Φτάσαμε στο απόγευμα της πρώτης εκείνη μέρας από τις τρεις που συγκλόνισαν την Αθήνα στο μακρινό 307 π.Χ.. Απόγευμα της 9ης Ιουνίου, μπήκε στον Πειραιά ο στόλος του Αντίγονου, κύριου της Ασίας. Τον καθοδηγούσε ο γιος του Δημήτριος.
Η πόλη της Αθήνας το σκέφτηκε αν θα υποταχθεί στον Μακεδόνα εισβολέα Αντίγονο ή αν θα παραμείνει με τον προηγούμενο Μακεδόνα εισβολέα Κάσσανδρο. Πολίτες και οπλίτες, άκουσαν ρήτορες κι αποφάσισαν να ρίξουν τις ασπίδες. Η πόλη θα περνούσε στα χέρια του Δημήτριου Αντιγονίδη.
Ο Δημήτριος Φαληρέας κι οι δικοί του άρχισαν να υπολογίζουν τρόπους διαφυγής.
****************************************
9η Ιουνίου 307 π.Χ. απόγευμα
Γ' Πέμπτη φθίνοντος Θαργηλιώνος, απόγευμα
Το μεσημέρι παραχωρούσε σιγά-σιγά τη θέση του στο απόγευμα. Ο ήλιος είχε φύγει από την θέση του στην κορυφή του ουρανού κι είχε αρχίσει να κυλά προς δυσμάς. Η μέρα θα τελείωνε με την δύση, όμως, υπήρχε ακόμη πολύς χρόνος ως το σούρουπο. Ήταν μια απ’ τις πιο μεγάλες μέρες του χρόνου, τόσο κοντά στο θερινό ηλιοστάσιο. Σε λίγες μέρες, την δεκάτη αυξούντος Σκιροφοριώνος(*1) θα είχαμε ισημερία.
Η κατάσταση στο λιμάνι είχε ξεφύγει κάθε ελέγχου. Είχε διαχυθεί η φήμη πως ο στόλος των σαράντα πλοίων ανήκε στον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο. Είχε ήδη διαβεί την αλυσίδα και δεν υπήρχε τρόπος να σταματήσει ο ηγέτης της Ασίας κι εχθρός του Κάσσανδρου. Είχε υποσχεθεί κι αυτός ελευθερία στις ελληνικές πόλεις και φαινόταν πως το εννοούσε. Το είχαν υποσχεθεί κατά καιρούς όλοι οι Μακεδόνες. Ο Φίλιππος, ο Αλέξανδρος ο Αντίπατρος, ο Πολυπέρχων. Πριν έντεκα χρόνια πραγματοποιήθηκε η υπόσχεση αλλά γρήγορα αναιρέθηκε από τον Κάσσανδρο. Οι διάδοχοι του Αλέξανδρου δεσμεύονταν για την ελευθερία των Ελλήνων(*2), οι υποσχέσεις, όμως, κρατούσαν λίγο. Σύντομα παραβιάζονταν και πάλι. Ο Αντίγονος ήταν ο πιο αξιόπιστος από όλους κι ήταν τα δικά του πλοία που είχαν έρθει στον Πειραιά.
Γύρω από το λιμάνι είχαν παραταχθεί Αθηναίοι οπλίτες για να αποτρέψουν την αποβίβαση του στόλου. Οι ασπίδες, τα ξίφη κι οι αιχμές των δοράτων άστραφταν κάτω από τον καυτό ήλιο κείνου του απογευματινού.
«Θα τολμήσουν να βγουν από τα πλοία;» αναρωτιόνταν οι Αθηναίοι πολίτες που είχαν κατακλύσει το λιμάνι.
Έβλεπαν με τα μάτια τους τα τεκταινόμενα ζωντανά, σαν τραγωδία στο θέατρο του Διονύσου..
«Τι θα κάνουν οι δικοί μας; θα δώσουν μάχη;» έλεγαν.
Μέσα από τα πλοία ακούγονταν παιανίσματα κι ήχοι από τις φλογέρες. Έδιναν έναν τόνο πανηγυρικό στον τρόπο που ο στόλος είχε σταθεί στο μέσον του λιμανιού. Κάποια στιγμή, μέσα από χωνιά που δυνάμωναν τη φωνή, ακούστηκαν οι ανακοινώσεις των εισβολέων. Αυτές περίμεναν εναγωνίως όλοι για να αντιληφθούν τι επρόκειτο να συμβεί.
«Πολίτες Αθηναίοι, χαρείτε!» ακούστηκε η στεντόρεια φωνή του τελάλη. «Ο Δημήτριος του Αντιγόνου είναι επικεφαλής του μεγάλου στόλου του πατέρα του. Κατέκτησε το Αιγαίο κι έφτασε εδώ, στην ένδοξη πόλη σας».
Ακούστηκαν φωνές και σφυρίγματα. Οι αντιδράσεις ήταν πολλές και διάφορες, από έντονες επιδοκιμασίες μέχρι και γιουχαΐσματα. Το χωνί συνέχισε.
«Ο Δημήτριος Αντιγονίδης(*3), αρχηγός του στόλου, ήρθε για να ελευθερώσει την πιο ένδοξη πόλη του κόσμου. Ήρθε για να διώξει το Δημήτριο Φαληρέα και τη φρουρά της Μουνιχίας. Ήρθε για να ξαναδώσει στην Αθήνα το πατρώο της πολίτευμα, δύναμη, πλούτο και μεγαλείο»
Το πλήθος σώπασε κι άκουγε. Η φωνή επανέλαβε τα ίδια. Ζήτησε να τους επιτραπεί να αποβιβαστούν ειρηνικά για να πραγματοποιήσουν τις υποσχέσεις τους. Ο λαός της Αθήνας, κουρασμένος απ’ τις ήττες και την συνεχή πίεση των τεράστιων στρατών διέκρινε μιαν ελπίδα. Ήθελε να ξαναζήσει τα παλιά μεγαλεία και τώρα φαινόταν να υπάρχει αυτή η πιθανότητα.
«Να τους εμπιστευτούμε» ακούστηκαν κάποιες φωνές.
«Κι αν μας κοροϊδέψουν;»
«Τι είχαμε, τι χάσαμε» είπαν κάποιοι.
Για ένα διάστημα όχι μεγάλο αλλά που φάνηκε αιώνας, παίχτηκε το παιχνίδι ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη. Ύστερα επικράτησε σιωπή.
«Αθηναίοι, είναι η ευκαιρία μας» φώναξε ο Δημοχάρης.
Ήταν ανιψιός του Δημοσθένη και φλογερός δημοκράτης. Είδε την κρισιμότητα της στιγμής και δεν την άφησε να χαθεί. Το πλήθος χρειαζόταν έναν ρήτορα για να το παρασύρει κι ο Δημοχάρης άρπαξε την ευκαιρία.
«Οπλίτες, μην τους ακούτε! Ετοιμαστείτε για άμυνα» φώναξαν κάποιοι μέσα από τους παρατεταγμένους Αθηναίους.
«Θέλουμε δημοκρατία; Ε, λοιπόν, ας γίνουμε άξιοι γι αυτήν!» φώναξε πάλι ο Δημοχάρης.
Δεν είπε πολλά, αυτά που είπε όμως μέτρησαν. Ήθελαν κάποιον να τους εξηγήσει αν έπρεπε ή όχι να εμπιστευθούν τον Αντίγονο. Να τους βεβαιώσει πως δεν θα πλήρωναν αυτή την εμπιστοσύνη τους με αντίποινα. Μίλησε όμορφα ο Δημοχάρης κι έπεισε πολλούς. Ο λόγος του, η παρουσία κι η ιστορία του έπειθαν. Ήταν δοκιμασμένος δημοκρατικός.
«Ρίξτε τις ασπίδες κάτω» άρχισαν να φωνάζουν άλλοι πολίτες στους οπλίτες.
«Άμυνα υπέρ πατρίδος» φώναξαν κάποιοι άλλοι.
«Ρίξτε τις ασπίδες: Επιτέλους δημοκρατία!»
Ο Δημοχάρης δεν ακουγόταν πια αλλά το πλήθος είχε πάρει τις αποφάσεις του. Έμεναν να καμφθούν οι τελευταίοι δισταγμοί. Ο χρόνος κυλούσε αργά. Μέσα στην ένταση, κάποιοι οπλίτες ξεκίνησαν αυτό που σε λίγο γενικεύτηκε. Πέταξαν κάτω τις ασπίδες, σημάδι ότι δεν θα πολεμούσαν κι ότι υποδέχονταν τον νέο Δημήτριο σαν φίλο και σύμμαχο.
«Ο Δημήτριος του Αντιγόνου έρχεται ως ελευθερωτής» φώναξαν πάλι τα χωνιά.
Κι άλλες ασπίδες έπεσαν με θόρυβο κάτω. Ο ήχος του χαλκού κι οι λάμψεις από την αντανάκλαση του ήλιου έκαναν το θέαμα εντυπωσιακό. Πολίτες άρχισαν να φωνάζουν:
«Ρίξτε τις ασπίδες, ο Αντιγονίδης είναι ελευθερωτής»
Ο θόρυβος γενικεύτηκε. Οι ασπίδες έπεφταν η μία μετά την άλλη, Τα δόρατα έπεφταν, τα σπαθιά δεν έβγαιναν από τα θηκάρια, τα τόξα χαμήλωναν και δεν φόρτωναν με βέλη. Τα πλήθη των πολιτών, αλλά, και των γυναικών, των παιδιών και των δούλων ακόμα, συμφωνούσαν και χειρονομούσαν.
«Ελευθερία! Κράτος του δήμου!»
«Δημήτριος ο ελευθερωτής!»
Οι Αθηναίοι υποδέχονταν τον Δημήτριο Αντιγονίδη, τον γιο του Μονόφθαλμου σαν δικό τους άνθρωπο κι ελευθερωτή.
«Να μας μιλήσει ο Δημήτριος» φώναζαν κάποιοι.
«Αθήνα ελεύθερη πόλη, ο δήμος νικητής» φώναζαν.
Υπήρχε ένας διάχυτος ενθουσιασμός και μια αυθόρμητη εμπιστοσύνη στον γιο του Αντίγονου.
«Να μας μιλήσει ο Δημήτριος» επανέλαβαν κι άλλοι.
Οι Αθηναίοι ήθελαν να ξαναβρούν το πάτριο πολίτευμα. Αναζητούσαν την -απόλυτα συνδεδεμένη με αυτό- αξιοπρέπειά τους και δεν είχαν καιρό για χάσιμο. Δεν τους ένοιαζε αν τα σχέδια του γιου του Αντιγόνου ήταν ευρύτερα. Δεν έδιναν δεκάρα αν θα χρησιμοποιούσε την Αθήνα σαν βάση για τους πολέμους του πατέρα του με τον Κάσσανδρο. Εκείνο που είχε σημασία ήταν ότι τους έδινε την ελευθερία. Επευφημούσαν τον ελευθερωτή πριν καν τους μιλήσει.
...........................................
Τα γεγονότα άργησαν λίγο να φτάσουν στην Βασίλειο Στοά. Πρώτα διαλύθηκαν οι αμφιβολίες για το αν ο στόλος ήταν ή όχι φιλικός. Αν ο στόλος ήταν του Πτολεμαίου θα είχε ήδη φτάσει μια αντιπροσωπεία στην Αθήνα. Ως τώρα ακούγονταν μόνο φήμες αλλά η επανάσταση σιγόβραζε. Ακόμα κι αν ο στόλος παρέμενε ακίνητος, τα γεγονότα θα έτρεχαν. Η Αθήνα θα ξεσηκωνόταν κατά της αριστοκρατίας για μια ακόμη φορά κι οι φιλομακεδόνες πολιτικοί κινδύνευαν. Αυτή τη δυσάρεστη αλήθεια είχε συνειδητοποιήσει ο Δημήτριος Φαληρέας κι όχι μόνο. Ο φιλόσοφος και δάσκαλος του Λυκείου Θεόφραστος τον επισκέφτηκε ανήσυχος.
«Δημήτριε, δύσκολα τα πράγματα» του είπε.
«Πολύ δύσκολα, δάσκαλε».
«Τι θα κάνεις; Θα χρησιμοποιήσεις βία;»
«Μήπως θα έχει η βία αποτέλεσμα; Σε λίγο όλη η Αθήνα θα είναι στο πόδι και θα με κυνηγά».
«Και πώς σκοπεύεις να το αντιμετωπίσεις;»
«Θα οχυρωθώ σπίτι μου. Έχω τους μισθοφόρους Σκύθες που μου είναι πιστοί. Αν θέλεις έλα κι εσύ. Φέρε και φίλους σου ή μαθητές σου που νομίζεις πως θα κινδυνεύσουν».
Είχαν ξαναζήσει την εκδίκηση του δήμου κι ήξεραν. Αν αναλάμβανε ο λαός να κυβερνήσει, όλα θα ήταν απρόβλεπτα.
«Πόσο θα αντέξεις σε μια πολιορκία του πλήθους;»
«Μέχρι να βρω τρόπο να συνεννοηθώ με τον εισβολέα».
«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα τα καταφέρεις να συνεννοηθείς μαζί του;»
«Ο στόλος είναι μακεδονικός. Όποιος κι αν είναι στην κεφαλή του ξέρει πως είμαστε φιλομακεδόνες, δεν θα έχει λόγο να μας χαλάσει. Μην ξεχνάς ότι θα υπάρξει κι ένα αύριο στην πόλη ό,τι κι αν συμβεί σήμερα».
«Λες ότι θα σκεφτεί τόσο μακροπρόθεσμα;»
«Δεν κατέκτησαν τον κόσμο τυχαία οι Μακεδόνες!»
«Θα έρθω. Φοβάμαι ότι στο Λύκειο δεν θα υπάρξει καμιά προστασία» είπε ο Θεόφραστος κι έφυγε.
Ο Δημήτριος ένιωθε πολύ πιεσμένος. Το μόνο που θα ήθελε να έχει στο νου του αυτή τη στιγμή ήταν η Δάφνη και το πώς θα την κατακτούσε. Ακόμα περισσότερο τώρα που είχε εμφανιστεί αυτός ο Ιάσων. Ήθελε να τον εξαφανίσει, αν ήταν δυνατόν, από την μέση και να την πάρει, έστω και με τη βία, στο κρεβάτι του. Αντί να ενεργεί για αυτά που πραγματικά τον ένοιαζαν, ασχολιόταν με μιαν επανάσταση που σιγόβραζε. Θα ήθελε να μην υπήρχε τίποτε από αυτά στον δρόμο του. Μόνο ένα ψυχρό σκοτεινό κελί για τον Ιάσονα ονειρευόταν κι ένα κρεβάτι στρωμένο με ροδοπέταλα για την Δάφνη. Αυτά, και μόνο αυτά, ήθελε.
Αναζήτησε τον Θεόδωρο, τον πρώην δούλο του. Ήταν τώρα ο πιο πιστός και πιο χρήσιμος φίλος και συνεργάτης του. Ήρθε αμέσως στο κάλεσμά του.
«Έκανες τίποτε Θεόδωρε;» τον ρώτησε.
«Δεν την βρήκα, επιμελητή»
«Επιμελητής και κουραφέξαλα, σε λίγο κινδυνεύω να γίνω μακαρίτης» είπε ο Δημήτριος απογοητευμένος.
«Είναι τόσο δύσκολα τα πράγματα;»
«Τι με ρωτάς; Δεν τα ξέρεις; ... Πες μου Θεόδωρε, εσύ τι έχεις ακούσει ως τώρα;»
«Όλοι μιλούν για επανάσταση και δημοκρατία, λένε πως δεν είναι του Πτολεμαίου ο στόλος».
«Καταλαβαίνεις ότι επείγει να την βρεις;»
Καθώς έλεγε «να την βρεις» ο Δημήτριος σκέφτηκε προς στιγμήν σε ποιαν τον έστελνε, στην Ευρυδίκη ή στην Δάφνη; Γέλασε με τον εαυτό του και με την κατάστασή του που έβαζε τις προτεραιότητες με βάση τα πάθη του. Έβαζε στη ζυγαριά απ’ τη μια επικίνδυνα πολιτικά προβλήματα κι από την άλλη ερωτικές, αισθηματικές αναζητήσεις. Το φοβερό ήταν πως, στ’ αλήθεια, δεν γνώριζε καλά-καλά σε ποια μεριά έκλινε το ζύγι. Τον ξύπνησε από τις σκέψεις του ο Θεόδωρος.
«Θα ξαναπάω στην Ευρυδίκη. Αν δεν μπορέσει σήμερα, θα της πω να έρθει εδώ αύριο πρωί-πρωί!»
«Να είσαι έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο. Ίσως χρειαστεί να φύγουμε ξαφνικά. Όσο για σήμερα το βράδυ, ειδοποίησε το Αγαπάνθιον και το Μειράκιον, τις θέλω και τις δυο. Δεν θα μπορώ να κοιμηθώ αλλιώς αυτό το βράδυ που ξέρω πως, ίσως, να είναι και το τελευταίο μου».
«Μην είσαι τόσο απαισιόδοξος Δημήτριε».
«Όταν ο δήμος ξεσηκώνεται, όλα μπορούν να συμβούν» είπε ο Δημήτριος με μια πίκρα στη φωνή του.
«Ο δήμος σε ανησυχεί και θέλεις δυο εταίρες παρέα ή κάτι άλλο;» τον ρώτησε ο Θεόδωρος.
Είχε όλο το θάρρος για τέτοιες ερωτήσεις.
«Χμ ... με κατάλαβες, ε;»
«Έμαθα για το επεισόδιο στην κηδεία του Ερμόδωρου».
«Είχα έξι ανθρώπους δίπλα μου, τρεις φρουρούς και τρεις ιππείς. Κι αυτός ο Ιάσων παραλίγο να με σκοτώσει!»
«Λάβε, λοιπόν, τα σωστά μέτρα!» είπε ο Θεόδωρος.
«Αυτό ακριβώς θα κάνω. Θα βάλω αυτόν τον Ιάσονα στη φυλακή και θα έχω πενήντα φρουρούς έξω απ’ το σπίτι. Μέσα θα έχω για παρέα τις δυο καλύτερες εταίρες».
«Ευτυχώς τουλάχιστον παραμένεις ψύχραιμος».
Είχε σχέδιο και για τη Δάφνη ο Φαληρέας αλλά ούτε που τόλμησε να του το πει. Ο Θεόδωρος βγήκε από το δωμάτιο. Έπρεπε να βρει την Ευρυδίκη κι εκείνη να στείλει μήνυμα στον Πτολεμαίο ώστε να έρθει, κάποτε, η απάντηση. Μόνον έτσι -αν τα πράγματα στράβωναν- θα ήταν σίγουροι πως υπήρχε ανοιχτή διέξοδος διαφυγής.
Παραπομπές:
(*2) Πρόκειται για μια βασική συμφωνία ειρήνης που τερμάτισε τον πρώτο πόλεμο των διαδόχων του Αλέξανδρου,. Έγινε το 311 π.Χ. μεταξύ του Κάσσανδρου της Μακεδονίας, του Λυσίμαχου της Θράκης και του Αντίγονου του Μονόφθαλμου της Ασίας που προέβλεπε την ελευθερία των ελληνικών πόλεων. Στην θέση αυτή προσχώρησε με διακήρυξή του κι ο Πτολεμαίος της Αιγύπτου. Όπως ήταν αναμενόμενο βέβαια, η συμφωνία δεν τηρήθηκε.
(*3) Πρόκειται για τον Δημήτριο τον Πολιορκητή (337-283 π.Χ.), κεντρικό πρόσωπο στις μάχες που έγιναν μεταξύ των διαδόχων του Αλεξάνδρου, που πήρε αυτόν τον τίτλο λίγο αργότερα εξ αιτίας των πολιορκητικών μηχανών που χρησιμοποίησε στους πολέμους του.
****************************************
Αύριο Τρίτη, 6 Οκτωβρίου, η συνέχεια με το δεύτερο μέρος του κεφαλαίου αυτού (απόγευμα 9ης Ιουνίου).