Είμαστε πάντα στο πρωινό της 10ης Ιουνίου 307π.Χ που είναι η δεύτερη από τις τρεις συγκλονιστικές για την Αθήνα μέρες. Η αναζήτηση των Ιάσωνα και Δάφνης συνεχίζεται ενώ οι υποψίες για τους υπεύθυνους του θανάτου του Ερμόδωρου αρχίζουν και πληθαίνουν.
Μέσα σε ένα αναβράζον πολιτικό σκηνικό, οι υποθέσεις αυτές απασχολούν τους ήρωες της ιστορίας μας.
****************************************
συνέχεια πρωινού 9ης Ιουνίου (β' μέρος)
...............................
«Υπάρχει άλλο μέρος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν δεσμωτήριο;»
«Όχι!» τους διαβεβαίωσε αυτός. «Αν τον είχαν πιάσει οι Σκύθες θα τον έφερναν εδώ».
Αφού δεν υπήρχε άλλο δεσμωτήριο δεν είχαν πουθενά αλλού να πάνε. Κι όμως, τα ευρήματα στο αλσύλλιο έδειχναν πως ήταν οι Σκύθες που τους είχαν συλλάβει.
«Οι Σκύθες είναι δημόσιοι σκλάβοι. Ποτέ δεν ενεργούν από μόνοι τους, ούτε και παίρνουν εντολές από ιδιώτες» είπε η Κλεοτίμα.
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή κάποιος τους έδωσε εντολή, αλλά, αυτός ο κάποιος δεν είναι ο δήμος. Για σκέψου, λοιπόν. Είναι δυνατόν κάποιος από τους δέκα αστυνόμους να διέταξε την σύλληψη Αθηναίων χωρίς να γίνει δίκη; Μπορεί να το έκανε χωρίς ούτε καν να έχει διατυπωθεί μια κατηγορία; Μπορεί ένας τυχαίος πολίτης, που βρέθηκε σε μια θέση με κλήρωση, να έδωσε ποτέ τέτοια εντολή κατά του Ιάσονα;»
«Θες να πεις ότι μόνο ένας τύραννος που χρησιμοποιεί το κράτος για τα δικά του συμφέροντα μπορεί να το έκανε, ε; Κάποιος διέταξε τους Σκύθες, και μόνο ο Δημήτριος ο ίδιος μπορεί να έσωσε τέτοια εντολή» συμπέρανε ο Μύρων.
«Ακριβώς αυτό λέω. Κάπου πρέπει να τους κρατάει ο ίδιος ο Δημήτριος» είπε η Κλεοτίμα.
«Ίσως. Όμως, πού μπορεί να τους έχει;»
«Επιμελητής Αθηνών είναι ακόμη κι έχει πολύ μεγάλη περιουσία. Έχει κτήματα, αγρούς, σπίτια. Κάπου θα βρήκε να τους βάλει» είπε η Κλεοτίμα.
Είχαν βρεθεί μπροστά σε αδιέξοδο. Πού να έψαχναν και με ποιον τρόπο; Εδώ, πάντως, στο δεσμωτήριο ήταν φανερό ότι δεν είχαν τι άλλο να κάνουν.
«Κλεοτίμα, πρέπει να γυρίσουμε» της είπε ο Μύρων.
«Ναι, βέβαια, ας γυρίσουμε. Λείπουμε αρκετή ώρα από την κηδεία».
«Νομίζω πως σε χρειάζονται ο Καινέας κι η Ολύνθια».
«Θα μάθουμε και τι βρήκε ο Ζείκρατος».
Στον γυρισμό ο Μύρων ένιωσε πως η Κλεοτίμα τον έσφιγγε δυνατά. Του άρεσε αλλά δεν μίλησε καθόλου. Ίσως να ήταν ενστικτώδης η κίνησή της από ανασφάλεια.
«Αλήθεια, πες μου κάτι. Τι θα κάνεις τώρα που χάθηκε ο Ερμόδωρος;» τη ρώτησε.
«Δεν ξέρω, προς το παρόν το κενό είναι μεγάλο».
«Υπάρχουμε πάντα εμείς, οι φίλοι σου» της είπε.
«Το ξέρω, το ξέρω καλέ μου» του χαμογέλασε εκείνη.
Ο Μύρων πάντοτε την ήθελε σαν γυναίκα και την θαύμαζε σαν άνθρωπο. Δεν θα αμφισβητούσε τη σχέση της με τον φίλο του και με καμιά του κίνηση δεν θα την προσέβαλε. Την εκτιμούσε πολύ για να κάνει κάτι τέτοιο. Του άρεσε, όμως, έτσι σφιχτά που τον αγκάλιαζε, όποιος κι αν ήταν ο λόγος που την οδηγούσε σε αυτό.
«Ευτυχώς είναι πρωί ακόμα» είπε ο Μύρων «αλλιώς αυτός ο καλοκαιρινός ήλιος θα μας έκαιγε».
«Ναι, το μεσημέρι θα κάνει πολλή ζέστη» είπε εκείνη.
.............................................................
Έφτασαν στου Ερμόδωρου την ώρα ακριβώς που έφτανε κι ο Ζείκρατος. Μαζεύτηκαν όλοι σε μια γωνιά της αυλής για να ανταλλάξουν πληροφορίες. Το σοβαρό, γεμάτο σκεπτικισμό ύφος του Μύρωνα, της Κλεοτίμας αλλά κυρίως του Ζείκρατου, ήταν πηγές ανησυχίας.
«Θυμάστε τα πατήματα που υπάρχουν στο σημείο που βρήκαμε χτες το μαντίλι. Δείχνουν ότι τους φίλους μας τους συνέλαβαν χτες οι Σκύθες» είπε ο Μύρων.
«Γι αυτό πήγαμε ως το δεσμωτήριο μήπως τους βρούμε εκεί» συμπλήρωσε η Κλεοτίμα.
«Όμως δεν ήταν στο δεσμωτήριο» συνέχισε ο Μύρων. «Κανείς δεν πήγε εκεί σήμερα ούτε χτες. Δεν υπάρχει άλλο μέρος για να κρατηθεί κάποιος στην πόλη».
«Σκεφτήκαμε ότι μπορεί να τους πήγαν σε κάποιο από τα σπίτια ή τα κτήματα του Δημήτριου» είπε η Κλεοτίμα. «Έτσι βέβαια δεν θα τους βρούμε ποτέ».
Το θέμα του Ιάσονα και της Δάφνης ήταν το πιο κύριο ζήτημα αυτή τη στιγμή. Ανησυχούσαν καθώς, στην αναταραχή των ημερών, όλα μπορούσαν να συμβούν. Από την άλλη είχαν καθήκον να βρουν τους φονιάδες του φίλου τους. Κι αυτοί θα μπορούσαν μέσα στην αναταραχή να χαθούν. Ο Ζείκρατος είχε πολλά να τους πει κι όταν τα άκουσαν εξεπλάγησαν.
«Έμαθα τρομερά πράγματα από τον Δέξιππο. Έψαξε στο κυβερνείο» είπε ο Ζείκρατος.
«Τι τρομερό μπορεί να υπάρχει σ’ αυτή την υπόθεση της καταγγελίας;» ρώτησε αγανακτισμένη η Φιλογένεια. «Τι σόι καταγγελία θα μπορούσε να σταθεί ενάντια σε έναν άψογο πολίτη όπως ο φίλος μας;»
«Καταγγελία με σκοπιμότητα που συνδέεται προφανώς με την δολοφονία του. Αυτή αποκαλύπτει και το κίνητρο των δραστών» είπε ο Ζείκρατος.
«Εξήγησέ μας Ζείκρατε, τι έμαθες;»
«Πριν δυο μέρες, ο Ζωσιφάντης από την Ακαμαντίδα φυλή του δήμου Κεραμέων, κατήγγειλε τον Ερμόδωρο. Είπε ότι αντί να εκτελέσει την λειτουργία(*1) που του είχε επιβάλει ο δήμος, την αντάλλαξε με τον Ζωσιφάντη. Κι αφού αντάλλαξαν λειτουργίες πρέπει, βάσει της αντίδοσης(*2), να ανταλλάξουν και περιουσίες» εξήγησε ο Ζείκρατος.
«Και τι περιουσία έχει ο Ζωσιφάντης;»
«Σχεδόν τίποτε. Είχε κάποια κτήματα που τα πούλησε. Ίσα-ίσα του έφτασαν για να εκτελέσει τη λειτουργία που λέει πως ήταν υποχρέωση του Ερμόδωρου».
«Έχει καμιά αλήθεια αυτός ο ισχυρισμός;»
«Ψέμα εξ ολοκλήρου!»
«Επομένως γιατί έγινε η καταγγελία;»
«Κατ' αρχάς για να εξεταστεί. Βλέπεις, κάθε καταγγελία εξετάζεται κι αν είναι αναληθής, πληρώνει ο καταγγέλλων» είπε ο Ζείκρατος.
«Άρα θα πληρώσει ο Ζωσιφάντης αφού η καταγγελία είναι προφανώς ψεύτικη» είπε ο Μύρων.
«Εδώ είναι όλο το κόλπο» είπε ο Ζείκρατος. «Κι από ’δώ προκύπτει και το κίνητρο του φόνου».
«Εξήγησέ μας τι εννοείς» του ζήτησαν.
«Αν ζούσε ο Ερμόδωρος ήταν μια απλή υπόθεση. Θα εξηγούσε στον δήμο τι ακριβώς συνέβη και θα έληγε το θέμα με την απαλλαγή του. Τότε, θα τιμωρούνταν ο Ζωσιφάντης που θα είχε αποδειχτεί και συκοφάντης και ψεύτης. Όμως νά που ο φίλος μας πέθανε από ξαφνικό σταμάτημα της καρδιάς! Δηλαδή αιφνιδίως και χωρίς να τον έχει σκοτώσει κανένας. Έτσι δεν μπορεί να εξηγήσει τι έχει γίνει. Κι όχι μόνο είναι χωρίς υπεράσπιση αλλά ούτε καν το μάθουμε ότι έγινε η δίκη. Δεν χρειάζεται να συνέλθει ο δήμος για να εξετάσει μια τέτοια υπόθεση, αφού η καταγγελία γίνεται στην επιμελητεία. Θα την εξετάσει ο τύραννος, δηλαδή οι άνθρωποί του. Θα βγάλει με ευκολία μιαν απόφαση όπως την θέλουν οι απατεώνες. Με αυτήν, εξ αιτίας του νόμου της αντίδοσης, θα δίνουν όλη την περιουσία του Ερμόδωρου στον Ζωσιφάντη. Θα είναι, δήθεν, ο αδικημένος. Ο Καινέας θα πάρει την περιουσία του Ζωσιφάντη που είναι ανύπαρκτη έως μηδαμινή.»
«Πρόκειται δηλαδή για μεγάλη απάτη!» είπε ο Μύρων.
«Απάτη που εξηγεί πλήρως και το κίνητρο για την δολοφονία» είπε η Κλεοτίμα.
«Ακριβώς. Τώρα ξέρουμε το κίνητρο».
«Επομένως ο Ζωσιφάντης είναι ο δολοφόνος και του πατέρα μου» είπε η Νικάτα.
«Όχι ο Ζωσιφάντης» είπε ο Ζείκρατος. «Αυτός είναι ένα από τα κλαδιά που έχει η απάτη. Για τον πατέρα της Νικάτας χρησιμοποιήθηκε άλλος απατεώνας, Ονησίφιλος ο Παιανεύς λέγεται. Και για τις δυο δολοφονίες υπήρχαν συνεργοί. Εκτός από τους δήθεν αδικημένους που απαίτησαν την αντίδοση με καταγγελία, χρειάστηκαν κι εκτελεστές»
«Τι ξέρεις για τον πατέρα μου;» ρώτησε με αγωνία η Νικάτα.
«Έχει γίνει καταγγελία από αυτόν τον Ονησίφιλο. Λέει ότι είχαν ανταλλάξει λειτουργίες. Εκείνος έκανε το χρέος του πατέρα σου και τώρα πρέπει να πάρει την περιουσία του.»
«Πρωτοφανής κομπίνα» είπε η Κλεοτίμα. «Στηριγμένη σε ένα νόμο που έγινε για να μην αποφεύγουν οι πλούσιοι τις χορηγίες που επέβαλε ο δήμος!»
«Μόνο που όσο άρχει ο δήμος, την απόφαση παίρνουν οι κληρωτοί δικαστές. Τότε η κομπίνα δεν μπορεί να γίνει» είπε ο Μύρων. «Με την τυραννία, όμως, γίνεται, αφού ένας παίρνει την απόφαση και κανένας δεν το μαθαίνει!»
«Πρέπει να βρούμε τους δολοφόνους» είπε η Νικάτα.
«Δεν έχει ξανασυμβεί στην Αθήνα» είπε ο Ζείκρατος.
«Όχι μόνο εδώ. Σε καμιά ελεύθερη πόλη δεν υπήρξε ποτέ ομάδα δολοφόνων» είπε ο Μύρων.
«Ίσως είναι κάποια θρησκευτική οργάνωση» είπε τη σκέψη της η Κλεοτίμα. «Αυτοί έχουν ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους και μυστικότητα».
«Υπάρχουν ομάδες πυθαγόρειων ή ορφικών που έχουν αυτονομία κι είναι απόκρυφες» είπε ο Φανοκράτης
«Μου είπε ο Κράτης πως η Ιππαρχία ξέρει ορφικούς» είπε ο Ζείκρατος. «Να την ρωτήσουμε».
«Κάτι έμαθα κι εγώ» είπε η Κλεοτίμα.
«Στο ζήτημα του θανάτου του Ερμόδωρου κάναμε βήματα» είπε ο Ζείκρατος συνοψίζοντας. «Για τον Ιάσονα και τη Δάφνη όμως δεν μπορούμε να είμαστε ευχαριστημένοι. Οι φίλοι μας λείπουν από χτες!»
«Τουλάχιστον η εξαφάνισή τους δεν φαίνεται να έχει καμιά σύνδεση με τους φόνους» είπε η Φιλογένεια.
«Ποτέ δεν ξέρεις» είπε ο Μύρων. «Δεν επαναπαύομαι».
«Πρέπει να δούμε τον Δημήτριο» είπε ο Ζείκρατος.
«Τον Φαληρέα;»
«Ποιον άλλον; Αυτόν υποπτευόμαστε» είπε ο Ζείκρατος. «Μπορούμε να του ζητήσουμε ακρόαση με αφορμή την απάτη για την αντίδοση».
«Μπορεί να το κανονίσει ο Δέξιππος;»
«Έτσι κι αλλιώς του το έχω ζητήσει. Αν ο Φαληρέας δεχτεί, θα του πω και για τον Ιάσονα. Απ' την αντίδρασή του θα καταλάβω αν είναι μπλεγμένος».
«Είναι μπλεγμένος» είπε με σιγουριά η Κλεοτίμα.
«Κι εγώ αυτό πιστεύω» είπε κι ο Μύρων.
«Θα το δούμε. Πρέπει να τα ξεκαθαρίσουμε όλα. Μην ανησυχείτε, ούτε την περιουσία τους θα χάσουν ο Καινέας κι ο Ανθέστης ούτε κι εμείς θα χάσουμε τους φίλους μας» είπε ο Ζείκρατος.
Είχαν ανάγκη από μιαν ένεση αισιοδοξίας.
.......................................................
παραπομπές:
(*1) Λειτουργίες λέγονταν οι υποχρεωτικές χορηγίες που αποφάσιζε ο δήμος να εκτελέσουν οι πλούσιοι πολίτες της πόλης (οργάνωση εορτών, συντήρηση τριήρεων κλπ). Πριν την λειτουργία καταγραφόταν λεπτομερώς η περιουσία του υπόχρεου κι αν η χορηγία δεν εκτελείτο σωστά η πόλη αποζημιωνόταν παίρνοντας την περιουσία του.
(*2) Η «αντίδοση» ήταν ένας βασικός νόμος στην Αθήνα για τις χορηγίες (λειτουργίες) που αναλάμβαναν όσοι είχαν περιουσία. Αν ένας υπόχρεος σε μια λειτουργία αρνείτο να την εκτελέσει, μπορούσε να την ανταλλάξει με την λειτουργία (υποχρέωση) κάποιου άλλου υπό τον όρο ότι αφού αντάλλασσαν χορηγίες θα αντάλλασσαν και περιουσίες.
****************************************
Αύριο Τετάρτη η συνέχεια. Μέχρι την Παρασκευή θα είμαστε πάντα στο πρωινό της 10ης Ιουνίου 307 π.Χ.