Μετά την φυγή τους από την Κερασούντα, ο Ιάκωβος κι ο Χάρμος πέρασαν από την Πόλη, έμειναν στην Χίο, μετά στην Κορώνη (κεφ. 2α) και τέλος στην Πάρο (κεφ. 2β) όπου απέκτησαν και τους τίτλους του Επίσκοπου. Επόμενη στάση τους στο Αιγαίο η Κρήτη όπου γνωρίζουν νέα πρόσωπα, και ζουν νέες περιπέτειες. Κάποιες γνωριμίες τους στον Χάνδακα θα είναι μέλη της Αδελφότητας αργότερα στην Αυγούστα.
*****************************
κεφ. 2γ
Κρητικοί ευγενείς της υπαίθρου, Αρχοντορωμιοί |
*** ΚΡΗΤΗ ***
Αποβιβαστήκαμε, καλοκαίρι του 1536, στον Χάνδακα, στο μεγάλο λιμάνι των Ενετών. Εδώ ήταν το εμπορικό κέντρο της εκτεταμένης νησιωτικής επικράτειας της Γαληνουάτης δημοκρατίας. Ήταν βασικό λιμάνι για την κυριαρχία της σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Στις αρχές ο Ιάκωβος δήλωσε το όνομα «Ηρακλείδης». Αυτό τον καθιστούσε κληρονόμο των χρυσόβουλων του δεσπότη, αν έβρισκε, βέβαια, κάποιο τρόπο για να τα αναγνωρίσει. Δηλώσαμε κι οι δυο Ρωμιοί από τη Σάμο κι αναζητήσαμε κάποια δουλειά. Κοιμόμασταν σε ένα χάνι. Στην αρχή κάναμε κι οι δυο διάφορες εργατικές δουλειές. Μετά ο Ιάκωβος κατάφερε να πείσει τον ξενοδόχο για τις ικανότητές του. Σύντομα, παρέδιδε μαθήματα ελληνικών και λατινικών στον γιο του ξενοδόχου. Έτσι είχαμε τουλάχιστον στέγη και τροφή, πράγματα βασικά για την επιβίωσή μας. Τα ρούχα μας, όμως, συνέχιζαν να είναι παλιά και το πουγκί μας άδειο.
Παρά τις δυσκολίες, δεν μάς έλειψε το φλερτ. Για μένα εξακολουθούσε να είναι πηγή αμηχανίας η όποια σχέση με τις γυναίκες. Για τον φίλο μου, όμως, ήταν πάντα ιδιαίτερα αγαπητή και προσοδοφόρα ενασχόληση. Στο κάτω κάτω τού χάριζε επιτυχίες. Το περιβάλλον ήταν ευνοϊκό καθώς ο Χάνδαξ είχε ήθη πολύ ελεύθερα για πόλη της Ανατολής. Αντέγραφε την ελευθεριάζουσα Βενετία της εποχής μας αν και δεν μπορούσε να την συναγωνιστεί. Κανένα μέρος και καμία πόλη στον κόσμο δεν μπορούσε να την φτάσει την Βενετία στον τομέα της ελευθερίας των ηθών.
«Παρατήρησες, Χάρμο, ότι γυναίκες εδώ είναι πολύ όμορφες» μού είπε κάποια στιγμή.
«Και τα μαχαίρια εδώ είναι πολύ κοφτερά! Πρόσεχε Ιάκωβε!» τον συμβούλεψα εγώ.
«Μα δεν τις βλέπεις πώς ντύνονται, πώς γελάνε, πώς κρυφοκοιτάζουν … Λοιπόν, ξέρεις κάτι, νομίζω ότι είναι πιο όμορφες κι από τις Χιώτισσες!»
Αυτό πια ήταν υπερβολή. Οι Χιώτισσες ξεχώριζαν. Στα μάτια μου ήταν ανυπέρβλητες κι είχα τη Μαργαρίτα και τη Λενιώ σαν τα καλύτερα παραδείγματα.
«Αναπνέω ελεύθερο αέρα στην Κρήτη» μού έλεγε.
«Ιάκωβε, εδώ γίνονται πολύ άγριοι αν τους πειράξεις, πρόσεχε!»
Όταν είχαμε λίγο ελεύθερο χρόνο, γυρνούσαμε στα στενά δρομάκια ή τις πλατείες του Χάνδακα. Συζητούσαμε πολύ. Κάποια τέτοια μέρα είχαμε προσέξει ένα κορίτσι, άγνωστό μας βέβαια. Ήταν πολύ χαριτωμένο κι είχε τραβήξει την προσοχή όλων των ανδρών στην πλατεία. Με αφορμή τον ανταγωνισμό των νεαρών για να κερδίσουν την προσοχή της ο Ιάκωβος μπλέχτηκε σε λογομαχία. Ο αντίπαλος ήταν ένας καλοντυμένος Κρητικός με αρχοντική εμφάνιση. Φαινόταν να έχει υψηλή καταγωγή και θέση. Δεν θα ήταν σκόπιμο να τα βάλουμε μαζί του κι ανησύχησα για την φιλονικία τους.
«Εϊ, εσύ, σύντεκνε, μη κοιτάζεις έτσι το κορίτσι για θα το φας με τα μάτια σου!» τού είπε ο νεαρός Κρητικός με πολύ αυστηρό ύφος.
«Και τι σε νοιάζει εσένα;» τού απάντησε απότομα ο Ιάκωβος που δεν έδειξε να φοβάται.
«Είσαι ξένος στην πόλη» συνέχισε ο άλλος απειλητικά. «Για μαζέψου κάπως …!»
Ο νεαρός με τα πλούσια ρούχα και την ευγενική εμφάνιση τον άγγιζε ήδη στον ώμο.
«Είναι συγγενής σου, Κύριε, η άγνωστη αυτή κοπέλα χωρίς όνομα;» τον ρώτησε ο Ιάκωβος.
«Δεν μου είναι άγνωστη, ούτε είναι ανώνυμη. Είναι η Ερατώ, περήφανη Κρητικοπούλα από τον Χάνδακα. Είναι τιμή και καθήκον μου να την υπερασπίζομαι σαν αδελφή μου.»
«Το ίδιο καθήκον πέφτει και σε μένα» τού απάντησε με θράσος ο Ιάκωβος. «Από την Κρήτη είμαι κι εγώ.»
«Για ραγιά τουρκόσπορο σε κόβω» επέμεινε ο νεαρός.
«Είμαι Γραικός κι ανήκω στο γένος των Ρωμαίων. Δεν είμαι ραγιάς, ελεύθερος είμαι! Ίσως να είμαι Κρητικός από πάππου προς πάππο» τού είπε ο Ιάκωβος.
Όσο μιλούσε δεν παρέλειπε να χαμογελά στην όμορφη Κρητικοπούλα και να προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή της.
«Τράβα τα μάτια σου για’ θα βρεις σίγουρα τον μπελά σου!» επέμεινε ο άλλος.
Τού μιλούσε, βέβαια, αυστηρά αλλά δεν ήταν ιδιαίτερα επιθετικός. Ακόμα κι εγώ, που αρχικά είχα παγώσει από φόβο, το αντιλαμβανόμουν. Ο νεαρός Κρητικός διαπληκτιζόταν διασκεδάζοντας μάλλον παρά με αληθινό θυμό. Είχα την αμυδρή εντύπωση πως ίσως κοιτούσε με συμπάθεια τον φίλο μου.
«Δεν μού είναι δύσκολο να κοιτάξω αλλού, Κύριε» τού είπε ο Ιάκωβος. «Αναρωτιέμαι, όμως, αν τα έθιμα εδώ στην Κρήτη έχουν αλλάξει τόσο πολύ από τον καιρό του Μίνωα.»
«Τι δουλειά έχει ο Μίνωας στη κουβέντα μας;» απόρησε ο νεαρός. «Μα δεν ξέρεις ότι τα κορίτσια ήταν εξαίσιοι πίνακες ζωγραφικής τον καιρό τού Μίνωα; Τότε, τα μάτια ηδονίζονταν να κοιτούν.»
«Γνωρίζεις και τον Μίνωα;» ρώτησε ειρωνικά ο Κρητικός. «Και πού τα’ μαθες εσύ το ξυπνοπούλι τα δικά μας τα έθιμα από τα παλιά τα χρόνια;»
«Μα στο είπα, Κρητικός είμαι! Ίσως να ‘μαι κι από το σόι του Μίνωα, που ξέρεις ...»
Ο νεαρός έβαλε τα γέλια και τού έφυγε η προσποιητή αυστηρότητα. Κάπως έτσι ξεκίνησε η πιο σοβαρή και χρήσιμη γνωριμία για το μέλλον μας που έκανε ο Ιάκωβος στην Κρήτη. Δεν γνώριζε πως τόση ώρα λογόφερνε με τον γόνο μιας μεγάλης οικογένειας Αρχοντορωμιών.
«Είμαι γιος του Βίκτωρα Καλλέργη. Ο κυρ-Φωκάς(i), κυρ-Φωκάς είναι Νόμπιλε Κρετένζε(ii) στον Χάνδακα. Είμαι το ένα από τα δώδεκα αρχοντόπουλά του. Αν είσαι κρητικός θα μάς έχεις ακουστά» μάς αυτοσυστήθηκε. «Εγώ είμαι ο Ανδρέας Καλλέργης.»
«Εγώ, δυστυχώς, δεν είμαι τίποτε Κύριε Ανδρέα!» του είπε μυξοκλαίγοντας ο Ιάκωβος. «Λέγομαι Ιάκωβος Βασιλικός Ηρακλείδης και είμαι ένας πρώην!»
«"Πρώην" σε τι;» τον ρώτησε ο άλλος χαμογελώντας.
«Πρώην σε όλα» είπε ο Ιάκωβος. «Είμαι πρώην ευγενής. Τα μέρη των δικών μου τίτλων ευγενείας τα διαφεντεύουν οι Τούρκοι κι οι Φράγκοι. Είμαι πρώην δάσκαλος ελληνικών και τώρα διδάσκω ευκαιριακά τα λατινικά. Είμαι πρώην εραστής. Οι γυναίκες εδώ είναι φυσικό να προτιμούν τα αρχοντόπουλα σαν εσένα. Είμαι πρώην φιλόσοφος. Γενικά είμαι «πρώην» σε όλα! Από εδώ ο φίλος και υπασπιστής μου κύριος Χάρμος Γεωργιάδης» είπε ο Ιάκωβος.
«Ωραία τα λες» είπε καλόκαρδα ο Ανδρέας. «Χαίρομαι που σας γνώρισα!»
Αφήσαμε την Ερατώ και πιάσαμε την φιλοσοφία. Ο Καλλέργης φαινόταν πνεύμα ανήσυχο. Είχε καλή διάθεση και μάς ήθελε παρέα του. Συνεχίσαμε την κουβέντα στις ταβέρνες του Χάνδακα όπου μάς πήγε ο νεαρός Κρητικός. Οι δυο τους μετρήθηκαν σε όλα, στο πιοτό, στη συζήτηση και στη λεβεντιά. Βρέθηκαν σχεδόν ισοβαρείς. Το νεαρό αρχοντόπουλο διέκρινε πόσο φωτεινό μυαλό ήταν ο Ιάκωβος. Είδε πόσες γνώσεις είχε για την φιλοσοφία και την ιστορία. Ενθουσιάστηκε με τη γνωριμία. Πολύ σύντομα πρότεινε να βρει δουλειές γραφιάδων για εμάς στο οικογενειακό τους αγρόκτημα. Έμμεσα ήθελε τη φιλία μας και ουσιαστικά μάς έκανε προστατευόμενούς του. Δεν ήταν παράξενο που κάποια χρόνια αργότερα ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Αδελφότητας στην Αυγούστα. Αυτή η συμμετοχή πρέπει να κατοχυρώθηκε από την πρώτη κιόλας ημέρα της γνωριμίας μας.
«Μάς τιμά να μάς θεωρείς φίλους σου Άρχοντα» είπε ο Ιάκωβος με επισημότητα. «Η αλήθεια είναι πως έχουμε μεγάλη ανάγκη τη δουλειά που μάς προσφέρεις.»
«Άσε τους τίτλους και φώναζέ με σκέτα Ανδρέα» είπε ο νεαρός. «Κι εσύ Χάρμο, το ίδιο. Υπασπιστής ή πιστός φίλος, είναι το ίδιο. Θα σας γνωρίσω σύντομα τους φίλους μου και την οικογένειά μου. Θα έρθετε να μείνετε μαζί μας στο κτήμα. Εκεί υπάρχουν πολλές δουλειές για να κάνετε.»
Έτσι, άλλαζε πλήρως η ζωή μας στην Κρήτη.
«Αυτός ο Ανδρέας μού φαίνεται καλός άνθρωπος. Τον εμπιστεύομαι» τού είπα αργότερα.
«Και μένα μου άρεσε» μού απάντησε ο Ιάκωβος. «Όμως, μήπως έχουμε κι άλλη επιλογή;»
Ο Χάνδαξ τον 16ο αιώνα
Μετακομίσαμε από το πανδοχείο μας στο οικογενειακό κάστρο των Καλλέργηδων. Ο Ανδρέας έγινε καρδιακός φίλος μας. Μάς γνώρισε στους γονείς και τους δικούς του. Μάθαμε τον πατέρα του Βίκτωρα, τον μικρότερο αδελφό του Ματθαίο και στα ξαδέλφια του Αντώνιο και Ανδρέα. Οι Καλλέργηδες τα πήγαιναν καλά με τους Ενετούς ωστόσο παράλληλα ήταν και στα μαχαίρια. Συνεργάζονταν σαν αρχοντορωμιοί, είχαν τίλους ενετικούς, όμως, καυχιόνταν για αγώνες εναντίον τους. Ήταν μια συνηθισμένη κατάσταση στην Κρήτη. Είχαν μετάσχει με όλες τους τις δυνάμεις στην επανάσταση του Λυσσογιώργη(iii) πριν μερικά χρόνια. Γνωρίσαμε και τους φίλους του. Με την εγκάρδια και γενναιόδωρη στάση του, μπήκαμε σε μια παρέα αριστοκρατών του Χάνδακα.
Αυτές οι γνωριμίες έδωσαν στον φίλο μου τα φτερά που χρειαζόταν για να πετάξει. Ο πατέρας Βίκτωρ Καλλέργης τον προσέλαβε για παιδαγωγό Ελληνικών και Λατινικών στους δυο γιους του. Ο Ιάκωβος έγινε δάσκαλος του δεκατριάχρονου Ματθαίου και του δεκαπεντάχρονου Αντώνιου. Ο Ματθαίος ήταν γενναίος και ριψοκίνδυνος με έφεση στα στρατιωτικά και στη θάλασσα. Εκδήλωνε ανοιχτά την συμπάθειά του και τον θαυμασμό του για τον Ιάκωβο. Ο Αντώνιος είχε μεγάλο ζήλο για τα γράμματα. Ο Ιάκωβος τους συμπάθησε και τους δυο ιδιαίτερα.
«Οι Καλλέργηδες είναι όλοι τους εξαιρετικοί» μού έλεγε συχνά. «Τα δυο παιδιά χαίρεσαι να τα διδάσκεις. Διαφορετικά το ένα από το άλλο αλλά ξεχωριστά.»
«Συμφωνώ. Νομίζω, όμως, ότι πρέπει να σεβόμαστε όλη την οικογένεια, όχι μόνο τα παιδιά» απαντούσα με νόημα όποτε το έθετε έτσι.
«Αμφιβάλλεις;» ήταν η αντίδρασή του.
Τα υπονοούμενά μου αφορούσαν ένα άλλο μέλος της οικογένειας Καλλέργη που γνώρισε ο Ιάκωβος. Μιλούσα για την Ελένη Παππά, την εξαδέλφη των Καλλέργηδων, εξαιρετική γυναίκα και συνομήλική μας.
«Αν θέλεις να πεις κάτι, πες το ευθέως» μού είπε
Δεν μίλησα. Έτσι κι αλλιώς είχε καταλάβει. Η Ελένη είχε κοφτερό μυαλό κι ανεξαρτησία γνώμης. Ήταν προστάτιδα των νεαρών Αντώνιου και Ματθαίου. Κυρίως όμως ήταν πάρα πολύ όμορφη. Ο Ιάκωβος αναρωτιόταν πώς τα κατάφερνε μια γυναίκα μεγαλωμένη σε τόσους περιορισμούς κι απαγορεύσεις. Η ζωή που επέβαλαν τα στερεότυπα της εποχής μας δεν ήταν εύκολη γι αυτήν. Χρειαζόταν σθένος για έναν τόσο ανεξάρτητο χαρακτήρα και πάθος για να αποκτήσει τόσο πολλές γνώσεις. Αυτό που τον τρέλαινε, όμως, ήταν που η Ελένη ήταν τόσο γλυκιά, απαλή και τρυφερή γυναίκα. Ήταν ένα πλάσμα αέρινο και τρομερά θελκτικό παρά το γεγονός ότι δεν ήταν εύθραυστη και αδύναμη. Ο Ιάκωβος, που ποτέ του δεν αντιστάθηκε σε τέτοιου είδους προκλήσεις, την ερωτεύτηκε τρελά! Εκείνη με τη σειρά της ανταποκρίθηκε στο αίσθημά του! Όμως τα πράγματα δεν ήταν καθόλου απλά. Η ωραία Ελένη της Κρήτης, όπως της Τροίας, ήταν κι αυτή παντρεμένη!
«Είναι ένα υπέροχο πλάσμα, Χάρμο, την σκέφτομαι όλη μέρα» μού ’λεγε.
«Μην την βάζεις στο μάτι, είμαστε στην Κρήτη κι είναι και παντρεμένη!»
«Όταν την βλέπω, η ζωή γίνεται όμορφη. Την αγαπάω αληθινά» επέμενε εκείνος.
Ξέχασε την Μαργαρίτα, που είχε χαθεί έτσι κι αλλιώς οριστικά από την ζωή του. Έπεσε τώρα με τα μούτρα στον καινούριο του έρωτα. Ωστόσο, το ήξερε καλά πως ήταν κι αυτή μια σχέση χωρίς αύριο. Ο γάμος της δεν θα μπορούσε να διαλυθεί χωρίς να ξεκινήσει μια βεντέτα με πολλά θύματα και σκοτωμούς Κι όλα αυτά, μάλιστα, σε μια οικογένεια που μας είχε ευεργετήσει. Το ήξεραν κι οι δυο αλλά, παρ’ όλα αυτά, τόλμησαν να ζήσουν το όνειρό τους. Η Ελένη είχε χρόνο και ελευθερία κινήσεων καθώς ο άντρας της έλειπε μακριά από την Κρήτη. Με την κάλυψή μου, και τη βοήθεια του Ανδρέα, ο Ιάκωβος έζησε μαζί της μια κρυφή κι έντονη περιπέτεια.
«Την αγαπάω! Την θέλω! Δεν μπορώ να σκέφτομαι άλλο τίποτε εκτός από αυτήν!» έλεγε γεμάτος πάθος.
Τον είχα δει να ξετρελαίνεται με την Μαργαρίτα, αλλά, έβλεπα ότι εδώ το πάθος του ήταν χειρότερο. Μου μιλούσε για την Ελένη με τις ώρες γυρεύοντας μιαν ανακούφιση ή –έστω- την κατανόησή μου. Δεν άκουγε τι έλεγα εγώ. Με άφηνε απλά να μιλάω σαν αναγκαστικό διάλειμμα στους μονολόγους του.
«Κινδυνεύουμε» τον προειδοποιούσα. «Ο άντρας της θα γίνει έξαλλος κι εδώ ισχύει η βεντέτα…»
Εκείνος δεν έδινε καμία σημασία στα λόγια μου.
«Όταν αρχίσει μια βεντέτα, δεν σταματάει πουθενά. Μεταφέρεται από γενιά σε γενιά κι οι σκοτωμοί συνεχίζονται για πολλές δεκαετίες» του επεσήμαινα.
«Δεν είναι μόνο το υπέροχο σώμα της ή το εκπληκτικό βλέμμα της. Είναι και το φανταστικό μυαλό της, το πνεύμα της» έλεγε σαν μαγεμένος.
«Θα μπλέξουμε!» επέμενα. «Σύνελθε Ιάκωβε. Από την Χίο, τουλάχιστον, φύγαμε βράδυ ... Από εδώ δεν ξέρω αν θα προλάβουμε…!»
«Χάρμο, δεν καταλαβαίνεις; Δεν αντέχω μακριά της. Όταν την αγγίζω νιώθω πως βρίσκομαι στον ουρανό!»
«Ποιον ουρανό; Στο λάκκο θα πειράξουν τα κουφάρια μας αν συνεχίσεις!»
Εξ αιτίας της Ελένης και του παθιασμένου, παράνομου έρωτά τους, η ζωή μας στην Κρήτη είχε γίνει άκρως επικίνδυνη. Είχαμε ήδη πολεμήσει τους Τούρκους στην Κορώνη αλλά είχαμε κινδυνέψει λιγότερο! Εδώ στην Κρήτη εξασκηθήκαμε ακόμα πιο πολύ στον πόλεμο. Είχαμε μάθει να χειριζόμαστε επιδέξια το σπαθί, το μαχαίρι, το όπλο και το κανόνι. Μάθαμε ακόμα και να ιππεύουμε πολεμώντας, ωστόσο, όλη μας η ζωή κρεμόταν πια σε μια κλωστή.
Ο Ιάκωβος κατατάχτηκε αξιωματικός στον Βενετσιάνικο στρατό κι εγώ υπαξιωματικός κι επίσημος υπασπιστής του. Η Βενετία μπλέχτηκε σε έναν ακόμη καταστροφικό πόλεμο με τους Οθωμανούς. Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα ήταν ένας πολύ δυνατός αντίπαλος. Το καλοκαίρι του 1538 προσορμίστηκε στον Μυλοπόταμο, κατέστρεψε την επαρχία Αποκορώνου και πολιόρκησε τα Χανιά.
Οι Τούρκοι προχώρησαν προς το Ρέθυμνο κι έφτασαν στον Χάνδακα. Δεν κατέλαβαν την πρωτεύουσα της Κρήτης, προχώρησαν στη Σπιναλόγκα. Κατέστρεψαν τα φρούρια της Σητείας και του Μιραμπέλου κι έκαναν βόλτες στην παραλία της Κρήτης. Σε όλες τις μάχες ή τις πολιορκίες οι Καλλέργηδες ήταν παρόντες. Εμείς πάλι, αποδείξαμε ότι δεν πήγαν χαμένα τα μαθήματα πολεμικής τέχνης που είχαμε πάρει. Ιδιαίτερα ο Ιάκωβος αποδείχτηκε πολύ ικανός στο πεδίο της μάχης. Κέρδισε τον σεβασμό των Κρητικών και των Ενετών.
«Θα συνεχίσει για πολύ αυτό το βιολί ο Χαϊρεντίν;» αναρωτιόμουν
«Δεν έχει αρκετές δυνάμεις για να μας νικήσει, αλλά, θα μας παρενοχλεί και θα μαθαίνει τα αδύνατα σημεία μας. Κάποια στιγμή οι Οθωμανοί θα έρθουν εδώ με όλες τους τις δυνάμεις» έλεγε ο Ιάκωβος.
«Δεν θα σταματήσουν πουθενά οι Τούρκοι;» ρωτούσα.
«Προς το παρόν τα βρήκαν σκούρα στη Βιέννη, όμως, είναι ακόμα δυνατοί και διψασμένοι για κατακτήσεις.»
Οι επιδρομές των Τούρκων στην Κρήτη συνεχίστηκαν σφοδρές και την επόμενη χρονιά. Κυρίευσαν τα φρούρια του Σέλινου και της Ιεράπετρας αλλά δεν τα κατάφεραν και στον Κίσσαμο. Ωστόσο τα κυριότερα γεγονότα αυτού του πολέμου δεν συνέβαιναν στην Κρήτη. Ο χριστιανικός στόλος Ισπανών, Ενετών και Παπικών αντιμετώπισε τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα κι ηττήθηκε. Η Ιερά Συμμαχία έχασε τον Σεπτέμβρη του 1538 στην Πρέβεζα. Οι Τούρκοι με λυσσαλέες επιδρομές κέρδιζαν με πολιορκίες όλα τα κάστρα των Ενετών στην Πελοπόννησο.
Το πρόβλημα ήταν ότι η Ιερή Συμμαχία σπαρασσόταν από διαφορές κι αντιζηλίες μεταξύ των χριστιανών μοναρχών. Βενετοί κι Ισπανοί ήταν αντίπαλοι στις θάλασσες. Ο Γάλλος μονάρχης βρισκόταν σε πόλεμο με τον βασιλιά της Γερμανίας κι Ισπανίας Κάρολο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι έκανε ξεχωριστή ειρήνη με τους Οθωμανούς κερδίζοντας διομολογήσεις. Έτσι υπονόμευε την δυτική ενότητα. Η ήττα στην Πρέβεζα ήταν πιο πολύ το αποτέλεσμα ασυνεννοησίας παρά μιας καταστροφικής εμπλοκής των στόλων.
«Δεν έχουν αντίπαλο οι Οθωμανοί. Ό,τι θέλουν κάνουν» έλεγα απελπισμένος.
«Χρειάζεται μια πραγματική συμμαχία των χριστιανών» μου έλεγε ο φίλος μου. «Τότε θα αρχίσει η αντίστροφη πορεία για τους Οθωμανούς.»
«Μήπως παραλογίζεσαι Ιάκωβε; Για ποιαν αντιστροφή μιλάς;»
«Οι Σουλτάνοι χρησιμοποιούν τους πόρους ολόκληρου του σουλτανάτου και φτιάχνουν πανίσχυρα στρατεύματα. Το κάνουν στη στεριά, όμως, στη θάλασσα δεν είναι δυνατοί. Αν χάσουν μια ναυμαχία θα μείνει απροστάτευτη η Ισταμπούλ.»
«Ονειρεύεσαι» του έλεγα.
«Ευτυχώς που τέτοια όνειρα τα κάνουν κι άλλοι» ήταν η τελευταία του λέξη.
Στο μεταξύ οι Οθωμανοί αλώνιζαν. Ο ανεφοδιασμός του Ναυπλίου και της Μονεμβασίας από βενετικά πλοία ήταν δύσκολος ως ακατόρθωτος. Η εξάπλωση επιδημικών ασθενειών ταλαιπωρούσε πολύ τους πολιορκημένους. Και τότε προέκυψε η δυνατότητα να μετακινηθεί ένα τουλάχιστον ενετικό πλοίο προς την Πελοπόννησο. Έπρεπε να εφοδιαστεί το Ναύπλιο με τρόφιμα και με στρατιώτες. Τον Αύγουστο του 1539 ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα ήταν απασχολημένος με το Καστελνουόβο στη Δαλματία. Γι αυτόν τον λόγο είχε χαλαρώσει ο αποκλεισμός του Ναυπλίου.
«Φεύγουμε» μου είπε μια καυτή μέρα που έσκαγε ο τζίτζικας.
«Για πού;» τον ρώτησα αιφνιδιασμένος.
«Πάμε Ναύπλιο. Δήλωσα συμμετοχή και για τους δυο μας στο πλοίο που φεύγει μεθαύριο.»
Δεν εξήγησε γιατί πήρε αυτή την απόφαση αλλά δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω. Ήταν προφανές ότι δεν είχε άλλη επιλογή αν ήθελε να αποφευχθεί μια αιματοχυσία λόγω της Ελένης. Φυσικά θα πήγαινα κι εγώ μαζί του. Ο Ανδρέας θα έμενε στον Χάνδακα με την οικογένειά του. Μας ξεπροβόδισε, μας έδωσε χρήματα, συστατικές επιστολές κι αντάλλαξε μαζί μας υποσχέσεις παντοτινής φιλίας.
Πολλοί ήταν που λυπήθηκαν για την αναχώρησή μας. Ο Αντώνιος κι ο Ματθαίος, οι μαθητές του, στενοχωρήθηκαν που έφευγε ο δάσκαλός τους. Περισσότερο όμως στενοχωρήθηκε η Ελένη. Τον είχε ερωτευτεί κι αυτή τρελά όπως κι εκείνος, όμως ο γάμος της ήταν αξεπέραστο εμπόδιο. Ήταν ένας γάμος από σκοπιμότητα που είχε κανονιστεί από τις οικογένειές τους. Ο άντρας της ήταν ένας καλός και πλούσιος άνθρωπος, κάπως μεγάλος σε ηλικία. Ήταν πρώην Κρητικός και τώρα κάτοικος Κωνσταντινούπολης, δραγουμάνος της Υψηλής Πύλης. Ήταν ο Ιωσήφ Παππάς και της ζητούσε συνεχώς να τον ακολουθήσει στην Πόλη. Η Ελένη τού το αρνιόταν, αλλά τώρα υπέκυψε. Το τέλος της εκρηκτικής της σχέσης με τον Ιάκωβο συνοδεύτηκε με αναγκαστική εξορία και των δυο τους.
Το επέβαλε ο Μανούσος Πυρογιάννης, κουνιάδος της Ελένης και αδελφός του Ιωσήφ. Απείλησε τον Ιάκωβο ότι, αν δεν έφευγε από την Κρήτη, θα έβρισκαν μια μέρα το πτώμα του να επιπλέει σε καποια ακτή. Είχε πολλές έρημες ακτές το νησί. Κανόνισε να φύγει κι η Ελένη για οριστική εγκατάσταση στην Πόλη με τον άντρα της. Δεν έμενε κανένα περιθώριο για τον Ιάκωβο. Δεν θα μπορούσε να αντιδράσει ακόμα κι αν δεν υπολόγιζε τη δική του ζωή. Αν άνοιγε βεντέτα στην Κρήτη θα έμπλεκε σε αντεκδικήσεις τους Καλλέργηδες. Θα προξενούσε μεγάλο κακό στην οικογένεια των ανθρώπων που μας είχαν φερθεί τόσο καλά κι έντιμα.
Ο Ιάκωβος δεν ήθελε να γίνει πρόξενος κακών στους προστάτες μας, κι έτσι αποφάσισε να φύγουμε απ’ την Κρήτη. Φύγαμε περίπου όπως είχαμε φύγει κι απ’ τη Χίο. Αυτός άφησε την Ελένη κι εγώ άφησα μια Κρητικοπούλα που με είχε μαγέψει από την πρώτη μέρα που την είχα δει. Ήταν η Ερατώ, που τις ματιές της είχαν διεκδικήσει ο Ανδρέας κι ο Ιάκωβος. Στο τέλος εκείνοι την είχαν αγνοήσει και την είχα κατακτήσει εγώ. Κρυφά πάντα από την οικογένειά της κι από όλο τον κόσμο βρεθήκαμε σε λαγκαδιές ή κρυφές γωνιές. Γευτήκαμε μιαν εφήμερη ευτυχία που έσβησε τη μέρα που ο Ιάκωβος έφυγε και πάλι διωγμένος. Φυσικά, εγώ τον ακολούθησα χωρίς καν να αναρωτηθώ αν θα έπρεπε να μείνω ή όχι.
«Δεν ξέρω αν το κατάλαβες, φίλε μου» του είπα σε μια στιγμή. «Νομίζω πως έτσι που αντιμετωπίζεις τις γυναίκες στα μέρη που πάμε, γράφουμε ιστορία.»
«Πατέντα φτιάχνουμε, όχι ιστορία!» μου απάντησε.
Ήξερε βέβαια ότι ο δεσμός με την Ελένη ήταν εξ αρχής αδιέξοδος αλλά ήλπιζε. Ήταν σαν τον πνιγμένο που πιάνεται από τα μαλλιά του.
«Τι ήθελε να ανακατευτεί αυτός ο Πυρογιάννης» έκανε αγανακτισμένος.
«Ευτυχώς που πρόλαβε κι ανακατεύτηκε» του είπα εγώ. «Αν τα νέα έφταναν στον Παππά, τότε μάλλον δεν θα είχαμε ούτε την επιλογή της φυγής» του υπενθύμισα.
«Την αγάπησα» μου είπε.
«Δεν έπρεπε» του απάντησα.
«Θα την σκέφτομαι πάντα. Θα την ξαναδώ» είπε με μιαν αυτοπεποίθηση φανταστική.
Αποχαιρέτησε την Ελένη βιαστικά. Καθώς παίρναμε το δρόμο για το Ναύπλιο, η Ελένη λίγες μέρες μετά επιβιβαζόταν σε Ενετικό πλοίο για την Ισταμπούλ. Τίποτε δεν έδειχνε ότι θα την ξαναβλέπαμε, όμως έγινε πραγματικότητα στην Αυγούστα. Ο Ιάκωβος δεν την είχε ξεχάσει. Την κάλεσε εκεί σαν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Αδελφότητας, για την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη που της είχε. Φεύγοντας από την Κρήτη, σε μια γωνιά του λιμανιού είδα την Ερατώ με φίλες της να βλέπει προς το πλοίο μας. Κατάφερε διακριτικά να με χαιρετήσει και την χαιρέτισα κι εγώ. Άφηνα ένα πολύ ζεστό μέρος της καρδιάς μου στην Κρήτη για να την συντροφεύει.
Φεύγαμε από την Κρήτη γεμάτοι φιλίες κι αναμνήσεις. Ο Ιάκωβος μάλιστα έφευγε με τον τίτλο του Τσιταντίνο και του αξιωματικού του βενετικού στρατού. Είχαμε φτάσει στην Κρήτη άγνωστοι μεταξύ αγνώστων και φεύγαμε με τις αποσκευές μας γεμάτες. Είχαμε και δυο μεγάλες πληγές στις καρδιές μας που είχαν τα ονόματα Ελένη και Ερατώ. Ένιωθα πάντως ότι η δική μου ιστορία δεν μετρούσε και τόσο μπροστά στην θυελλώδη δική του. Ήταν μια ιστορία που τελείωσε βίαια και με πολύ πόνο για τους δυο ερωτευμένους.
******
παραπομπές:
i Οι Ρωμιοί γαιοκτήμονες κρατούσαν στην Κρήτη από τον καιρό της ανακατάληψής της από τους Σαρακηνούς το 961 από τον Νικηφόρο Φωκά και γι αυτό αποκαλούνταν “τα δώδεκα αρχοντόπουλα του κυρ-Φωκά”. Μετά την πτώση της Πόλης, το αίτημα για επανένωση της Κρήτης με την αυτοκρατορία στερήθηκε βάσης.
ii Πρώτη τάξη στην Βενετοκρατούμενη Κρήτη ήταν οι Νόμπιλι που ήταν Ευγενείς Ενετοί, ακολουθούσαν οι Νόμπιλι Κρετένζι που ήταν Ευγενείς Κρητικοί (Έλληνες), ακολουθούσαν οι Τσιταντίνοι (αστοί) και τέλος ερχόταν ο λαός (Πλέμπε)
iii Η επανάσταση είχε κοινωνικό χαρακτήρα και κράτησε από το 1523 που ξέσπασε μέχρι το 1527 που οι Ενετοί την κατέστειλαν πνίγοντάς της στο αίμα. Αρχηγός της ήταν ο Γεώργιος Καντανολέων ή Λυσσογιώργης. Επίκεντρο της επανάστασης ήταν η Κάντια (Χανιά) με κέντρο τα Κεραμειά και τα Σφακιά. Τα αιτήματα των επαναστατών ήταν ο μετριασμός των φόρων και η παύση των αυθαιρεσιών της βενετικής διοίκησης.
******************************
Η συνέχεια αύριο Παρασκευή 5/3 με το δ' μέρος του 2ου κεφαλαίου