Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Για την παρέλαση της 28ης

Αναμνηστική φωτογραφία από μια τέτοια παρέλαση. Στην πλατεία Εθνικής αντίστασης από αριστερά η Ξένια Φωτίου, Εγώ, ο Γιάννης Τσιλάβης, ο Νίκος Μπεάζογλου, ο Παναγιώτης Χατζησταυράκης κι ο Γιώργος Παπαδάκης

Αύριο, 28η Οκτωβρίου 2020, ογδόντα ολόκληρα χρόνια μετά το ΟΧΙ στον άξονα, γιορτάζουμε την εθνική γιορτή μουγκά, από τα σπίτια μας. Παρέλαση φυσικά δεν θα γίνει λόγω κορωνοϊού. Ο Δήμαρχος μας έστειλε πρόσκληση (στους δημοτικούς συμβούλους) να κάνουμε κατάθεση στεφάνου μόνο εμείς στην πλατεία Κύπρου στις 11 πμ αφού προηγηθεί η καθιερωμένη δοξολογία στις 10 πμ στον Άγιο Γεώργιο. Μρε μάσκες, κράνη, τζάκετ και τον λοιπό εξοπλισμό.

Δεν θα γίνει, λοιπόν, παρέλαση. Γι αυτήν, την "μεγάλη απούσα" θέλω να μιλήσω λίγο σήμερα. Να θυμηθώ πώς ζούσα τις παρελάσεις για πολλά χρόνια στη μικρή μας πόλη, τη Δραπετσώνα.

Κατ' αρχάς να πω μια γνώμη. Κατά την δική μου άποψη οι παρελάσεις (όπως γίνονται μέχρι σήμερα)  γενικώς δεν χρειάζονται. Αποτελούν κατάλοιπα άλλων εποχών που έζησαν σε ισχυρό στρατοκρατικό και εθνικιστικό περιβάλλον. Δεν έχουν χαρακτήρα σύγχρονης γιορτής με αφορμή το γενναίο παρελθόν αλλά υπόμνησης ενός γεγονότος που αφορά σε άλλες γενιές. Δεν αποτελούν φόβητρο για εχθρούς και φίλους παρά μόνο μια ατυχή κι αναποτελεσματική προσπάθεια στρατικοποίησης της μαθητικής ζωής.

Ωστόσο η παρέλαση της Δραπετσώνας, που είναι μια μικρή πόλη, μια γειτονιά, μου άρεσε πάντα γιατί ήταν μια ευκαιρία να βρεθούμε όλοι, γονείς, μαθητές, δάσκαλοι, σύμβουλοι, πρόσκοποι, αντιστασιακοί κλπ. σε μια γιορτή με χαρακτήρα εθνικό και αισιόδοξο. 

Όταν μου έλεγαν “χρόνια πολλά” την ημέρα των εθνικών εορτών, στην αρχή αιφνιδιαζόμουν και γελούσα. Μετά ανταπέδιδα τον χαιρετισμό βρίσκοντας πως είχε μια χαρούμενη και αισιόδοξη διάσταση και επομένως είχα λάθος που τον απέφευγα.

Στη Δραπετσώνα είχαμε τρεις τέτοιες γιορτές. Μια παρέλαση την 25η Μαρτίου με δοξολογία στον Άγιο Παντελεήμονα, μια παρέλαση την 28η Οκτωβρίου με δοξολογία στον Άγιο Φανούριο και μια παρέλαση (του κόσμου προς τα βοτσαλάκια) την ημέρα των Φώτων με δοξολογία στην Ανάληψη. Τρεις εκκλησίες, τρεις γιορτές και τρεις δεξιώσεις στο δημαρχιακό μέγαρο (με μηδενικά σχεδόν έξοδα) όπου όλο το "πολιτικό" προσωπικό, αλλά και πολύς κόσμος, βρισκόμασταν, μιλούσαμε, χαλαρώναμε και απολαμβάναμε αυτό που αποκαλείται δημόσιος χώρος. Αυτός ο δημόσιος χώρος, η αγορά των αρχαίων, δεν λειτουργεί στην εποχή μας κάθε μέρα, όπως συνέβαινε στην αρχαιότητα, λειτουργούσε όμως τρεις φορές τον χρόνο με διοργανωτή τον δήμο.

Η συμμετοχή όλων στον ΚΟΙΝΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ ήταν το κυριότερο νόημα των δυο παρελάσεων και των Φώτων και γι αυτό οι παρελάσεις γενικώς δεν έχουν καμιά σχέση με τους γιορτασμούς των εθνικών επετείων -όπως τους έζησα- στη Δραπετσώνα.

Σε ό,τι αφορά, τώρα, στο τυπικό της παρέλασης γενικώς, θα προτιμούσα αυτή να είχε άλλο χαρακτήρα. Όλες αυτές οι προσπάθειες να μπουν τα παιδιά σε μια γραμμή, να προχωρούν με βηματισμό χήνας και να κορδώνονται σαν να πάνε στον πόλεμο μου φαίνεται εντελώς γελοίο θέαμα. Έτσι κι αλλιώς αντιδρούν ενστικτωδώς και γελοιοποιούν την φιλότιμη προσπάθεια των γυμναστών και δασκάλων. Αν πραγματικά το ήθελαν, θα πήγαιναν με ρυθμό και βήμα χήνας εύκολα, δεν θέλουν όμως, το βρίσκουν μειωτικό να "συντάσσονται" σε τέτοια παραγγέλματα. Το ξέρω γιατί το έζησα, 

Τι άλλο θα μπορούσε να γίνει; Θα προτιμούσα να προχωρούν (έστω και με ομοιόμορφες στολές αν ήθελαν) μπουλουκηδόν, όπως στην είσοδο στους Ολυμπιακούς αγώνες ή σε αθλητικούς ή άλλους αγώνες, χαιρετώντας ελεύθερα, στρέφοντας το κεφάλι παντού για να δουν γνωστούς, κρατώντας δικά τους πανό ή πλακάτ με κάποια ιδέα τους ή ένα σύνθημά τους. Θα προτιμούσα να πρόκειται μια χαρούμενη παρέλαση (όχι βέβαια γκέϊ παρέϊντ), να δίνουν μια νότα συλλογικής αισιοδοξίας, που να μην χάνει και το ουσιαστικό μήνυμα της ΜΝΗΜΗΣ.

Αυτή η μνήμη μπορεί να εξυπηρετηθεί πολύ καλύτερα με σύγχρονες ιδέες (σκηνοθετικού τύπου) παρά με έναν δεκάρικο λόγο που κανείς δεν ακούει και με μια στημένη και κολλαριστή παρέλαση που κάνει τα παιδιά να μισούν τις τέτοιες επετείους. Δεν ξέρω πόσοι τις απολάμβαναν μικροί αλλά εμένα τουλάχιστον με έκαναν να τις μισώ.