Ο Δημήτριος εγκαταλείπει, μάλλον για πάντα, την αγαπημένη του Αθήνα, υπό την κατακραυγή των συμπολιτών του. Τα σχέδιά του μακροπρόθεσμα τον οδηγούν στην Αλεξάνδρεια, αλλά, βραχυπρόθεσμα, νοιάζεται για την Δάφνη και πώς θα την πάρει μαζί του.
****************************************
(Απόγευμα της 10ης Ιουνίου)
Το απόγευμα εκείνης της ημέρας, στη Βασίλειο Στοά, ο Δημήτριος Φαληρέας ένιωθε πολιορκημένος. Στους δρόμους ένα μεγάλο πλήθος πολιτών πανηγύριζε με φωνές για την ισοκρατία και την ισονομία. Μέτοικοι, γυναίκες και δούλοι ήταν συμμέτοχοι στο πανηγύρι κι αυτοί. Δυο αγάλματά του, είχαν ξεπατωθεί από τις βάσεις τους και, πέφτοντας κάτω, είχαν σπάσει. Ήταν πραγματικά όμορφα αγάλματα. Τα είχε φροντίσει ο ίδιος να είναι με τέχνη σκαλισμένα. Ήταν ντυμένα με χρυσά κοσμήματα, όμορφα ρούχα, δερμάτινα σανδάλια και ερυθρούς χιτώνες. Τώρα, αλλού βρισκόταν το όμορφο κεφάλι του φιλόσοφου κι αλλού το αρμονικά χτισμένο σώμα του. Ήταν αλλού τα χέρια κι αλλού τα πόδια του. Μια φριχτή βεβήλωση της εικόνας του ήταν όλο αυτό! Συμπεριφορά ενός λαού που θα ταίριαζε μόνο σε βαρβάρους.
«Είναι φοβερό θέαμα» είπε ο Φαληρέας καθώς έβλεπε την καταστροφή και τις φωνές από το μπαλκόνι. «Τα έχουν βάλει με τα μάρμαρα και τον χαλκό».
«Πάλι καλά που διαλύσανε τα αγάλματα κι όχι εσένα» είπε ψύχραιμος ο Θεόδωρος.
«Είναι ικανοί να μπουν στη Στοά. Αν το επιχειρήσουν να χτυπήσουμε;» ρώτησε ο Αγακάτης.
«Μην το ξαναπείς αυτό Αγακάτη» είπε ο Δημήτριος.
«Είναι δύσκολα τα πράγματα» είπε ο Θεόφραστος.
«Νομίζω πως θα πρέπει να επισπεύσεις την αναχώρησή σου, Επιμελητή» είπε ο Αγακάτης.
«Επιτέθηκαν και στο Λύκειο! Δεν σέβονται τίποτα πια» πρόσθεσε ο Θεόφραστος φοβισμένος.
«Η δημοκρατία είναι κακό πολίτευμα αντάξιο τέτοιων πολιτών» είπε η Αγαπάνθη.
«Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι θα επιτεθούν και σε εμάς» είπε ο Δημήτριος. «Πρέπει να φύγουμε».
Η αλήθεια ήταν ότι ο Φαληρέας δεν φοβόταν ιδιαίτερα. Είχε τη διαβεβαίωση του Αντιγονίδη στον Θεόδωρο. Ο νέος δυνατός άντρας ευνοούσε την φυγή του. Ο Δημοχάρης, που καθοδηγούσε το πλήθος, ήταν λογικός άνθρωπος και δεν θα παρασυρόταν από τα πάθη του. Ο λόγος που έδειχνε πως κι αυτός φοβόταν, ήταν γιατί ήθελε να δικαιολογήσει την φυγή του από το Άστυ. Ήθελε να πάει στη Μουνιχία να συνεννοηθεί με τον Διονύσιο αλλά, κατά βάση, επιθυμούσε να πάει στο Φάληρο. Ανυπομονούσε να πάει επί τέλους στο πατρικό του όπου θα του είχαν ετοιμάσει κατάλληλα την Δάφνη.
Αυτή ήταν που κυριαρχούσε στη σκέψη του κι όχι ο φόβος. Ήθελε να την κάνει δική του, έστω κι αν ήταν αναγκαίο ένα είδος βίας. Στο κάτω-κάτω, θα το απολάμβανε κι αυτή. Ήταν ο μόνος τρόπος για να την «πείσει» να τον ακολουθήσει όπου κι αν πήγαινε, στην Θήβα ή στην Αίγυπτο. Μια γυναίκα “χρησιμοποιημένη” κι όχι παρθένα, ανύπαντρη, ήταν απίθανο να βρει άντρα να την αποκαταστήσει. Κανείς δεν θα δεχόταν να την πάρει από “δεύτερο” χέρι. Μόνο αυτός ο παλαβός που του είχε επιτεθεί, ο Ιάσων, από τους Κολονούς, θα την δεχόταν. Όμως ο Δημήτριος σκόπευε να τον εξουδετερώσει με τρόπο οριστικό, ακόμη και να τον εξοντώσει αν χρειαζόταν. Η Δάφνη έπρεπε να μείνει χωρίς στήριγμα, μπροστά σε ένα αδιέξοδο, με μόνη της επιλογή να τον ακολουθήσει. Γι αυτόν τον λόγο αυτές οι ώρες ήταν κρίσιμες. Αν της στερούσε την παρθενιά και τον Ιάσονα, θα την είχε στο χέρι. Κι αν την έπαιρνε μαζί του, όπου πήγαινε, θα τα κατάφερνε, στο τέλος, να την κάνει να τον συμπαθήσει κι εκείνη.
«Αν θέλετε, αγάπες μου, ελάτε κι εσείς μαζί μου» είπε ο Δημήτριος στην Αγαπάνθη και το Μειράκιον.
Στέκονταν εκεί δίπλα του φοβισμένες.
«Πού θα μας πας, Επιμελητή;»
«Θα λείψω για λίγο από την Αθήνα» είπε. «Αποφασίστε, κι αν θέλετε μπορείτε να μείνετε ή να έρθετε μαζί μου».
«Να φύγουμε από την Αθήνα;» αναρωτήθηκαν.
Δεν άρεσε καθόλου αυτή η προοπτική στις δυο εταίρες. Συμπαθούσαν τον Φαληρέα και τον ευγνωμονούσαν για τα δώρα του, ακόμη και για την άσβεστη ερωτική του δίψα. Δεν θα άφηναν, όμως, τόσο εύκολα το Άστυ των Αθηνών, τον τόπο που αποτελούσε γι αυτές επίγειο παράδεισο. Ίσως αν πήγαινε στην Κόρινθο να το συζητούσαν, εκεί κυριαρχούσαν όμως οι εχθροί του και δεν θα τον δέχονταν. Για πιο μακρινά μέρη δεν το συζητούσαν. Η Αγαπάνθη, το Μειράκιον κι οι άλλες εταίρες της Αθήνας δεν θα έμεναν μόνες αν έλειπε από την πόλη ο Δημήτριος. Ένας άλλος Δημήτριος, εξάλλου, όμορφος, δυνατός, ισόθεος ή βασιλιάς -όπως τον αποκαλούσαν- ερχόταν. Μια νέα ομάδα ανδρών θα επικρατούσε με τις ίδιες ανάγκες για σωματική και ψυχική ισορροπία, Θα ήταν πάλι άντρες που την ημέρα θα έπαιζαν το γνωστό παιχνίδι της πολιτικής εξουσίας. Τα βράδια θα παραδίδονταν κι αυτοί στην γυναικεία εξουσία για να παίξει εκείνη το παιχνίδι της μαζί τους.
«Θα μείνω εδώ, Δημήτριε» είπε η Αγαπάνθη, «αγαπώ πολύ αυτή την πόλη για να την εγκαταλείψω».
«Κι εγώ, αγαπημένε, θα μείνω εδώ» είπε το Μειράκιον.
«Ωραία,
λοιπόν, όσοι είμαστε έτοιμοι για
αναχώρηση, ας πηγαίνουμε»
είπε ο Φαληρέας.
«Έχω ετοιμάσει άλογα και μια άμαξα, θα φύγουμε από την πίσω πόρτα» είπε ο Θεόδωρος.
Ο Φαληρέας κοίταξε τριγύρω κι έριξε ακόμα μια ματιά κάτω στους δρόμους. Αγαπούσε την Αθήνα, την πιο λαμπρή πόλη του κόσμου. Ήθελε να την αναμορφώσει και να της δώσει την παλιά της λάμψη. Ήθελε να φτιάξει την ιδανική πολιτεία, σύμφωνα με αυτά που είχαν διδάξει ο μέγας Αριστοτέλης κι ο Πλάτων. Μια πολιτεία όπου θα κυβερνούσαν οι άριστοι και θα είχε σκοπό την ευτυχία των ανθρώπων. Πίστεψε κάποια στιγμή ότι είχε πλησιάσει κοντά στ’ όνειρο, όμως, τελικά, διαψεύστηκε οικτρά. Και νά τώρα που έφευγε από την πίσω πόρτα!
«Είναι σίγουρο ότι δεν θα μας την έχουν στήσει εκεί;» είπε ο Θεόφραστος ανήσυχος.
«Μίλησα με τον Δημοχάρη» είπε ο Θεόδωρος.
«Και τι σου είπε;»
«Εκείνος μου υπέδειξε την πίσω πόρτα. Θα φροντίσει να μείνει ελεύθερη έτσι ώστε, όταν θελήσουμε να φύγουμε, να έχουμε διέξοδο».
«Όλα τα σκέφτεται, λοιπόν, ο Δημοχάρης» σχολίασε ο Δημήτριος χαμογελώντας.
«Θέλουν να σε ξεφορτωθούν από τα πόδια τους μια ώρα αρχύτερα» είπε ο Θεόδωρος. «Δεν τους νοιάζει και τόσο η εκδίκηση όσο η εξουσία».
«Θα έρθω μαζί σας» είπε ο Αγακάτης.
«Πάμε πρώτα στη Μουνιχία. Έχουμε να πούμε μερικά πράγματα με τον Διονύσιο και τους Μακεδόνες του» είπε ο Φαληρέας.
Χαιρέτισε μ’ ένα απαλό φιλί τις εταίρες. Χαιρέτισε μετά με μια χειρονομία το προσωπικό της Βασιλείου Στοάς που είχε παραταχθεί να τον αποχαιρετίσει. Έριξε μια τελευταία ματιά σε μια πανέμορφη προτομή του από χαλκό, ελεφαντόδοντο κι ασήμι. Σύντομα θα βρισκόταν σπασμένη κι αυτή στο πάτωμα. Συγκινημένος από αυτά που έβλεπε, άφησε την Στοά βορά στους εξεγερμένους. Ένας τυχαίος μαρμαράς ή φούρναρης ή ένας ψαράς θα κληρωνόταν «άρχων βασιλιάς» για ένα χρόνο. Αυτός θα ερχόταν να μείνει σε αυτά τα υπέροχα δώματα και θα παρίστανε τον “βασιλιά” του δήμου. Ένας τιποτένιος αντί γι αυτόν, τον φιλόσοφο και πολιτικό!
Αν τον στενοχωρούσε κάτι, δεν ήταν που έχανε τη δόξα και τα μεγαλεία της επιμελητείας των Αθηνών. Ήταν που θα έχανε μαζί τους και την ευκαιρία να αποκτήσει εύκολα, άκοπα και σχεδόν διασκεδαστικά την Δάφνη. Ο πατέρας της είχε ήδη συμφωνήσει να του την δώσει. Ο νεαρός που την περιτριγύριζε θα έβγαινε εύκολα από την μέση αν παρέμενε τύραννος. Καλές ήταν οι εταίρες, η Αγαπάνθη, το Μειράκιον, η Μανία, η Δημώ, η Λέαινα, η Αντίκυρα κι ένα σωρό άλλες(*). Καλές αυτές, πλην, κάλλιστη η έξοχη Δάφνη. Αυτή η γυναίκα ήταν που άξιζε να γίνει γυναίκα του πρώτου πολίτη των Αθηνών.
Τώρα όλα αυτά τα όνειρα έπαιρναν τέλος. Απέμενε μόνο μια προσπάθειά του να την δεσμεύσει και να την πάρει μαζί του στην εξορία όπου όδευε. Η παρέα των τσαρλατάνων Μυστών και Ιεροφαντών, ήταν η ελπίδα του. Δίδασκαν δήθεν την ορφική διδασκαλία κι έσωζαν τον απλό κι ανόητο κόσμο από τα αδικήματα των προγόνων του. Θεομπαίχτες κανονικοί. Ήταν οι κατάλληλοι άνθρωποι για να ζαλίσουν την Δάφνη με τα βότανα και τα ερωτικά τους φίλτρα. Αυτοί θα την έφερναν στην αγκαλιά του. Ήθελαν ανταλλάγματα, βέβαια, αλλά θα τους τα έδινε χωρίς κανένα πρόβλημα. Εδώ που είχαν φτάσει τα πράγματα, τίποτε δεν είχε καμιάν αξία, εκτός από το τομάρι του και τη Δάφνη.
................................
Παραπομπή:
(*) Η Μανία, η Δημώ, η Λέαινα και η Αντίκυρα αναφέρονται ονομαστικά από τον Αθήναιο στους «Δειπνοσοφιστές» σαν εταίρες ερωμένες του Δημήτριου Ελευθερωτή που πέρασε στην Αθήνα κάποια ωραία χρόνια με τιμές και δόξες. Το προσωνύμιο "Δημήτριος ο πολιορκητής" του δόθηκε αργότερα, στην πολιορκία της Ρόδου.
*****************************************
Αύριο, Τετάρτη 28/10, μέρα εθνικής γιορτής δεν θα δημοσιευτεί συνέχεια του μυθιστορήματος.
Από την Πέμπτη, 29/10 η συνέχεια.