Είμαστε πάντα στο μεσημεριανό της 9ης Ιουνίου. Ο Ιάσων μόλις που συγκρατείται να μην ορμήσει στον Δημήτριο Φαληρέα. Είναι τύραννος, αλλά, καλοβλέπει και την Δάφνη, πράγματα αρκετά για να του επιτεθεί. Τον συγκρατούν όμως. Ο τελευταίος τους διάλογος:
«Δεν θα τα καταφέρεις, έχει μαζί του φρουρούς».
«Κι ο Ίππαρχος είχε αλλά, ο Αρμόδιος κι ο Αριστογείτων τον ξέκαναν!»
«Συντρέχουν, Ιάσονα, οι ίδιες ερωτικές προϋποθέσεις;» τον ρώτησε ο Μύρων χαμογελώντας.
«Όσο κι αν σε συμπαθώ φίλε μου» του απάντησε με ένα γέλιο ο Ιάσων «τέτοιες συνήθειες μού είναι ξένες».
«Άρα, θα αποτύχεις» είπε ο Μύρων «γι αυτό ... άσ' το!»
«Για την ώρα το αφήνω. Να ξέρεις, όμως, ότι θα έρθει η στιγμή του».
Πέρα από αυτό το πολιτικό πρόβλημα, υπάρχει και η καθημερινότητα. Εδώ βλέπουμε πως οργανώνεται μια ορφική οργάνωση με στόχο βέβαια όχι την άλλη ζωή, αλλά, κάποιες περιουσίες πολιτών.
****************************
συνέχεια του μεσημεριού της 9ης Ιουνίου (4ο μέρος)
................................
«Πάμε τώρα στου Λυκανία, έχουμε να μιλήσουμε».
Ο Ιάσων κι ο Μύρων έφυγαν για του Λυκανία. Πίσω στο σπίτι, ο Φαληρέας χαιρέτισε τον Ερμόδωρο και βγήκε στο αίθριο. Βγαίνοντας απ’ την πόρτα, την είδε. Εκείνη έψαχνε για τον Ιάσονα, αλλά, έπεσε σχεδόν πάνω στον Δημήτριο.
«Δάφνη!» έκανε ξαφνιασμένος εκείνος.
«Επιμελητή! Εσύ εδώ;»
«Ήρθα να χαιρετίσω τον Ερμόδωρο».
«Τι ξαφνικός κι άδικος θάνατος!» είπε η Δάφνη.
«Στην πραγματικότητα, ήρθα ...» της είπε διστακτικός, «ήρθα για σένα, για να σε βρω».
«Για μένα; Τότε δεν έπρεπε να έρθεις. Δεν χρειαζόταν. Σου έδωσα την απάντησή μου».
«Ξέρεις ότι είναι ανάρμοστο να συζητώ με σένα κάτι τέτοιο. Με τον Ανθέστη, τον πατέρα σου, πρέπει να μιλήσω κι εκείνος να σε παραδώσει σε μένα. Σε ρώτησα, όμως, γιατί σε εκτιμάω και σε υπολογίζω σαν άνθρωπο».
«Ευχαριστώ επιμελητή για τα αισθήματα που τρέφεις για μένα. Ωστόσο, αφού με ρώτησες, σημαίνει πως σε νοιάζει η γνώμη μου, κι αυτήν στην είπα».
«Οι άνθρωποι πολλές φορές αλλάζουν γνώμη».
«Εγώ, όμως, δεν έχω αλλάξει» του είπε με πείσμα.
Η Δάφνη ένιωσε πολύ πιεσμένη. Αντιστεκόταν σθεναρά, αλλά, γνώριζε πως εκείνος, σαν άντρας και τύραννος, είχε τα μέσα για να της επιβληθεί. Της ερχόταν να κλάψει. Δύσκολα κρατήθηκε να μην ξεσπάσει μπροστά σε τόσο κόσμο. Δεν ήθελε να του δείξει την αδυναμία της κι έκανε να τον προσπεράσει για να μπει στην αυλή.
«Πού πας;» της είπε εκείνος απογοητευμένος που δεν την συγκινούσε σχεδόν καθόλου.
«Να μπω ... με περιμένουν» είπε εκείνη κομπιάζοντας.
Ο Δημήτριος δεν ένιωθε καλά. Κανένας δεν μπορούσε να τον αγνοεί. Ήταν από τρανή γενιά, φιλόσοφος, Επιμελητής! Για όλους αυτούς τους λόγους, μπορεί να τον μισούσαν ή και να τον φοβούνταν, κανείς όμως δεν τον περιφρονούσε. Και νά που βρισκόταν εδώ μια εικοσάχρονη, που τον αρνιόταν! Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που την ήθελε τόσο πολύ. Ίσως κάπου βαθιά μέσα του έβλεπε το θάρρος της κι αυτό προκαλούσε την μανία του να την κερδίσει. Δεν την ήθελε απλά και μόνο σαν γυναίκα. Δεν νοιαζόταν να κατακτήσει μόνο το κορμί της, αυτό ήταν το εύκολο. Ήθελε να κερδίσει την καρδιά και το μυαλό της. Αν του έδινε μόνο μια ευκαιρία ...! Με την σοφία και τις αρετές του θα την κατακτούσε. Κι όμως, εκείνη τον αρνιόταν! Ήταν απίστευτο όσο κι εξωφρενικό!
«Δάφνη, μη με προκαλείς!» της είπε με ύφος αυστηρό.
«Δεν σε προκαλώ, απλά σου μιλάω με ειλικρίνεια» είπε η νεαρή με ευγενικό τρόπο.
Ήταν φοβισμένη βλέποντας μπροστά της αυτόν τον ισχυρό άνδρα να χάνει την ψυχραιμία του. Ένιωθε πως η ζωή της καταστρεφόταν με την επιμονή του να την κάνει ερωμένη του. Αν γινόταν θα ήθελε να εξαφανιστεί.
«Άσε με να περάσω, Επιμελητή, σε παρακαλώ» είπε με φωνή σβησμένη.
Εκείνος μετάνιωσε που της μίλησε με τρόπο αυταρχικό. Το ένιωθε ότι δεν μπορούσε να ελέγξει τα συναισθήματά του. Όσο την έβλεπε τόσο πιο πολύ την ποθούσε, τόσο πιο πολύ ήθελε να βρει τρόπους να σπάσει την άρνησή της. Ήθελε να την κάνει δική του ολοκληρωτικά.
«Θα μιλήσω με τον πατέρα σου» της είπε.
Αυτό ήταν απειλή. Αν ο Ανθέστης συμφωνούσε, εκείνη δεν θα είχε κανένα τρόπο να αμυνθεί. Οι νόμοι της πολιτείας την υποχρέωναν να υπακούσει.
«Σε παρακαλώ να μην το κάνεις αυτό» του είπε κι έβαλε τα κλάματα καθώς είχε ανάγκη να ξεσπάσει.
«Μην κλαις ... σταμάτα» της είπε ο Δημήτριος νιώθοντας να γίνεται γελοίος.
Δεν ήταν δυνατόν. Ο Επιμελητής, ο πιο ισχυρός άντρας στην Αθήνα, να παρακαλάει ένα κοριτσόπουλο. Κι εκείνο να του αρνείται κλαίγοντας, σχεδόν στην αγκαλιά του.
.............................................
Η Πανδότη είχε μόλις μιλήσει με τον Μεγάλο Μύστη κι ήταν σίγουρη για τις εντολές που έπρεπε να μεταφέρει. Τους είπε ποιος θα ο στόχος, πού έμενε, τι έκανε όλη την ημέρα, τις συνήθειές του και πού θα τον έβρισκαν.
«Θα είστε προσεκτικοί» τους είπε.
«Είμαστε προσεκτικοί Πανδότη» είπε ο Υπάνωρ.
«Σαν την άλλη φορά που χτυπήσατε λάθος άνθρωπο;»
«Μια φορά μόνο έγινε το λάθος. Οι πληροφορίες που μας δόθηκαν ήταν ασαφείς» επέμεινε ο Υπάνωρ.
«Μα δυο φόνοι σε μια μέρα δεν είναι πάρα πολλοί;» την ρώτησε ο Φερεθάνης.
«Καλύτερα να περιμένετε ώσπου να σκοτεινιάσει, για να αλλάξει η μέρα» τους είπε η Πανδότη αγχωμένη.
Τους έβλεπε να φέρνουν, με διάφορους τρόπους, με σωστά ή λάθος επιχειρήματα, αντιρρήσεις. Δεν το δεχόταν. Η ευπιστία ήταν το πρώτο και μοναδικό απαιτούμενο από τα όργανα, τα κατώτερα μέλη της οργάνωσης. Γι αυτό είχαν και δωρεάν τροφή, στέγη, γυναίκες και διασκεδάσεις. Γι αυτό, στην επόμενη ζωή τους, θα είχαν καλή τύχη και θεϊκή εύνοια. Όταν η οργάνωση τους έδινε τόσα σήμερα -και πολύ περισσότερα στον επόμενο αιώνα- πως μπορούσαν να απιστούν; Δεν έμπαινε ποτέ σε αμφισβήτηση η κρίση των Μεγάλων Μυστών; Αυτό ήταν απαράδεκτο. Ερωτήσεις σαν αυτές που έθεταν, έδειχναν αμφισβήτηση, που θα πει ασέβεια!
«Πανδότη, σε πειράζει να μας μιλήσεις; Πειράζει να μας πεις μερικά πράγματα;» ρώτησε δειλά ο Υπάνωρ.
«Τι θέλετε να μάθετε;»
«Εγώ πάντως» πετάχτηκε ο Ληθόνους «θέλω να μου πεις αν θα κοιμηθώ σήμερα με το Ερώδιον;(*1)»
«Όταν γυρίσετε έχοντας κάνει το καθήκον σας, αυτό που θέλει η οργάνωση, θα έχετε βραδιές ευτυχίας. Το Ερώδιον το Ηδύ και το Μελίδιον θα σας περιμένουν!»
«Θα περάσουμε κι από τη Σπηλιά;» ρώτησε ο Φερεθάνης.
«Φυσικά» είπε η Πανδότη. «Όλα θα γίνουν όπως πρέπει, όπως γίνονται κάθε φορά».
Όποτε η οργάνωση απαιτούσε μια παράνομη ενέργεια από τα κατώτερα μέλη της, η σειρά ήταν: Πρώτα επισκέπτονταν ένα καταγώγιο που το αποκαλούσαν «Σπηλιά». Εκεί έπιναν μέλι με νερό κι έτρωγαν φύλλα από χόρτο που τους ζάλιζαν. Ταυτόχρονα με την ζαλάδα, ένιωθαν να ανεβαίνουν ψυχικά και να γεμίζουν με δύναμη. Αυτό τους έδινε το αναγκαίο θάρρος για να προχωρήσουν στην αποστολή. Ακολουθούσε το καθήκον που τους είχαν αναθέσει να εκτελέσουν.
Συνήθως περνούσαν μια δοκιμασία που τους διατηρούσε γυμνασμένους. Πολύ σπάνια επρόκειτο για κάποια παρανομία κι οι φόνοι ήταν πρόσφατη εφεύρεση. Όπως τους είχε εξηγήσει η Πανδότη, σύντομα οι φόνοι θα έπαιρναν τέλος. Μετά από την αποστολή, το ίδιο εκείνο βράδυ, ακολουθούσε ένα συμπόσιο με κιθαρωδούς κι όμορφο κρασί. Κι έφτανε ύστερα, στο τέλος, η στιγμή της απέραντης ηδονής και της ευτυχίας. Το Ερώδιον, η Ηδύς και το Μελίδιον, κατώτερα όργανα της οργάνωσης κι αυτά, ήταν δικά τους. Τους καταβύθιζαν σε στιγμές απύθμενου έρωτα που κρατούσαν ολόκληρο το βράδυ. Αυτές οι αποστολές που αναλάμβαναν ήταν ό,τι άξιζε στη ζωή. Με το θαυματουργό χόρτο στο ξεκίνημα και τον θεϊκό έρωτα στο τέλος ήταν σκέτη ευτυχία. Η ζωή χωρίς αυτά ήταν ένα τίποτε. Αυτό σκέφτονταν οι τρεις εκτελεστές εκτός ... εκτός από τον Υπάνορα που τώρα τελευταία έκανε νερά!
Ο Υπάνωρ θα έμενε -όπως κι οι σύντροφοί του- πιστός στην οργάνωση. Θα έμενε πιστός στην Πανδότη, την ιέρεια που μεσολαβούσε ανάμεσα σ’ αυτόν και τους Μύστες. Ποτέ δεν θα αμφισβητούσε ένα σύστημα που του έδινε τόση ηδονή και του ζητούσε τόσο λίγα. Η οργάνωση τον είχε σώσει από χρεοκοπία και μετατροπή του σε δούλο λόγω χρεών. Θα έμενε πιστός αν δεν άλλαζαν όλα γύρω του, αν ο κόσμος του δεν άλλαζε τόσο ριζικά όταν γνώρισε την Εριφύλη.
Η Εριφύλη ήταν μια ομορφούλα και νεαρή κοπέλα που θαύμαζε την Ιππαρχία. Την είχε γνωρίσει, είχε μιλήσει μαζί της και ποθούσε να ακολουθήσει τα χνάρια της. Δεν είχε φύγει από το σπίτι της, ούτε τολμούσε ακόμη να φερθεί τόσο ελεύθερα όσο η κυνική φιλόσοφος. Τα είχε σκεφτεί, όμως, όλα κι είχε πάρει την απόφαση να αλλάξει τη ζωή της. Σταθεροποιήθηκε αυτή η απόφαση κι έγινε ο μοναδικός της στόχος ιδιαίτερα από τότε που γνώρισε τον Υπάνορα. Όπως τον είδε, ήταν ωραίος, νέος, δυνατός κι εύστροφος, που είχε ένα ελάττωμα, μιαν ανεξήγητη δειλία. Υπήρχε κάτι που τον συγκρατούσε κι η Εριφύλη δεν μπορούσε να το καταλάβει. Κάποια στιγμή ο Υπάνωρ εκδήλωσε την επιθυμία του να την κάνει γυναίκα του. Της υποσχέθηκε να την έχει ελεύθερη όπως η Ιππαρχία. Η Εριφύλη τον αγάπησε κι αποφάσισε να δέσει τη ζωή της μαζί του. Θα αντιμετώπιζαν μαζί και την δειλία του κι όποια άλλα προβλήματα είχαν, είτε αυτός είτε εκείνη. Θα δένονταν όπως δέθηκε ο Απόλλων με τη Δάφνη κι όπως ο Ορφέας με την Ευρυδίκη.
«Θα σε πάρω να φύγουμε» της είχε πει.
«Κι εγώ θα σε περιμένω να το κάνεις, αγαπημένε» ήταν η άμεση απάντησή της.
«Πρέπει να φύγω από την Αθήνα. Μπορούμε να πάμε στη Χαλκίδα όπου κυβερνάει ο δήμος κι έχω γνωστούς για να μας βοηθήσουν».
«Θα έρθω μαζί σου όπου κι αν πας».
«Ίσως πάμε σαν άποικοι στην Κύμη, είναι στην Ιταλία».
«Όπου κι αν πας».
«Και θα ζούμε ελεύθεροι» της υποσχόταν.
«Όπως ο Κράτης κι η Ιππαρχία;»
«Ναι, όπως θέλεις εσύ μικρό μου Εριφύλιον» της έλεγε.
Τα μάτια του καθρέφτιζαν την επιθυμία του και τους φόβους του μαζί. Ο Υπάνωρ ήξερε πως ήταν δειλός κι ότι οι πιο πολλές υποσχέσεις που είχε δώσει στο παρελθόν ήταν λόγια του αέρα. Προτιμούσε, όμως, αυτή τη φορά να πεθάνει παρά να την απογοητεύσει. Είχε νιώσει την ευτυχία που του χάριζαν το Ερώδιον, η Ηδύς ή το Μελίδιον. Είχε αισθανθεί και την δύναμη που του έδινε το γλυκό χόρτο μαζί με την υπόσχεση της άλλης ζωής. Όλα αυτά ήταν ισχυροί δεσμοί, όμως η ευτυχία που του υποσχόταν η Εριφύλη κι η ζωή μαζί της τους ξεπερνούσαν. Ξέφτιζε το όραμα αυτών των δεσμών μπροστά της. Γι αυτό ο Υπάνωρ ήταν πολύ πιο διστακτικός από κάθε άλλη φορά. Δεν θα προχωρούσε τόσο εύκολα στο νέο καθήκον που του έθετε η οργάνωση όταν, μάλιστα, αυτό ήταν ένας ακόμη φόνος!
«Τι τρέχει με σένα Υπάνορα;» τον ρώτησε η Πανδότη που κατάλαβε πως κάτι έτρεχε.
«Τίποτε Πανδότη, κάτι σκόρπιες σκέψεις».
«Ξέρεις πως απαγορεύονται οι σκόρπιες σκέψεις» του είπε θυμωμένη.
«Εγώ νόμιζα πως απαγορεύονται οι απαγορεύσεις» της είπε κι εκείνος αντιδρώντας.
«Έχουμε δουλειά να κάνουμε, πρέπει κάποια στιγμή να συγκεντρωθείς».
«Μην ανησυχείς για μένα» της είπε ο Υπάνωρ.
Η Πανδότη όμως ανησυχούσε. Τους εξήγησε τι ακριβώς έπρεπε να κάνουν. Τους τόνισε ότι η επέσπευδαν την πράξη τους εξ αιτίας του στόλου που πλησίαζε κι ίσως είχε φτάσει στον Πειραιά.
«Δεν ξέρουμε ποιος είναι μέσα και τι αλλαγές θα φέρει στην Αθήνα» τους είπε. «Ακόμα κι αν είναι φίλοι του Δημήτριου μπορεί να γίνουν αλλαγές. Ίσως του επιβάλουν συμβούλους που θα αλλάξουν τις ισορροπίες γύρω από την επιμελητεία. Γι' αυτό πρέπει να δράσουμε άμεσα».
«Αλλάζει τίποτε στο πρόγραμμα;» ρώτησε ο Ληθόνους.
«Μέλι και χόρτο για πριν, κι έρωτας με τις κοπέλες για μετά. Αυτό είναι το πρόγραμμα» διαβεβαίωσε η Πανδότη.
«Ε, λοιπόν, τι περιμένουμε;» αναρωτήθηκε ο Ληθόνους.
«Ας πιούμε να ευχηθούμε στην υγειά μας. Καλό ταξίδι για τον άτυχο» είπε ο Φερεθάνης, που πάντα σκεφτόταν το καλύτερο δυνατόν για τα θύματά του.
Ο Υπάνωρ σκεφτόταν διαφορετικά. Ίσως ήταν καιρός να φύγει από μιαν οργάνωση που δεν δίσταζε να σκοτώνει ανθρώπους. Σκότωνε για λόγους που γνώριζαν οι Μύστες, οι αρχηγοί, τους οποίους, έτσι κι αλλιώς, δεν τους έβλεπαν ποτέ. «Ποιος θεός άραγε θα συμφωνεί με κάτι τέτοιο;» αναρωτήθηκε. «Ίσως μόνον ο Άδης» απάντησε στον εαυτό του. Η σκέψη της Εριφύλης ήρθε εκείνη τη στιγμή στο μυαλό του για να τον γλυκάνει. Προς το παρόν ζούσαν κι οι δυο στην παρανομία. Εκείνη «έκλεβε» από το σπίτι της κοσμήματα της μάνας της κι εκείνος μάζευε χρήματα κάνοντας φόνους. Υπολόγιζαν πως έτσι θα έφτιαχναν ένα κομπόδεμα ικανό για να μεταναστεύσουν σε μιαν άλλη πόλη.
Παραπομπή:
(*1) Ο τύπος του ουδέτερου με κατάληξη «-ίδιον» ήταν συνήθης για γυναίκες, ιδιαίτερα μικρής ηλικίας, όπως σήμερα λέμε «η Κατερίνα- το Κατερινάκι» ή «η Μαρία-το Μαράκι» κτλ.
****************************
Αύριο Πέμπτη η συνέχεια του πρωινού της 9ης Ιουνίου (4ο μέρος)