Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2020

09 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 9η

Μεσημεριανό της 9ης Ιουνίου. Μέρος τέταρτο αυτού το κεφαλαίου.

Ο Δημήτριος Φαληρέας και ο Ιάσων διεκδικούν την Δάφνη. Τα αίματα ανάβουν. Ο Δημήτριος την ζητά από τον πατέρα της κι ο Ιάσων του επιτίθεται.

*********************************

συνέχεια 9ης Ιουνίου, μεσημέρι

....................................

Όσο ο Δημήτριος Φαληρέας ερχόταν στον Πειραιά για να αποτίσει φόρο τιμής στον Ερμόδωρο, οι φίλοι του έψαχναν. Όπως είχαν συμφωνήσει, πήγαν σε διάφορα μέρη της Αθήνας όπου είχαν γνωστούς κι επαφές. Έκαναν μια πρώτη έρευνα στις φιλοσοφικές σχολές και, με ό,τι έμαθαν, συναντήθηκαν στο καπηλειό του Λυκανία. Είδαν ότι δεν είχαν προκύψει σημαντικά αποτελέσματα από τις έρευνές τους.

«Οι Πυθαγόρειοι στον Πειραιά είπαν ότι δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να είναι ανακατεμένοι στην υπόθεση. Μέσα στις γραμμές τους δεν υπάρχει κανένας που θα έβλαπτε τον Ερμόδωρο» είπε ο Φανοκράτης.

«Και πώς ήταν τόσο βέβαιοι;»

«Ο ίδιος ο δάσκαλός τους έκαψε κάτι χόρτα κι ήρθε σε έκσταση. Όταν συνήλθε μέσα από τους καπνούς μού το είπε».

«Τι είπε;»

«Ότι "αυτός έφα", οπότε δεν μπορούσα να επιμένω».

«Δηλαδή ... του το είπε ο ίδιος ο Πυθαγόρας, ε;» έκανε με τόνο κοροϊδευτικό ο Μύρων.

«Αυτά πιστεύουν» είπε ο Φανοκράτης.

«Εσύ Μύρωνα, τι βρήκες;» ρώτησε ο Ζείκρατος.

«Στου Ισοκράτη στενοχωρήθηκαν λες κι έχασαν τον αδελφό τους, αποκλείω να ήταν από αυτούς».

«Ο Κράτης τι σου είπε;» τον ρώτησαν.

«Για τους κυνικούς το αποκλείω κι εγώ. Ο Κράτης μου είπε για κάποιους που παριστάνουν δήθεν τους ορφικούς που κάνουν μαντείες και σκαρώνουν συμμορίες. Σε αυτούς λέει να ψάξουμε».

«Και πού θα τους βρούμε;»

«Θα έρθει να μας πει η Ιππαρχία για μια τέτοια ομάδα που έχει ακούσει» είπε ο Μύρων.

«Στην Ακαδημία υπάρχουν πολλοί μαθητές κι έχουν πολλές ομάδες. Ρώτησα, αλλά, κανείς όμως δεν ξέρει γι αυτές» είπε ο Ιάσων.

«Εσύ, Ζείκρατε, μίλησες με τον Θεόφραστο;»

«Πήγα και τον είδα. Φυσικά, αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε ανάμειξη κάποιου από την σχολή του. Θεωρούσαν τον Ερμόδωρο δικό τους άνθρωπο, μου είπε».

«Δεν έχει και άδικο» είπε ο Μύρων.

«Είδα πολλούς από τη σχολή του Αριστοτέλη εδώ γύρω. Πλάκωσαν βλέπεις όλοι οι περιπατητικοί στην πρόθεση! Θα πρέπει να ήρθε κι ο Φαληρέας για αποχαιρετισμό. Έβγαινε από το Λύκειο όταν έμπαινα εγώ. Ο Θεόφραστος μου είπε ότι σκόπευε να έρθει εδώ γιατί εκτιμούσε τον Ερμόδωρο».

«Τον είδαμε στο σπίτι του Καινέα» είπε ο Ιάσων.

«Μάλιστα, μόλις τον είδε ο Ιάσων ζήλεψε την δόξα των τυραννοκτόνων» είπε ο Μύρων.

«Δεν μπορώ τους τυράννους, ιδιαίτερα αυτούς που παριστάνουν τους φιλόσοφους!»

«Τι έλεγε στη Δάφνη;» ρώτησε ο Φανοκράτης.

«Ποια Δάφνη;» ρώτησε ο Ιάσων σαν να τον τσίμπησε σφήκα «Ποιος έλεγε, τι, σε ποιον;»

«Ο Δημήτριος ο Φαληρέας. Μόλις βγήκε απ’ το δωμάτιο με τον νεκρό, πλησίασε την Δάφνη και της μιλούσε».

«Άκουσες τι της έλεγε;»

«Όχι, αλλά την είδα στο τέλος να είναι κλαμένη».

Ο Ιάσων έκανε σαν τρελός. Έπιασε τον Φανοκράτη από την χλαμύδα και τον ταρακούνησε.

«Μιλούσε ο τύραννος στη Δάφνη κι εκείνη έβαλε τα κλάματα; Και δεν μου το λες τόση ώρα;»

«Δεν το βρήκα σημαντικό ... εσύ έλεγες ..».

«Άσε τι έλεγα!» είπε ο Ιάσων εμφανώς ταραγμένος.

«Η Δάφνη είναι ακόμα στου Ερμόδωρου» είπε ο Μύρων στον Ιάσονα. «Γιατί δεν πας να την ρωτήσεις;»

Ο Ιάσων σηκώθηκε. Ήταν αναστατωμένος και δεν μπορούσε να μείνει άλλο στο καπηλειό.

«Δεν βγάλαμε συμπέρασμα» είπε ο Φανοκράτης.

«Τζίφος η αναζήτηση» είπε ο Ζείκρατος.

«'Έχουμε καιρό να βρούμε την άκρη, δεν πρόκειται να το ξεχάσουμε το θέμα» είπε ο Μύρων.

Ο Ιάσων έτρεξε στο σπίτι του Καινέα. Υπήρχε κόσμος πολύς γιατί ο Δημήτριος δεν έλεγε να φύγει. Είχε κάτσει άνετα στο εργαστήριο του σπιτιού που ήταν ένας μεγάλος χώρος απέναντι από την τραπεζαρία. Ακριβώς επειδή ο Επιμελητής βρισκόταν εκεί, είχαν έρθει τρεις οπλίτες, μαζί με τους τρεις ιππείς, να τον φυλάνε. Το σπίτι είχε μετατραπεί σε κυβερνείο. Οι συζητήσεις κι οι αντικρουόμενες πληροφορίες για τον στόλο που βρισκόταν στην είσοδο του λιμανιού οργίαζαν. Καθένας έλεγε το μακρύ και το κοντό του.

«Θα μείνουμε στον Πειραιά για λίγο» είπε στους ιππείς. «Θέλω να δω με τα μάτια μου τι στόλος είναι αυτός».

«Εδώ είναι επικίνδυνα επιμελητή» του είπαν.

«Ενισχύστε τη φρουρά. Φωνάξτε και τον Ανθέστη».

Ο Δημήτριος ήθελε να δει τον στόλο αλλά ήθελε να τελειώσει και το θέμα της Δάφνης. Θα την ζητούσε από τον πατέρα της. Ο Ανθέστης δεν θα τολμούσε να του την αρνηθεί κι έτσι θα την έπαιρνε μαζί του στην Αθήνα. Ό,τι κι αν γινόταν στην πόλη, αυτό το βράδυ εκείνος θα κοιμόταν μαζί της. Ήταν παρθένα, όμορφη και ποθητή, κι ήθελε να την κάνει δική του. Όλο αυτό δεν μπορεί παρά να του έφερνε καλοτυχία. Οι θεοί, αν υπήρχαν, θα αγαπούσαν τους ομοίους τους, τους ευτυχείς θνητούς κι όχι τους στερημένους.

Έτσι σκεφτόταν, οδηγημένος απ’ την σοφία του, αλλά, κι από την κάψα του κορμιού του ο Φαληρέας. Ένας από τους Ιππείς του πήγε στο σπίτι του Ανθέστη. Του είπε πως τον ήθελε ο Επιμελητής που βρισκόταν στο σπίτι του Καινέα. Ο πατέρας της Δάφνης δεν μπορούσε να φανταστεί τον λόγο. Μόλις λίγο νωρίτερα είχε κάνει μια συζήτηση με την γυναίκα του. Είχαν μιλήσει για το μέλλον της κόρης τους.

«Την θέλει ένα παλικάρι καλό, από καλή γενιά» του είχε πει εκείνη. «Η κόρη μας επιμένει ότι τον θέλει κι ότι εσύ, σαν πατέρας, πρέπει να φροντίσεις γι αυτήν. Όχι μονάχα για το συμφέρον αλλά και για την ευτυχία της».

«Έτσι λέει;» είχε αναρωτηθεί ο Ανθέστης.

«Η Δάφνη είναι λογικό και καλό κορίτσι, δεν μας ντρόπιασε ποτέ, αξίζει να ακούσουμε τι θέλει κι εκείνη».

«Και ποιος είναι ο νέος;»

Του είχε πει για τον Ιάσονα. Δεν ήξερε πολλά, μόνο ότι ήταν από καλή γενιά, σπουδαία οικογένεια, κι ότι ήταν σοφός, καλός κι έξυπνος. Ήταν ένας έξοχος Αθηναίος πολίτης. Ήθελε να κάνει την κόρη τους ευτυχισμένη. Μια και δεν είχε κανένα άλλο προξενιό στο νου του, ο Ανθέστης δεν είχε επιμείνει σ’ ένα αδικαιολόγητο στείρο όχι. Αφού κι εκείνη τον ήθελε, ας έκαναν μαζί σπιτικό.

«Εσύ τον έχεις δει αυτόν τον Ιάσονα;»

«Όχι. Εμπιστεύομαι όμως την κόρη μας. Για να τα λέει αυτά, θα είναι έτσι».

«Ξέρουμε τίποτε άλλο γι αυτόν;»

«Θα μάθουμε!»

«Εντάξει, λοιπόν, πες στην κόρη σου πως ο πατέρας της λέει το ναι» είχε πει στη γυναίκα του κι ένιωσε καλά.

«Θα της το πω κι είμαι σίγουρη ότι θα έρθει να σε ευχαριστήσει με την ψυχή της».

Δεν είχε προλάβει να χωνέψει το γεγονός και να μιλήσει με την ίδια τη Δάφνη. Δεν είχε προλάβει να της πει συμβουλές σαν πατέρας. Έπρεπε να πάει για να του μιλήσει ο Επιμελητής που τον είχε ζητήσει, στέλνοντας, μάλιστα, έναν ιππέα.

«Πηγαίνω σε μια δουλειά» είπε στη γυναίκα του.

«Όταν γυρίσεις να μιλήσεις με την Δάφνη. Εγώ θα την έχω ενημερώσει για τα καλά νέα».

«Ας μας φέρει τον Ιάσονα να τον γνωρίσω κι εγώ».

Ήταν περίεργη η πρόσκληση κι ακόμα πιο περίεργο που ο Επιμελητής ήταν στον Πειραιά. Ακόμη κι αν είχε έρθει στου Καινέα για τον Ερμόδωρο, και πάλι η πρόσκληση δεν έγινε τε τον σωστό τρόπο. Θα έπρεπε να τον καλέσει στη Βασίλειο Στοά, όπου σύχναζε για τις υποθέσεις της πόλης ή, έστω, στο σπίτι του στο Άστυ. Ο Ανθέστης δεν ανακατευόταν πια ενεργά με την πολιτική αφού η πόλη κυβερνιόταν από βαλτούς του Δημήτριου. Οι Μακεδόνες ήταν ουσιαστικά οι κυρίαρχοι κι ο δήμος είχε μπει στην άκρη. Δεν καταλάβαινε, επομένως, για ποιον λόγο τον ήθελε ο Επιμελητής, όμως, δεν μπορούσε να του αρνηθεί και πήγε. Τον βρήκε στο εργαστήρι του σπιτιού του Καινέα. Είχε μεταβληθεί, με την παρουσία του Φαληρέα και των Ιππέων του σε κάτι σαν στρατηγείο.

«Τιμή μου να σε γνωρίσω από κοντά, Δημήτριε» του είπε ο Ανθέστης όταν μπήκε.

«Χαίρε Ανθέστη» απάντησε ο Δημήτριος με ένα ύφος γεμάτο ευγένεια και καλοσύνη.

«Σε τι οφείλω την τιμή, επιμελητή;»

«Ξέρεις, ήρθα ως εδώ για να αποχαιρετίσω τον Καινίδη» είπε ο Δημήτριος.

«Δυστυχώς η απώλεια είναι μεγάλη και δυσβάστακτη για τον Καινέα. Πατέρας που χάνει γιο δεν είναι καθόλου απλό να το περνάς!»

«Έχεις δίκιο, Ανθέστη. Πάντως, κοντά στη δυστυχία που φέρνει ο θάνατος, εγώ έφερα εδώ μαζί μου και μια πρόταση χαράς. Όχι για τον Ερμόδωρο, βέβαια, αλλά είναι μια πρόταση που θα φέρει ευτυχία» είπε ο Δημήτριος.

Η περίεργη διατύπωση του φιλοσόφου-τυράννου προκάλεσε την περιέργεια του Ανθέστη. Πριν προλάβει να τον ρωτήσει, άκουσε την διευκρίνιση.

«Πρόκειται για την ευτυχία της δικής σου οικογένειας» συνέχισε ο Δημήτριος.

Η περιέργεια του Ανθέστη κτύπησε κόκκινο.

«Η μοναχοκόρη σου θα παντρευτεί σύντομα» του είπε ο Δημήτριος με ένα πλατύ χαμόγελο. «Θα πάρει ένα ισχυρό άνδρα που θα σε κάνει περήφανο».

Ένα πλατύ χαμόγελο έσκασε στα χείλη του Ανθέστη.

«Ναι, το ξέρω» είπε. «Χαίρομαι που το λες, Δημήτριε, κι εσύ. Έχει βάρος ο λόγος σου».

«Πολύ εύκολα φαίνονται να είναι όλα» σκέφτηκε από μέσα του ο Δημήτριος και τον έζωσαν φίδια.

«Ώστε γνωρίζεις για ποιον σου μιλάω, ε;» είπε και κοίταξε τον Ανθέστη στα μάτια.

«Βεβαίως και γνωρίζω ... για τον Ιάσονα!»

«Πώς τον είπες;»

«Ιάσων! Έτσι λέγεται ο άντρας που θα παντρευτεί η Δάφνη. Γι αυτόν δεν μου μιλάς επιμελητή; Πιστεύω κι εγώ ότι θα με κάνει περήφανο».

Το αίμα του Δημήτριου ανέβηκε στο κεφάλι του.

«Έχεις δώσει την κόρη σου σε αυτόν τον Ιάσονα;»

«Όχι ακόμη, αλλά συμφώνησα να μου τον φέρει για να τον δω. Αν είναι όπως λένε, κι όπως μου λες κι εσύ, δεν θα έχω αντίρρηση».

Ο Δημήτριος άφριζε. Αυτό δεν το περίμενε. Ετούτος εδώ ο αφελής μιλούσε για κάποιον τυχάρπαστο Ιάσονα. Και τι είχε φανταστεί, δηλαδή; ότι τον είχε φωνάξει ολόκληρος επιμελητής για να του κάνει γαμήλιο δώρο; «Τι ανόητος»σκέφτηκε, «ω, θεοί, τι θα κάνω με δαύτον;»

«Ανθέστη, άκουσέ με. Είμαι ο Επιμελητής Αθηνών. Ό,τι θέλω να κάνω το διατάζω και γίνεται, το ξέρεις αυτό;»

«Βεβαίως, αλίμονο» είπε ο Ανθέστης κι ένιωσε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά του.

«Λοιπόν, άκου τώρα τη διαταγή μου: Δεν θα μιλήσεις ποτέ ξανά για αυτόν τον Ιάσονα. Αν το κάνεις θα τον συλλάβω και θα τον δικάσω σε θάνατο. Θα δικάσω και σένα σε εξορία, το κατάλαβες αυτό που σου λέω;»

«Ναι ...ναι, δηλαδή... ναι!» έκανε τρέμοντας ο Ανθέστης.

Τρόμαξε. Είδε στα μάτια του Δημήτριου να αστράφτουν όλες οι μακεδονικές σάρισες που στήριζαν την θέλησή του.

«Και τώρα που τελειώσαμε με αυτόν τον Ιάσονα, άκου τη συνέχεια. Έχω δει την κόρη σου, την Δάφνη. Την θέλω και θα την κάνω γυναίκα μου!» είπε ο Δημήτριος αφήνοντας τον συνομιλητή του άναυδο.

«Μα ,,,» πήγε να πει.

«Δεν έχει “μα”! Είπα κι ελάλησα. Αυτό που άκουσες θα γίνει. Ιάσων τέλος. Η Δάφνη θα γίνει γυναίκα μου, κι εσύ θα συγγενέψεις με εμένα!»

Οι μακεδονικές σάρισες που έβλεπε ο Ανθέστης στα μάτια του Δημήτριου πολλαπλασιάστηκαν. Συμπληρώθηκαν με πολιορκητικούς κριούς κι ασπίδες και τόξα. Τα λόγια του τυράννου δεν σήκωναν αντίρρηση και τα θυμωμένα μάτια του έβγαζαν φωτιές. Φιλόσοφος στα συμπόσια ο Δημήτριος αλλά τώρα άγριο ζώο. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα ώσπου να ανοίξει ξανά το στόμα του ο Ανθέστης. Σε αυτό το χρονικό διάστημα ο επιμελητής πρόλαβε να επαναλάβει το αίτημά του. Έτσι που το έθετε, έμοιαζε με ανακοίνωση πολεμικής διαταγής μάλλον παρά με αίτημα.

«Άκουσες τι σου είπα, Ανθέστη; Εγώ θα παντρευτώ την κόρη σου! Της το έχω πει ήδη. Της είπα ακόμη πως θα μιλήσω μαζί σου. Ξέρει ότι δεν θα έχεις αντίρρηση κι ο γάμος θα γίνει πολύ σύντομα».

Ο συνομιλητής του περιορίστηκε σε ένα «ναι» με μια φωνή ξεψυχισμένη. Το διάγγελμα του Φαληρέα τελείωσε με μια νέα προσταγή.

«Θέλω, τώρα, να πας να μου την φέρεις για να ακούσει από το στόμα σου την καλή της τύχη».

Τα λόγια του Δημήτριου ηχούσαν σαν καταδίκη στα αυτιά του Ανθέστη. Όχι πως δεν ήθελε για γαμπρό του τον πιο δυνατό Αθηναίο της εποχής. Υπό άλλες συνθήκες όχι μόνο δεν θα απέρριπτε μια τέτοια τιμή, αλλά θα ένιωθε κι ευτυχής. Ωστόσο, ένιωθε πως αυτή η δύναμη με την οποία θα συγγένευε ήταν μια δύναμη καταστροφής. Ένιωθε προσβολή από τον τρόπο που τον είχε αντιμετωπίσει, από τα «όχι» και τα «ναι» που είχε εκστομίσει. Είχε θυμώσει από τις διαταγές που άκουγε κι από την έλλειψη σεβασμού προς το πρόσωπό του.

Ο Ανθέστης, οι Αθηναίοι, οι Έλληνες πολίτες σε όλες τις πόλεις, είχαν ζήσει διακόσια χρόνια τώρα με δημοκρατία. Ήταν το πατρώο πολίτευμα που θριάμβευε σε όλους τους τομείς. Με κλήρωση όλοι, δυνατοί κι αδύνατοι, έπαιρναν με τη σειρά όλα τα αξιώματα. Κάθε πολίτης γινόταν την μια χρονιά βουλευτής, την άλλη δικαστής, την άλλη επώνυμος άρχων. Δεν αποφάσιζαν απλά και μόνο στην Εκκλησία του Δήμου, στη Βουλή ή στην Ηλιαία. Έκαναν κάτι πολύ περισσότερο κι από τους ίδιους τους νόμους. Οι ίδιοι κυβερνούσαν τους εαυτούς τους κι οι ίδιοι τους δίκαζαν.

Δεν εξέλεγαν αρχηγούς για να κυβερνούν και δικαστές για να δικάζουν γιατί με την εκλογή, έβγαιναν πάτα οι ίδιοι. Οι γνωστοί, οι πλούσιοι, οι “άριστοι” εκλέγονταν πάντοτε βασιλείς, πρυτάνεις, βουλευτές κι άρχοντες. Αυτό ήταν το πολίτευμα της αριστοκρατίας. Οι Έλληνες το είχαν ξεπεράσει. Όχι μόνο δεν ανέχονταν τύραννο, αλλά ούτε καν ανέθεταν σε κάποιους, λίγους και επαΐοντες, να τους κυβερνούν. Κυβερνούσαν όλοι, με θητεία μονοετή, μπαίνοντας στην κληρωτίδα. Ούτε είχαν κάποιους ειδικούς δικαστές ή ιερείς ή άρχοντες για να τους δικάζουν. Δίκαζαν όλοι μαζί σε μεγάλα δικαστήρια με χίλιους κληρωτούς δικαστές, όπως η Ηλιαία. Σε αυτό διέφεραν απ’ τους βαρβάρους. Δεν είχαν κανέναν να υπακούν παρά μόνο στους νόμους που ψήφιζαν όλοι χωρίς κανέναν άρχοντα στο κεφάλι τους.

Ετούτος εδώ ο φιλόσοφος-τύραννος είχε περιορίσει τον αριθμό των πολιτών από δέκα χιλιάδες σε χίλιους. Είχε βάλει δικούς του ανθρώπους να δέχονται ή να απορρίπτουν την δόξα του δήμου. Και, τώρα, ερχόταν να του επιβάλει την θέλησή του με τόσο σκαιό τρόπο. Είχε, όμως, στα χέρια του την δύναμη να επιβάλει την θέλησή του. Στηριζόταν στην μακεδονική σάρισα, αλλά, αυτή ήταν η πραγματικότητα εδώ και δεκαπέντε χρόνια στην Αθήνα.

«Αν δεν θέλει εκείνη, Επιμελητή, τι να κάνω;»

«Τι θα πει “αν δεν θέλει”, Ανθέστη; Είσαι πατέρας της. Έχεις όλη την εξουσία να της επιβάλεις την δική σου θέληση. Το αρνείσαι;» είπε ο Δημήτριος θυμωμένος.

Ο Ανθέστης ήταν στην πόρτα του εργαστηρίου που είχε γίνει προσωρινά κυβερνείο. Αν μπορούσε θα έκανε μεταβολή και θα έβγαινε τρέχοντας. Ένιωθε να πνίγεται εκεί μέσα. Πριν προλάβει, όμως, να κινηθεί, είδε κάποιον άγνωστο να μπαίνει μέσα φουριόζος. Ο νεοφερμένος δεν έδωσε καμιά σημασία στους φρουρούς που κι αυτοί αιφνιδιάστηκαν. Ήταν ένας νέος. Τα μάτια του άστραφταν από θυμό, όπως και του Δημήτριου. μόνο που το δικό τους βλέμμα ήταν πιο καθαρό. Ο νέος που μπήκε μέσα ρίχτηκε κατ' ευθείαν στον Δημήτριο. Τον έπιασε από την χλαμύδα και τον ταρακούνησε δυνατά μιλώντας του με θυμό κι αγανάχτηση.

«Τι θέλεις, γελοίε τύραννε, και βασανίζεις μιαν αθώα ψυχή; Δεν σου φτάνει που βασανίζεις μιαν ολόκληρη πόλη; Τι ζητάς, απαίσιε, από ένα αθώο κορίτσι;»

Ο Δημήτριος παραπάτησε αιφνιδιασμένος. Θα έπεφτε αν δεν συγκρατιόταν από τον ένα ιππέα του. Την ίδια στιγμή τα ξίφη των άλλων δύο ιππέων προτάθηκαν με τις αιχμές τους στραμμένες πάνω στο στήθος του νέου.

«Ποιος είσαι εσύ, ανόητε; Τι θέλεις;» πρόλαβε να πει ο αιφνιδιασμένος και τρομαγμένος Δημήτριος.

«Γελοίε τύραννε, σε προειδοποιώ. Μην τολμήσεις να αγγίξεις ξανά τη Δάφνη. Θα σε σκοτώσω και θα μου στήσουν άγαλμα!» είπε ο έξαλλος νέος που δεν λογάριαζε τα ξίφη.

Ο τόπος της κηδείας ήταν ένα άσυλο. Αυτό εμπόδισε τον Ιάσονα λίγο νωρίτερα να γίνει τυραννοκτόνος. Το ίδιο έθιμο εμπόδιζε και τους φρουρούς να τον σκοτώσουν κι εκείνον. Έτσι ζούσαν μέχρι στιγμής κι ο τύραννος, αλλά, κι ο εισβολέας που δεν έδειχνε να φοβάται τους φρουρούς. Μόνο οι ασπίδες των ιππέων, που είχαν μπει ανάμεσα σε εκείνον και τον Δημήτριο, τον είχαν σταματήσει. Αλλιώς θα είχε κόλας ξυλοφορτώσει τον τύραννο.

«Φρουροί! Ξυπνήστε! Δεν βλέπετε;» ακούστηκε η φωνή του Δημήτριου.

Ο Ανθέστης έβλεπε την απίστευτη σκηνή να λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια του. Αυτός φοβόταν ακόμα και να αντιμιλήσει στον τύραννο, αλλά, ο νέος τον είχε εξευτελίσει.

«Σκοτώστε τον!» φώναξε ο Δημήτριος στους φρουρούς του. «Τι τον κοιτάτε έτσι σαν χαζοί;» τους είπε.

*********************************

Αύριο Παρασκευή, το τελευταίο κομμάτι αυτού του κεφαλαίου που κλείνει το μεσημεριανό της 9ης Ιουνίου.