Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

14 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ. 3δ)

Τελευταίο μέρος του 3ου κεφαλαίου (περιπλανήσεις στην Ευρώπη).

Ο Ιάκωβος κι ο Χάρμος μετά την Κέρκυρα, την Βενετία, την Τζένοβα, την Φλωρεντία την Βιττεμβέργη, το Ίνσμπρουκ, το Άουγκσμπουργκ και την Βιττεμβέργη φεύγουν για την υπόλοιπη Ευρώπη. Στα χρόνια που μεσολαβούν ο Ιάκωβος έχει γίνει Ηγεμών της Μολδαβίας.

Συγκαλεί την Αδελφότητα στην τρίτη της συνεδρίαση, αυτή τη φορά στο Ιάσιο που το προορίζει για την νέα πρωτεύουσα της Μολδαβίας. Νέα σχέδια καταρτίζονται κι αυτή τη φορά φαίνεται να έχουν πλησιάσει τον στόχο τους.

*********************************

Κεφ. 3δ

Κάρολος Ε' (Καρλ σένκ ή κουίντος) Αυτοκράτωρ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους

*** ΑΟΥΓΚΣΜΠΟΥΤΓΚ ***


Είχαμε χρήματα, που τα κερδίσαμε με την θητεία μας τον στρατό, και τις συστατικές επιστολές του Μελάγχθωνα. Με αυτά τα εφόδια είχαμε διαβατήριο για οποιοδήποτε μέρος της Ευρώπης. Πριν ξεκινήσουμε τα ταξίδια, πήγαμε στον Κάρολο τον Ε’ που μας είχε στείλει μια πρόσκληση στο Πανεπιστήμιο. Καλούσε τον Ιάκωβο στο Άουγκσμπουργκ. Το ταξίδι αυτό είχε ξεχωριστό ενδιαφέρον καθώς ο Ιάκωβος είχε ήδη καταθέσει ένα αίτημα. Εδώ και καιρό είχε απευθυνθεί στον Εκλέκτορα κι Αρχιδικαστή της Σαξονίας για αναγνώριση των τίτλων του. Προφανώς θα είχε δει το αίτημά του κι ο Κάρολος.

Συναντήσαμε τον αυτοκράτορα την άνοιξη του 1554. Είχαν περάσει μερικοί μόνο μήνες από την ήττα του στρατού του στο Ίνσμπρουκ και την περιπετειώδη διάσωσή του. Η στάση του ήταν πολύ θερμή απέναντί μας. Όπως το περιμέναμε ο Κάρολος είχε στα χέρια του την επίσημη αίτηση του Ιάκωβου που του είχε κινήσει την περιέργεια. Φυσικά είχε δώσει ήδη τους τίτλους για έλεγχο στην γραφειοκρατία της Αυγούστας, στους βλοσυρούς υπαλλήλους. Εκείνοι είχαν ελέγξει το χαρτί και τα ονόματα που αναφέρονταν σε αυτό. Είδαν ημερομηνίες, συνέκριναν το χαρτί με τα δικά τους κατάστιχα κι έβγαλαν ένα συμπέρασμα. Παράλληλα, οι τίτλοι είχαν γίνει σταλεί και στους πρεσβευτές της Βενετίας και της Γένοβας. Έπρεπε να δουν αν υπήρχε αντίθετη διεκδίκηση από κάποιον. Για την εγκυρότητα των τίτλων είχε δώσει τη γνώμη του και ο καθολικός επίσκοπος της Αυγούστας. Αυτός πήρε τις πληροφορίες για τον Δεσπότη Πάρου και Σάμου απ’ ευθείας από τη Ρώμη.

«Έχεις κάνει μιαν αίτηση, Ίλαρχε. Ζητάς αναγνώριση των τίτλων σου, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο αυτοκράτορας.

«Μάλιστα Μεγαλειότατε» του είπε ο Ιάκωβος.

«Για πες μου τι πιστεύεις. Θεωρείς ότι σε κάλεσα εδώ γι αυτόν τον λόγο;»

Ο Ιάκωβος του έγνεψε διστακτικά μεν αλλά σαφώς καταφατικά. Για ποιον άλλο λόγο θα τον είχε καλέσει;

«Κάνεις λάθος, Ίλαρχε, για άλλο πράγμα σε φώναξα εδώ. Σε θέλω για κάτι δικό μου.»

Εδώ κυριολεκτικά είχαμε μείνει άναυδοι και οι δυο.

«Θέλω να μείνουμε μόνοι» είπε ο Κάρολος δείχνοντας εμένα. «Ας περιμένει ο φίλος σου έξω κι όταν τελειώσουμε με αυτά που έχω να σου πω τον φωνάζουμε.»

Βγήκα αμέσως από την πολυτελή αίθουσα ακροάσεων του παλατιού και περίμενα σε ένα διάδρομο αναμονής. Αυτά που είπαν μόνοι τους τα έμαθα στη συνέχεια από τον Ιάκωβο που μου τα είπε όλα. Είχε υποσχεθεί στον Κάρολο να μη πει σε κανένα για τη συζήτησή τους, αλλά, δεν τήρησε την υπόσχεση. Το σκέφτηκε καλά και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εγώ δεν ήμουν ούτε ο «κανείς» ούτε ο οποιοσδήποτε «άλλος». Δεν είχε να μου κρύψει τίποτε και μου τα είπε όλα. Όταν άκουσα τις λεπτομέρειες για την συζήτηση που έκαναν, κατάλαβα πόσο αμέριστη εμπιστοσύνη του είχε δείξει. Όχι μόνο εμπιστοσύνη αλλά κι εκτίμηση.

«Ίλαρχε, έχω έναν προστατευόμενο» του είπε.

Ως εδώ τίποτε περίεργο για έναν αυτοκράτορα.

«Αυτός ο προστατευόμενος είναι ένα νεαρό παιδί που βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε ένα χωριό έξω από τη Μαδρίτη. Θέλω να φροντίσεις εσύ, προσωπικά, να μάθει καλά ελληνικά και λατινικά.»

Ο Ιάκωβος τον κοίταζε απορημένος. Γιατί ήταν τόσο εμπιστευτική υπόθεση η εξεύρεση ενός δασκάλου για έναν προστατευόμενό του στην Ισπανία;

«Θα κάνεις αυτά τα μαθήματα εσύ ή έχεις ένα δάσκαλο ελληνικών και λατινικών που να τον εγκρίνεις; Κάποιον που να μπορεί να πάει στην Ισπανία» συνέχισε ο Κάρολος.

«Μπορώ να πάω κι εγώ Μεγαλειότατε, αν το θέλετε. Έχω όμως έναν καταλληλότατο και πολύ καλό δάσκαλο για να κάνει αυτό που ζητάτε.»

«Ποιον έχεις κατά νου;» τον ρώτησε.

«Μιλώ για ένα νεαρό ανιψιό μου από την Ρόδο. Είναι λόγιος, φιλομαθής κι έχει πολλές γνώσεις κι ικανότητες. Τον λένε Ιάκωβο κι αυτόν, Ιάκωβο Διασσωρίνο.»

«Ωραία λοιπόν, να φροντίσεις ώστε να πάει εκεί όσο γίνεται πιο γρήγορα» είπε ο Κάρολος. «Θα σε εφοδιάσω με όλα τα έγγραφα και με χρήματα ώστε ο ανιψιός σου να μην έχει κανένα πρόβλημα στο ταξίδι του.»

Ο Ιάκωβος δεν είχε καταλάβει ακόμα τον λόγο για την μυστικότητα αυτής της συνομιλίας. Ο Κάρολος αμέσως τού έλυσε την απορία.

«Το παιδί αυτό, Ιερώνυμο τον λένε, είναι γιος μου» είπε. «Είναι, όμως, γόνος μου εκτός γάμου. Ο κόσμος, με αυτά που ξέρει, θα τον χαρακτήριζε νόθο!»

«Επιτρέψετε μου Μεγαλειότατε να σας πω κάτι» είπε ο Ιάκωβος. «Η νομιμότητα της φύσης και των πράξεων του Θεού ξεπερνά εκείνη των ανθρώπων.»

«Σωστά! Αυτό ακριβώς σκέφτομαι κι εγώ. Αυτό το παιδί είναι παιδί μου!»

Μεσολάβησε για λίγο μια σιωπή που ο αυτοκράτορας την έσπασε ρωτώντας τον τι σκέφτεται.

«Σκέφτομαι ότι άλλο οι δυναστικές διαδοχές κι άλλο η αληθινή ζωή. Εκείνες έχουν να κάνουν με τους νόμους και το κράτος. Η ζωή ενός παιδιού, όμως, είναι πάνω από όλα αυτά» είπε ο Ιάκωβος.

«Ακριβώς!» είπε ο Κάρολος. «Γι αυτό δεν θα αφήσω το παιδί στην τύχη του. Φρόντισα να υιοθετηθεί από έναν μουσικό της αυλής μου, τον Φραντσίσκο Μάσσι. Θα το μεγαλώσει με την γυναίκα του. Χρειάζεται σωστή ανατροφή. Αν μορφωθεί μπορεί να ακολουθήσει εκκλησιαστική καριέρα, να γίνει Καρδινάλιος, Πάπας, ή επίσκοπος. Γι αυτό θέλω να ξέρει καλά τα λατινικά και τα ελληνικά.»

«Θα το αναλάβει αυτό ο ανιψιός μου, Μεγαλειότατε.»

«Κανείς δεν θα μάθει ότι το παιδί αυτό είναι δικό μου και μάλιστα εξώγαμο! Μόνο η μητέρα του που μου έδωσε την άδεια, οι θετοί γονείς του κι ο καλός μου φίλος Λουίς Κιγιάδα το ξέρουν. Τώρα το μαθαίνεις κι εσύ. Δεν το γνωρίζει ούτε το ίδιο το παιδί, άρα, δεν θα το ξέρει ούτε ο ανιψιός σου, εντάξει; Και σε σένα το είπα γιατί χρειαζόμουν κάποιον να μιλήσω και γιατί ήθελα να ακούσω τη γνώμη σου.»

«Τιμή μου, Μεγαλειότατε» είπε ο Ιάκωβος που ένιωθε συγκλονισμένος από την αποκάλυψη.

«Και τώρα πες μου τη γνώμη σου, Ίλαρχε. Πρέπει να το αναγνωρίσω αυτό το παιδί;»

«Ρωτάτε εσείς, Μεγαλειότατε, εμένα;» είπε ο Ιάκωβος έκπληκτος.

«Μίλα Ίλαρχε! Απάντησε στο ερώτημα κι άσε κατά μέρος τα πρωτόκολλα.»

«Η μητέρα του» είπε ο Ιάκωβος, «σας άρεσε; Δεν την γνωρίζω. Ήταν αντάξιά σας;»

«Τη γνώρισα πολύ λίγο, μερικές εβδομάδες μόνο στο Ρένγκενσμπεργκ πριν οχτώ χρόνια. Σίγουρα ήταν η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο! Τι εννοείς όταν λες αντάξιά μου;»

«Όπως το πάρετε εσείς, Μεγαλειότατε» είπε ο Ιάκωβος.

«Από τίτλους ήταν παρακατιανή, εννοώ ότι ήταν ένας λαϊκός άνθρωπος, μια τραγουδίστρια.»

Ο Ιάκωβος δεν φάνηκε ικανοποιημένος, περίμενε να ακούσει και κάτι ακόμη.

«Από ομορφιά και χάρη και καλοσύνη, όμως, ήταν ένας άγγελος!» είπε ο Κάρολος.

«Ήταν τόσο όμορφη;»

«Όταν την ξαναείδα μετά από δύο χρόνια, την έδιωξα γιατί δεν άντεχα να τη βλέπω. Ήταν τόσο όμορφη που θα κατέστρεφα την υπόληψή μου αν έμενα για λίγο κοντά της. Θα μπορούσα να χαρίσω μια αυτοκρατορία για χάρη της.»

Ο Κάρολος απρόσμενα ανθρώπινος κι εξομολογητικός, ήθελε κάποιον για να μιλήσει. Είχε βρει τον Ιάκωβο εξομολόγο καθώς ήταν έμπιστος και χωρίς προσωπικό συμφέρον. Κι ήταν ο μόνος που, κατά τον Κάρολο, μπορούσε να σκέφτεται.

«Την αγαπήσατε λοιπόν» είπε ο Ιάκωβος.

«Λες σαχλαμάρες» άστραψε και βρόντηξε ο Κάρολος αιφνιδιασμένος. «Τι είναι αυτά που λες; Οι αυτοκράτορες δεν ερωτεύονται!»

Ο Ιάκωβος μαζεύτηκε μπροστά στην βασιλική έκρηξη. Είχε το θάρρος της γνώμης του αλλά δεν ήταν και τόσο σοφό να εκνευρίζει τον ηγεμόνα του κόσμου.

«Η αλήθεια είναι ότι την σκεφτόμουν» συνέχισε ο γηραιός αυτοκράτορας. «Ήταν τόσο τρυφερή, τόσο γυναίκα!»

Ο γερο-Κάρολος έδειχνε να την σκέφτεται ακόμα, οχτώ χρόνια μετά από εκείνη την εβδομάδα στο Ρένγκενσμπεργκ. Γύρισε προς τον σαστισμένο φίλο μου που άκουγε τις πολλές κι απανωτές αποκαλύψεις του.

«Λοιπόν, σου έκανα μια ερώτηση, Ίλαρχε. Τι θα γίνει, δεν σκοπεύεις να απαντήσεις;»

«Εγώ θα το αναγνώριζα Μεγαλειότατε. Θα το έκανα για την μητέρα του και για ό,τι θα είχα νιώσει μαζί της. Εσείς όμως είστε αυτοκράτορας, δεν μετράτε με τα ίδια μέτρα όπως ένας Ίλαρχος. Υπάρχουν θέματα διαδοχής, πρωτοκόλλου κι οι ευθύνες σας είναι διαφορετικές. Δεν μπορώ να δώσω γνώμη σε ένα τόσο προσωπικό αλλά και δυναστικό θέμα πριν το σκεφτώ πολύ καλά.»

«Δεν χρειαζόμαστε τη γνώμη σου, Κύριε» είπε ο Κάρολος δυνατά και αλλάζοντας τροπάρι. «Το μόνο που θέλω από σένα είναι να ξεχάσεις εντελώς τι σου είπα γι αυτό το παιδί και για τη μάνα του! Εσύ μόνο τον ανιψιό σου να ειδοποιήσεις, εντάξει; Τώρα, φώναξε τον φίλο σου να ακούσει κι εκείνος τα υπόλοιπα που έχω να σου πω.»

Έτσι μπήκα κι εγώ ξανά στην κουβέντα τους. Διέκρινα το τεταμένο κλίμα αμέσως. Δεν ήταν διάχυτος κάποιος θυμός, αλλά, μάλλον ένας σκεπτικισμός. Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας χαλάρωσε και τον είδα να χαμογελά.

«Ώστε λοιπόν, Ίλαρχε, άρχων Σάμου και Πάρου, ε;»

«Η Σάμος ανήκει στους Οθωμανούς, Μεγαλειότατε, και η Πάρος σε ιταλικό οίκο.»

«Δεν κατακτήθηκε από τον Χαϊρεντίν η Πάρος; Είχα μάθει ότι την ισοπέδωσε.»

«Ανήκει προσωρινά στους Σαγρέδους. Για να μένουν κύριοι της Πάρου, μετά την παράδοσή τους, πληρώνουν φόρο υποτέλειας στον Σουλτάνο.»

«Εσύ, όμως, είσαι ο νόμιμος κληρονόμος των τίτλων αυτών, έτσι δεν είναι;»

«Εσείς θα το κρίνετε αυτό, Μεγαλειότατε.»

«Έγινε έρευνα κι έχω εδώ τα έγγραφα των υπαλλήλων μου. Βλέπω πως όλοι οι αρμόδιοι κατέθεσαν ότι οι τίτλοι σου είναι απολύτως έγκυροι.»

«Γνώριζα την εγκυρότητά τους, Μεγαλειότατε. Αλλιώς δεν θα τους κατέθετα για αναγνώριση» απάντησε ο Ιάκωβος ανακουφισμένος.

«Οι Βενετοί γράφουν μισόλογα άρα σε αναγνωρίζουν, το ίδιο κι οι Γενουάτες. Ετοίμασα έγγραφο με το οποίο σε χρίζω Μαρκίωνα και Άρχοντα της Πάρου καθώς θεωρώ το νησί Μαρκιωνία. Θα έχεις τις προσόδους από το νησί αυτό όταν θα μπορεί να βγει εισόδημα ελεύθερο από τον Τούρκο. Επίσης σε χρίζω Δεσπότη της Σάμου. Να κι οι σφραγίδες που βεβαιώνουν τους τίτλους! Λοιπόν, είσαι ευχαριστημένος;»

Του έδωσε τα σχετικά έγγραφα. Ο Ιάκωβος ούτε που τόλμησε να τα κοιτάξει. Δεν θα αμφισβητούσε μπροστά του τον λόγο του ίδιου του αυτοκράτορα.

«Με κάνετε ευτυχή! Η Μεγαλειότητά σας με τιμά! Θα σας είμαι παντοτινά ευγνώμων!»

«Για τόσα λίγα, Ιάκωβε;»

Αιφνιδιάστηκε και μπερδεύτηκε η γλώσσα του. Τι σήμαινε αυτό το «τόσα λίγα»; Τον ειρωνευόταν ο Κάρολος; Μήπως στην πραγματικότητα είχα βρει οι Βενετοί πως οι τίτλοι του Δεσπότη ήταν κάλπικοι; Μήπως θα ήταν πιο σοφό να είχε δει τι έλεγαν τα χαρτιά που του είχε δώσει προηγουμένως ο Κάρολος; Όμως ένας αυτοκράτορας δεν αστειεύεται ούτε κι αμφισβητείται. Άραγε τι ήθελε να πει τώρα με αυτό το «τόσα λίγα»; Με κοίταξε λοξά, αλλά, ήμουν κι εγώ αιφνιδιασμένος από μια αδιόρατη ειρωνεία των λόγων του Καρόλου. Μακάρι να μπορούσα να βοηθήσω.

«Ρώτησα, πρώην Ίλαρχε και νυν Άρχοντα και Δεσπότη. Είσαι ευγνώμων για τόσο λίγα μόνο;»

«Μα και βέβαια. Είναι το περισσότερο που μπορούσα να έχω Μεγαλειότατε!»

«Με προσβάλεις και με υποτιμάς. Εγώ, ένας ολόκληρος αυτοκράτορας και το μόνο που θα μπορούσα να σου δώσω είναι αυτό το οποίο ήδη κατέχεις;»

«Δεν ξέρω τι να πω, Μεγαλειότατε» είπε ο Ιάκωβος που φαινόταν να έχει πάθει γλωσσοδέτη.

«Εσύ ο λαλίστατος Έλληνας με γνώμη για όλα και δεν έχεις τίποτε να πεις;»

«Πώς να είμαι λαλίστατος με όσα ακούω; Περιμένω από τη Μεγαλειότητά σας να ακούσω τις αποφάσεις της» είπε ο Ιάκωβος γεμάτος νευρικότητα.

«Ώστε θυμώνεις κιόλας, ε;» έκανε δήθεν εκνευρισμένος ο Κάρολος.

«Δεν θυμώνω, Κύριε, αντιθέτως, σας περιμένω» είπε με χαμηλή φωνή ο Ιάκωβος

«Λοιπόν, άκουσε! Είπα και μου φτιάξανε ένα χαρτί, και το έχω εδώ. Ορίστε, μπορείς να το πάρεις!» είπε ο Κάρολος και του το έδωσε.

Ο Ιάκωβος πήρε στα χέρια του το χαρτί αλλά, αντί να το κοιτάξει, γύρισε και κοίταζε εμένα. Γύρευε βοήθεια, όμως, ούτε κι εγώ είχα κάτι για να του πω.

«Διάβασέ το λοιπόν! τι περιμένεις;» διέταξε ο Κάρολος τον Ιάκωβο. Τον είχε προσέξει που το κοίταζε μουδιασμένος και συγκρατημένος

Ο Ιάκωβος πήρε την περγαμηνή. Αφού την άνοιξε κι αφού βεβαιώθηκε για την αυτοκρατορική βούλα και μόνο τότε κοίταξε το κείμενο. Το διάβασε δυνατά για να ακούω κι εγώ. Ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων και όλων των άλλων τίτλων του Καρόλου που αναγράφονταν με τη σειρά πρωτοκόλλου τον έχριε «Ιππότη του Ανωτάτου Καίσαρος». Η τιμή ήταν τεράστια. Δεν ήταν μόνο η αναγνώριση των τίτλων του Δεσπότη, που του είχαν δοθεί ως κληρονομικό δικαίωμα. Ο αυτοκράτορας είχε αποφασίσει να του δώσει κι ο ίδιος έναν τίτλο. Και τον έχριε Ιππότη, κάτι που άλλοι ισχυροί μια ζωή το ονειρεύονταν αλλά δεν κατάφερναν ποτέ να το αποκτήσουν. Ο Ιάκωβος, αληθινά ευγνώμων, έκανε να σκύψει για να του φιλήσει το χέρι αλλά ο Κάρολος τον έκανε μακριά.

«Για την περίπτωση που δεν θα ήσουν ικανοποιημένος απ’ την τιμή να σε χρίσω Ιππότη, ετοίμασα αυτό». Ο Κάρολος του έδωσε μιαν ακόμη περγαμηνή.

Ο Ιάκωβος άνοιξε την δεύτερη περγαμηνή και κοίταξε πάλι την αυτοκρατορική βούλα. Διάβασε δυνατά με μια φωνή γεμάτη συγκίνηση.

«Ο Κάρολος Ε’ αυτοκράτορας Ρωμαίων κι όλων των άλλων τίτλων χρίζει τον Ιάκωβο Βασιλικό Ηρακλείδη Κόμη!»

Το κείμενο έλεγε κι άλλα. Τον έκανε Κόμη Παλατινό, που θα πει ότι αυτό πια κι αν ήταν τιμή! Η αρμοδιότητά του θα εκτεινόταν σε πολλά επίπεδα. Ο Ιάκωβος, ως Κόμης Παλατινός θα είχε την άδεια του αυτοκράτορα να δίνει κι ο ίδιος τίτλους. Θα το έκανε γι ανθρώπους που αυτός θα έκρινε ότι το άξιζαν. Μπορούσε να δώσει τον τίτλο του «Δόκτορος». Μπορούσε να ονομάσει κάποιον «Πρωτονοτάριο» με ανάλογα πλεονεκτήματα. Ακόμα μπορούσε να αποδώσει σε λογίους που εκτιμούσε το έργο τους τον τίτλο του «Εστεμμένου Ποιητή». Η γενναιοδωρία του Καρόλου ξεπερνούσε την φαντασία, αλλά, παρ’ όλα αυτά ο αυτοκράτορας τον ρώτησε κατά το τυπικό.

«Αποδέχεσαι αυτούς τους τίτλους, Ίλαρχε;»

«Με τιμή και υπερηφάνεια, Μεγαλειότατε. Δεν ξέρω τι να πω» ψέλλισε ο Ιάκωβος.

Στα σαραντατέσσερά του χρόνια αξιωνόταν τίτλους που άλλοι ονειρεύονταν. Μια ζωή ανδραγαθιών και πολέμων δεν θα έφταναν για να αποκτηθούν.

«Τίποτα να μην πεις» είπε ο Κάρολος. «Σου χρωστάω εγώ ακόμα, όχι εσύ!»

«Θα σας είμαι αιώνια ευγνώμων.»

«Και κάτι ακόμα» είπε ο Κάρολος με το χέρι στο σαγόνι σαν να μετρούσε κάτι. «Είσαι ένας ευγενής με τίτλους, αλλά, χωρίς γη. Σκέφτομαι να σου δώσω ένα κομμάτι εύφορης γης εκεί στη Βιττεμβέργη. Στη Σαξονία έχω πολλές εκτάσεις και μια μέρα οι μεταρρυθμιστές θα τις δημεύσουν. Λέω, λοιπόν, να σου χαρίσω μερικά εκτάρια γης για να μην είσαι άρχοντας χωρίς στέρεο έδαφος κάτω από τα πόδια σου.»

Όλα θα συνοδεύονταν από σχετικά χρυσόβουλα. Ήταν μια αυτοκρατορική προσφορά, κι όμως ο Ιάκωβος είχε μιαν απρόσμενη απάντηση. Τόσο απρόσμενη που εξέπληξε όχι μόνο τον Κάρολο αλλά και μένα.

«Ό,τι σκοπεύετε, τόσο ευγενικά, να δώσετε σε εμένα Μεγαλειότατε, θα επιθυμούσα να το δώσετε κάπου αλλού. Δεν είναι άρνηση βασιλικού δώρου όμως θα ήταν πιο χρήσιμα στο Πανεπιστήμιο της Βιττεμβέργης.»

«Στη Βιττεμβέργη;» έκανε έκπληκτος ο Κάρολος. «Εκεί δεν είναι που ...;.»

«Είναι κοσμήτορας ο Μελάγχθων» είπε ο Ιάκωβος.

«Σε αυτόν τον λογά προτεστάντη θέλεις να κάνεις μια τέτοια βασιλική δωρεά;»

«Μας βοήθησε πολύ και μας δίδαξε σωστά. Σε αυτό το Πανεπιστήμιο χρωστάμε με τον φίλο μου τα πάντα. Όσο για τον Μελάγχθωνα, είναι σοφός άνθρωπος, ουμανιστής, μετριοπαθής κι Έλληνας κατά δήλωσή του. Αγαπάει τη Γερμανία και θέλει τη ενότητά της με τον ίδιο τρόπο που την θέλετε κι εσείς.»

«Μα, εγώ είμαι ένας πιστός καθολικός ενώ εκείνος ένας βλάσφημος αιρετικός.»

«Με όλο τον σεβασμό, Μεγαλειότατε, επιτρέψτε μου να πω ότι με τον Μελάγχθωνα έχετε κοινούς στόχους. Η ενότητα του χριστιανισμού και του γερμανικού έθνους είναι και για τους δυο ο οδηγός σας.»

Ο αυτοκράτορας είχε ήδη εκτιμήσει δεόντως την κίνησή του Ιάκωβου να δωρίσει την γη στο γερμανικό Πανεπιστήμιο. Τον είχε τοποθετήσει ψηλά στην εκτίμησή του.

«Ίλαρχε» είπε με στόμφο ο Κάρολος. «Αποδεικνύεις ότι άξιζες τη γενναιοδωρία μου! Να ξέρεις ότι στην Αυγούστα θα είσαι φιλοξενούμενός μου!»

«Με όλο το θάρρος, θα μπορούσατε να κάνετε και κάτι ακόμα, Μεγαλειότατε…»

«Ακούω. Λέγε τι άλλο θέλεις από εμένα, Ιππότη» τον ρώτησε ο Κάρολος χαμογελώντας.

«Αν ποτέ σας ζητηθεί να μετάσχετε σε μια σταυροφορία για την πατρίδα μου, να το κάνετε Κύριε. Θα αξίζει τον κόπο!»

Ο Κάρολος χαμογέλασε.

«Ίσως είναι πια αργά για μένα να ξεκινήσω καινούριες σταυροφορίες» είπε.

Ωστόσο, έδειχνε να το σκέπτεται και συμπλήρωσε.

«Εξ άλλου, αν ποτέ ο Πάπας το ξεκινήσει, το ξέρει πως θα με βρει αρωγό.»

«Είστε μεγάλος Βασιλέας» είπε ο Ιάκωβος.

Ήξερα καλά τι σκεφτόταν. Θεωρούσε πως ένα σχέδιο απελευθέρωσης ίσως και να μην ήταν τόσο ανέφικτο όσο στην αρχή είχε φοβηθεί.

Όταν ο Ιάκωβος γύρισε στου Μελάγχθωνα ολόκληρο το Πανεπιστήμιο είχε μάθει για τη δωρεά. Είχε μάθει τους νέους τίτλους του και τον υποδέχτηκε με ενθουσιασμό, τιμές και με ζητωκραυγές. Ήταν βέβαια από σεβασμό αλλά πιο πολύ ήταν από αγάπη. Τα φοιτητικά καπέλα πετάχτηκαν ψηλά προς τιμήν του κι όλοι οι καθηγητές των σχολών του χάρισαν πέννες και μολύβια. Ήταν η μεγαλύτερη τιμή για την πανεπιστημιακή κοινότητα. Ο Μελάγχθων έλαμπε από ευτυχία και έχω την εντύπωση ότι ο Ιάκωβος ζούσε τις καλύτερες στιγμές της ζωής του.

===

*********************************

Αύριο, Παρασκευή 13/3 ξεκινάει το τέταρτο κεφάλαιο με τίτλο Ιάσιο.