Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

14 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 14η

Ενώ οι Αθηναίοι ζουν στο όνειρο μιας δημοκρατίας που τους χάρισε ο Δημήτριος Ελευθερωτής, οι φίλοι του Ερμόδωρου ψάχνουν στις φιλοσοφικές ,σχολές για τον πιθανό ένοχο των φόνων.

*****************************


 (9η Ιουνίου απόγευμα, τέταρτο μέρος) 

........................................

Ωστόσο κι η υπομονή εξαντλείται. Η ώρα περνούσε κι ο Ιάσων με την Δάφνη αργούσαν. Η Νικάτα ανυπομονούσε αλλά η Κλεοτίμα ανησυχούσε. Σε λίγες ώρες έπεφτε κι ο ήλιος, όσο μεγάλη κι αν ήταν η μέρα. Η αλήθεια ήταν πως οι δυο τους δεν την είχαν συνηθίσει σε ανεύθυνη συμπεριφορά και σήμερα ήταν εξαίρεση. Αν ήταν να αργήσουν θα έπρεπε να ειδοποιούσαν με κάποιο τρόπο. Δεν θα άφηναν κανέναν να τους περιμένει και να ανησυχεί. Δεν ήξερε όμως κι η Κλεοτίμα τι να κάνει. Δεν μπορούσε να πάρει τους δρόμους και να τους ψάχνει, ιδιαίτερα με τον χαμό που γινόταν παντού.

Είχε επικρατήσει μια περίεργη κατάσταση, κάτι σαν επανάσταση. Όλοι κατέβαιναν προς τον Πειραιά για να δουν από κοντά την αλήθεια της φήμης που είχε διαχυθεί. Ο γιος του Αντίγονου είχε ήδη καταλάβει τον Πειραιά κι ότι ετοιμαζόταν να χτυπήσει την Μουνιχία. Όλη η Αθήνα κι η Αττική ζούσαν στον πυρετό της επανάστασης κι ένιωθαν πως είχε έρθει η ώρα να πάρουν τη ρεβάνς. Οι φίλοι του Φαληρέα, οι Περιπατητικοί, οι της Ακαδημίας ανησυχούσαν. Όσοι είχαν στηρίξει αυτό το καθεστώς της «ιδανικής Πολιτείας» καταλάβαιναν την οργή που ξεχείλιζε. Έβλεπαν το μέλλον τους μαύρο.

«Νικάτα, δεν μπορώ να περιμένω άλλο εδώ».

«Και τι θα κάνεις;»

«Πάω στην κηδεία. Εκεί θα είναι οι φίλοι μας κι ίσως έχουν πάει κι ο Ιάσων με την Δάφνη».

«Να έρθω κι εγώ μαζί σου;»

«Μα, και βέβαια!» της είπε η Κλεοτίμα.

Πήγαν στου Ερμόδωρου και διαπίστωσαν πως ούτε εκεί ήταν ο Ιάσων κι η Δάφνη. Το κλίμα ήταν πανηγυρικό καθώς οι εξελίξεις έδειχναν πως όλα άλλαζαν κι ο λαός επανερχόταν στην εξουσία. Οι τυπικές αρμοδιότητες που μοιράζονταν με τις κληρώσεις τώρα πλέον θα γίνονταν ουσιαστικές. Κι οι λίγοι που είχαν απομείνει με πολιτικά δικαιώματα, θα γίνονταν και πάλι πολλοί, όλοι! Όλοι θα κυβερνούσαν πάλι και θα κυβερνιούνταν εξίσου, ανακτώντας την ελευθερία και την αυτονομία τους. Ο Φαληρέας θα αντιμετώπιζε κατηγορίες για την κατάργηση της δημοκρατίας. Θα έπρεπε να δώσει εξηγήσεις για συνεργασία με τον εχθρό κατακτητή. Ακόμη και γι άδικους φόνους έπρεπε να απολογηθεί. Το μέλλον του διαγραφόταν μαύρο.

«Ο Δημοχάρης θα αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο» είπε ο Ζείκρατος. «Ήδη αυτός υποδέχτηκε τον Αντιγονίδη και τον ονόμασε, μάλιστα, Ελευθερωτή. Κι ο λαός που ήταν εκεί στον Πειραιά τον επευφήμησε κι αυτόν μαζί με τον στολάρχη γιο του Αντίγονου».

«Καλός είναι ο Δημοχάρης, έχει δείξει πως είναι με τον δήμο» είπε ο Μύρων.

«Θα αλλάξουν όλα στην πόλη. Η δημοκρατία φαίνεται πως αυτή τη φορά ήρθε για να μείνει» είπε ο Ζείκρατος, «Βλέπω τον Κάσσανδρο σε λίγο καιρό να φεύγει από όλη την Ελλάδα. Ο Αντίγονος δεν παίζει, είναι ο ισχυρότερος εκ των διαδόχων και θα είναι σύμμαχός μας».

«Νομίζω πως θα τα βρει σκούρα κι ο Θεόφραστος» είπε ο Φανοκράτης.

«Σκέφτομαι να γράψω μιαν επιστολή στον Επίκουρο» είπε ο Ζείκρατος. «Θα του πω πως μπορεί να έρθει στην Αθήνα πια, ο κίνδυνος φεύγει».

«Εκεί στη Λάμψακο(*1) φαίνεται πως έχει καλούς φίλους» είπε ο Μύρων. «Έχει φτιάξει έναν κήπο όπου ασκεί τις θεωρίες του κι έχει βρει την ηδονή που αναζητούσε».

«Θα του γράψω -αν θέλει- να φέρει και τους φίλους του. Η Αθήνα μας χωράει όλους» επέμεινε ο Ζείκρατος.

Το κλίμα ευνοούσε τα σχέδια και τα όνειρα, κι ήταν κρίμα που ο Ερμόδωρος τα έχανε όλα αυτά.

«Να σας διακόψω» παρενέβη η Κλεοτίμα. «Ανησυχώ!»

Την πρόσεξαν καλύτερα.

«Ο Ιάσων με τη Δάφνη είχαν φύγει προς το λιμάνι εδώ και πολλή ώρα. Τους περίμενα σπίτι μου με την Νικάτα αλλά δεν γύρισαν κι ήρθα μήπως ήταν εδώ. Τους έχει δει κανένας; Έχουμε ιδέα πού βρίσκονται;»

Ο Μύρων ήταν ο πρώτος που ανησύχησε. Μετέδωσε τον προβληματισμό του αμέσως και στους άλλους. Πού ήταν οι δυο φίλοι τους; Είχαμε δύο ανεξιχνίαστες δολοφονίες, χτες του Ερμόδωρου και λίγες μέρες πριν του Σπεύσιππου. Αυτό δεν επέτρεπε τον εφησυχασμό. Κάποιοι άγνωστοι κυκλοφορούσαν ελεύθεροι στην πόλη και σκότωναν κατά βούληση.

«Μη βάζετε κακό στο νου σας» είπε ο Φανοκράτης.

«Να μην προτρέχουμε αλλά να μην εφησυχάσουμε» είπε ο Μύρων.

«Και τι μπορούμε να κάνουμε;» αναρωτήθηκαν.

Οι πληροφορίες που είχαν ήταν ελλιπείς. Για τους δυο φόνους βρίσκονταν στο σκοτάδι. Η μέθοδος ήταν ίδια, αυτό όμως δεν αποκάλυπτε τους δράστες. Δεν είχαν βρει το κίνητρο ακόμα. Χωρίς υπόπτους ή κίνητρα δεν είχαν πού να ψάξουν. Είχαν καταλήξει ότι μόνο οι ανεξάρτητες ομάδες πυθαγόρειων ή ορφικών ήταν ύποπτες. Λειτουργούσαν χωρίς κανένα έλεγχο κι είχαν περίεργες ιδεολογίες. Είχαν οργάνωση και πειθαρχία. Ήταν καλή σκέψη να ψάξουν μέσα σ’ αυτές τις ομάδες, όμως ήταν πολλές και δεν ήταν καταγεγραμμένες.

Από την άλλη, σκοτάδι κάλυπτε την εξαφάνιση των δυο φίλων τους. Αγνοούνταν, αλλά, αυτό δεν σήμαινε πως είχαν πάθει κάτι. Να έτρεχαν ξανά στις Σχολές για νέες ερωτήσεις ήταν μάλλον μάταιο. Ποιο λόγο είχε κανείς να πειράξει δυο νέα παιδιά ερωτευμένα;

«Θα πάω στο λιμάνι να δω μήπως τους άρεσε τόσο πολύ που έμειναν εκεί» είπε ο Μύρων.

«Ερχόμαστε κι εμείς μαζί σου» του είπε η Κλεοτίμα κι έγνεψε στη Νικάτα.

«Ας πάμε όλοι εκεί» πρότεινε ο Ζείκρατος.

Ανησυχούσαν αλλά δεν τους είχε πιάσει πανικός. Τι μπορεί να είχαν πάθει; Το πολύ-πολύ να είχαν ξεμοναχιαστεί για να ερωτοτροπήσουν και να ξεχάστηκαν. «Ας μην βάζουμε κακό στο νου μας» σκέφτονταν.

............................................

Στο λιμάνι του Κανθάρου, τριγυρισμένος από τον λαό που τον αποθέωνε, ο Δημήτριος αισθανόταν σαν μικρός θεός. Η υποδοχή ήταν εκπληκτική. Η ρίψη των ασπίδων των φρουρών του Φαληρέα σήμαινε την αναίμακτη κατάκτηση της πόλης. Θρίαμβος! Είχε ακούσει πολλά για την πόλη της σοφίας. Ήξερε πως εδώ λειτουργούσαν ξακουστές φιλοσοφικές σχολές. Αν κάποιος ήθελε να θεωρηθεί σπουδαίος, έπρεπε να πάρει από εδώ τα διαπιστευτήρια. Σ' αυτήν την πόλη έρχονταν δάσκαλοι και σοφοί από όλο τον ελληνικό κόσμο για να διδάξουν και να διδαχτούν. Εδώ υπήρχαν μεγάλα αριστουργήματα της τέχνης της γλυπτικής και της αρχιτεκτονικής κι ακόμα το θαύμα των αιώνων, η Ακρόπολη. Όλη την οικουμένη ζήλευε την δόξα της. Εδώ είχε αποκρουστεί ο Περσικός κίνδυνος, εδώ θα δοξαζόταν κι ο ίδιος με τις αρετές και την ευστροφία του. Αρκούσε βέβαια να τα καταφέρει στην κατάκτηση της καρδιάς των πολιτών που τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό.

Ένας ρήτορας τού μιλούσε απ’ την αποβάθρα. Το πλήθος τον αποδεχόταν και τον επιδοκίμαζε. Έμοιαζε σπουδαίος σαν τον Δημοσθένη, όταν με πάθος πολεμούσε τον μεγάλο βασιλιά Φίλιππο. Δεν ήξερε πως ο Δημοχάρης ήταν ανιψιός του. Στην όψη τούτος 'δω ήταν επιβλητικός κι αγέρωχος. Τον είχε ήδη ονομάσει «ελευθερωτή» και στεκόταν πολύ ευνοϊκά απέναντί του. Ο Δημήτριος ήξερε πόσο επικίνδυνοι μπορούσαν να γίνουν οι ρήτορες. Γέμιζαν τα μυαλά των ανθρώπων με λέξεις όπως η «ισονομία» κι η «δημοκρατία». Ένας λοχαγός του που είχε ζήσει εδώ, τον πληροφόρησε πως ο ρήτορας λεγόταν Δημοχάρης. Ήταν δημοφιλής, δημοκρατικός κι ανιψιός του Δημοσθένη. Αυτό έκανε τον Δημήτριο να χαμογελάσει..

Ο Δημοχάρης έλεγε στο πλήθος να δώσει την ευκαιρία στον Αντίγονο να αποδείξει τις προθέσεις του. Έλεγε πως θα τιμούσε την υπόσχεση για ελευθερία κι αυτονομία των Ελλήνων. Αν το έκανε αληθινά, τότε άξιζε κι αυτοί να τιμήσουν κι αυτόν και τον στόλαρχο γιο του με τιμές.

«Αθηναίοι Πολίτες» είπε ο Δημήτριος σε απάντηση. «Σας ευχαριστώ που μ’ ονομάσατε “Ελευθερωτή”. Αυτό ακριβώς θα γίνω, ελευθερωτής της πόλη σας που από σήμερα ανακτά πλήρη ελευθερία κι αυτονομία».

Οι επιδοκιμασίες του έδωσαν ώθηση για να συνεχίσει.

«Σας αναγγέλλω τώρα πως έξι χιλιάδες τάλαντα σίτου(*2) έρχονται στην Αθήνα. Θα αντιμετωπίσουν τις ελλείψεις που έμαθα πως έχετε. Η ξυλεία για τον στόλο των εκατό πλοίων, η Ίμβρος και το στάρι, είναι τα πρώτα ωφελήματά σας. Με την συμμαχία με τον Αντίγονο θα υπάρξουν κι άλλα».

Πρώτα ήρθε το θέαμα που παρουσίαζαν ο ίδιος κι ο στόλος του. Μετά ήρθε η ουσία, η αναγγελία της ελευθερίας. Το πλήθος ενθουσιάστηκε. Τέλος, ήρθε κι ο άρτος. Τότε είχαμε παραλήρημα χαράς κι αγαλλίασης. Ο Ζείκρατος, που ήταν στο λιμάνι με τους φίλους του, δεν το άφησε ασχολίαστο.

«Μας μοιράζει τώρα δώρα» είπε «μετά θα έρθει κι η ώρα του λογαριασμού».

«Φαίνεται ωραίος σαν θεός» είπε η Νικάτα.

«Δεν θα αργήσουν να τον κάνουν θεό. Τι παραπάνω απ’ αυτόν είχε ο Αλέξανδρος;» γκρίνιαζε ο Μύρων.

«Ο Στρατοκλής είπε να του αποδώσουν τιμές ισόθεου και το πλήθος το δέχτηκε. Μόνο ο Δημοχάρης είναι ψύχραιμος αλλά, δεν μπορεί μόνος του να γυρίσει το ποτάμι» είπε ένας γνωστός του Μύρωνα.

«Ο Στρατοκλής θα τα δώσει όλα» σχολίασε ο Μύρων.

«Οι οπλίτες του Δημήτριου κατέλαβαν αναίμακτα και άκοπα τον Πειραιά» είπε ένας άλλος.

«Τώρα σχεδιάζουν αν θα πάνε και στη Μουνιχία, εκεί που έχει κλειστεί ο Διονύσιος».

«Βρίζουν τους Περιπατητικούς. Ο Θεόφραστος πρέπει να την έχει άσχημα» είπε ο πρώτος.

«Ο Σοφοκλής ο Σουνιεύς λέει να κλείσουν οι σχολές. Θα το φέρει για ψήφιση στην εκκλησία του δήμου» είπε ένας άλλος. «Ας τις δίνει, λέει, στο εξής αυτές τις άδειες ο δήμος, όχι να φτιάχνει ο καθένας την δική του φωλιά κατά του δήμου».

Καθώς ανέβαιναν προς το άστυ είδαν ότι μια πομπή πολιτών ανέβαινε προς το Λύκειο. Ιππείς του Δημήτριου του Ελευθερωτή έτρεξαν να τους σταματήσουν. Ο Αντιγονίδης θα σεβόταν τον δήμο αλλά δεν θα επέτρεπε πράξεις αντεκδίκησης ή αυτοδικίας. Μόνο δίκες κι αποφάσεις της εκκλησίας του δήμου, της Βουλής ή της Ηλιαίας θα έλυναν τέτοια ζητήματα. Γόνος αριστοκρατών ο ίδιος, δεν θα έκρυβε εσαεί τα θετικά αισθήματά του για τους περιπατητικούς.

Ρώτησαν όποιον βρήκαν μπροστά τους, αν είχε δει τον Ιάσονα με μια κοπέλα μαζί. Κανείς δεν τους είχε δει. Μονάχα ένας τους είπε ότι πολύ νωρίτερα τους είχε δει να πηγαίνουν προς τα Μακρά Τείχη. Τους υπέδειξε το σημείο που ένας μικρός παραπόταμος φεύγει από τον Κηφισό για να χυθεί πιο πέρα. Πήγαν προς τα εκεί και ρωτούσαν. Κάποιος τους είπε ότι ένα ζευγάρι πήγαινε προς το αλσύλλιο που είχε δημιουργήσει αυτός ο παραπόταμος.

«Τι δουλειά είχαν εκεί;» αναρωτήθηκε ο Φανοκράτης.

Γέλασαν. «Τι άλλο από λίγη απομόνωση;» σκέφτηκαν. Μακάρι να ήταν ακόμα εκεί κι ας τους είχαν τρομάξει με την αδικαιολόγητη απουσία τους. Έβαλαν τις φωνές μήπως τους ακούσουν. Άκουσαν μόνο την ηχώ τους.

«Ας σκορπιστούμε να ψάξουμε» είπε ο Ζείκρατος.

Ευτυχώς που η μέρα διαρκούσε πολύ κι υπήρχε ακόμα το απογευματινό φως. Σε λίγο τελείωνε αυτή η εκπληκτική μέρα για την Αθήνα. Η τυραννία δεκαπέντε χρόνων ολιγαρχίας, με ένα μικρό διάλειμμα λίγων μηνών πριν δέκα χρόνια, έπαιρνε τέλος. Το μεθύσι του δήμου θα διαρκούσε κι υπήρχε ανάγκη να εκτονωθούν καταπιεσμένα συναισθήματα. Θα κυνηγούσαν τον Δημήτριο Φαληρέα, τον Θεόφραστο κι ένα σωρό άλλους από τους καθεστωτικούς φίλους του Κάσσανδρου.

Οι φίλοι του Ερμόδωρου δεν κυνηγούσαν κανέναν ούτε για πανηγύρια είχαν καιρό. Αντί να βρίσκουν απαντήσεις, όλο κι αυξάνονταν οι απορίες τους. Αρχικά έψαχναν για τον φονιά του Ερμόδωρου κι είχαν φτάσει να αναζητούν μιαν άφαντη ομάδα δολοφόνων. Εκεί που έψαχναν να βρουν άλλους, έχαναν ξαφνικά δυο φίλους τους.

«Δεν υπάρχει κανείς εδώ» είπε ο Φανοκράτης μετά από μισή ώρα άσκοπης αναζήτησης.

«Εγώ βρήκα ένα ίχνος» είπε ο Μύρων.

Ήταν ένα μαντίλι που φορούσε στο λαιμό της η Δάφνη. Άρα είχαν περάσει από εδώ. Το εύρημα δικαιολογούσε εν μέρει την απουσία τους. Μέσ’ στον χαμό και τα πανηγύρια της μέρας κάπως θα έμπλεξαν. Αποφάσισαν να γυρίσουν στην κηδεία κι είχαν την ελπίδα ότι θα τους έβρισκαν εκεί. 

.................. 

Παραπομπές:

(*1) Ο Επίκουρος είχε ζήσει 2 χρόνια στην Αθήνα. Στην εξέγερση του 323-322 πΧ, μετά την ήττα των δημοκρατικών αναγκάστηκε να φύγει και τελικά βρήκε στην Λάμψακο έναν τόπο όπου έζησε ήρεμα κι έφτιαξε φίλους μέχρι τι 306 πΧ που επανήλθε στην Αθήνα κι έφτιαξε τον «Κήπο» του, όπως ονόμαζαν τη σχολή του.

(*2) Το τάλαντο ήταν μονάδα βάρους και ισοδυναμούσε περίπου με 25 κιλά, άρα τα 6.000 τάλαντα ήταν περίπου 150 τόννοι σιτηρών.

*****************************

Η συνέχεια (πέμπτο μέρος του κεφαλαίου που κλείνει το απόγευμα της 9ης Ιουνίου και την πρώτη μέρα από τις τρεις που συγκλόνισαν την Αθήνα, αύριο Παρασκευή.