Ο Δημήτριος ελευθερωτής εισέρχεται θριαμβευτής σε μιαν Αθήνα που τον θαυμάζει ενώ ο Δημήτριος Φαληρέας, συνειδητοποιώντας το τέλος, προσπαθεί να διαφύγει αφού τακτοποιήσει τις εκκρεμότητές του.
Ο Ιάσων κι η Δάφνη, τις κρίσιμες αυτές ώρες, βρίσκονται φυλακισμένοι.
***********************************
(9η Ιουνίου απόγευμα)
(πέμπτο και τελευταίο μέρος του απογεύματος)
.....................................................
Δεν μπορούσαν να ξέρουν πως ο Ιάσων κι η Δάφνη, τη στιγμή που μιλούσαν, ήταν κι οι δυο φυλακισμένοι. Ο ένας ήταν κλεισμένος σε μια υπόγεια υγρή φυλακή σε ένα πυργίσκο των Μακρών Τειχών. Η άλλη ήταν κλεισμένη σε μιαν άλλη φυλακή, πολυτελείας αυτή τη φορά, κάπου στο Φάληρο. Ο Ιάσων είχε συλληφθεί με εντολή Δημητρίου Φαληρέα γιατί επιχείρησε να τον σκοτώσει. Η Δάφνη απήχθη χωρίς “γιατί”. Μεταφέρθηκε στο πατρικό σπίτι του Δημήτριου στο Φάληρο.
Τους είχαν απομονώσει έξω απ’ τα Μακρά Τείχη, σ’ ένα σημείο κοντά στο Δίπυλο. Υπήρχε ένα ποταμάκι που ξέκοβε απ’ τον Κηφισό κι είχε δημιουργήσει ένα παραδεισένιο δασύλλιο. Ο Ιάσων το γνώριζε κι εύκολα την παρέσυρε εκεί μια και το ήθελε κι εκείνη. Τα αρώματα των φυτών κι η δροσιά από τα αειθαλή δέντρα και τις ελιές έφτιαχναν ένα ιδανικό τοπίο για έρωτες. Δεν πρόλαβαν όμως να χορτάσουν φιλιά όταν πέντε Σκύθες(*1) εμφανίστηκαν από το πουθενά. Τα παιδιά δεν είχαν καταλάβει τίποτε. Το αίμα τους έβραζε γι άλλα πράγματα και δεν είχαν στο νου τους τον φόβο πως τους καταδίωκαν. Δεν ήταν ένοχοι, αντιμετωπίστηκαν όμως σαν παράνομοι, χωρίς δίκη.
«Τι θέλετε εσείς εδώ;» έκανε αγριεμένος ο Ιάσων μόλις τους είδε, έτοιμος για καυγά.
«Μη μιλάς καθόλου» του είπαν. «Συλλαμβάνεσαι».
«Ξέρετε με ποιον μιλάτε; Ποιον συλλαμβάνετε;»
«Σας ξέρουμε. Εσύ είσαι ο Ιάσων Λεοντίδης από τους Κολωνούς» του είπαν. «Εσύ, η Δάφνη του Ανθέστη. Ακίνητοι!» είπαν οι Σκύθες.
Δεν τους ρώτησαν τι γύρευαν στο αλσύλλιο. Ήξεραν, αφού παρακολουθούσαν, και τους είχαν δει να απομονώνονται. Απλά, περίμεναν ώσπου να βρουν την κατάλληλη στιγμή για να επέμβουν, κι εδώ ήταν το ιδανικό μέρος. Είχαν σαφείς οδηγίες τί να κάνουν και πώς να το κάνουν. Με τα σπαθιά προτεταμένα ακινητοποίησαν τους δυο νέους. Ακουμπούσαν τις αιχμές των μαχαιριών τους στα νεανικά στήθη. Δυο από αυτούς έπιασαν τον Ιάσονα και τον έδεσαν με τους αγκώνες πίσω. Οι άλλοι δυο κράτησαν την Δάφνη και της έδεσαν τα χέρια και τα πόδια για να μπορέσουν να την μεταφέρουν. Οι φωνές του Ιάσονα δεν τους σταμάτησαν. Τον φίμωσαν με ένα μαντίλι αφού πρώτα του έριξαν μερικά χτυπήματα με τα μαστίγιά τους. Αμέσως μετά φίμωσαν και την Δάφνη, προτού αρχίσει να φωνάζει κι εκείνη. Δεμένους και φιμωμένους τους πήραν πάνω στα άλογα. Δεν φαινόταν πως κουβαλούσαν αιχμαλώτους, εξ άλλου κανείς δεν κοιτούσε ποτέ, τι ακριβώς έκαναν οι Σκύθες. Εκτελούσαν πάντα διαταγές πολεμάρχων κι αρχόντων. Κάποτε οι πολέμαρχοι ήταν άνθρωποι του λαού κι έβγαιναν με κλήρωση. Τώρα ήταν μόνο οι ευνοούμενοι του τυράννου. Ποιος θα καθόταν να παρατηρεί τι έκαναν ή γιατί το έκαναν οι Σκύθες;
Με την άνεσή τους τούς μετέφεραν εκεί που τους είχαν πει. Ο Ιάσων πήγε στο υπόγειο ενός πυργίσκου των Μακρών τειχών, κάπου ανάμεσα Αθήνα και Πειραιά, Ήταν ένα μέρος ξεχασμένο κι από τους ίδιους τους φύλακες των τειχών. Μια σκουριασμένη πόρτα από σίδερο άνοιξε με μεγάλη δυσκολία κι έκλεισε ακόμα πιο δύσκολα. Αμπαρώθηκε με μια αμπάρα που δέθηκε με ένα σχοινί μακριά από την εμβέλεια των χεριών του Ιάσονα. Έμεινε για να τον φυλάει ένας Σκύθης κι οι άλλοι συνέχισαν με την δεμένη και φιμωμένη Δάφνη.
Την πήγαν στο Φάληρο και την έκλεισαν σε ένα υπόγειο επίσης. Εδώ όμως το υπόγειο ήταν πολυτελές, καθαρό κι είχε όλες τις ανέσεις. Της έφεραν φαγητό, καθαρό νερό, φρούτα και πετσέτες για να πλυθεί σε ένα λουτρό δίπλα από το δωμάτιό της. Εκείνο όμως που πριν από όλα πρόσεξε η Δάφνη ήταν πως όλες οι πόρτες ήταν κλειδαμπαρωμένες. Τα παράθυρα είχαν σιδερένια κάγκελα στ’ ανοίγματά τους. Κι αυτή σε μια φυλακή βρισκόταν, έστω και πολυτελείας.
......................................................
Η Εριφύλη συνάντησε τον Υπάνορα σε ένα μέρος της αγοράς που απέφευγε να πηγαίνει. Ήταν στέκι ανθρώπων που ειδικεύονταν σε παρανομίες και στο λαθρεμπορίο. Εκεί ήταν, όμως, το μέρος που της έδωσε ραντεβού ο Υπάνωρ. Ήθελε να τον δει και να του πει πως είχε μιλήσει με την Κλεοτίμα. Είχε πάρει υπόσχεση πως θα τους βοηθούσε όταν θα επιχειρούσαν να φύγουν. Της είχε στείλει μήνυμα για να συναντηθούν με έναν κοινό γνωστό τους. Φυσικά πήγε. Με όλη την φασαρία που γινόταν στο Άστυ, το μέρος αυτό είχε αδειάσει εντελώς από κόσμο.
«Ευτυχώς που ήρθες» της είπε. «Φοβήθηκα μη τυχόν και δεν σε ειδοποιούσε ο φίλος μου».
«Μου το είπε. Όμως, τι τρέχει, Υπάνορα, γιατί είσαι έτσι αλαφιασμένος;»
«Το βράδυ, με το που θα πέσει το σκοτάδι κι αλλάξει η μέρα, έχω μια δουλειά. Δεν είναι καθαρή δουλειά αλλά θα μας δώσει τις δραχμές που μας χρειάζονται για να φύγουμε. Είσαι έτοιμη;»
«Ό,τι ήταν να πάρω από το σπίτι μου τό ‘χω πάρει. Δεν είμαι όμως ακόμα έτοιμη για να σου πω πού θα πάμε. Έκανα μια κουβέντα με μια φίλη μου. Της ζήτησα να μας βοηθήσει να φύγουμε για την Χαλκίδα ή την Κόρινθο. Μου είπε κάτι εκείνη για την Θήβα. Θα με πάει στην Ιππαρχία. Θα δουν αυτές οι δυο μαζί τι μπορούν να κάνουν για εμάς. Θα το ξέρω αύριο το πρωί ... ή έστω το μεσημέρι».
«Μάθε κι ετοιμάσου να φύγουμε».
«Γιατί αυτή η βιασύνη;»
«Γιατί από μεθαύριο μπορεί και να με κυνηγούν. Το φοβάμαι. Θέλω να εξαφανιστώ μια ώρα αρχύτερα».
«Αν είναι έτσι μην κάνεις αυτή την δουλειά που έχεις να κάνεις σήμερα» του είπε η Εριφύλη. «Αν είναι παράνομο, μην το κάνεις. Δεν το χρειαζόμαστε. Θα τα καταφέρουμε με ό,τι έχουμε μαζέψει ως τώρα».
«Δεν μπορώ να μην πάω, θα θεωρηθεί προδοσία κι ίσως έχω συνέπειες».
«Γιατί έμπλεξες τόσο πολύ;»
«Γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να βγάλω πολλά χρήματα και πολύ γρήγορα»
Η Εριφύλη ένιωσε τύψεις. Φαίνεται πως ήταν εκείνη η αιτία που είχε μπλέξει ο Υπάνωρ με παρανόμους. Πίστευε, ως τώρα, πως ήταν ορφικοί, θρήσκοι και θεοσεβούμενοι αυτοί που έκανε παρέα. Νά, όμως, που μάθαινε ότι έκαναν παρανομίες και μάλιστα επικίνδυνες.
«Θα έρθω πάλι εδώ αύριο το μεσημέρι για να σου πω πού θα πάμε και πώς, εντάξει;»
«Εντάξει, κάνε γρήγορα» της είπε αγχωμένος.
Το άγχος κι η σύγχυσή του την έκαναν να ανησυχεί πολύ. Τι ήταν, άραγε, αυτό που θα έκανε ο Υπάνωρ, το τόσο παράνομο που θα τον κυνηγούσαν κιόλας; Δεν της άρεσαν οι παρέες του, ιδιαίτερα αυτοί οι ορφικοί που τον είχαν μπλέξει. Δεν ήξερε κάν αν ήταν αληθινά ορφικοί ή αν χρησιμοποιούσαν αυτό το ιδεολόγημα για κάλυψη. Δεν θα του έλεγε εκείνη τι να κάνει, όμως δεν ήθελε να χαλάσουν όλα τώρα στο τέλος. Τέλος πάντων, ας τελείωνε κι ας έφευγαν. Με τις τελευταίες εξελίξεις, μπορεί να δυσκόλευαν τα πράγματα.
«Εντάξει, θα φύγουμε το αργότερο μεθαύριο, όπως το είπαμε. Όμως εσύ, Υπάνωρ, μην μπλέξεις με παρανομίες. Δεν θέλω να σε πιάσουν τώρα την τελευταία στιγμή!»
«Θα προσέχω. Να προσέχεις κι εσύ!» της είπε.
Καθώς απομακρυνόταν η Εριφύλη, ο Υπάνωρ ένιωσε πίσω του την ανάσα κάποιου. Γύρισε τρομαγμένος και είδε τον Ληθόνοο. Του χαμογελούσε χαζά.
«Τι κάνεις εδώ Ληθόνοε;» τον ρώτησε
«Με έστειλε η Πανδότη να σου πω να μαζευτείς στη Σπηλιά, γιατί έχουμε νυχτερινή δουλειά».
«Το ξέρω ... έρχομαι».
«Αν λείπει ο ένας από τους τρεις, δεν έχει για κανέναν ούτε μέλι, ούτε χόρτο, ούτε το Ερώδιον».
«Εντάξει, μην ανησυχείς, κι εγώ θέλω την Ηδύ» του είπε για να τον καθησυχάσει ο Υπάνωρ.
«Η Πανδότη είπε να μαζευτούμε. Θα ξεκουραστούμε κιόλας. Αλλά... ποια ήταν αυτή;» ρώτησε ο Ληθόνους καθώς πήγαιναν προς την Σπηλιά.
«Σας έχω πει ότι ενδιαφέρομαι για μια κοπέλα. Κάποια μέρα θα την φέρω να την γνωρίσετε κι εσείς».
«Γιατί σου έλεγε να μην σε πιάσουν; υπάρχει φόβος να μας πιάσουν;» ρώτησε πάλι ο Ληθόνους.
«Όχι, βέβαια, χαζοί είμαστε;»
«Και πού θα πάτε;»
«Δεν θα πάμε πουθενά!»
«Αφού σου είπε ότι θα φύγετε μεθαύριο!»
«Δεν εννοούσε ότι θα φύγουμε από την πόλη. Εκείνη φεύγει με την οικογένειά της από τα Μεσόγεια και πάνε σε άλλο δήμο της φυλής τους, στα Παράλια».
«Αυτό είπε;»
«Ναι. Για το καλοκαίρι που κάνει ζέστη. Αυτό εννοούσε Ληθόνοε, πώς και δεν το κατάλαβες;»
«Δεν το κατάλαβα».
«Εντάξει. Πάμε τώρα να το διασκεδάσουμε».
..........................................................
Όσο πλησίαζε το βραδάκι ο Φαληρέας ανησυχούσε όλο και περισσότερο. Η μέρα αυτή ήταν αποφράδα. Είχε ζήσει και τα χειρότερα, όταν τον είχαν καταδικάσει κι έψαχνε πού να κρυφτεί. Τώρα αντιμετώπιζε παρόμοια προβλήματα χωρίς να βρίσκει τρόπο, όμως, να γλιτώσει. Ακόμα ήταν κυρίαρχος αλλά η αυριανή μέρα μπορεί να ξημέρωνε αλλιώτικη. Τουλάχιστον οι Σκύθες είχαν φανεί αντάξιοι της εμπιστοσύνης του. Είχαν τσουβαλιάσει τον εξυπνάκια Ιάσονα κι είχαν κρατήσει στο πατρικό του την Δάφνη.
Αρχικά είχε προγραμματίσει να περάσει το αποψινό του βράδυ με την Αγαπάνθη και το Μειράκιον. Η διάθεσή του ήταν χάλια και τις έδιωξε. Δεν θα τις άντεχε να τον πολιορκούν με ερωτήσεις στις οποίες δεν θα είχε απαντήσεις. Θα προκαλούσαν στο νου του άσχημες σκέψεις. Ούτε μπορούσε να τους κλείσει το στόμα. Ήταν πολύ έξυπνες εταίρες για να τον ανεχτούν να τους συμπεριφέρεται σαν να ήταν ζώα ή απλές πόρνες. Για να του προσφέρουν τις χάρες τους θα είχαν απαιτήσεις κι εκείνος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Δεν ήθελε να μιλήσει τώρα με καμία γυναίκα στον κόσμο, εκτός, βέβαια, από τη μόνη γυναίκα που τον απέρριπτε. Φώναξε τον Θεόδωρο.
«Μπορούν οι Σκύθες να μου φέρουν εδώ τη Δάφνη;»
«Εδώ, στο κέντρο της πόλης και με τόσους πολίτες να είναι απ' έξω και να αποδοκιμάζουν, δεν γίνεται. Ένα δέμα μεγάλο σαν άνθρωπος δεν θα περάσει απαρατήρητο».
«Ίσως πρέπει να πάω εγώ στο Φάληρο».
«Δεν θα στο συνιστούσα, Δημήτριε, κι αν μπορούσα θα στο απαγόρευα! Είναι πολύ επικίνδυνο να βγεις από εδώ μέσα τώρα που βραδιάζει».
Μιλούσε ο δούλος στον τύραννο, αλλά, δεν φαινόταν πολύ διαφορετικό από ό,τι μιλά αδελφός στον αδελφό του. Τον είχε εκτιμήσει ο Δημήτριος από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε. Ο Θεόδωρος ήταν από την Ρόδο κι είχε αιχμαλωτιστεί στη μάχη του Γρανικού ποταμού. Τον έστειλε ο Αλέξανδρος δούλο στη Μακεδονία μαζί με άλλους δυο χιλιάδες Έλληνες. Ήταν εκείνοι που είχαν πολεμήσει σαν μισθοφόροι στο πλευρό των Περσών. Μετά από εκεί, ακολουθώντας τον Αντίπατρο, ο Θεόδωρος είχε βρεθεί στην Αθήνα και δόθηκε στον Φαληρέα. Ο Δημήτριος τον ζήτησε καθώς αναγνώρισε αμέσως την αξία του κι εκτίμησε τις γνώσεις και τη σοφία του.
«Δεν μπορώ να κάθομαι άπραγος κι η πόλη να βράζει» είπε ο Δημήτριος. «Κάτι πρέπει να κάνω».
«Εσύ να μην κάνεις τίποτε» είπε ο Θεόδωρος. «Κακώς έδιωξες τις εταίρες. Εγώ, πάντως σκοπεύω κάτι να κάνω. Θα πάω να βρω τον γιο του Αντιγόνου».
«Τον γνωρίζεις; Πώς θα τον βρεις;»
«Γνώρισα τον Αντίγονο, αλλά, ξέρω κάποιον που τον γνωρίζει καλά. Θα πάω με αυτόν».
«Και τι έχεις να πεις στον γιο του Μονόφθαλμου;»
«Ότι αυτοί που τον αποθεώνουν είναι αντιμακεδόνες και στην πρώτη ευκαιρία θα τον πολεμήσουν. Αντίθετα, εσύ είσαι φιλομακεδόνας κι άνθρωπος της δικής του τάξης. Εσένα μπορεί και πρέπει να εμπιστευθεί».
Ο Δημήτριος γέλασε.
«Κι ελπίζεις με αυτό ότι θα με κρατήσει στην εξουσία;»
«Όχι βέβαια! Ελπίζω να σου χαρίσει τη ζωή» του είπε και του έκοψε απότομα το γέλιο.
«Ελπίζαμε στην Ευρυδίκη ...» είπε ο Φαληρέας.
«Κι ακόμα σε αυτήν ελπίζουμε» συνέχισε ο Θεόδωρος.
Ο Φαληρέας έδειχνε απογοητευμένος.
«Ο γιος του Αντίγονου μπορεί να αποτρέψει μιαν άμεση καταδίκη σου αλλά ως εκεί. Το πολύ που μπορεί να κάνει είναι να σε αφήσει να φύγεις από την Αθήνα. Για να ακουμπήσεις κάπου έχεις ανάγκη και την Ευρυδίκη και τον Πτολεμαίο. Θα πρέπει να σε δεχτεί στην Αλεξάνδρειά του».
«Εντάξει, συμφωνώ» είπε χωρίς χαμόγελο ο Δημήτριος.
«Ο Δημοχάρης κι ο Στρατοκλής παλεύουν να κερδίσουν την εύνοια του Ελευθερωτή».
«Ποιος είναι ο Ελευθερωτής;»
«Τι ρωτάς Επιμελητή; Φυσικά είναι ο Δημήτριος του Αντιγόνου που ελευθερώνει την Αθήνα από τον Δημήτριο τον Φαληρέα. Ο Μακεδόνας που ελευθερώνει την πόλη από τους Μακεδόνες!»
«Είναι νωρίς ακόμη για να καταλάβουν το παιχνίδι του, κι όπως πάντα, όταν το καταλάβουν θα είναι αργά. Όμως, πες μου Θεόδωρε, με σένα τι θα γίνει;»
«Θα έρθω μαζί σου στην Αλεξάνδρεια ή θα με αφήσεις στη Ρόδο. Τι προτιμάς;»
«Δική σου η επιλογή. Το ξέρεις πως για μένα δεν ήσουν ποτέ σκλάβος».
«Ωραία, λοιπόν, ας καταφέρουμε να πλεύσουμε προς το νότο και τα λέμε αυτά εν πλω».
«Δεν φεύγω αν δεν έχω μαζί μου τη Δάφνη. Είναι ό,τι θέλω να πάρω μαζί μου φεύγοντας από την Αθήνα. Αν την έχω μαζί μου στην Αίγυπτο, όλα θα είναι καλύτερα».
Ο Δημήτριος ονειρευόταν ακόμα έρωτες κι ο Θεόδωρος είχε χρέος να τον προσγειώσει.
«Έχεις θράσος επιμελητή! Ξεχνάς ότι δεν την κέρδισες σαν άρχων. Πώς ελπίζεις τώρα να την κερδίσεις σαν φυγάς;» του πέταξε κατάμουτρα κι έφυγε.
Ο Δημήτριος έμεινε μόνος. Προς στιγμήν μόνο σκέφτηκε να φωνάξει πίσω τις εταίρες αλλά το μετάνιωσε. Όχι, δεν είχε όρεξη να μιλά. Μόνο να σκέφτεται μπορούσε κι ας ήταν οι σκέψεις του βαριές και δυσάρεστες.
«Θεοί, τι δύσκολη μέρα μου επιφυλάξατε!» σκέφτηκε.
Πριν φύγει έπρεπε να τακτοποιήσει τις τελευταίες του εκκρεμότητες. Ο θρασύς Ιάσων που τον είχε προσβάλει τόσο βάναυσα έπρεπε να τιμωρηθεί. Η Δάφνη με την σειρά της έπρεπε να υποταχθεί. Αν δεν το έκανε, έπρεπε να τιμωρηθεί κι αυτή. Κι οι Αθηναίοι έπρεπε οπωσδήποτε να τιμωρηθούν κι αυτοί που δεν εκτίμησαν ποτέ την ιδανική του πολιτεία. Ποτέ τους δεν κατανόησαν τις προσπάθειές του να ξαναδώσει στην πόλη τους κάτι από την παλιά της αίγλη.
«Αχάριστοι όλοι!» σκέφτηκε.
Ήπιε ανέρωτο κρασί και σε λίγο αποκοιμήθηκε.
====
παραπομπή:
(*1) Οι Σκύθες ήταν κατά κάποιον τρόπο οι αστυνομικοί στην αρχαία Αθήνα. Είχαν ένα μαστίγιο και μια μαγκούρα κι ήταν «δημόσιοι σκλάβοι» που πληρώνονταν από τον δήμο.
***********************************
Από Δευτέρα η επόμενη μέρα, 10η Ιουνίου, χωρισμένη σε τρία μέρη και πάλι, πρωί, μεσημέρι, απόγευμα. Η δράση συμπυκνώνεται στις τρεις αυτές μέρες που συγκλόνισαν την Αθήνα. Η πρώτη πέρασε, από Δευτέρα η επόμενη.