Οι φίλοι του Ερμόδωρου προετοιμάζουν την περιφορά της κηδείας και επιθεωρούν την διαδρομή που θα κάνει στον Πειραιά. Τα πράγματα είναι ανήσυχα.
*************************************
(Μεσημέρι της 10ης Ιουνίου 307 π.Χ.)
Ο Ζείκρατος είχε φτάσει στο Άστυ των Αθηνών και πήγε ξανά στο δεσμωτήριο. Πριν μερικές ώρες είχαν έρθει εδώ ο Μύρων με την Κλεοτίμα ψάχνοντας τον Ιάσονα. Τώρα ήταν ο Ζείκρατος που έψαχνε για τον Αγακάτη. Ό,τι κι αν είχε συμβεί, σχετικά με την εξαφάνιση των Ιάσονα και Δάφνης, ο Αγακάτης θα το είχε μάθει.
Ο αρχηγός των Σκυθών ήταν ο μόνος άνθρωπος στην Αθήνα που είχε το νου του κυρίως στην καθημερινότητα. Αυτή τον ένοιαζε περισσότερο, παρά η εξέγερση που είχε ξεσηκώσει την πόλη στο πόδι. Ήταν δημόσιος δούλος κι εκτελούσε εντολές, είτε αφέντης ήταν ο τύραννος είτε ο κληρωμένος αστυνόμος των Αθηνών. Γνώριζε, βέβαια, πως αν ο δήμος κέρδιζε οριστικά την εξουσία, θα τού ήταν εύκολο να πετύχει να ελευθερωθεί. Για την ίδια ελευθερία είχε πολεμήσει τους Μακεδόνες και γι αυτήν είχε σκλαβωθεί. Δεν ήταν όμως σίγουρος ότι την ήθελε αυτή την “ελευθερία”.
Στη Λαμία η ζωή του ήταν μίζερη. Δεν είχε παιδιά και τσακωνόταν συνεχώς με τη γυναίκα του και τους γείτονες. Εδώ, η δουλειά του ως αρχιαστυνόμου του άρεσε. Η ενασχόληση του με μικροεγκλήματα καθώς και με την επιβολή της τάξης ήταν ενδιαφέρουσα. Είχε ένα καλό μισθό, μακριά από τη μιζέρια της ζωής στη Λαμία. Όλα αυτά ήταν σοβαροί λόγοι για να προτιμά τη ζωή του εδώ, έστω και σαν δημόσιος δούλος.
«Ψάχνω τον Αγακάτη» είπε ο Ζείκρατος στον πρώτο Σκύθη που είδε αραχτό έξω από το δεσμωτήριο. Έπινε κρασί με λίγες ελιές στο πιάτο του.
«Δεν είναι εδώ. Τι τον θέλεις;»
«Θέλω να μάθω αν συλλάβατε χτες δυο φίλους μου, έναν άντρα και μια γυναίκα».
«Αν τους είχαμε συλλάβει θα ήταν εδώ, δεν έχει αλλού για να τους πάμε» είπε ο Σκύθης.
Η προφορά του ήταν βαριά. Πρέπει να ήταν από την Θράκη. Εκεί υπήρχαν αβασίλευτα μέρη όπου οι άνθρωποι δεν δέχονταν να τους εξουσιάζει κανείς.
«Μάθατε μήπως τίποτε χειρότερο; Κάτι για φόνους το βράδυ ή χτες, ή κάτι τέτοιο;»
«Όχι, δεν συνέβη τίποτε. Παρά τις φασαρίες και τις φωνές δεν έγινε κανένα επεισόδιο».
«Πώς βρέθηκες εδώ Σκύθη;» τον ρώτησε ο Ζείκρατος.
«Και τι σε νοιάζει εσένα;»
Ο Σκύθης δεν φαινόταν καθόλου διαθέσιμος να μιλήσει για τον εαυτό του.
«Θα έχεις κι εσύ φίλους, δεν μπορεί. Θα ξέρεις τι θα πει να χάσεις δικούς σου ανθρώπους. Βοήθησέ με να τους βρω» τον παρακάλεσε ο Ζείκρατος.
«Δεν έχω φίλους κι ούτε θέλω να κάνω. Πάντως σου λέω πως, όποιον κι αν συλλάβουμε, πρέπει να τον φέρνουμε εδώ. Αυτός είναι ο νόμος σας. Αν είχαμε πιάσει τους φίλους σου θα τους έβλεπες τώρα κλεισμένους εδώ μέσα».
«Μήπως ξέρεις πού είναι ο Επιμελητής;»
«Νομίζω ότι έφυγε. Είδα τη συνοδεία του να φεύγει απ’ τις Πειραϊκές Πύλες».
«Το έσκασε;»
«Όχι βέβαια. Σε δουλειές πρέπει να πήγαινε. Εξάλλου γιατί να το σκάσει; Τι έχει να φοβηθεί;»
«Πήγε κι ο Αγακάτης μαζί του;»
«Δεν ξέρω, μη με ρωτάς» είπε ο Σκύθης.
Ο Ζείκρατος κατανοούσε την μοιρολατρική στάση του. Είχε υποδουλωθεί εκούσια για ένα μισθό και για να ζήσει στην ξακουστή πόλη. Δεν τον ένοιαζε η δημοκρατία των Αθηναίων. Ο αβασίλευτος Θραξ, ήξερε πως οι Μακεδόνες δεν θα έφευγαν από εδώ ποτέ, όπως δεν είχαν φύγει ποτέ κι απ’ την Θράκη.
Απογοητευμένος
απ’ την άκαρπη αναζήτηση ο Ζείκρατος
επέστρεψε στον Πειραιά. Έβρισκε πόρτες
κλειστές, όμως, δεν τα παρατούσε.
Ο Ιάσων ήταν μοναδικός άνθρωπος και
φίλος και δεν θα αποδεχόταν την απώλειά
του. Ούτε της Δάφνης βέβαια. Όσο ταραγμένες
κι αν ήταν αυτές οι μέρες, όσο κι αν τον
ανησυχούσαν οι φόνοι, θα συνέχιζε να
ψάχνει.
.............................................
Την ίδια ώρα, ο Μύρων κι η Κλεοτίμα προσπαθούσαν να δουν τι θα γινόταν στο Εμπορείο. Από εκεί θα περνούσε η περιφορά του Ερμόδωρου πριν καταλήξει στον Τραπεζώνα. Εξω από τα Μακρά Τείχη, πολύ κοντά στην Ηετιώνεια Πύλη, είχαν ετοιμάσει τον τάφο. Είχαν φτιάξει μια ταφόπλακα με την οποία θα σκέπαζαν το νεκρό του σώμα.
Πέρασαν πρώτα από το καπηλειό του Λυκανία να μάθουν τις εξελίξεις. Τα πράγματα ήταν ήρεμα στο Εμπορείο και τον Κάνθαρο κι η ένταση είχε μετακομίσει στη Μουνιχία. Ο κόσμος είχε μαζευτεί εκεί και γιουχάϊζε τους Μακεδόνες. Όλοι περίμεναν τον Δημήτριο να επιτεθεί.
«Δεν θα τους κάνει τη χάρη» είπε ο Λυκάνιος.
Είχε παραβλέψει το βασικό του δόγμα ότι έπρεπε να μεταδίδει τις ειδήσεις ξερά και χωρίς σχόλια.
«Λες να φοβηθεί την αιματοχυσία;» είπε ο Μύρων.
«Μάλλον. Δεν θα τα καταφέρει με τις δυνάμεις του».
«Θα έχει και τους Αθηναίους μαζί του».
«Δεν πέφτουν τα φρούρια. Οι Λακεδαιμόνιοι τριάντα χρόνια πάλευαν και δεν πέρασαν τα Μακρά Τείχη».
«Αν περιμένει να λιμοκτονήσουν για να παραδοθούν, θα αργήσει πολύ» είπε η Κλεοτίμα.
«Λένε ότι με τις πολιορκητικές μηχανές που έχει αυτός ο Δημήτριος μπορεί να ρίξει κάθε φρούριο» είπε ο Μύρων.
«Θέλει χρόνο για να τις φτιάξει» είπε ο Λυκάνιος. «Κι έχει τα Μέγαρα να καταλάβει».
«Ήρθαν, άραγε, οι εκπρόσωποι των Μεγαρέων;» ρώτησε η Κλεοτίμα.
«Ναι, ήρθαν από τον δήμο. Του ζητούν να επέμβει και θα τον βοηθήσουν, αρκεί να επαναφέρει τα πάτρια(*1)».
Η περιφορά της κηδείας δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να περάσει από εδώ ως τον Τραπεζώνα. Για σιγουριά, πήγαν στο κεντρικό λιμάνι να δουν την κατάσταση με τα μάτια τους.
«Κοίτα, ετοιμάζουν την κληρωτίδα» είπε η Κλεοτίμα καθώς περνούσαν από την Ιπποδάμεια αγορά.
Με το που επικράτησε ο Ελευθερωτής Δημήτριος του Αντιγόνου κι έκανε τις εξαγγελίες του, ο δήμος δεν περίμενε. Πολίτες ήταν και πάλι όλοι οι Αθηναίοι. Είχαν αποκτήσει ξανά τα πολιτικά τους δικαιώματα κι όσοι τα είχαν στερηθεί απ’ τον Φαληρέα και τους Μακεδόνες. Θα έμπαιναν στην κληρωτίδα όλα τα ονόματα από όλες τις φυλές σε όλους τους δήμους. Θα μοιράζονταν εξ αρχής όλα τα αξιώματα κι οι θέσεις ευθύνης κι εξουσίας. Άλλος θα γινόταν βουλευτής ή δικαστής ή επώνυμος άρχων. Άλλος θα γινόταν πρύτανης, μετρονόμος, σιτοφύλακας, οδοποιός, αθλοθέτης, ιεροποιός ταμίας, λογιστής, γραμματέας. Ένα σωρό ακόμα αξιώματα της πολιτείας θα καταλαμβάνονταν από τους πολίτες χωρίς κριτήριο πλούτου ή φήμης. Μόνο κριτήριο η τύχη μέσα από την κλήρωση. Θα έμεναν σε αυτά τα αξιώματα για ένα έτος και δεν θα είχαν δικαίωμα επανεκλογής στην ίδια θέση. Πριν αναλάβουν τη θέση που θα τους έδινε η κληρωτίδα, θα καταγραφόταν λεπτομερώς όλη η περιουσία τους. Όταν ξαναγύριζαν στη θέση του απλού πολίτη, θα έπρεπε να μην έχουν πλουτίσει. Αν αυτό συνέβαινε, τότε ο δήμος θα έπαιρνε το παραπανίσιο που θα είχε αποκτηθεί.
«Ο δήμος με αυτά τα κληρωτήρια ξαναπαίρνει στα χέρια του την εξουσία» είπε ο Μύρων. «Καταργούνται οι επόπτες κι οι επιστάτες του επιμελητή».
«Λένε πως θα τον δικάσουν» είπε η Κλεοτίμα.
«Τότε δεν την γλιτώνει. Δεν θα βρεθούν εύκολα πολίτες που να αποφασίσουν ότι είναι αθώος».
«Δεν τον λυπάμαι καθόλου. Τα ήθελε και τα έπαθε».
Προχώρησαν
προς τον
Τραπεζώνα.
Καθώς περπατούσαν
κατά μήκος της παραλίας είδαν το
«Εμπορείο». Ήταν ένα κτίσμα με πλάτος
ενός και μήκος πέντε σταδίων(*2).
Εκεί ήταν κι η «Μακρά Στοά» που είχε
κτιστεί τον καιρό του Περικλή. Λίγο πιο
κάτω ήταν το «Δείγμα» όπου εξέθεταν τα
προϊόντα τους οι έμποροι. Αριστερά τους
έβλεπαν την Ηετιώνεια Πύλη και την
κατάληξη των Μακρών Τειχών. Μπροστά
τους απλωνόταν ο Τραπεζών κι εκεί ήταν
ο τάφος, η τελευταία κατοικία,
του αγαπητού τους Ερμόδωρου.
Στάθηκαν λίγο στο Αφροδίσιο. Ο ναός ήταν ουσιαστικά ένα θεραπευτικό κέντρο. Ήταν σχεδόν κήπος παρά κτίσμα. Ήταν κατασκευασμένος λιγότερο από κολόνες κι αετώματα και περισσότερο με δέντρα, λουλούδια και θάμνους. Είχε και δωμάτια για ανθρώπους που έρχονταν εδώ να θεραπευτούν. Υπήρχαν τριγύρω λιμνούλες, ρυάκια κι αίθρια ή λουτρά κι από παντού αναδύονταν μυρωδιές αρωματικών φυτών. Μέσα σε αυτόν τον χώρο κάθισαν σε ένα ξύλινο παγκάκι. Η δροσιά κι η ομορφιά του τοπίου τούς ξεκούρασε αμέσως.
«Πολύ όμορφα και γαλήνια είναι εδώ» είπε η Κλεοτίμα.
«Μετά το έλος(*3) παύει εντελώς η κίνηση κι ο Πειραιάς είναι μαγεία» συμφώνησε ο Μύρων.
«Εδώ θα αφήσουμε τον Ερμόδωρο» είπε συγκινημένη.
«Όλοι θα πάρουμε τον ίδιο δρόμο» την παρηγόρησε.
«Νιώθω εντελώς μόνη μου Μύρων!» ξέσπασε επιτέλους κοντά του η Κλεοτίμα.
Κρατούσε καλά τη θέση και την αξιοπρέπειά της όσο υπήρχαν κι άλλοι τριγύρω. Τώρα όμως, που ήταν μόνοι τους σε ένα τόσο όμορφο μέρος, κοντά στον τάφο του Ερμόδωρου, δεν κρατήθηκε. Αφέθηκε στον πόνο της.
«Τι θα κάνω Μύρων; Είχα συνδέσει απόλυτα τη ζωή μου με τον Ερμόδωρο. Τώρα που χάθηκε νιώθω απροστάτευτη και πολύ μόνη».
«Μην ανησυχείς γι αυτό Κλεοτίμα, είμαστε κι εμείς εδώ, οι φίλοι σου. Δεν θα είσαι ποτέ μόνη».
Ο Μύρων πάντα την συμπαθούσε, περισσότερο απ' όσο ένας άντρας μπορούσε να συμπαθεί τη γυναίκα του φίλου του. Είχε την αδιόρατη εντύπωση πως κι εκείνη τον συμπαθούσε, ήταν όμως ανάρμοστο να κάνει τέτοιες σκέψεις. Γι αυτό, πάντα τις έδιωχνε από το μυαλό του. Όταν έμαθε για τον θάνατο του Ερμόδωρου κι έτρεξε να της το αναγγείλει δεν μπόρεσε να αποφύγει κάποιες σκέψεις. Τώρα θα έμενε μόνη. Ο Ερμόδωρος προηγείτο, αλλά, ήταν νεκρός. Οι ζωντανοί θα συνέχιζαν. Δεν τολμούσε να σκεφτεί «ουδέν κακόν αμιγές καλού» όμως νά που ερχόταν στο μυαλό του διαρκώς. Αυτές οι ανάρμοστες σκέψεις δεν τον άφηναν καθόλου να ησυχάσει.
«Μιλάς σαν να μην ξέρεις την κοινωνία» του είπε.
Την τράβηξε κοντά και την έγειρε να ακουμπήσει στον ώμο του. Θα ήθελε να την χαϊδέψει και να την καθησυχάσει αλλά δεν τολμούσε να την αγγίξει. Δεν φοβόταν κανέναν άλλον από την ίδια την Κλεοτίμα κι από την εντύπωση που θα της δημιουργούσε. Απέφυγε την βιαστική κίνηση. Μέσα στο πένθος της δεν θα έπρεπε να την φορτώνει με διλήμματα και τύψεις. Ένιωθε το πρόσωπό της να ακουμπά στον γυμνό του ώμο και τα μαλλιά της να πέφτουν στο μπράτσο του. Η Κλεοτίμα, που ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι έγερνε πάνω του, πετάχτηκε ξαφνιασμένη. Στάθηκε λίγο μακριά του κι ένιωσε πως είχε μόλις ξεπεράσει κάθε όριο ντροπής. Κι ήταν ακριβώς η μέρα της κηδείας του Ερμόδωρου.
«Ω, θεοί, κόντεψα να αποκοιμηθώ» του είπε. «Θα είμαι πολύ κουρασμένη από το ξενύχτι».
«Ηρέμησε Κλεοτίμα, κανείς δεν μας κυνηγά».
Με τα χέρια της έπιασε το κεφάλι της κι η κίνησή της έδειχνε απελπισία. Για τον Μύρωνα, εκτός απ’ την απελπισία, αποκάλυπτε κι ένα όμορφο σημείο του κορμιού της, το όμορφο χέρι της. Απέφυγε να την πιάσει από τους αγκώνες ή τις μασχάλες της. Βασανιζόταν από τον πόθο το ίδιο όσο κι εκείνη βασανιζόταν από τις τύψεις.
«Ω, θεοί, θεοί, τι θα κάνω;» αναρωτήθηκε η Κλεοτίμα χωρίς να περιμένει καμιάν απάντηση.
«Θα συνεχίσεις να ζεις και να ομορφαίνεις τη ζωή μας» της είπε ο Μύρων θαρρετά.
«Δεν είναι μόνο που χάνω τον Ερμόδωρο» είπε εκείνη. «Είναι κι όσα με περιμένουν».
«Μπορεί να είναι όμορφα αυτά που σε περιμένουν».
Ήταν γοητευμένος από την παρουσία της. Η αδυναμία που έδειχνε σχεδόν τον μεθούσε όσο οι μυρωδιές των ανθέων κι οι ομορφιές του τοπίου.
«Η σχέση μου μαζί του ήταν γνωστή σε όλους. Κανείς δεν θα θέλει πια μια “χρησιμοποιημένη” γυναίκα».
«Ε, όχι και «κανείς» Κλεοτίμα. Δεν είναι όλοι ηλίθιοι εδώ στην Αθήνα!»
Τον κοίταξε παραξενεμένη.
«Ναι αυτό ακριβώς εννοώ! Υπάρχουν πολλοί που θα ήθελαν την Κλεοτίμα. Αν θες να ξέρεις, εγώ είμαι ο πρώτος στη λίστα!» της είπε ο Μύρων χωρίς δισταγμό.
«Ω, καλέ μου» είπε εκείνη κεραυνοβολημένη απ' την ομολογία του.
Αν
για τον Μύρωνα ήταν άπρεπο να την
σκέφτεται, για εκείνην ήταν εξ ίσου
άπρεπο να τον βάζει στο νου της. Ήταν ο
φίλος του άντρα που θα γινόταν ο άντρας
της ζωής της. Ήταν και δικός της φίλος
επίσης. Όσο κι αν της άρεσε ο Μύρων, δεν
είχε το δικαίωμα να κάνει όνειρα γι
αυτόν. Νά όμως που ο θάνατος,
είχε ανατρέψει όλες τις σταθερές της
ζωής της και νά που είχε κάνει το αδύνατο
δυνατό. Εξακολουθούσε βέβαια να ντρέπεται
και να έχει τύψεις.
«Μύρων, καλύτερα να το αφήσουμε αυτό» του είπε.
«Σωστά!» είπε κι εκείνος βιαστικά.
Κάθισαν για λίγα λεπτά αμίλητοι.
«Όμως, δεν θα ξεχάσουμε να το συζητήσουμε μιαν άλλη φορά. Εντάξει;» της είπε.
«Ναι, μιαν άλλη φορά» του είπε εκείνη κι άγγιξε με το χέρι της το δικό του.
Έμειναν για λίγο ακόμα ακίνητοι κι αμίλητοι, ίσως γιατί, ήδη, είχαν πει πάρα πολλά.
..........................
Παραπομπές:
(*1) Εννοείται πως όταν λένε «πάτρια» εκείνη την εποχή, εννοούν το πάτριο πολίτευμα των Ελλήνων, δηλαδή την δημοκρατία.
(*2) Το Εμπορείοι με τις σημερινές μονάδες μέτρησης είχε μήκος χίλια μέτρα και πλάτος περίπου 250 μέτρα. Είχε «κρηπίδες» και «υποδοχές» που ανάμεσά τους σχηματίζονταν «νηοδόχοι» για να πιάνουν ντα πλοία.
(*3) Ολόκληρη η περιοχή «Αλίπεδον» που βρίσκεται ανάμεσα στον σημερινό ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά και τον Άγιο Διονύσιο ήταν ένα έλος.
*************************************
Αύριο Πέμπτη η συνέχεια της ιστορίας πάντα το μεσημέρι της 10ης Ιουνίου, της δεύτερης από τις τρεις συγκλονιστικές μέρες της Αθήνας του 307 π.Χ.