Ο Ιάσων βρίσκεται φυλακισμένος υπό άθλιες συνθήκες, αλλά, μεταφέρεται σε νέο κρατητήριο όπου -από τραγική για τους διώκτες του συγκυρία- βρίσκεται επιτέλους μόνος με την Δάφνη.
**********************************
(συνέχεια του πρωινού της 10ης Ιουνίου 307 π.Χ.)
Αμέσως μόλις έπεσε το βράδυ, ο Ιάσων διαπίστωσε πως, στην κρυψώνα που τον είχαν κλείσει, είχε συγκάτοικους. Είχαν ήδη καταλάβει τον χώρο πριν απ’ αυτόν κάτι μικρά και μεγάλα ζωάκια. Ενοχλήθηκαν, μάλιστα, εμφανώς από την παρουσία του. Ζωύφια και μικρά κατσαριδάκια γίνονταν τροφή των πιο μεγάλων από αυτά ποντικών. Τα ποντίκια γίνονταν με την σειρά τους τροφή γι αγριόγατες που τριγύριζαν στην περιοχή και νιαούριζαν ανατριχιαστικά. Δεν βρισκόταν στην κορυφή αυτής της διατροφικής αλυσίδας. Ούτε γάτες, ούτε ποντίκια ούτε και κατσαρίδες έτρωγε. Έμεινε θεονήστικος και διψασμένος. Το μέρος ήταν πολύ υγρό, γεμάτο μούχλες και περιττώματα και, φυσικά, δεν μπορούσε να τον ξεδιψάσει.
Ο Σκύθης που τον φυλούσε εξαφανίστηκε όταν έπεσε το σκοτάδι. Ο Ιάσων άρχισε να μηχανεύεται τρόπους να ξεφύγει. Η σιδερένια πόρτα είχε ανοίγματα και την συγκρατούσε μια μπάρα δεμένη σε μιαν άκρη που δεν έφτανε. Οι προσπάθειές του να βγάλει την πόρτα από τη θέση της ή να φτάσει το σκοινί απέβησαν μάταιες. Πριν τα παρατήσει εντελώς, είδε έναν από τους αρουραίους συγκατοίκους του να σκάβει το χώμα. Έτσι κατάφερε να περάσει κάτω από τον πέτρινο τοίχο. Αυτό του έδωσε την ιδέα. Τούνελ δεν μπορούσε να σκάψει μπορούσε, όμως, να βγάλει χώμα κάτω από την πόρτα του κρατητηρίου. Άρχισε να δουλεύει εντατικά. Μετά από πολύωρη προσπάθεια που τον εξάντλησε, έφτιαξε ένα άνοιγμα κάτω από την πόρτα. Είχε βάθος αρκετό ώστε να χωρέσει το σώμα του.
Με δυσκολία και με πολλή πίεση τα κατάφερε. Μόλις όμως πέρασε λ’ατω από την πόρτα, βρέθηκε μπροστά σε μιαν αγριόγατα που την είχε στήσει εκεί έξω. Τον είχε περάσει, ως φαίνεται, για αρουραίο και πιθανό γεύμα της. Μόλις τον είδε, απογοητευμένη ή και φοβισμένη από τον πολύ πιο μεγαλόσωμο αντίπαλό της, του ρίχτηκε. Παρά λίγο θα τον ξέσκιζε με τα κοφτερά νύχια της. Του επιτέθηκε με ένα τρομακτικό ουρλιαχτό κι ο Ιάσων με δυσκολία προστάτεψε τα μάτια του που ήταν ο στόχος της. Πολύ δύσκολα θα γλίτωνε απ' την γάτα αν δεν τον έσωνε ο Σκύθης που είχε ξαπλώσει και κοιμόταν παρακάτω. Το σπαθί του ενόχλησε και, προφανώς, φόβισε την αγριόγατα που μαζεύτηκε σε μια γωνιά. Ο θόρυβος του σπαθιού να χτυπά δυνατά πάνω στην ασπίδα την τρομοκράτησε κι έφυγε μακριά σαν αστραπή. Ο Σκύθης γύρισε το σπαθί του προς το μέρος του Ιάσονα.
«Πού πας εσύ, παλικάρι;» τον ρώτησε απειλητικά.
Ο Ιάσων δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί του, αδύναμος κι εξαντλημένος. Ο Σκύθης ήταν δυνατός και μεγαλόσωμος κι επί πλέον είχε και όπλα.
«Τι σου έχω κάνει και με κρατάς σε αυτό το μέρος;»
«Είσαι παράνομος. Κρατείσαι!»
«Με δίκασε οι δήμος και δεν το ξέρω;»
«Σε δίκασε ο Επιμελητής και το ξέρω εγώ».
«Στην πατρίδα σου τη Θράκη έχετε επιμελητές;»
«Δεν είμαι από τη Θράκη».
«Σκύθης δεν είσαι;»
«Σκύθες μας λέτε εσείς, όλους αδιακρίτως. Εγώ είμαι Λαμιεύς, δημόσιος δούλος».
«Από τη Λαμία; Και πώς βρέθηκες δούλος εδώ;»
«Ήμουν με τους Έλληνες. Πολέμησα τον Αντίπατρο, αλλά, με πιάσανε αιχμάλωτο οι Μακεδόνες και με πουλήσανε στον δήμο σας».
«Άρα ... είμαστε δηλαδή κι οι δυο με τον δήμο, στην ίδια πλευρά. Το καταλαβαίνεις;»
«Εγώ είμαι δούλος κι εσύ πολίτης. Εγώ είμαι αστυνόμος κι εσύ είσαι παράνομος».
«Μα, πολεμούσες μαζί με τους Αθηναίους...»
«Όχι με αυτούς τους Αθηναίους που με αγόρασαν. Οι άλλοι έχασαν, όπως χάσαμε κι εμείς και γίναμε δούλοι.»
«Και τι θα κάνεις τώρα; Θα με σκοτώσεις;»
«Θα σε πάω κάπου από όπου δεν θα μπορείς να το σκάσεις κι όπου δεν θα έχει αγριόγατες» του είπε.
Πριν προλάβει να βγάλει κουβέντα ο Ιάσων, ο Σκύθης από τη Λαμία του έδωσε μια στο κεφάλι. Τον χτύπησε με την λαβή του ξίφους του και τον έριξε κάτω ημιλιπόθυμο. Πριν συνέλθει τον έδεσε σφιχτά με τα χέρια πίσω και τον φίμωσε να μην φωνάζει. Ανέβηκε στο άλογό του και τον έβαλε μπροστά του. Δεν του πήρε πολλή ώρα ώσπου να φτάσει στο Φάληρο. Δεν θα άρεσε στον επιμελητή αυτό που έκανε, αλλά, δεν γινόταν αλλιώς. Στα Μακρά Τείχη το υπόγειο δεν ήταν δεσμωτήριο. Από εκεί ήταν εύκολο να το σκάσει ακόμα κι ένας άσχετος σαν κι αυτόν εδώ. Στο Φάληρο τον παρέδωσε στους Σκύθες που ήταν εκεί, φρουρά του επιμελητή. Στο πατρικό του Δημήτριου, έμενε η οικογένειά του με το υπηρετικό προσωπικό. Ο ίδιος ο Δημήτριος ερχόταν σπάνια. Ένα από τα δωμάτια του υπόγειου είχε ήδη μετατραπεί σε ασφαλές κρατητήριο κι εκεί είχαν βάλει την Δάφνη. Έβαλαν και τον Ιάσονα μέσα για να είναι ήσυχοι. Δεν είχαν ιδέα, βέβαια, πως έτσι πραγματοποιούσαν τον χειρότερο εφιάλτη του αφεντικού τους.
«Θεοί! είναι ο Ιάσων!» αναφώνησε έκπληκτη η Δάφνη.
Είχε πλησιάσει τον νεοφερμένο στο σκοτάδι της νύχτας. Ήθελε να δει από κοντά τι είχαν πετάξει οι Σκύθες στον χώρο όπου την είχαν φυλακίσει. Και προς μεγάλη της έκπληξη είδε ότι ήταν αυτός, ο Ιάσων! Πολύ ταλαιπωρημένος, διψασμένος, χτυπημένος, ίσως άρρωστος, γρατζουνισμένος και βρόμικος αλλά, ... ο Ιάσων!
Όταν εκείνος άνοιξε τα μάτια του, την είδε κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Προς στιγμήν σκέφτηκε πως οι θεοί τελικά όχι μόνο υπήρχαν αλλά έπαιζαν και τρελά παιχνίδια με τους θνητούς. Σκέφτηκε αρχικά ότι τον ευνόησαν, αλλά, κατέληξε ότι μάλλον έσπαγαν πλάκα με τον Δημήτριο! Και τι πλάκα! Ο Σκύθης που είχε εντολή να τον φυλάξει, για να τον κρατήσει μακριά από τις βρομιές του, τον είχε φέρει εδώ. Τον είχε φέρει ακριβώς σε εκείνην από την οποία ο Δημήτριος ήθελε να τον κρατήσει μακριά.
Την αγκάλιασε προσεκτικά ή, μάλλον, αφέθηκε στην αγκαλιά της. Εκείνη φρόντισε να τον ανακουφίσει από τους πόνος του με τον πιο εύκολο τρόπο. Πρώτα μια ζεστή αγκαλιά και λίγα γλυκά λόγια. Ύστερα ήρθαν τα φιλιά, με ένα τρόπο φυσικό κι αβίαστο. Το σκοτάδι της νύχτας διαλυόταν, μέσα στο υπέροχο λυκαυγές του πρωινού. Ξημέρωνε η τέταρτη μέρα πριν φύγει ο Θαργηλιών. Η Δάφνη τον κράτησε σφιχτά πάνω της και τον φίλησε με πάθος, τέτοιο που άναψε τον δικό του πόθο. Τίποτε δεν μπορούσε πια να συγκρατήσει αυτούς τους δυο. Η Ευρυφάεσσα Ηώς(*1) φώτισε τα γυμνά τους θαυμάσια σώματα καθώς αγαπιούνταν. Για πρώτη τους φορά έσμιγαν ερωτικά στο τόσο «φιλόξενο» γι αυτούς κρατητήριο. Έκαναν έρωτα στο υπόγειο του πατρικού σπιτιού του Φαληρέα. Την ίδια ώρα, στα πάνω δώματα, εκείνος ξυπνούσε με εφιάλτες.
Ο Ιάσων σεβόταν τη Δάφνη. Ποτέ δεν θα την πίεζε ερωτικά και δεν θα επεδίωκε να χαλάσει την παρθενία της. Δεν θα το έκανε παρά την δέσμευσή τους για γάμο. Έτσι όμως, όπως ήρθαν τα πράγματα, έγινε ό,τι έγινε.
Η Δάφνη είχε μαζέψει τα σεντόνια που είχαν λερωθεί και πλενόταν για να φύγουν τα αίματα από πάνω της.
«Δεν θέλω να νομίσεις ...» πήγε να της πει.
«Δεν θέλω να μου πεις τι να νομίσω» του είπε εκείνη.
Για να ενωθούν ο άντρας με την γυναίκα συντονίζονται εκατομμύρια νευρώνες, συνάψεις κι εγκεφαλικά κύτταρα. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται μια ευτυχής συγκυρία, ένα κατάλληλο προϋπάρχον συναισθηματικό υπόβαθρο. Οι δυο τους είχαν αυτό το υπόβαθρο κι ο Δημήτριος τους χάρισε τη συγκυρία. Τους εξέθεσε σε ακραίες συνθήκες ανασφάλειας και τους απείλησε με την ωμή δύναμη των όπλων. Τους χώρισε και τους γέμισε με απελπισία. Χωρίς φυσικά να το ξέρει ή να το θέλει, χάρη στην έμπνευση του Σκύθη, τους έφερε κοντά, σε εξαιρετικά ακραίες συνθήκες. Τους έσπρωξε να ενωθούν γρήγορα, δυνατά και με τρόπο αμετάκλητο. Ο φιλόσοφος-τύραννος που θέλησε να βρει τον έρωτα δια της βίας, πέτυχε το απίθανο. Προσπαθώντας να την κερδίσει με ανήθικο και παράνομο τρόπο, τους είχε ενώσει με τα ακατάλυτα δεσμά του έρωτα.
Παραπομπή:
(*1) Η Ευρυφάεσσα Ηώς ήταν η ανθρωπόμορφη θεότητα, κόρη του τιτάνα Υπερίωνα, που κάθε πρωί άνοιγε τις πόρτες του ουρανού για να περάσει ο ήλιος,
**********************************
Αύριο Παρασκευή, 16/10, η συνέχεια