Εδώ τελειώνει το μεσημέρι της δεύτερης μέρας από τις τρεις που συγκλόνισαν την Αθήνα. Μεσημέρι ακόμα της 10ης Ιουνίου7 307 π.Χ.
Ο Δημήτριος ξέρει πως θα φύγει και στηρίζεται στους ορφικούς για να καταφέρει να κερδίσει την Δάφνη.
*****************************
(τέλος του μεσημεριού της 10ης Ιουνίου)
............................................
«Θεόδωρε, είναι αλήθεια όσα μου είπε η Αγαπάνθη;» ρώτησε ο Επιμελητής σκεπτικός τον δούλο και φίλο του.
«Αν στα είπε, Δημήτριε, αλήθεια θα είναι. Θα τολμούσε ποτέ η Αγαπάνθη να σου πει ψέμματα;»
«Άσε τις σοφιστείες και πες μου. Τι πρόταση κατέθεσε αυτός ο Σοφοκλής ο Σουνιεύς;»
«Στράφηκε καθαρά κατά του Λυκείου και ζήτησε να εξοριστεί ο Θεόφραστος».
«Δεν φοβάται το πρόστιμο;(*) Ποιος θα τολμήσει ποτέ να ψηφίσει κατά του διευθυντή του Λυκείου;»
«Φοβάμαι πως θα περάσει. Το κλίμα είναι πολύ βαρύ» του είπε με λύπη ο Θεόδωρος.
«Τι άλλο ξέρεις; Μιλάνε για μένα;»
«Για την ώρα δεν έχει υπάρξει πρόταση για σένα και μιλούν για όλες τις σχολές, όχι μόνο για το Λύκειο. Αυτός ο Σοφοκλής από το Σούνιο λέει πως οι σχολές εργάστηκαν κατά της δημοκρατίας και πρόδωσαν την Αθήνα. Ισχυρίζεται πως αυτός είναι αρκετά σοβαρός λόγος για να κλείσουν. Από εδώ και στο εξής πρέπει να αποφασίζει ο δήμος αν θα ανοίξει μια σχολή. Και γι αυτές που λειτουργούν θα πρέπει να αποφασίσει ξανά αν θα συνεχίσουν ή όχι».
«Ο Δημοχάρης τι λέει;»
«Υποστηρίζει τον Σοφοκλή, του βρίσκει μάλιστα και νέα επιχειρήματα».
«Δεν θα αργήσουν να φτάσουν και σε μένα».
«Κι εγώ αυτό πιστεύω» είπε ο Θεόδωρος.
«Η Αγαπάνθη είπε ότι ετοιμάζουν νέες κληρώσεις».
«Στήσανε παντού κληρωτίδες. Ετοιμάζονται να κάνουν κληρώσεις το απόγευμα. Πολίτες είναι όλοι ανεξάρτητα από περιουσία κι εισόδημα, κι οι θήτες κι οι άποροι».
«Καταστρέφουν την πολιτεία μου» είπε ο Φαληρέας.
«Το θέμα τώρα είναι να μην καταστρέψουν και σένα, Δημήτριε».
Ο Επιμελητής Αθηνών δεν ήθελε πολύ για να δει πως είχε λιγότερο χρόνο μπροστά του απ’ όσο νόμιζε αρχικά. Όταν συνειδητοποίησε ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει πια οριστικά, υπολόγιζε πως θα είχε μπροστά του ένα μήνα. Κι αν όχι ένα μήνα, θα είχε, έστω, δυο τρεις εβδομάδες για να οργανώσει τη φυγή του. Από χτες ως σήμερα, όμως, οι εξελίξεις έτρεχαν με ταχύτητα κι όλοι οι υπολογισμοί του έπρεπε να αλλάξουν. Ο Θεόδωρος τού είχε μεταφέρει την συζήτηση με τον Δημήτριο του Αντιγόνου. Κι εκείνος είχε την γνώμη πως έπρεπε να φύγει άμεσα, χαρίζοντας την περιουσία του στον δήμο.
«Πρέπει λοιπόν να κάνω γρήγορα» είπε.
«Όπως σου είπα. Αυτό πιστεύει κι ο Αντιγονίδης και το ίδιο πιστεύει κι η Ευρυδίκη».
«Θα αφήσω ένα τρίτο της περιουσίας στην Ευρυδίκη, άλλο ένα τρίτο στον δήμο και θα κρατήσω το ένα τρίτο εγώ. Ίσως αλλάξουν τα πράγματα και ξαναγυρίσω».
«Όπως νομίζεις, Επιμελητή» είπε ο Θεόδωρος
«Λέγε με Δημήτριο, Θεόδωρε, το “Επιμελητής” νομίζω πως είναι πια παρελθόν».
Ο Φαληρέας άρχισε να νιώθει όλο και πιο πολύ το επείγον της κατάστασης. Οι φόβοι του δεν ήταν αόριστοι, είχαν συγκεκριμένα πρόσωπα. Ήταν άνδρες σαν τον Δημήτριο τον γιο του Αντίγονου, τον Δημοχάρη, ανιψιό του Δημοσθένη και τον Σοφοκλή απ’ το Σούνιο. Υπήρχαν και γυναικεία πρόσωπα που τον στοίχειωναν ή που τροφοδοτούσαν τους φόβους του. Ήταν η Δάφνη που ποθούσε να κατακτήσει. Ήταν η Πανδότη, που θα του προσέφερε την Δάφνη στο πιάτο. Ήταν κι η Ευρυδίκη που θα του εξασφάλιζε την διαφυγή του. Ωστόσο ήταν ο ίδιος που έπρεπε να πάρει τις άμεσες αποφάσεις.
«Θεόδωρε, ετοίμασε εσύ προσωπικά μιαν άμαξα και φόρτωσέ την με όσο χρυσάφι μπορείς».
«Θα φροντίσω και για μια καλή συνοδεία οπλιτών».
«Πλήρωσέ τους καλά. Δώσε όσο πιο πολλές υποσχέσεις μπορείς. Θέλουμε πιστούς συνοδούς».
«Πότε θα φύγουμε;»
«Σε δυο τρεις μέρες το πολύ» είπε ο Δημήτριος.
«Θα είμαστε έτοιμοι ακόμα κι αύριο» είπε ο Θεόδωρος.
Μόλις ο δούλος-φίλος του βγήκε από το δωμάτιο ο Φαληρέας γύρισε προς τον Αγακάτη, που στεκόταν εκεί κοντά.
«Θα έρθεις μαζί μας;» τον ρώτησε.
«Θα έρθω» είπε εκείνος.
«Πού είναι η Δάφνη τώρα;»
«Στο Φάληρο ... κάπως αγριεμένη».
«Πες στους Μύστες να στείλουν την Πανδότη για να μου την ετοιμάσει. Θα πάω πρώτα στην Μουνιχία να μιλήσω με τον Διονύσιο κι ύστερα θα πάμε στο Φάληρο».
Έπρεπε να βιαστεί και, κυρίως, έπρεπε πριν φύγει να την κάνει δική του. Θα την υποχρέωνε να τον ακολουθήσει στη νέα του ζωή.
........................................................
Η βιασύνη του Επιμελητή είχε μεταβιβαστεί και στον Ιεροφάντη σαν διαταγή άμεσης εκτέλεσης. Εκείνος έβλεπε την Πανδότη να καθυστερεί κι άρχισε τις φωνές.
«Πάμε επιτέλους, Ιέρεια» της φώναξε.
Ο Σκύθης τους είχε πει να βιαστούν. Τους μετέφερε την ρητή εντολή -έτσι την είχε αναφέρει- του Επιμελητή να πάνε στο Φάληρο. Στο πατρικό του θα γινόταν η δουλειά που τους είχε αναθέσει και περίμενε να την κάνουν σωστά. Ήξερε κι ο Ιεροφάντης από μαντζούνια, όμως, για μια τέτοια δουλειά, για ερωτικά φίλτρα, η Πανδότη ήταν ειδική. Αυτός ήταν ο λόγος που την ήθελε μαζί του οπωσδήποτε.
«Φώναξε την Ιέρεια» είπε στον Σκύθη. «Φαίνεται πως δεν ακούει που την καλώ».
Εκείνη τη στιγμή η Πανδότη βγήκε από τη «Σπηλιά» με ένα σωρό σακουλάκια πάνινα και χάρτινα μαζί της.
«Μη φωνάζεις, έρχομαι» τους είπε.
Πλησίασε την άμαξα όπου την περίμεναν από ώρα ο Μύστης κι ο Ιεροφάντης και κοίταξε μέσα. Προφανώς αυτό που είδε δεν της άρεσε.
«Δεν βλέπω τον Υπάνορα» είπε.
«Τι τον θέλεις τον Υπάνορα;» είπε ο Μύστης. «Θα πάτε οι δυο σας, εσύ κι ο Μέγας Ιεροφάντης».
«Χωρίς τον Υπάνορα δεν πάω πουθενά» είπε εκείνη.
Κόντεψαν να έρθουν στα χέρια. Ο Μεγάλος Μύστης ήταν έξαλλος με την ασέβειά της να τους φέρνει αντιρρήσεις. Δεν μπορούσε να αμφισβητεί τις κρίσεις και τις αποφάσεις τους. Την είχαν κάνει Ιέρεια κι εκείνη σε ανταπόδοση τους πλήρωνε με αυθάδεια κι ανυπακοή. Θα ήθελε να της ρίξει ένα χαστούκι ή γροθιά, αλλά, θα γινόταν δημόσιο θέαμα, ανέκδοτο στα χείλη των Αθηναίων. Ο Σκύθης που ήταν εκεί δεν θα έχανε την ευκαιρία να αναμεταδώσει στην αγορά και στα καπηλειά τα γεγονότα. Ο Μεγάλος Μύστης του Ορφέα να έχει χάσει την αυτοκυριαρχία του και να δέρνει μιαν Ιέρεια! Όχι, δεν θα έδινε τέτοια τροφή στο πλήθος!
«Οι δυο μας είμαστε αρκετοί» της είπε μαλακά και πιο ήρεμα ο Ιεροφάντης.
«Χρειαζόμαστε κάποιον μαζί μας, κι από τους τρεις προτιμώ τον Υπάνορα» επέμεινε εκείνη.
«Θα σε καταργήσω από Ιέρεια αν συνεχίσεις έτσι» την απείλησε ο Μεγάλος Μύστης.
«Μην επιμένεις» της είπε κι ο Ιεροφάντης.
Σίγουρα ετούτος ο Ιεροφάντης ήταν κάπως καλύτερος από τον Μύστη, που δεν χώνευε. «Μεγάλοι και κουραφέξαλα!» σκεφτόταν. Η αυταρχική συμπεριφορά του Μύστη έσπαγε τα νεύρα της. Ως τώρα τον σεβόταν, αλλά, η υπομονή είχε φτάσει στα όριά της. Αυτή τη φορά, τουλάχιστον, δεν θα υποχωρούσε με κανένα τρόπο. Ο έρωτας που είχε κάνει με τον νεαρό την είχε τρελάνει κι ήθελε να το επαναλάβει. Όλο αυτό σκεφτόταν, ιδιαίτερα τώρα που θα ετοίμαζε το μαντζούνι για την νεαρή που ήθελε στο κρεβάτι του ο Φαληρέας. Η Πανδότη ήθελε τον Υπάνορα και δεν θα έφευγε χωρίς αυτόν.
«Περιμένετε λίγο» τους είπε.
Πήγε μόνη της να τον φωνάξει. Ήξερε ότι θα τον έβρισκε στο γυμναστήριο του Κυνόσαργες κοντά στη “Σπηλιά” τους. Τον ειδοποίησε με ένα νεαρό και σύντομα ο Υπάνωρ βγήκε και την ρώτησε τι τον ήθελε.
«Έχουμε μια δουλειά, πρέπει να φύγουμε» του είπε.
«Κι ήρθες εσύ να με φωνάξεις;»
«Ναι! Έλα, μας περιμένουν ο Μεγάλος Μύστης κι ο Μέγας Ιεροφάντης»
Ο θυμός τους που την περίμεναν ήταν φανερός, αλλά, την είχαν ανάγκη κι έτσι δεν είπαν τίποτε. Ανέβηκαν στο κάρο οι τρεις κι ο Μεγάλος Μύστης τους χαιρέτισε. Τους τόνισε πως έπρεπε να εκτελέσουν την αποστολή τους σωστά.
«Ιεροφάντη, να προσέχεις. Κι εσύ, νεαρέ, να ακούς την Ιέρεια» τους είπε καθώς έφευγαν.
Στη διαδρομή η Πανδότη κοιτούσε τον Υπάνορα που είχε λιγότερα από τα μισά της χρόνια. Απολάμβανε το ότι τον είχε κατακτήσει έστω και με έξωθεν βοήθεια. Θα έπρεπε να έχει τύψεις και να νιώθει ρυπαρή και βεβηλωμένη στο σώμα. Αντίθετα, ένιωθε δυνατή και πιο ισορροπημένη από κάθε άλλη φορά. Ήταν παράξενο που ένιωθε έτσι, γιατί οι θεοί θα έπρεπε, κανονικά, να τιμωρήσουν την βέβηλη συμπεριφορά της. Όμως της έστελναν το μήνυμα ότι όλα είχαν γίνει καλώς. Κι αφού εμπιστευόταν τα αισθήματά της, άρα, το λάθος δεν ήταν δικό της. Η ίδια η θεωρία κι η πίστη της έπρεπε να έχουν μέσα τους κάτι το εντελώς λανθασμένο.
Ο μεσημεριανός καλοκαιρινός ήλιος χτυπούσε από παντού. Το κάρο είχε ένα στοιχειώδες προστατευτικό κάλυμμα για τον ήλιο από πάνω τους αλλά η ζέστη ήταν αποπνικτική. Το ζώο που έσερνε την άμαξα έδειχνε εξαντλημένο. Με το ζόρι τους πήγε μέχρι το Φάληρο. Το νότιο φαληρικό τείχος, δίπλα από το οποίο προχωρούσαν, ήταν στο μεγαλύτερό του μέρος γυμνό από σκιές. Το πατρικό του επιμελητή ήταν μέσα σε ένα μεγάλο αγρόκτημα με πολλούς δούλους που έκαναν αγροτικές εργασίες. Τους έδωσαν λίγο νερό για να δροσιστούν και τους έδειξαν το σπίτι.
«Εμείς δεν θα μπούμε από την κεντρική πύλη» είπε ο Ιεροφάντης. «Ελάτε, ξέρω πώς θα μπούμε μέσα».
Ο Θεόδωρος τού το είχε εξηγήσει καλά, μεταφέροντας τις εντολές του ίδιου του επιμελητή. Δεν θα έμπαιναν ορφικοί τσαρλατάνοι απ’ την κεντρική πόρτα της έπαυλης. Δεν άρμοζαν τέτοιες παρέες στον φιλόσοφο κυβερνήτη. Του είχε κάνει ένα πλήρες σχεδιάγραμμα υποδεικνύοντάς του πώς θα έμπαιναν στην μεγάλη πίσω αυλή. Του είχε δώσει και τα κλειδιά για να ανοίξει την έξω πόρτα της αυλής αλλά και την έσω πόρτα του σπιτιού. Θα μιλούσαν μόνο με έναν επιστάτη και μια δούλα έμπιστη του σπιτιού που θα ήταν ενήμεροι. Ο Θεόδωρος είχε δείξει στον Ιεροφάντη λεπτομερώς πάνω στο σχέδιο από ποια πόρτα θα έμπαινε η ομάδα του στο σπίτι. Το θέμα ήταν να μην γίνει αντιληπτή από κανέναν.
Περπάτησαν κάνοντας ησυχία όπως τους είχε ζητήσει ο Ιεροφάντης. Πλησίασαν την πίσω πόρτα της έπαυλης από όπου θα έμπαιναν. Άκουσαν τότε κάποιους θορύβους κι ομιλίες από κάπου ψηλά. Κρύφτηκαν κάτω από ένα υποστύλωμα για να μην τους δουν. Άκουσαν έναν γδούπο. Πριν προλάβουν να δουν τι είχε πέσει από τον ουρανό, άκουσαν κι ένα δεύτερο γδούπο. Δεν έπεφταν από τον ουρανό, το σωστό ήταν πως έπεφταν από την οροφή- Προς μεγάλη τους έκπληξη, δυο ανθρώπινα κορμιά είχαν πέσει μπροστά τους. Η πτώση είχε γίνει κάπως άτσαλα με αποτέλεσμα να έχουν χτυπήσει.
Σαν μεγάλο καρποφόρο δέντρο, η έπαυλη του Φαλήρου, άφησε δυο καρπούς της να σκάσουν με πάταγο στο χώμα. Γύρω από τα δυο πεσμένα κορμιά σηκώθηκε σκόνη. Ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα.
......................................................
Εκείνο το μεσημέρι της ημέρας τετάρτης φθίνοντος του Θαργηλιώνος ο Ιάσων κι η Δάφνη ήταν εγκλωβισμένοι. Τους είχαν φυλακίσει στο υπόγειο του πατρικού οίκου του Φαληρέα, Ήταν ευτυχισμένοι κι εξ ίσου δυστυχισμένοι την ίδια στιγμή. Ευτυχισμένοι γιατί είχαν ζήσει για πρώτη τους φορά τον τέλειο έρωτα. Ήταν δυστυχισμένοι όταν αναλογίζονταν το μέλλον που επιφύλασσε και στους δυο ο δεσμώτης τους.
Ο Ιάσων δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Το πάλεψε πολύ και βρήκε ένα τρόπο για να το σκάσουν. Παρατήρησε ότι στο πατάρι ο τοίχος ήταν λεπτός. Σκάβοντας με τα χέρια του κατάφερε να αφαιρέσει τα χώματα. Βγήκε από την φυλακή τους σε ένα διάδρομο. Βοήθησε και τη Δάφνη να βγει, αλλά, τους πήραν χαμπάρι οι φύλακες. Δύο Σκύθες τους κυνήγησαν με τα ρόπαλα και τα μαστίγιά τους. Άλλοι δύο πιο εκεί είχαν στα χέρια κοφτερά σπαθιά κι απειλούσαν να τους σκοτώσουν.
«Από εδώ, Δάφνη» φώναξε ο Ιάσων κι ανέβηκε κάποιες σκάλες.
Δεν μπορούσε να τα βάλει με τέσσερις οπλισμένους κι εξασκημένους δυνατούς άντρες. Μπορούσε, όμως, να τρέξει για να ξεφύγει. Μαζί του έτρεχε κι η Δάφνη. Όλο αυτό που της είχε συμβεί έμοιαζε παράλογο. Ακόμα δεν ήξερε γιατί την είχαν συλλάβει ούτε γιατί κυνηγούσαν τον Ιάσονα. Δεν γνώριζε γιατί τον είχαν φυλακίσει και, μετά, γιατί τον έβαλαν στο ίδιο δωμάτιο μαζί της. Ο Δημήτριος τής δήλωνε πως ήθελε να την παντρευτεί και μετά την φυλάκιζε χωρίς ακόμα να της έχει κάν μιλήσει. Ο παραλογισμός συνεχιζόταν με αυτό εδώ το κυνήγι απ’ τους Σκύθες. Ακολουθούσε τον Ιάσονα αμίλητη. Ευχόταν να ξεφύγουν για να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν κάποτε την ευτυχία τους. Μόλις πριν λίγο εκείνη είχε ανακαλύψει την πλήρη διάσταση αυτής της ευτυχίας.
«Πού πάμε;» τον ρώτησε. «Πώς θα ξεφύγουμε;»
«Αν φτάσουμε στον στάβλο του και πάρουμε ένα άλογο, τότε, σωθήκαμε» της απάντησε.
«Φοβάμαι!» του είπε.
«Κάνε κουράγιο, θα τα καταφέρουμε!»
Δεν τα κατάφεραν. Καθώς έτρεχαν από σκεπή σε σκεπή οι Σκύθες έτρεχαν ξοπίσω τους. Έφτασαν σε ένα σημείο από όπου μπορούσαν να πηδήσουν στην πίσω αυλή της έπαυλης. Η πίσω πόρτα ήταν παραδόξως ανοιχτή και, αν κατάφερναν να φτάσουν ως εκεί, θα ξέφευγαν.
«Πρέπει να πηδήσουμε» της είπε.
«Είναι ψηλά!»
«Με προσοχή. Θα πέσουμε στα χώματα» της έδειξε.
Ο Ιάσων θα πηδούσε πρώτος, όμως ήθελε να της δώσει το απαραίτητο θάρρος για να πηδήσει κι αυτή.
«Έλα. γλυκιά μου, κάνε το, μη φοβάσαι» της είπε.
Ήταν ένα ύψος τεσσάρων ή πέντε μέτρων. Δεν ήταν τεράστιο, αλλά, ούτε μικρό. Η Δάφνη πήδησε κι όταν χτύπησε κάτω στο έδαφος ακούστηκε ένας άσχημος γδούπος. Μάλλον είχε τραυματιστεί. Ανήσυχος ο Ιάσων πήδησε κι αυτός κι έπεσε επίσης άτσαλα. Βογκούσαν και οι δυο όταν ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους εμφανίστηκαν έκπληκτα τα κεφάλια των ορφικών. Ήταν ο Υπάνωρ, ο Ιεροφάντης κι η Πανδότη. Δεν είχαν γνωριστεί, όμως, δεν ήταν δύσκολο να καταλάβουν τι είχε γίνει και ποιοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν.
«Δέστε τους!» ακούστηκε η φωνή του Ιεροφάντη.
Σε λίγο κατέφθασαν κι οι Σκύθες. Τα χτυπήματα από το πέσιμο ήταν ασήμαντα, μόνο πόνο προξενούσαν. Το θέμα ήταν πως τους είχαν εξουδετερώσει. Πιο μεγάλος ήταν ο ψυχικός τους πόνος που βρίσκονταν και πάλι δέσμιοι. Αυτή τη φορά οι Σκύθες τους έβαλαν χώρια και φρόντισαν να τους φυλάξουν καλά. Ο Δημήτριος ήθελε τους δυο αιχμάλωτους στη διάθεσή του και μόλις που είχαν γλιτώσει την οργή του. Δεν θα έκαναν το ίδιο λάθος για δεύτερη φορά.
.................................................
Παραπομπή:
(*) Αν κάποιος έκανε πρόταση στην Εκκλησία του δήμου και δεν συγκέντρωνε τουλάχιστον το 1/5 των ψήφων (20%), πλήρωνε πρόστιμο.
*****************************
Αύριο Παρασκευή, το πρώτο μέρος του απογεύματος εκείνης της μέρας.