Ένας δεύτερος θάνατος παρόμοιος με του Ερμόδωρου εμφανίζεται. Οι φίλοι του νεκρού βιάζονται πλέον να βρουν τι κρύβεται πίσω κι από αυτόν τον φόνο.
*******************************
(9η Ιουνίου απόγευμα, τρίτο μέρος του κεφαλαίου)
...........................................
Η Φιλογένεια άκουγε την νεαρή Νικάτα, την φίλη της μικρής της αδελφής. Μιλούσε για τον θάνατο του πατέρα της, του Σπεύσιππου. Δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε θάνατος. Η πρώτη εντύπωση ήταν πως είχε πεθάνει πνιγμένος από το πολύ κρασί που είχε πιει σε ένα συμπόσιο. Μετά έμαθαν ότι, τελικά, δεν είχε πιει καθόλου. Ύστερα είδαν πως τα άκρα του είχαν μελανιάσει. Παρατήρησαν ότι είχε χαρακιές στον λαιμό του. Φαινόταν δηλητηρίαση κι ύστερα πνιγμός. Κανείς δεν ήθελε τον θάνατό του όμως είχε δολοφονηθεί. Τον είχαν ποτίσει με κρασί για να μην σκεπάσουν την δολοφονία.
Η αδελφή της Φιλογένειας είχε ακούσει και γι αυτά που βρήκαν στον Ερμόδωρο. Η διήγηση της Νικάτας της φάνηκε τόσο όμοια που παραξενεύτηκε, Την έφερε αμέσως σε επαφή με την Φιλογένεια που άκουσε κι εκείνη για τον θανάτου του Σπεύσιππου. Ήταν ολόιδιος με τον θάνατο του Ερμόδωρου.
«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι δυο θάνατοι μοιάζουν τόσο πολύ» είπε η Φιλογένεια.
«Κι όμως, έτσι είναι! Ίσως πρόκειται για μια επιδημία που δεν την γνωρίζαμε ως τώρα» είπε η Νικάτα.
«Ειδοποίησα και θα έρθουν τώρα κάποιοι φίλοι μου να σε ακούσουν. Αυτοί θα κρίνουν αν, τελικά, είναι επιδημία, ή σύμπτωση ή κάτι άλλο».
«Μα, τι άλλο μπορεί να είναι;» είπε αθώα η Νικάτα.
«Θα μας πουν όταν έρθουν και σε ακούσουν».
Η Νικάτα ήταν δεκαέξι χρονών, ένα κορίτσι γεμάτο με νεανική ορμή. Ο πατέρας της ήταν στυλοβάτης της οικογένειάς τους κι ο χαμός του σήμαινε ότι θα αποκτούσαν όχι πολλά και δυσεπίλυτα προβλήματα. Η κοινωνική θέση και το μέλλον τους ετίθεντο σε αμφιβολία. Ο αναντικατάστατος πριν τον θάνατό του Σπεύσιππος είχε αφήσει ένα ωκεανό από αβεβαιότητες πίσω του. Αυτό την είχε κάνει να νιώθει άσχημα και να χρειάζεται ανθρώπους για να μιλήσει. Η Φιλογένεια είχε ειδοποιήσει τους φίλους της -άγνωστους στην Νικάτα- να ακούσουν για τον θάνατο του Σπεύσιππου. Υποπτεύονταν κάτι παραπάνω από έναν θάνατο που οφειλόταν στο μεθύσι.
Ήρθαν ο Ζείκρατος κι ο Μύρων. Συναντήθηκαν στην τραπεζαρία του σπιτιού της Φιλογένειας που τους είχε καλέσει. Έδωσαν γνωριμία και μπήκαν αμέσως στο θέμα. Η Νικάτα περιέγραψε την κατάσταση του νεκρού πατέρα της, την αρχική διάγνωση και τα κατοπινά ευρήματα.
«Όταν είδατε τα μελανιασμένα χέρια τι πιστέψατε;» την ρώτησε ο Ζείκρατος.
«Μας φάνηκε πως αυτά που έτρωγε συνοδεύοντας το κρασί, του προκάλεσαν κάποια δηλητηρίαση».
«Και τα σημάδια στον λαιμό;»
«Δεν καταλάβαμε ... Ίσως προσπάθησε να απαλλαγεί από τη χλαμύδα και πίεσε τον λαιμό του... Τι να υποθέσουμε;»
«Με τον ίδιο τρόπο πέθανε ο φίλος μας» της είπαν.
«Ήπιε πολύ κι αυτός;»
«Τον κατάβρεξαν με κρασί για να νομίσουμε ότι είχε πιει κι ότι δήθεν σταμάτησε απότομα η καρδιά του. Είχε κι εκείνος τα άκρα μελανιασμένα και σημάδια στον λαιμό. Τον νάρκωσαν με δηλητήριο, τον έπνιξαν, και μετά τον πότισαν κρασί για να μην καταλάβουμε ότι δολοφονήθηκε».
«Λέτε πως δολοφόνησαν και τον πατέρα μου;»
«Ναι. Κι αυτό φαίνεται παράξενο» είπε ο Ζείκρατος.
«Θέλουμε να ψάξουμε μαζί σου να δούμε τι κοινό είχε ο πατέρας σου με τον φίλο μας. Γιατί έπεσαν κι οι δυο θύματα της ίδιας συμμορίας;» είπε ο Μύρων. «Ίσως έτσι να φτάσουμε και στους δολοφόνους».
Η Νικάτα έψαξε μαζί τους κάθε λεπτομέρεια που θα μπορούσε να φωτίσει τους δυο φόνους. Δεν βρήκαν ένα στοιχείο που να συνδέει τις περιπτώσεις. Δεν είχαν κοινούς φίλους, ούτε κοινές αντιλήψεις. Ο Σπεύσιππος δεν ασχολιόταν με φιλοσοφία και πολιτική, κοίταζε μόνο την οικογένειά του. Ο Ερμόδωρος το αντίθετο. Οι παρέες τους ήταν διαφορετικές, η καταγωγή τους, η φυλή κι ο δήμος επίσης.
Το μόνο κοινό ήταν πως είχαν κι οι δυο περιουσίες κι ένα καλό εισόδημα κι ως εκ τούτου ήταν ευυπόληπτοι πολίτες. Στην ιδανική πολιτεία του Φαληρέα η οικονομική κατάσταση ήταν το πιο βασικό προσόν για έναν Αθηναίο πολίτη. Έψαχνε τους άριστους -κατά τις συμβουλές του Σταγειρίτη- αλλά στους πλούσιους κατέληγε, όπως ήταν φυσικό. Πέραν αυτού, δεν φαινόταν καμιά άλλη σύνδεση μεταξύ του Σπεύσιππου και του Ερμόδωρου. Η ομοιότητα των δύο φόνων μάλλον μπέρδευε την υπόθεση παρά την ξεκαθάριζε. Ωστόσο δεν θα τα παρατούσαν. Αυτό που τώρα ήταν άφαντο, σε λίγο μπορεί να ήταν προφανές. Πρότειναν στην Νικάτα, κι εκείνη δέχτηκε, να κρατήσουν την επαφή για να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες.
Είπαν στη Φιλογένεια να πάρει μαζί της την Νικάτα στης Κλεοτίμας για να γνωρίσει και την Δάφνη. Έτσι θα έμενε κοντά στην παρέα τους και, αν έβλεπαν κάποιο φως, τότε θα πρόσεχαν ξανά τα κοινά σημεία των δύο φόνων. Το θεωρούσαν βέβαιο πως τα δυο περιστατικά σχετίζονταν. Μόλις έβρισκαν το νήμα αυτής της σχέσης θα έφταναν στους δολοφόνους. Τόσο ίδια μέθοδος αποκλειόταν να είναι σύμπτωση.
Πήγαν με την Νικάτα στης Κλεοτίμας κι ύστερα, όλοι μαζί, στου Ερμόδωρου, πριν τελειώσει η μέρα. Αυτό το βράδυ οι οικείοι του νεκρού θα ξενυχτούσαν μαζί του κι αύριο ήταν η εκφορά. Όλη την νύχτα, δίπλα από την νεκρική κλίνη, είτε κατά μόνας, είτε πολλοί μαζί, θα τραγουδούσαν θρήνους. Οι στίχοι μπορούσαν να είναι παραδοσιακοί, κατασκευασμένοι σε παλιές εποχές ή νέοι, φτιαγμένοι ειδικά γι αυτόν. Η Κλεοτίμα είχε ήδη συνθέσει τα δικά της επιγράμματα με τα οποία θα τιμούσε τον αγαπημένο της. Το ίδιο είχαν κάνει κι οι φίλοι του, ο Ζείκρατος όπως κι ο Ιάσων.
Η Νικάτα ήξερε από κηδείες. Πριν λίγες μέρες μόλις, είχε κηδέψει τον δικό της πατέρα. Δεν της φάνηκε παράξενο το σκηνικό. Εξ άλλου, όλοι όσους είχε γνώρισε σ' αυτήν την παρέα την έκαναν να νιώθει καλά. Ο Ζείκρατος κι ο Μύρων ήταν σπουδαίοι κι η Κλεοτίμα αξιόλογη. Της είχαν πει πως η Δάφνη κι ο Ιάσων ήταν αξιαγάπητοι. Ήταν θαυμάσιο για την Νικάτα να γινόταν παρέα με όλους αυτούς.
Επικρατούσε αναστάτωση στην Αττική που μάθαινε τα νέα, ιδιαίτερα στον Πειραιά όπου ήταν ο στόλος του Δημήτριου. Η κηδεία του Ερμόδωρου κι η αναζήτηση των φονιάδων του, που γινόταν ταυτόχρονα, είχαν γεμίσει τη μέρα με γεγονότα. Η υπερδιέγερση ήταν φανερή παντού. Μόνο το απομεσήμερο πια, βρήκαν ηρεμία κι ευκαιρία να γράψουν κάποια λόγια για τον αγαπημένο τους φίλο. Δεν είχαν ψευδαισθήσεις σχετικά με το πού πήγαινε ο νεκρός κι αν θα τον ξανάβλεπαν σε έναν άλλο κόσμο. Πήγαινε εκεί όπου βρισκόταν πριν γεννηθεί, δηλαδή πουθενά. Ξαναγινόταν ένας σωρός από μικροσκοπικά άτομα διασκορπισμένα στο σύμπαν. Κι αυτό δεν ήταν ούτε καλό ούτε κακό! Όλα στη ζωή γεννιούνταν και πέθαιναν. Οι τελετές, οι στίχοι κι οι θρήνοι ήταν απαραίτητοι για τους ζωντανούς που έχαναν το αγαπημένο τους πρόσωπο. Για τους γονείς που έχαναν το παιδί τους, τη γυναίκα που έχανε τον άντρα της, τους φίλους που έχαναν τον σύντροφό τους.
Ο Καινέας είχε αναθέσει σε ένα γλύπτη να φτιάξει μια μαρμάρινη πλάκα. Πάνω της θα είχε αποχαιρετιστήρια λόγια για τον νεκρό. Θα αποτύπωνε και την μορφή του, αργότερα, σε μια επιτύμβια στήλη. Ο Φαληρέας, είχε αγορεύσει την ανέγερση επιβλητικών ταφικών μνημείων. Οι πολυτελείς τύμβοι, με τον εξεζητημένο διάκοσμο, είχαν αποσυρθεί. Στη θέση τους είχαν μπει ταφικοί κιονίσκοι με το όνομα και την καταγωγή του νεκρού. Ήταν σωστό το μέτρο, κατά τον Καινέα. Η εκφορά ήταν γι αύριο το απόγευμα καθώς τις πρωινές ώρες δεν επιτρεπόταν. Ως τότε οι φίλοι του θα έκαναν μιαν ακόμα προσπάθεια να βρουν τους αίτιους του θανάτου.
«Θα πας αύριο το πρωί να βρεις τον Δέξιππο;» ρώτησε τον Ζείκρατο ο Μύρων.
«Ναι, φυσικά. Πρέπει να μάθουμε τι σκάρωναν εις βάρος του Ερμόδωρου αυτοί οι αχρείοι που τον κατήγγειλαν. Θα μάθω και θα προχωρήσω εγώ σε δίκη εναντίον τους».
«Με την αλλαγή της κατάστασης, θα βρουν τον μπελά τους όποιοι πήγαν να τον συκοφαντήσουν» είπε ο Μύρων.
«Η Νικάτα κι η ιστορία του πατέρα της επιβεβαιώνουν ότι κάτι στραβό υπάρχει στην ατμόσφαιρα, Δεν θα το αφήσω έτσι» είπε ο Ζείκρατος.
«Αποφάσισες να παραστήσεις τον ήρωα στο κοριτσάκι, γέρο μου, ε;» τον πείραξε ο Μύρων.
«Τι να παραστήσω φίλε μου; Όπως το είπες: κοριτσάκι είναι, μόλις στα δεκαέξι» είπε ο Ζείκρατος.
«Μπα, δεν κατάλαβα από πότε σε ενοχλούν οι μικρές ηλικίες, Ζείκρατε!»
Η Νικάτα ήταν όμορφη νέα και καλοσχηματισμένη. Ήταν ένα όνειρο για τους άντρες και δεν θα άφηνε ασυγκίνητο τον Ζείκρατο, όμως, προηγούνταν τώρα άλλα πράγματα.
«Σκέφτομαι πως ένα μόνο στοιχείο βρήκαμε που συνδέει τον Ερμόδωρο με τον Σπεύσιππο» είπε ο Ζείκρατος. «Κι οι δυο είναι πολίτες με δικαιώματα και περιουσία».
«Εννοείς ότι είναι ολιγαρχικοί;» ρώτησε ο Μύρων.
«Όχι ολιγαρχικοί, αλλά ούτε και ριζικά αντίθετοι».
«Σου έλεγα κάτι για την μικρή, κι εσύ άλλαξες θέμα».
«Άσ’ τα αυτά, Μύρων, τα γεγονότα τρέχουν!»
............................................
Η Νικάτα υπολόγιζε πως θα συναντούσε σύντομα τον Ιάσονα και τη Δάφνη. Είχε ακούσει απ’ την Κλεοτίμα για τη Δάφνη. Την περνούσε τέσσερα χρόνια αλλά μπορούσε να γίνει καλή της φίλη. Ίσως έβρισκε κι εκείνη κάποιον σαν τον Ιάσονα που ήταν ερωτευμένος χωρίς, όμως, να την θεωρεί κατώτερο ον. Η παρέα ήταν επηρεασμένη από τις διδαχές των κυνικών και πιο πολύ από τον Επίκουρο. Με τον τελευταίο αντάλλασσαν κι επιστολές. Επιφύλασσαν στις γυναίκες, γενικώς, συμπεριφορά ισότητας και πλήρους σεβασμού. Η Νικάτα ήξερε πως κάτι τέτοια θα έκαναν την μητέρα της έξαλλη. Παρά τις αντιδράσεις, πίστευε πως άξιζε να παλέψει για την αξιοπρέπειά της.
Δεν τους γνώριζε ακόμα καλά. Ίσως να την απογοήτευαν αργότερα, όμως, αυτό δεν την πτοούσε. Η γνωριμία με αυτήν την παρέα ήταν ευτυχής σύμπτωση που της συνέβη τον καιρό της πιο μεγάλης ατυχίας της. Θα βοηθούσε στην διαλεύκανση των φόνων κι έτσι θα γινόταν μέλος της παρέας και φίλη τους. Θα μάθαινε τον τρόπο που σκέφτονταν κι ενεργούσαν.
«Νικάτα, έλα κορίτσι μου για μια δουλειά που σε θέλω να με βοηθήσεις» της ζήτησε η Κλεοτίμα.
Την ήθελε για να πλέξουν στεφάνια και περιλαίμια με λουλούδια. Θα τα πετούσαν αύριο το απόγευμα στον τάφο του Ερμόδωρου. Είχε ετοιμάσει μικρά επιγράμματα που θα σκάλιζε σε πλακίδια ή βότσαλα. Θα τα πετούσε κι αυτά στον τάφο μαζί με τον νεκρό αγαπημένο της.
«Εσύ τα έγραψες αυτά;» τη ρώτησε η Νικάτα.
«Είναι τα λόγια που θα μείνουν μαζί του για πάντα».
«Πόσο θα διαρκέσει αυτό το “για πάντα” Κλεοτίμα;»
«Δεν ξέρω καλή μου, όλα γίνονται σκόνη. Έτσι θα γίνει και με τον Ερμόδωρο, έτσι θα γίνει και με μας. Αυτές οι πέτρες μόνο θα κρατήσουν περισσότερο».
Η Νικάτα διάβασε μερικά επιγράμματα:
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΝΔΡΑ ΔΙΕΠΟΡΘΜΕΥΣΑΣ ΧΑΡΩΝ ΟΥΔΕΝΟΣ ΑΥΤΩ ΜΕΛΕΙ»(*1)
«ΠΑΝΤΕΣ ΟΙ ΧΕΙΜΑΡΡΟΙ ΠΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΕΙΣ ΘΑΛΑΣΣΑΝ ΟΙΑ ΟΥΚ ΕΣΤΑΙ ΕΜΠΙΠΛΑΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ ΟΥ ΠΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΕΚΕΙ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΣΙΝ ΠΟΡΕΥΘΗΝΑΙ»(*2)
«ΤΙ ΑΘΗΝΑΙ ΧΩΡΙΣ ΕΡΜΟΔΩΡΟΝ ΤΙ ΔΕ ΕΡΜΟΔΩΡΟΣ ΧΩΡΙΣ ΚΛΕΟΤΙΜΑΝ»(*3)
«Είχαμε τόσα να πούμε και, αντί γι αυτό, βολευόμαστε με κάτι βότσαλα και λίγες εξυπνάδες» είπε η Κλεοτίμα.
«Είναι θαυμάσια και συγκινητικά» είπε η Νικάτα. «Πότε θα γνωρίσω τον Ιάσονα και τη Δάφνη;»
«Ήδη έχουν αργήσει. Έπρεπε να έχουν γυρίσει. Είπαν πως πάνε μια βόλτα προς το λιμάνι να δουν τον στόλο και θα επιστρέψουν αλλά ..».
«Αλλά ... τι;»
«Αλλά προβλέπω καθυστέρηση. Αν δυο ερωτευμένοι βρουν την ευκαιρία να απομονωθούν, δύσκολα εγκαταλείπουν την απομόνωση για την επιστροφή»
«Θα τους περιμένω» είπε η Νικάτα.
........................
Παραπομπές:
(*1) «Έναν πραγματικά ελεύθερον άνδρα πέρασες (στον Άδη) Χάρε, αυτός δεν νοιάζεται για τίποτα». Η φράση είναι απόσπασμα του κατοπινού έργου «Νεκρικοί διάλογοι» του Λουκιανού για τον κυνικό Μένοιπο που έζησε τον 3ο αι πΧ.
(*2) «Όλα τα ποτάμια χύνονται στη θάλασσα, όμως η θάλασσα δεν πλημμυρίζει. Στον τόπο όπου ξεκίνησαν, εκεί γυρίζουν πάλι» . Αυτό είναι απόσπασμα οπό το έργο «Εκκλησιαστής» αγνώστου συγγραφέως που γράφτηκε στα μέσα του 3ου αι,. πΧ.
(*3) «Τι είναι η Αθήνα χωρίς τον Ερμόδωρο και τι ο Ερμόδωρος χωρίς την Κλεοτίμα» απόσπασμα από την επιστολή του Αλκίφρονος «Γλυκέρα Μενάνδρω» όπου στη θέση της Γλυκέρας είναι η Κλεοτίμα και του Μενάνδρου ο Ερμόδωρος.
*******************************
Η συνέχεια του κεφαλαίου (τέταρτο μέρος, απόγευμα 9ης Ιουνίου πάντα) αύριο Πέμπτη.