούς γινόταν. Γύρισα για να βοηθήσω, όμως δεν μπόρεσα να κάνω και πολλά. Πριν προλάβω να σκοτώσω ή να σκοτωθώ, μια οβίδα με πολλή μπαρούτη έσκασε κοντά μου. Διέλυσε όλες τις οχυρώσεις, τις σκαλωσιές και τα κανόνια που είχαμε στήσει. Γλίτωσα από τα θανατηφόρα θραύσματα της οβίδας αλλά ένα μεγάλο καδρόνι έπεσε πάνω μου και με χτύπησε. Δεν με σκότωσε αλλά με τραυμάτισε και με έριξε κάτω αναίσθητο. Με είχε θέσει εκτός μάχης.

Λίγα δευτερόλεπτα μόνο μπόρεσα να δω τι γινόταν πριν χάσω τις αισθήσεις μου. Πάνω και γύρω μου έπεφταν κι άλλοι πολλοί. Μερικοί σκοτωμένοι, γεμάτοι αίματα, άλλοι πληγωμένοι ή αναίσθητοι. Σαν να έφευγε από μέσα μου η ζωή, χάθηκαν όλα από τα μάτια μου που έκλεισαν βαριά. Ήταν λες και είχαν πια σιχαθεί κι αυτά και δεν ήθελαν να βλέπουν την συμφορά. Εκεί σταμάτησε για μένα η μάχη κι εκεί γαλήνεψε το τοπίο. Βυθίστηκα σε ένα κώμα που προφύλαξε τα μάτια και τα αυτιά μου από όσα είχαν να δουν και να ακούσουν. Με προφύλαξε απ’ όταν ξεκίνησε μέχρι που τελείωσε το μακελειό της εισβολής και της δήωσης της πόλης. Η Λευκωσία είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο νεκροταφείο.

.......... (συνεχίζεται) .....

παραπομπές:

i Ο Φρα-Άντζελο Καλέπιο υπήρξε ο ιστορικός που κατέγραψε την πολιορκία της Λευκωσίας καθώς την έζησε και ο ίδιος. Συνελήφθη αιχμάλωτος όταν μπήκαν οι Τούρκοι και εξαγοράστηκε αργότερα. Στο δικό του χρονικό στηρίζεται και μια άλλη πηγή για τα γεγονότα της πολιορκίας, ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός

*******************************

Αύριο Παρασκευή, το τελευταίο μέρος του 8ου κεφ. (8γ) με την αιχμαλωσία.