Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

28 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 28η

Επανερχόμαστε μετά την χτεσινή διακοπή λόγω εθνικής γιορτής.

Είμαστε στο απόγευμα της δεύτερης από τις τρεις μέρες που συγκλόνισαν την Αθήνα στις 9, 10 και 11 Ιουνίου του 307 π.Χ. ή αλλιώς 5ης, 4ης και 3ης φθίνοντος Θαργηλιώνος. Ήδη έχουμε δει τα τρία πρώτα μέρη των συμβάντων αυτού του απογεύματος. Είμαστε στο τέταρτο μέρος του κεφαλαίου. 

 Δεν είναι εύκολες οι τελευταίες διαπραγματεύσεις της φυγής για τον Δημήτριο Φαληρέα ειδικά όταν έχει και τα προσωπικά του να τον απασχολούν.

****************************


 

(Απόγευμα της 10ης Ιουνίου 307 π.Χ.)

....................................

Ο Δημήτριος με τον Θεόδωρο καβαλούσαν τα άλογά τους κι ο Θεόφραστος ήταν στην άμαξα. Κατευθύνονταν όλοι προς τον Πειραιά και στο φρούριο της Μουνιχίας. Στο μεταξύ, στο Φάληρο, οι προετοιμασίες είχαν αρχίσει. Ο Ιάσων κι η Δάφνη είχαν τοποθετηθεί σε διαφορετικά δωμάτια. Ο Ιάσων βρισκόταν στο υπόγειο, δεμένος, φιμωμένος και φρουρούμενος από έναν Σκύθη για να μην γίνει επικίνδυνος. Η Δάφνη ήταν στον επάνω όροφο, σε μια πολυτελή κρεβατοκάμαρα. Ο χώρος ήταν γεμάτος με προτομές του Φαληρέα και των προγόνων του. Παντού υπήρχαν έξοχες ζωγραφιές με αναπαραστάσεις της φύσης ή των θεών και των ηρώων. Ένα θαυμάσιο μέρος, γεμάτο έργα τέχνης, μέσα στο οποίο ο Φαληρέας σκόπευε να την κάνει δική του.

Της έφεραν να φάει κάτι αλμυρό. Ήταν ψάρι γεμάτο με αλάτι κι ελιές πολύ αλατισμένες επίσης. Διψούσε και σε λίγο άρχισε να ζητάει να της φέρουν νερό. Της έφερε η Πανδότη. Η Δάφνη την έβλεπε για πρώτη της φορά. Δεν ήταν νερό, ήταν ένας χυμός με λεμόνι που όμως τον κατέβασε μονομιάς για να ξεδιψάσει.

«Με λένε Πανδότη» της είπε η γυναίκα.

«Εμένα Δάφνη».

«Είμαι φίλη του Δημήτριου του Επιμελητή. Να ξέρεις ότι εδώ είναι το πατρικό του σπίτι».

«Ωραίο σπίτι αλλά εγώ θέλω να φύγω».

«Θα φύγεις όποτε θέλεις. Πρώτα, όμως, σου ζητά να κάνεις μια κουβέντα μαζί του».

«Γιατί με κρατάτε εδώ, είναι παράνομο».

«Ο Δημήτριος θέλει να σου μιλήσει. Άκουσέ τον πρώτα και μετά φεύγεις».

«Πού είναι ο Ιάσων; Τι του κάνατε; Πού τον έχετε; Είστε παράνομοι κι εγκληματίες».

«Ο Ιάσων επιτέθηκε στον Επιμελητή! Ξέρεις καλά πως θα μπορούσε να τιμωρηθεί γι αυτό» είπε η Πανδότη.

«Α, ώστε θα τον τιμωρήσουνε κιόλας! Δεν φτάνουν όσα τράβηξε, ε;» φώναξε η Δάφνη.

«Μην ανησυχείς, δεν θα πάθει τίποτε, αρκεί να μιλήσεις εσύ με τον Δημήτριο. Δεν θα σε αναγκάσει για τίποτε, μόνο να μιλήσετε θέλει».

Η Δάφνη ηρέμησε κάπως. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως η ταλαιπωρία κι η κράτησή τους όλο το βράδυ είχε μόνο αυτόν τον σκοπό. Αν ο Φαληρέας ήθελε τόσο πολύ να μιλήσει μαζί της γιατί δεν το είχε κάνει ως τώρα; Τι τον εμπόδιζε; Και γιατί έπρεπε να την φέρει με την βία μέχρι εδώ; Κι εξάλλου, τι νέο είχε να της πει; Από την άλλη, πάλι, σκέφτηκε ότι η έλευση του Αντιγονίδη κι η εξέγερση ήταν λόγοι καθυστέρησης του Επιμελητή. Θα είχε πολλά στο κεφάλι του κι αυτός τούτες τις ώρες. Ίσως, λοιπόν, αυτή η γυναίκα να είχε δίκιο. Η Δάφνη το ήθελε τόσο πολύ να έχει δίκιο, που αποδέχτηκε την εξήγησή της κι ηρέμησε.

«Σου έφερα μια σούπα δημητριακών για να φας» της είπε και της έδειξε το φαγητό.

«Ποια είσαι;» τη ρώτησε η Δάφνη. «Είσαι γυναίκα του;»

«Δεν είναι παντρεμένος, δεν βρήκε ως τώρα καμιά που να του αξίζει».

«Φαίνεται πως είναι παράξενος».

«Εκλεκτικός είναι, όχι παράξενος. Μη ξεχνάς πως είναι ένας φιλόσοφος και κυβερνήτης».

«Τύραννος είναι! Οι φιλόσοφοι θέλουν το καλό του δήμου και των ανθρώπων, όχι την εξουσία!»

Η Πανδότη δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση, όμως, ο στόχος της δεν ήταν να ανακαλύψει την αλήθεια. Ήθελε να χαλαρώσει τη Δάφνη για να την πιάσει καλύτερα το φάρμακο με το οποίο ήθελε να την ποτίσει. Είχε βάλει μέσα στον χυμό, κι είχε βάλει κι άλλο μέσα στη σούπα της.

«Φάε το φαγητό σου με την ησυχία σου. Θα έρθω σε λίγο ξανά για να μιλήσουμε».

«Τι έχουμε να πούμε; Αφήστε μας να φύγουμε αμέσως! Αυτό που γίνεται εδώ είναι παράνομο!»

«Ηρέμησε κι όλα θα γίνουν» της είπε η Πανδότη.

Στο μεταξύ, κάτω στο υπόγειο, ο Ιάσων είχε φάει κι αυτός παστό ψάρι και αλμυρές ελιές. Πέθαινε στη δίψα όπως η Δάφνη. Η Πανδότη πήγε και σ’ εκείνον χυμό λεμονιού και σούπα για να φάει. Δεν μίλησε μαζί του. Το δηλητήριο που είχε ετοιμάσει γι αυτόν, κι είχε ρίξει στον χυμό και στην σούπα, ήταν υπνωτικό. Δεν άργησε πολύ να τον πιάσει. Ο Ιάσων, που ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ κουρασμένος, έγειρε αμέσως στο πλάι κι αποκοιμήθηκε βαριά. Στην Δάφνη είχε ρίξει δυο αλλιώτικα φάρμακα. Το ποτό περιείχε ένα ισχυρό ερωτικό φίλτρο, ενώ, η σούπα περιείχε ένα ελαφρύ ναρκωτικό για να την χαλαρώσει. Δεν άργησε κι η Δάφνη να κοιμηθεί, όχι τόσο βαριά όσο ο Ιάσων. Εκείνος βυθίστηκε στο σκοτάδι ενώ εκείνη αφέθηκε, πιο χαλαρά, σε ένα κόσμο απαλών ονείρων.

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Ιεροφάντης «είναι έτοιμοι;»

«Ο νεαρός θα κοιμάται μάλλον όλη την αυριανή μέρα με τόσο ναρκωτικό που του έδωσα. Ήδη έπεσε ξερός. Η νεαρή τώρα χαλαρώνει. Το ερωτικό φαρμάκι έχει αρχίσει να επιδρά κιόλας πάνω της».

«Δηλαδή αν επιχειρήσω ..». πήγε να πει ο Ιεροφάντης.

«Από την μικρή δεν θα βρεις αντίσταση, Ιεροφάντη. Με τον επιμελητή, μόνο, δεν ξέρω πώς θα τα βολέψεις μετά» του είπε η Πανδότη.

«Τι άνθρωπος κι αυτός ο Δημήτριος! Να έχει στα πόδια του όποια γυναίκα θέλει κι όμως να παιδεύεται. Μπορεί να πάρει κάθε βράδυ στο κρεβάτι του τις καλύτερες εταίρες, κι όμως, επιμένει με μανία σε ένα κορίτσι!»

«Και τι κορίτσι! Που δεν τον θέλει, κι έχει την καρδιά του δοσμένη σε άλλον. Που θέλει σαν τρελό τον φυλακισμένο μας» συμπλήρωσε η Πανδότη.

«Εσύ, Πανδότη, πώς νιώθεις τώρα που έγινες ιέρεια κι έχεις δώσει όρκο παρθενίας;»

«Θα προσπαθήσω να πνίξω τις κραυγές του κορμιού μου. Πάντοτε αυτό έκανα» είπε εκείνη.

«Ίσως ήταν λάθος που διάλεξες αυτόν τον δρόμο» της είπε ο Ιεροφάντης. «Εγώ ήμουν πάντα πρόθυμος να μοιραστώ τον βίο μου μαζί σου».

«Το ξέρω καλέ μου Αντιφώνα» του είπε με κατανόηση.

Αντιφών Αιγιαλέας Σικυώνιος, ήταν το πλήρες όνομα του Ιεροφάντη. Είχε έρθει πριν χρόνια κι είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Ήταν μέτοικος κι οι ορφικοί τον είχαν βοηθήσει να ζήσει αξιοπρεπώς. Έφτασε να γίνει ακόμα κι Ιεροφάντης των μυστηρίων τους. Τώρα ήταν βοηθός του Μεγάλου Μύστη κι είχε αποκτήσει τον τίτλο του «Μεγάλου». Είχε κατακτήσει την δεύτερη θέση στην ιεραρχία της οργάνωσης. Πάντοτε ήθελε την Πανδότη, αλλά, χωρίς αποτέλεσμα. Εκείνη είχε κάνει ήδη δυο γάμους, αποτυχημένους και τους δυο, κι είχε πάψει να ενδιαφέρεται για έναν τρίτο. Ήταν φιλόδοξη όσο καμιά άλλη γυναίκα κι είχε βάλει στόχο να γίνει ιέρεια. Μόλις πριν λίγες ώρες το είχε καταφέρει κι αυτό.

«Το ξέρεις αλλά το παρέβλεψες» της είπε με παράπονο.

«Ίσως ζητάω άλλα από τη ζωή».

«Τι άλλα; τους νεαρούς;»

Η Πανδότη πάγωσε. Για να το λέει αυτό ο Ιεροφάντης κάτι είχε δει ή κάτι είχε καταλάβει. Ίσως να είχε ψαρέψει τον Υπάνορα που ήταν αρκετά δειλός ώστε να πει τα πάντα αν τον απειλούσαν. Όμως ... πότε είχε μιλήσει; Από τη στιγμή που έκαναν έρωτα ως τώρα δεν είχαν μεσολαβήσει πολλά. Μόνο η χειροτονία της σαν Ιέρειας κι η μετακίνηση στο Φάληρο. Δεν υπήρχε χρόνος για να στριμώξει ο Ιεροφάντης τον Υπάνορα. Της έφταναν οι τύψεις που αντιμετώπιζε, δεν χρειαζόταν επί πλέον κι επόπτες ή ελεγκτές στο μαρτύριό της.

«Τι θες να πεις;» τον ρώτησε επιθετικά.

«Είδα τι έγινε το μεσημέρι με τον Υπάνορα. Με δυσκολία σας κάλυψα ώστε να μην σας δει ο Μεγάλος Μύστης. Αυτός ο ανόητος νεαρός σε τράβηξε;»

«Μην ανακατεύεσαι στα προσωπικά μου».

«Δεν είναι προσωπικά σου! Είσαι Ιέρεια πια, κάθε σου παρασπονδία μπορεί να θυμώσει τους θεούς».

«Άσε με Αντιφώνα, έχω τις τύψεις μου για ό,τι έκανα, μην έχω και σένα πάνω από το κεφάλι μου».

«Μόνο μην το επαναλάβεις, ξέρεις πόσο ανίερο είναι!»

«Δεν θα το επαναλάβω» του υποσχέθηκε.

Τι σημασία είχε μια τέτοια υπόσχεση; Εδώ το είχε υποσχεθεί σε θεούς, στον Ερμή και την Δήμητρα, και δεν είχε κρατήσει την υπόσχεσή της. Στον Ιεροφάντη, τον μέτοικο θα κολλούσε; Η Πανδότη δεν ένιωθε καλά. Δεν της άρεσε καθόλου αυτή η ιστορία. Τον Υπάνορα ήθελε να τον ξαναδεί κι ήταν βέβαιη πως θα τον ξανάβλεπε, έστω κι αν ήταν ανίερο! Όσο για την ψυχή της, κάτι θα έβρισκε για να την τακτοποιήσει κι αυτήν αργότερα.

............................................

Στο στρατηγείο του Διονυσίου είχαν έρθει ο Φαληρέας, ο Θεόφραστος, ο Αγακάτης κι ο Θεόδωρος. Ήταν κι η Ευρυδίκη που φαινόταν πιο άνετη από όλους, όπως κι ο Πολεμίων.

Η Ευρυδίκη ήταν απόγονος του Μιλτιάδη κι είχε καλή φήμη στην Αθήνα. Έκοβε κι έραβε στα δημόσια πράγματα, είτε με τυραννία είτε με δημοκρατία. Η γνώμη της μετρούσε γιατί γνώριζε πάντα περισσότερα απ’ όλους. Οι γνωριμίες της ήταν πολλές και ποικίλες. Έκανε παρέα με όλους, πλούσιους ή με πληβείους, δημοκράτες ή ολιγαρχικούς, σοφούς ή τεχνίτες. Εξέχουσα γνωριμία της ήταν κι ο Πτολεμαίος. Ο στρατηγός του Αλέξανδρου ήταν σαν βασιλιάς στην Αίγυπτο, έστω κι αν δεν είχε ακόμα επίσημα τον τίτλο. Είχε κρατήσει για τον εαυτό του την πιο πλούσια επαρχία του αχανούς κράτους. Η γνωριμία της αυτή έκανε την Ευρυδίκη πολύτιμη.

«Λοιπόν Διονύσιε, θα παραδώσεις τη Μουνιχία ή θα αντιμετωπίσεις τον Αντιγονίδη;» ρώτησε ο Φαληρέας.

Ο Διονύσιος ήταν κατηγορηματικός στο όχι.

«Παραδίδω φρούριο μόνο με διαταγή Κασσάνδρου!»

«Έχουμε στείλει αγγελιαφόρο. Περιμένουμε απάντηση» συμπλήρωσε ο Πολεμίων.

«Ο Αντιγονίδης έχει στρατό, έχει και τους Αθηναίους. Μπορείς να αντέξεις την πολιορκία;» ρώτησε ο Δημήτριος.

«Όσο αντέξουμε» είπε ο Διονύσιος.

«Λένε πως ο Αντιγονίδης έχει πολιορκητικές μηχανές» είπε ο Δημήτριος.

«Θα τις αντιμετωπίσουμε, έχουμε γενναίο στράτευμα» είπε αγέρωχα ο Διονύσιος. «Έτσι δεν είναι, Πολεμίων;»

«Μάλιστα στρατηγέ, είμαστε έτοιμοι!»

«Ίσως ο γιος του Αντιγόνου στραφεί προς τα Μέγαρα. Κάτι άκουσα» είπε ο Θεόδωρος.

«Το άκουσα κι εγώ» είπε ο Αγακάτης.

«Καλά ακούσατε» παρεμβλήθηκε η Ευρυδίκη. «Ήρθαν από τα Μέγαρα σε μένα και τους έστειλα στον Ελευθερωτή. Αυτό θα δώσει σε όλους σας μερικές μέρες καιρό».

«Μην τον λες Ελευθερωτή» της είπε ο Δημήτριος.

«Δεν τον λέω εγώ. Τον λέει όλη η Αθήνα».

«Τέλος πάντων, για μένα είναι αρκετές κι αυτές οι λίγες μέρες» είπε ο Διονύσιος.

«Και για εμάς» είπε ο Φαληρέας.

«Εμάς δεν μας κυνηγά ο "Ελευθερωτής", Δημήτριε» του υπενθύμισε ο Θεόδωρος. «Εμείς έχουμε πρόβλημα με τον δήμο κι ο δήμος δεν έχει Μέγαρα για να φροντίσει».

«Καλά λέει ο Θεόδωρος» είπε ο Θεόφραστος.

Ο Δημήτριος σκέφτηκε πως είχαν δίκιο. Δεν είχαν μέρες στη διάθεσή τους. Η φυγή τους έπρεπε να επισπευσθεί κι η Ευρυδίκη ήταν εδώ για να βοηθήσει. Ό,τι ήταν να γίνει με την Δάφνη έπρεπε να γίνει απόψε ή, το αργότερο, αύριο το πρωί.

«Μπορείς να μας βάλεις σε ένα πλοίο για να φύγουμε;» ρώτησε τον Διονύσιο. «Πάμε στην Θήβα, αλλά, οι δρόμοι της στεριάς μπορεί είναι επικίνδυνοι τώρα για εμάς».

«Μπορούμε στρατηγέ;» ρώτησε αυτός τον Πολεμίωνα.

«Θα το κάνουμε για σένα, Επιμελητή» είπε ο Πολεμίων. «Θα πας με ένα πλοίο μας από το Φάληρο ως την Αυλίδα».

Ο Δημήτριος γύρισε στην Ευρυδίκη.

«Πάμε να φτιάξουμε ένα συμβόλαιο» της είπε.

Κάθισαν σε ένα τραπέζι. Ο Θεόδωρος κι ο Θεόφραστος τους έφεραν παπύρους, μελάνια, πινακίδια και κιμωλίες. Τους άφησαν να κάνουν το αναγκαίο παζάρι.

«Θέλω να πάω στον Πτολεμαίο» της είπε.

«Γι αυτό μιλάμε» είπε εκείνη. «Αυτό εξάλλου είναι που θα στοιχίσει κάτι παραπάνω».

«Το πατρικό σπίτι στο Φάληρο άστο απ’ έξω» της είπε ο Φαληρέας. «Θέλω να έχω κάπου να μείνω όταν ξαναγυρίσω».

«Ελπίζεις ακόμα καημένε;»

«Ποτέ δεν ξέρεις. Πριν ένδεκα χρόνια με καταδίκασαν σε θάνατο κι ένα μόλις χρόνο μετά ήμουν Επιμελητής! Με τους Μακεδόνες, που αλληλοτρώγονται, ποτέ δεν ξέρεις πότε είσαι στο τέλος και πότε στην αρχή».

«Έξω από τους λογαριασμούς το Φάληρο» είπε εκείνη.

«Θα αφήσω ένα τέταρτο στον Δήμο να τον κατευνάσω. Ένα τέταρτο σε όσους με υπηρέτησαν. Ένα τέταρτο σε σένα κι ένα τέταρτο κρατώ εγώ».

«Να κατευνάσεις τον Δήμο το καταλαβαίνω, σε σένα όμως και στο προσωπικό δεν βλέπω χρησιμότητα» είπε εκείνη. «Δώσε μισά στον δήμο και μισά σε εμένα».

«Ένα τρίτο στον δήμο, ένα τρίτο σε σένα κι ένα τρίτο στο προσωπικό. Δεν θα τους αφήσω έτσι».

Είχε δούλους που ελευθέρωνε, είχε εργάτες που έπρεπε να τους δώσει γη για να πορεύονται τώρα που έφευγε. Δεν θα τα άφηνε όλα στην τρελή Αθηναία.

«Αυτή είναι η τελευταία μου κουβέντα» της είπε.

«Μπορώ να σε πνίξω, αν θέλω, και να τα πάρω όλα» του είπε εκείνη. «Δεν θέλω όμως να σε στενοχωρήσω άλλο, ας γίνει έτσι. Υπόγραψε για το ένα τρίτο».

Ο Δημήτριος κατέγραφε το ένα τρίτο της περιουσίας του για την Ευρυδίκη. Εκείνη τον κοίταζε με την περιέργεια που κανείς κοιτάζει ένα άκακο γατάκι ή μια επικίνδυνη τίγρη. Δεν ήξερε αν έπρεπε να τον λυπάται που έφευγε εξόριστος ή να χαίρεται που η Αθήνα γλίτωνε από έναν τύραννο.

Η Ευρυδίκη ήταν μέλος της αριστοκρατίας, με τίτλους τιμής από το παρελθόν της, όμως τασσόταν με την δημοκρατία. Η πολιτεία του Δημήτριου, δεν την είχε ενοχλήσει ποτέ, ωστόσο, δεν της άρεσε. Προτιμούσε αυτό που επικρατούσε στην Αθήνα, τον δήμο να πανηγυρίζει και τα πάτρια να αποκαθίστανται. Γι' αυτήν, τούτος 'δω ήταν για λύπηση.

«Δέκα χρόνια δεν έκανες τίποτε» του είπε. «Ακόμα και τα αγάλματα του εαυτού σου γκρεμίζονται».

«Δεν με άφησαν... δεν πρόλαβα. Ήθελα να φτιάξω μιαν ιδανική πολιτεία ... κι ένα Μουσείο».

Κούνησε το κεφάλι της με περιφρόνηση καθώς διάβαζε το συμβόλαιο της μεταβίβασης προσεκτικά.

«Τι είναι αυτό το "Μουσείο" που θα έφτιαχνες;»

«Ένα τέμενος των Μουσών, όπου θα λατρεύονται οι τέχνες κι οι επιστήμες. Θα μάζευα σοφούς απ’ όλη την Ελλάδα, και βιβλία από παντού. Ήθελα μια βιβλιοθήκη που να περιέχει όλη τη σοφία του κόσμου».

«Δεν έκανες τίποτε από αυτά».

«Θα τα κάνω στην Αλεξάνδρεια. Ο Πτολεμαίος θα με ακούσει» είπε και της έδωσε το συμβόλαιο.

«Μακάρι ό,τι δεν πέτυχες στην Αθήνα να το πετύχεις στην Αίγυπτο» είπε εκείνη.

Τύλιξε σε μια δερμάτινη θήκη τον πάπυρο. Ο Δημήτριος σκεφτόταν ότι η διαφυγή του από το Φάληρο ήταν βολική. Όχι μόνο απέφευγε το επικίνδυνο ταξίδι από στεριά αλλά θα έφευγε απ' ευθείας από το πατρικό του. Αν όλα πήγαιναν καλά μαζί με τις αποσκευές, τον Θεόδωρο και τον Θεόφραστο, θα είχε και τη Δάφνη. Έτσι, μαζί με το κακό, αναπόδραστο τέλος, θα γινόταν και μια νέα, ελπιδοφόρα, αρχή.

«Το διάβασες;» ρώτησε την Ευρυδίκη. «Εντάξει;»

«Όλα εντάξει» του είπε αυτή. «Αν τα καταφέρεις και γυρίσεις, η περιουσία σου θα είναι εδώ ακέραια. Θα την πάρεις πάλι πίσω φτηνά».

«Μακάρι να είμαι καλά και να σ' απαλλάξω κι εσένα απ’ την υποχρέωση να μου την φυλάς».

«Θα έρθεις μαζί μας;» ρώτησε ο Φαληρέας τον Αγακάτη.

«Θα είμαι μαζί σου μέχρι να φύγεις. Μετά θα μείνω εδώ. Ανήκω στον δήμο» είπε ο Αγακάτης.

Ο Φαληρέας σκεφτόταν πως είχε τελειώσει τις δουλειές του στη Μουνιχία κι ήταν ώρα να πάει στο σπίτι του. Το Φάληρο ήταν κοντά. Σχεδόν έβλεπε το άγαλμα της Αθηνάς που στόλιζε, στηριγμένο σε μια ψηλή κολόνα, τον κήπο του. Αναρωτιόταν αν οι αναθεματισμένοι ορφικοί θα είχαν ετοιμάσει την Δάφνη ψυχικά για να τον αποδεχτεί. Αφού είχε λυθεί το ζήτημα της ασφαλούς διαφυγής, τώρα ετούτο εδώ ήταν το πιο σημαντικό ζήτημα της ζωής του.

****************************

Αύριο Παρασκευή η συνέχεια.

Από Δευτέρα μπαίνουμε στο πρωινό της τελευταίας από τις τρεις μέρες, της 11ης Ιουνίου 307 π.Χ.