Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

16 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 16η

Από σήμερα ξεκινά η δεύτερη μέρα. Πρωί της 10ης Ιουνίου ή της Τετάρτης φθίνοντος Θαργηλιώνος.

Αυτό που κυριαρχεί είναι η εξαφάνιση του Ιάσωνα και της Δάφνης.

 

*****************************************


10η Ιουνίου 307 π.Χ. πρωί

Δ' Τετάρτη φθίνοντος Θαργηλιώνος1, πρωί

 Η καινούργια μέρα στην Αττική, τέταρτη πριν το τέλος του Θαργηλιώνος, ήταν μια διαφορετική μέρα. Μόνο με εκείνη τη μέρα που μαθεύτηκε ότι πέθανε ο Αλέξανδρος στα βάθη της Ασίας, μπορούσε να συγκριθεί. Τότε, το αίσθημα ανακούφισης είχε οδηγήσει σε μιαν αυθόρμητη επανάσταση. Άλλη μια φορά, πριν έντεκα χρόνια, η μάνα του Αλέξανδρου είχε αποσύρει τη μακεδονική φρουρά. Τότε, είχε ζήσει και πάλι η Αθήνα στιγμές αγαλλίασης. Τούτη τη φορά, όμως, η χαρά του πλήθους κι ο λαϊκός ενθουσιασμός ξεπερνούσε όλα τα παλιά. Ίσως γιατί όλοι ήξεραν πως ο Αντίγονος ήταν ο ισχυρότερος των διαδόχων. Ίσως γιατί ο Δημήτριος απέπνεε σιγουριά κι εμπιστοσύνη. Ίσως γιατί τα οφέλη ήταν άμεσα κι απτά, το στάρι, η ξυλεία κι η Ίμβρος. Γι αυτούς τους λόγους η χαρά ήταν μεγαλύτερη τούτη τη φορά από κάθε άλλη στο παρελθόν.

Τα καλά παιδιά του καθεστώτος είχαν εξαφανιστεί από τους δρόμους για να μην προκαλούν. Οι αριστοκράτες είχαν κλειδαμπαρωθεί στα σπίτια τους. Η επιθετικότητα του πλήθους αυτές τις μέρες ήταν έντονη. Δημαγωγοί ή και νέοι πολιτικοί, υποστηρικτές του δήμου, τριγύριζαν σε δρόμους και πλατείες. Μετέφεραν δήθεν αποκλειστικά νέα που τα πιο πολλά ήταν απλά εφευρήματα της φαντασίας τους. Κέρδιζαν συμπάθεια και επευφημίες. Έπαιρναν κι ένα γλυκό φτιαγμένο από τις νοικοκυρές και τις δούλες τους.

Στου Ερμόδωρου ετοιμάζονταν για την απογευματινή εκφορά. Ο νεκρός ήταν πάνω στο νεκροκρέβατο, στολισμένος με λουλούδια κι αρώματα. Θα περνούσε, εν σιωπή, από όλες τις γειτονιές του δήμου Πειραιά, συνοδευόμενος από οικείους και φίλους, Κατάληξη θα ήταν η Τραπεζών, το νεκροταφείο λίγο την Ηετιώνεια Πύλη. Εκεί θάβονταν παλιότερα οι ήρωες και τώρα, όλοι οι νεκροί Πειραιώτες. Η περιοχή ήταν γεμάτη με τύμβους από το παρελθόν που, ακόμα, δεν τους είχε ξηλώσει ο Φαληρέας. Είχαν σκάψει κι ετοιμάσει τον τάφο και την μεγάλη τετράγωνη πλάκα, την «τράπεζα». Αυτή θα σκέπαζε το χώμα μέσα στο οποίο θα συνέχιζε το ταξίδι του στον χρόνο και την αποσύνθεση το νεκρό σώμα. Πάνω σε αυτήν την τράπεζα είχαν σκαλίσει λίγα λόγια. Ήταν ένα λιτό επιτάφιο επίγραμμα, το πιο κατάλληλο για την οικογένεια του Καινέα. Λακωνικά, μόνον, υπήρχε και μια υπαινικτική αναφορά στην πορεία της ζωής του Ερμόδωρου.

Ο Ζείκρατος, ο Μύρων κι ο Φανοκράτης -όχι όμως ο Ιάσων- είχαν παραμείνει στο σπίτι του Ερμόδωρου. Η Κλεοτίμα, η Φιλογένεια κι η Νικάτα -όχι όμως κι η Δάφνη- είχαν μείνει όλη τη νύχτα δίπλα στον νεκρό φίλο τους. Λίγες ώρες μόνο είχαν κοιμηθεί οι γυναίκες στον γυναικωνίτη τού πάνω ορόφου. Το ίδιο είχαν ξεκλέψει λίγο ύπνο κι οι άντρες, κάπως πιο πρόχειρα, σε δωμάτια του ισογείου. Όλοι οι χώροι είχαν μεταβληθεί εκτάκτως σε υπνοδωμάτια.

Ο Καινέας κι η Ολύνθια δεν είχαν λείψει ούτε στιγμή από το πλευρό του γιου τους. Τον έβλεπαν για τελευταία φορά κι ήθελαν να τον χορτάσουν. Σήμερα, όπως είχε γίνει και χτες, από το πρωί ως το απόγευμα, θα έρχονταν επισκέπτες. Φίλοι και γνωστοί θα περνούσαν από εδώ για τον τελευταίο ασπασμό. Η κατάσταση στην Αθήνα ευνοούσε ώστε να γίνονται πολλές συζητήσεις για τις πολιτικές εξελίξεις. Οι φίλοι του Ερμόδωρου όμως, εκτός από τα πολιτικά που τους ενδιέφεραν ζωηρά, είχαν κι άλλα να πουν. Είχαν να αναζητήσουν επειγόντως τους αγνοούμενους φίλους Ιάσονα και Δάφνη. Πέρα από αυτό, είχαν να ξεδιαλύνουν την υπόθεση των δύο όμοιων φόνων, του φίλου τους και του πατέρα της Νικάτας.

«Δεν μπορώ να καταλάβω τι μπορεί νά ’γιναν τα παιδιά» αναρωτιόταν ανήσυχος ο Μύρων.

«Όλο το βράδυ αυτούς σκεφτόμουν κι ανησυχούσα» είπε η Κλεοτίμα. «Δεν το χωράει το μυαλό μου».

«Ο Ιάσων είναι σοβαρός, δεν θα άφηνε να ανησυχούμε. Αν μπορούσε να μας ενημερώσει θα το είχε κάνει, άρα δεν μπορεί» είπε ο Ζείκρατος.

«Με αυτό που λες με κάνεις κι ανησυχώ περισσότερο» είπε η Κλεοτίμα.

«Πού να κοιμήθηκαν άραγε;»

«Είχαν πάει στο αλσύλλιο ... εντάξει ... Μετά όμως; τί έγινε μετά;» αναρωτήθηκε πάλι ο Μύρων.

Την είχε κάνει την ερώτηση χίλιες φορές όλο το βράδυ στον εαυτό του κι απάντηση δεν είχε πάρει. Όλοι σκέφτονταν τα ίδια κι ανησυχούσαν.

«Σκέφτομαι ότι μπορεί να τον συνέλαβαν τα όργανα του Φαληρέα. Δικαιολογία είχαν την προσβολή που του έκανε εδώ χτες. Όμως, κι έτσι να είναι, και πάλι θα ερχόταν η Δάφνη να μας το πει» είπε ο Ζείκρατος.

«Μπορεί να έχει σχέση ο θάνατος του Ερμόδωρου με την εξαφάνιση του Ιάσονα;» ρώτησε ο Φανοκράτης.

«Αλίμονο μας αν υπάρχει» είπε ο Ζείκρατος. «Πάντως, κάτι τέτοιο είναι που φοβάμαι κι εγώ».

«Κυκλοφορούν δολοφόνοι στην πόλη, νά που τώρα και απαγωγείς!» είπε η Φιλογένεια.

Δεν ήταν ώρα για κουβέντες, το καταλάβαιναν. Έπρεπε να δράσουν αν και δεν ήξεραν πώς. Θα άφηναν την κηδεία, τώρα που μπορούσαν, και θα εξαντλούσαν κάθε πιθανότητα να βρουν τους φίλους τους. Δε μπορεί να είχαν εξαφανιστεί. Κάπου βρίσκονταν κι αν έψαχναν καλά όλο και κάτι θα έπεφτε στην αντίληψή τους.

«Θα πάω εκεί που βρήκαμε το μαντίλι της Δάφνης» είπε ο Μύρων. «Δεν ξέρω από πού αλλού να αρχίσω».

«Θα έρθω μαζί σου κι εγώ» είπε η Κλεοτίμα. «Νομίζω πως θα χρειαστείς βοήθεια».

«Θα έρθω κι εγώ» είπε ο Φανοκράτης.

Ήθελαν να βγουν από το σπίτι του Ερμόδωρου. Είχε πια ξημερώσει κι είχαν αρχίσει να έρχονται γείτονες και γνωστοί. Μετά από μια μέρα και μια νύχτα εκεί μέσα, είχαν πήξει από την καταθλιπτική ατμόσφαιρα.

«Εγώ θα πάω στο κυβερνείο» είπε ο Ζείκρατος. «Θα ψάξω να βρω τον Δέξιππο, ίσως μας λύσει κάποιες απορίες».

«Να έρθω κι εγώ;» τον ρώτησε η Νικάτα. «Δεν μπορώ να κάθομαι εδώ μόνη μου».

«Εγώ θα είμαι με την Ολύνθια. Καλύτερα να πάρεις και την Νικάτα μαζί σου» είπε κι η Φιλογένεια στον Ζείκρατο.

.....................................................

Ο Μύρων με την Κλεοτίμα και τον Φανοκράτη χώθηκαν στο αλσύλλιο κοντά στο Δίπυλο. Άρχισαν να ψάχνουν γύρω από το σημείο όπου είχε βρεθεί χτες το μαντίλι. Για αρκετή ώρα έψαχναν μάταια καθώς άλλο ίχνος δεν υπήρχε εκεί γύρω. Μπορεί απλά να είχε χάσει το μαντίλι της η Δάφνη σε κάποια στιγμή που οι δυο τους πέρασαν ή στάθηκαν εδώ. Θα έφευγαν άπρακτοι αν δεν παρατηρούσε η Κλεοτίμα κάτι που φάνηκε παράξενο.

«Κοιτάξτε εδώ, πατημασιές στη λάσπη».

«Κάποιος πάτησε τη λάσπη απρόσεκτα και δεν απέφυγε τον λάκκο» είπε φωναχτά τη σκέψη του ο Μύρων. «Μπορεί άραγε να είναι χτεσινά αυτά τα ίχνη;»

«Έτσι φαίνονται. Πρωί-πρωί ποιος μπορεί να πέρασε από εδώ; Μάλλον χτεσινά είναι» είπε η Κλεοτίμα.

«Μα, ναι, βέβαια. Δείτε τα εδώ, έχουν στεγνώσει, δεν είναι σημερινά» είπε ο Μύρων.

Το αλσύλλιο είχε δέντρα που σχημάτιζαν πολλή σκιά κι εξ αυτού είχε αρκετή υγρασία. Σε κάποια σημεία μάλιστα είχαν σχηματιστεί και λάκκοι γεμάτοι με νερό παρά την ξηρασία του καλοκαιριού. Ο παραπόταμος του Κηφισού ήταν ένα ρέμα που, όταν έβρεχε, κατέβαζε πολύ νερό. Με την ροή του βοηθούσε τον ποταμό να μην υπερχειλίζει. Με την υγρασία που έφερνε, δημιουργούσε τέτοιες συνθήκες στον χώρο αυτόν.

«Νά κι άλλες πατημασιές» ακούστηκε ο Φανοκράτης. «Δείτε, έχει αρκετές εδώ πέρα».

Πραγματικά, ήταν πατημασιές που έδειχναν ότι κάποιος ή κάποιοι άνθρωποι με μεγάλο βάρος είχαν περάσει από εδώ. Είχαν περάσει βιαστικά με αποτέλεσμα να πατήσουν μέσα στις λάσπες κι όχι δίπλα στο στεγνό χώμα.

«Παπούτσια των Σκυθών» είπε ο Φανοκράτης.

«Είσαι βέβαιος;»

«Απολύτως! Τους έχω δει κι απορούσα πάντα για τα τόσο πλατιά τακούνια στις φτέρνες τους».

«Ταιριάζει αυτό με τις υποψίες μας ότι μπορεί να τους έχουν συλλάβει Σκύθες» είπε ο Μύρων.

«Με ποια κατηγορία;» αναρωτήθηκε ο Φανοκράτης.

«Δεν χρειαζόταν κατηγορία αλλά θα την είχαν έτοιμη: Για τον Ιάσονα θα είπαν ότι έκανε απόπειρα δολοφονίας του επιμελητή Δημήτριου. Για τη Δάφνη θα είπαν ότι αντιστάθηκε σε Σκύθες» είπε ο Μύρων.

«Πάμε, λοιπόν, στο δεσμωτήριο2. Αν, πραγματικά, τους έχουν συλλάβει οι Σκύθες, μόνο εκεί μπορεί να τους πήγαν» είπε ο Φανοκράτης

«Θα πάω με το άλογο του Ιάσονα» είπε ο Μύρων.

«Θα έρθω μαζί σου. Χωρίς αντίρρηση!» είπε η Κλεοτίμα.

Γύρισαν στου Ερμόδωρου. Οι επισκέψεις συνεχίζονταν σε πιο αραιό ρυθμό σε σχέση με χτες. Ωστόσο, ακόμη ερχόταν κόσμος, γείτονες γνωστοί και φίλοι. Ήταν όλοι έκπληκτοι που είχε χαθεί ένας άνθρωπος με τέτοια νεότητα και τόση ζωντάνια. Ο Καινέας ανήσυχος τους ρώτησε.

«Τι έμαθα, ήρθε αναστατωμένος ο πατέρας της Δάφνης και μου είπε ότι χάθηκε η κόρη του, νόμιζε πως κοιμήθηκε εδώ το βράδυ αλλά δεν είναι πουθενά. Ξέρετε τίποτα;»

«Χάθηκαν κι η Δάφνη κι ο Ιάσων. Τους ψάχνουμε».

«Μα, τι λέτε τώρα; Ας ρωτήσουμε τον Δημήτριο, χτες ήταν εδώ, θα μας βοηθήσει» είπε ο Καινέας.

«Φεύγουμε για να τους βρούμε» είπε ο Μύρων, «πείτε στον Ανθέστη ότι θα του φέρουμε την Δάφνη».

Ανέβηκε στο άλογο και πήρε πίσω του την Κλεοτίμα.

«Δεν θα πάμε, φυσικά, στον Δημήτριο» της είπε.

«Στο δεσμωτήριο να πάμε, καλύτερα, για να δούμε αν τους έχουν εκεί» είπε εκείνη.

Ο Μύρων στερέωσε πάνω στην τσόχινη σέλα του αλόγου ένα σκληρό δέρμα ζώου και το έδεσε για να μην γλιστράει. Την ανέβασε πάνω κι εκείνη καβάλησε σαν ιππέας. Μάζεψε τον μανδύα της γύρω από τον χιτώνα της κι έριξε από πάνω μια εσάρπα. Με τον τρόπο αυτό μπορούσε να ιππεύει σαν άντρας χωρίς όμως να γίνεται καθόλου προκλητική. Θα έπρεπε να κρατιέται πάνω του.

«Θα πονέσεις έτσι που κάθισες στο άλογο» της είπε.

«Μου δίνει όμως ελευθερία αυτή η στάση» του είπε και τον αγκάλιασε από την μέση για να στηριχτεί. «Πάμε!»

Η διαδρομή από τον Πειραιά ως το Άστυ των Αθηνών ήταν στην ουσία η διέλευση των Μακρών Τειχών. Συνολικά ήταν ένα μήκος σαράντα περίπου σταδίων3. Το τείχος είχε μείνει άχρηστο μετά την καταστροφή του αθηναϊκού στόλου. Διέσχισαν τη διαδρομή κι έφτασαν γρήγορα στο δεσμωτήριο κοντά στην Πνύκα. Ήταν άδειο και φαινόταν πως δεν είχε χρησιμοποιηθεί για κάποιες μέρες τουλάχιστον. Δεν κρατείτο κανείς εν όψει θανατικής ποινής ή για χρέος προς το δημόσιο. Φυσικά, ούτε Ιάσων ούτε Δάφνη υπήρχαν εκεί μέσα. Ρώτησαν κάποιους πολίτες αν είχαν δει να κρατείται ένας πολίτης εδώ εκείνο το βράδυ. Τους έστειλαν να ρωτήσουν έναν δεσμώτη που είχε κληρωθεί γι αυτήν τη δουλειά. Ανήκε στην φυλή των Λεοντιδών, την φυλή του Ιάσονα.

«Όχι, δεν έφεραν κανέναν. Έτσι κι αλλιώς μόνο αν έχει καταδικαστεί κανείς κρατείται εδώ» τους είπε αυτός.

«Χάθηκε ο Ιάσων, από τον δήμο των Κολονών!»

«Τον γνωρίζω, είναι θαυμάσιο παιδί. Δεν τον έχω δει, όμως, δεν τον έφερε κανένας εδώ».

Τότε πού βρίσκονταν; Η υπόθεση πως ήταν στα χέρια των Σκυθών ήταν η μόνη λογική εξήγηση, όμως, χρειαζόταν επιβεβαίωση. Πού να τους είχαν πάει άραγε;

.............................

Παραπομπές:

(*1) Όπως προαναφέρθηκε ο μήνας Θαργηλιών αντιστοιχεί στο διάστημα από τα μέσα Μαΐου έως τα μέσα Ιουνίου και «Τετάρτη Φθίνοντος» ήταν η τέταρτη μέρα πριν φύγει ο μήνας, δηλαδή η 10η Ιουνίου (του 307 πΧ).

(*2) Δεσμωτήριο= προσωρινό κρατητήριο. Η αρχαία ελληνική πόλη, σε αντίθεση με τις ανατολικού (ή δυτικού) τύπου μοναρχίες, δεσποτείες και τα λοιπά θεοκρατικά καθεστώτα, αρνείται την έννοια και την πρακτική του εγκλεισμού στις φυλακές: του «σωφρονισμού» σε αυτές και των βασανιστηρίων, που ακολουθούν τη στέρηση της ελευθερίας. Γι’ αυτό φυλακές στην αρχαία Αθήνα δεν υπάρχουν .

Το μικρό δεσμωτήριο της πόλης των Αθηνών (η «φυλακή» του Σωκράτη) χρησιμοποιείται, όπως το σημερινό κρατητήριο, για ώρες ή μέρες: με σκοπό την εφαρμογή της ποινής του θανάτου (με κώνειο) ή για την αποπληρωμή χρέους προς το δημόσιο ταμείο. Ο πολιτισμός των Ελλήνων αρνείται τη φυλακή και γι’ αυτό οι πολίτες δεν φυλακίζονται. Θανατώνονται, όταν επιχειρούν να καταλύσουν το πάτριο πολίτευμα (ή όταν βεβηλώνουν τους πάτριους θεούς), ή εξορίζονται, το συνηθέστερο, για διάστημα 10 ετών, όταν κρίνονται επικίνδυνοι για την πόλη. Μετά την υποδούλωση της Ελλάδας στη Ρώμη αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες φυλακές, που υπάρχουν και στο Βυζάντιο.

(*3) 40 στάδια= 7 χιλιόμετρα

*****************************************

Αύριο Τρίτη η συνέχεια. Είμαστε ακόμα στο πρωινό της 10ης Ιουνίου, μέρος 2ο.