Ο Δημήτριος Φαληρέας οργανώνει την αποχώρησή του από την Αθήνα. Είναι βέβαιη η επικράτηση του Δημήτριου Ελευθερωτή Αντιγονίδη κι ο μόνος τρόπος να γλιτώσει είναι η φυγή στην Θήβα και μετά στην Αλεξάνδρεια.
Παράλληλα με την φυγή θέλει να ολοκληρώσει την "απαγωγή" της Δάφνης για να την πάρει μαζ'ί του στην Αλεξάνδρεια.
******************************
Δημήτριος Φαληρέας |
(συνέχεια του απογεύματος της πρώτης μέρας 9ης Ιουνίου 307 π.Χ.)
.......................................
Εκείνο το πρωί ο Δημήτριος Φαληρέας, είχε ξυπνήσει από πολύ νωρίς. Όλο το βράδυ ήταν ανήσυχος κι ο ύπνος του ήταν γεμάτος από εφιάλτες. Το κύριο πρόβλημα που γύριζε στο μυαλό του και δεν τον άφηνε να ηρεμήσει ήταν, φυσικά, ο γιος του Αντιγόνου. Τον τρόμαξε η τόσο εύκολη επικράτησή του στον Πειραιά που προδίκαζε το μέλλον της Αθήνας. Ο στρατός του ήταν ήδη στο εσωτερικό του Μακρού Τείχους, επομένως, δεν είχε νόημα η παραμικρή αντίσταση. Οι Αθηναίοι, ακόμη κι οι οπλίτες που νόμιζε δικούς του, είχαν κατεβάσει τις ασπίδες τους. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να δοθεί μάχη, ακόμα κι αν οι Μακεδόνες αποφάσιζαν να θυσιαστούν για χάρη του. Ο εισβολέας είχε μεγαλύτερο στρατό από τον δικό του και τον μακεδονικό μαζί. Και δεν τελείωνε εκεί η αντίπαλη ισχύς. Ένας στόλος με διακόσια πλοία του Αντίγονου κυκλοφορούσε στο Αιγαίο. Ο Αντιγονίδης συνονόματός του είχε φέρει εδώ μονάχα ένα μέρος από τον συνολικό στόλο. Αργά ή γρήγορα όλη αυτή η δύναμη θα ερχόταν για να τα σαρώσει όλα αν παρουσιαζόταν ανάγκη. Δεν υπήρχε λοιπόν διέξοδος άλλη από την φυγή.
Ευτυχώς που ο Θεόδωρος ήταν προνοητικός και ήδη είχε ξεκινήσει να φροντίσει γι αυτήν την διαφυγή. Θα μιλούσε με την Ευρυδίκη και θα επιδίωκε να βρει άκρη με τον ίδιο τον Αντιγονίδη, τον “ελευθερωτή”. Άκου ... ελευθερωτής! Τι θα ελευθέρωνε ο βάρβαρος Μακεδόνας; Ερχόταν με μια δική του μακεδονική φρουρά να αντικαταστήσει την μακεδονική φρουρά του Αντίπατρου. Αυτό δεν ήταν ελευθερία, ήταν απλή αλλαγή φρουράς, διαδοχή τυραννίας. Και πού στηριζόταν; Μόνο χάρη στη δύναμη των όπλων, και στα τάλαντα χρυσού του πατέρα του, μπορούσε να μιλάει αυτός ο νεαρός. Κι αυτά τα πλούτη που τού έδιναν δύναμη, κλεμμένα ήταν από τον Αλέξανδρο και τους νόμιμους διαδόχους του. Ο Φαληρέας σιχαινόταν τη λέξη “ελευθερωτής”. Του την είχαν προσδώσει για τους δικούς τους σκοπούς ο Στρατοκλής κι ο Δημοχάρης. Ένας γελοίος κόλακας όλων των ισχυρών κι ένας δημαγωγός που ζήλευε την δόξα του θείου του.
Εκείνο που τον έκαιγε πιο πολύ, όμως, και δεν τον άφηνε να κοιμηθεί ήταν η Δάφνη. Την είχε κλεισμένη στο κτήμα του στο Φάληρο. Ήθελε να την δει αλλά δεν έβρισκε τρόπο. Θα επιχειρούσε αργότερα να την φέρει εδώ ή θα πήγαινε ο ίδιος εκεί. Θα άφηνε να κυλήσει, όμως, λίγο η μέρα για να δει τι ήταν λιγότερο επικίνδυνο και θα το έκανε. Αν γλίτωνε, θα την έπαιρνε μαζί του όπου κι αν πήγαινε.
Ευτυχώς που αυτός ο Ιάσων, ο νεαρός αντίζηλός του, βρισκόταν κλεισμένος σε ένα κελί στα Μακρά Τείχη. Καλή η σκέψη των Σκυθών να τον φυλακίσουν εκεί μέσα αφού στο δεσμωτήριο θα τον έβρισκαν εύκολα οι δικοί του. Νά που αυτοί οι δούλοι και βάρβαροι Σκύθες σκέφτονται καμιά φορά! Κι ο Ιάσων, που δεν σκεφτόταν με ποιον τα είχε βάλει, θα σάπιζε εκεί μέσα νηστικός και διψασμένος. Είχε δώσει εντολή να μην του πάνε ούτε φαΐ ούτε νερό. Δεν είπε να τον σκοτώσουν, αλλά, ούτε και θα τον γλίτωνε από έναν φυσικό θάνατο που θα του επέφερε η ασιτία.
«Δημήτριε, καλή σου μέρα» του είπε ο Θεόδωρος.
Ο δούλος του και φίλος του έδειχνε ευδιάθετος παρά τα μαύρα σύννεφα που σκέπαζαν τον ουρανό τους.
«Ας πούμε “καλή μέρα”, Θεόδωρε, αν κι οι θεοί δείχνουν σαν να θέλουν να μας την χαλάσουν».
«Άσε τους θεούς στην ησυχία τους, Επιμελητή. Πες μου καλύτερα πώς πέρασες το βράδυ με τις δυο αιθέριες υπάρξεις στο κρεβάτι σου».
«Θαυμάσια. Ήταν όλα θαυμάσια» είπε ο Δημήτριος και προσπάθησε να μην δείξει πόσο ψέματα έλεγε.
Ο Θεόδωρος είχε φέρει να πιούν λίγο αραιωμένο κρασί με χιόνι για να δροσίζεται. Είχε φέρει και χυμό φρούτων για να ανακτήσει δυνάμεις ο Φαληρέας μετά την κουραστική βραδιά. Έβαλε ένα ποτήρι για τον Δημήτριο κι ένα δικό του.
«Ευοί ευάν» του είπε.
«Ευοί ευάν Θεόδωρε! Πες μου, όμως, εσύ τι έγινε. Πήγες τελικά χτες στην Ευρυδίκη;»
«Ναι, βέβαια, πήγα! Αφού στο είχα υποσχεθεί, Άφησα πρώτα να νυχτώσει κάπως».
«Και λοιπόν ... τι έγινε; θα βοηθήσει;»
«Ναι. Η Ευρυδίκη είναι άνθρωπος εμπιστοσύνης, Ξέρει την κατάσταση από πρώτο χέρι. Πιστεύει κι εκείνη ότι πρέπει να φύγεις. Ξέρει πως είσαι σε δύσκολη θέση κι έκανε παζάρια. Πάντως, μ’ έπεισε ότι αν θέλει μπορεί να βοηθήσει».
«Τι είδους βοήθεια θα δώσει;»
«Έχει χώρο για να φιλοξενηθείς με ασφάλεια στη Θήβα ώσπου να απαντήσει ο Πτολεμαίος ότι σε θέλει. Θα του γράψει εκείνη. Έχει τον τρόπο της, με την επιστολή, να πείσει τον άρχοντα της Αιγύπτου να σε δεχτεί σαν σύμβουλό του».
«Ο γιος του Λάγου με γνωρίζει καλά. Θα με δεχτεί και χωρίς συστάσεις. Θαυμάζει την σκέψη μου, θέλει οπωσδήποτε να βρεθώ δίπλα του».
«Θέλεις να το δοκιμάσεις να φύγεις χωρίς μεσολάβησή της; Μήπως το βλέπεις ότι είναι μεγάλο το ρίσκο να δοκιμάσεις την τύχη σου μόνος σου;»
«Θα το έκανα, αλλά, εδώ υπάρχει περιθώριο αποτυχίας. Αν χρειαστεί να φύγω πρέπει να έχω σιγουριά».
«Έτσι σκέφτηκα κι εγώ»» είπε ο Θεόδωρος.
«Και τα παζάρια που είπες, τι ήτανε αυτά;»
«Θέλει ανταμοιβή».
«Της έδωσα τόσα! Δέκα χρόνια με ξεζούμισε! Τι άλλο θέλει από εμένα;»
«Ξέρει πως έχεις την ανάγκη της και ζήτησε πολλά» είπε ο Θεόδωρος με ψυχραιμία.
«Τι θα πει “πολλά”, Θεόδωρε; Τι ζήτησε;»
«Είπε ότι ίσως τελικά αναγκαστείς να αφήσεις πίσω σου για πάντα αυτή τη ζωή. Ίσως δεν ξαναγυρίσεις στην Αθήνα. Αντί να σου πάρει όλη την περιουσία ο δήμος, λέει, να δώσεις όλα τα κτήματά σου της Αττικής σε εκείνην. Εξαιρεί μόνο το πατρικό σου σπίτι στο Φάληρο».
«Τρελάθηκε η Ευρυδίκη; ξέρει τι μου ζητάει;»
«Ξέρει ακριβώς! Τα έχει καταγράψει και μου τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα».
«Αν αλλάξουν τα πράγματα κι επιστρέψω κάποτε στην Αθήνα θριαμβευτής; Θα τα έχω δώσει όλα; Α ... δεν συζητάω με την παλαβή!»
«Όπως θέλεις. Μπορεί να της πούμε να δεχτεί ένα δικό μσς όρο. Αν επιστρέψεις σαν κανονικός πολίτης στην Αθήνα θα έχεις πίσω την μισή σου περιουσία. Ίσως έτσι να είναι ποιο λογικό. Τέλος πάντων, αν δεν την χρειάζεσαι, Επιμελητή, δεν ξαναπάω στην Ευρυδίκη. Αν δεις, πάντως, ότι την χρειάζεσαι, πες μου το για να κλείσω τη συμφωνία».
«Εσύ τι λες;»
«Αν φύγεις τώρα -που πρέπει να φύγεις- δύσκολα θα επιστρέψεις ποτέ εδώ».
Ο Δημήτριος άρχισε να σκέφτεται σοβαρά ότι ίσως δεν θα ξανάβλεπε ποτέ την αγαπημένη του πόλη.
«Θα ήθελα να ξέρω λίγο καλύτερα τα πράγματα. Να ήξερα τι σκέφτεται ο Αντιγονίδης. Χτες μου είχε πει ότι θα πήγαινες. Θα πας;» ρώτησε τον Θεόδωρο.
«Θα πάω. Ζήτησα να τον δω και μου είπαν ότι σήμερα το μεσημέρι ίσως με δεχτεί».
«Τους είπες ότι μιλάς εκ μέρους μου;»
«Αν το είχα πει αυτό, τώρα θα είχες γίνει βούκινο σε όλο το Άστυ ότι παραδόθηκες οικειοθελώς».
«Έχεις δίκιο, καλύτερα που δεν το είπες».
«Θα πάω το μεσημέρι. Έχω την ελπίδα ότι ο Αντιγονίδης θα θέλει να απαλλαγεί από σένα χωρίς να σε αφήσει βορά στο πλήθος».
«Ακόμα είμαι Επιμελητής».
«Θα του το θυμίσω. Ίσως να μας χρειαστεί ο τίτλος».
«Στείλε μου τον Αγακάτη».
Ο Αγακάτης ήταν επικεφαλής των Σκυθών.
«Αυτόν τον θεόρατο που του μίλησες και χτες;»
«Ναι, αυτόν, πες του να έρθει. Θέλω και τον Μεγάλο Μύστη».
Ο Θεόδωρος έδειξε δυσφορία στο άκουσμα του Μύστη.
«Δημήτριε, τελευταία στιγμή μην κάνεις καμιά λάθος κίνηση. Τί τους θες τους Σκύθες και τους ορφικούς;»
«Δεν είναι τίποτε σοβαρό, στείλ' τους μου, τους θέλω».
Ο Θεόδωρος μυριζόταν πως, σίγουρα, κάτι κακό θα έβγαινε από αυτές τις συναντήσεις. Με τους Σκύθες και τους αγύρτες ορφικούς μαζί, δεν είχε δουλειά ο κύριός του. Δεν μπορούσε, όμως, να τα κανονίζει όλα. Ούτε ξεχνούσε πως, στο κάτω-κάτω της γραφής, αυτός απλά ένας δούλος ήταν. Πώς να έβαζε χαλινάρι σε έναν Δημήτριο Φαληρέα, φιλόσοφο, ηγέτη και τύραννο των Αθηνών. Θα είχε, απλά, τα μάτια του ανοιχτά μη τύχει και στραβώσει κάτι.
******************************
Αύριο, Πέμπτη 15/10 η συνέχεια.