Ο Ιάσων που επετέθη στον Δημήτριο για την Δάφνη, το σκάει.
Η ανησυχία καταλαμβάνει τους πάντες στην Αθήνα, ακόμα και τους Μακεδόνες.
Ο στόλος πλησιάζει και σε λίγο θα μπει στον Πειραιά.
***************************************
9η Ιουνίου Μεσημέρι.
(μετά την επίθεση Ιάσωνα στον Δημήτριο, ο Ιάσων ξέφυγε)
..........................................
Τον είχαν προστατεύσει, μεν, αλλά δεν είχαν επιτεθεί στον εισβολέα. Οι φρουροί, ιππείς κι οπλίτες, σέβονταν όλες τις παραδόσεις και φοβούνταν να τις αγνοήσουν. Δεν ήθελαν το φάντασμα του νεκρού να τους κυνηγά αιωνίως. Ο δισταγμός τους έδωσε στον εισβολέα τον χρόνο που χρειαζόταν για να διαφύγει. Με ένα δυνατό άλμα προς τα πίσω, ο νεαρός πέρασε μπροστά από τον Ανθέστη και βγήκε στο αίθριο. Ο φρουρός, που έτρεξε για να περάσει την πόρτα και να τον κυνηγήσει, σκόνταψε πάνω στον Ανθέστη. Ο επόμενος φρουρός σκόνταψε κι αυτός πάνω στον πρώτο. Ο εισβολέας πρόλαβε να τρέξει και να εξαφανιστεί.
«Πιάστε τον» ακούστηκε η φωνή του Δημήτριου που ήταν ταυτόχρονα και διαταγή.
«Σταματήστε τον!» φώναζαν δυνατά οι ιππείς σε ώτα μη ακουόντων.
Ο νεαρός τρέχοντας με φοβερή σβελτάδα, είχε χαθεί εντελώς από το αίθριο. Οι φρουροί ρώτησαν τον κόσμο, που στεκόταν εκεί και στην αυλή. Ήθελαν να μάθουν ποιος ήταν αυτός που μόλις είχε βγει τρέχοντας. Όλοι είχαν καταλάβει ότι κάτι είχε γίνει εις βάρος του επιμελητή και το απολάμβαναν. Όλοι έκαναν το κορόιδο. Ήταν φανερό πως πολλοί ήξεραν ποιος ήταν, αλλά, κανείς δεν θα μιλούσε. Ο Ανθέστης δεν τον γνώριζε αλλά είχε καταλάβει. Νά, λοιπόν, που είχε γνωρίσει, τελικά, τον Ιάσονα!
Ο Δημήτριος, φοβισμένος από την αναπάντεχη εισβολή του άγνωστου νέου, έδινε διαταγές χωρίς νόημα. Αυτό που είχε γίνει αποδείκνυε πόσο εκτεθειμένος ήταν σε κινδύνους όσο βρισκόταν σε τέτοια μέρη. Τα μάζεψε κι έφυγε. Δεν θα έβγαζε άκρη εδώ στου Καινέα ούτε στον Πειραιά που ήταν γεμάτος ναυτικούς και θήτες. Όλοι αυτοί ήταν, από συμφέρον, οπαδοί της οχλοκρατίας κι εχθροί της αριστοτελικής του Πολιτείας. Είχαν χάσει προνόμια, όχι μόνο να κυβερνούν, αλλά, και πολύ πιο πρακτικά. Δεν σιτίζονταν όταν δίκαζαν ούτε είχαν πια τον οβολό τους όταν μετείχαν στην εκκλησία του δήμου.
Το κλίμα ήταν πολύ εχθρικό. Οι φρουροί του άνοιξαν ένα διάδρομο για να περάσει. Περιστοιχισμένος από τους ιππείς του έφυγε από το σπίτι του Ερμόδωρου κι απ’ τον Πειραιά. Καλύτερα να πήγαινε στον Θεόφραστο που τον καταλάβαινε. Χρειαζόταν τώρα οπωσδήποτε την συμβουλή του. Και για το βράδυ χρειαζόταν εταίρες να του κρατήσουν συντροφιά. Με κάθε τρόπο έπρεπε να σβήσει τον θυμό του και μαζί με αυτόν και την θύμηση της Δάφνης.
.............................................
Ο Διονύσιος μοίραζε διαταγές δεξιά κι αριστερά χωρίς διακοπή. Ήθελε να είναι βέβαιος ότι η άμυνα της Μουνιχίας θα ήταν καλά οργανωμένη. Δεν ήξερε τι ερχόταν κι ήθελε να είναι βέβαιος ότι δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν το κτίριό του. Αν χρειαζόταν να αμυνθεί θα ήταν έτοιμος. Μακάρι να μην έφτανε σε αυτή την ανάγκη, έπρεπε όμως να είναι έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο.
«Πολεμίων, Νικία, μπήκαν όλα τα πλοία μας μέσα στο λιμάνι;»
«Όλα είναι στη Μουνιχία εκατόνταρχε, και κλείσαμε όλες τις εισόδους» είπε ο Νικίας.
«Κατεβάσαμε την αλυσίδα;»
«Είμαστε ασφαλείς» διαβεβαίωσε ο Πολεμίων.
Ο Πολεμίων ο Εορδαίος ήταν φίλος του Διονυσίου και, για την ακρίβεια, ήταν ο πιο άμεσος στενός συνεργάτης του. Ήταν επιφορτισμένος να φροντίζει για τη ζωή του και για την ασφάλειά του. Μαζί τους στην Αθήνα ήταν κι ο εταίρος του Διονυσίου, ο Νικίας από την Πιερία. Αυτός είχε την ευθύνη του στόλου.
«Λένε πως είναι πλοία του Πτολεμαίου» είπε ο Νικίας.
«Είναι πλοία του Αντίγονου» είπε ο Διονύσιος.
«Πού το ξέρεις;»
«Αν ήταν του Πτολεμαίου, ένα τουλάχιστον θα είχε έρθει να το αναγνωρίσουμε. Θα μας είχε φέρει κι επιστολές. Μήπως είδατε εσείς κανένα;»
Ο Πολεμίων κι ο Νικίας κούνησαν το κεφάλι τους αρνητικά και έδειξαν ότι συμφωνούσαν.
«Και τι θα κάνουμε, Διονύσιε;»
«Αν ο στόλος του Αντίγονου επιτεθεί στην Αθήνα, εμείς δεν μπορούμε να τους αποκρούσουμε. Αν διώξουν τον Δημήτριο και φέρουν στην εξουσία τον δήμο, τότε την έχουμε άσχημα. Αυτός ο όχλος δεν μας συμπαθεί καθόλου. Εμείς θα πρέπει να κρατήσουμε γερά την θέση μας, τουλάχιστον μέχρι να έρθουν ενισχύσεις»
«Για να αντέξουμε θα χρειαστούμε αρκετές προμήθειες» είπε ο Πολεμίων.
«Από αύριο φροντίστε να γεμίσουμε τις αποθήκες μας» είπε ο Διονύσιος.
«Μεταξύ μας, δεν θα λυπηθώ και τόσο πολύ αν αυτός ο φιλόσοφος την πατήσει» είπε ο Νικίας.
«Μας έχει πρήξει με τον Αριστοτέλη και την πολιτεία του. Αν δεν ήμασταν εμείς, οι αγαπημένοι του Αθηναίοι θα τον είχαν φάει προ πολλού» είπε ο Διονύσιος. «Μη ξεχνάτε πως τον είχαν καταδικάσει σε θάνατο κι εδώ μέσα, στο φρούριό μας έτρεξε για να σωθεί».
«Καλά λένε ότι οι φιλόσοφοι είναι δειλοί» είπε ο Νικίας. «Θα έφταναν ποτέ οι Αθηναίοι ή ολόκληρος ο ελληνικός όχλος στα Σούσα ή την Περσέπολη; Πώς τολμούν να αμφισβητούν αν ήταν ή όχι θεός ο Αλέξανδρος; Ξέρουν μόνο να τιμούν κάτι λιγδιάρηδες σαν τον Διογένη και λογάδες σαν τον Δημοσθένη. Όταν πρόκειται για ανδρεία πραγματική και για μάχη με τον εχθρό είναι πάντοτε χαμένοι».
Ο Νικίας αναρωτιόταν πάντοτε γιατί οι Μακεδόνες είχαν τέτοια αδυναμία στους Έλληνες. Χιλίαρχοι και στρατηγοί, με δυνάμεις υπέρτερες, με χρήματα και με πόρους, διάλεγαν να τους κολακεύουν. Τους υπόσχονταν ελευθερία. Το είχαν κάνει πολλοί, κι ο Πολυπέρχων, κι ο Κάσσανδρος, κι ο Πτολεμαίος κι ο Αντίγονος.
«Τι σκέφτεσαι Νικία;» τον ρώτησε Διονύσιος.
«Όταν οι ελληνικές πόλεις λένε ελευθερία, εννοούν την δημοκρατία. Σε ρωτάω λοιπόν, γιατί οι Μακεδόνες στρατηγοί τους κολακεύουν και τους υπόσχονται “ελευθερία”; Δηλαδή, εμείς ... δεν είμαστε ελεύθεροι;»
«Εμείς έχουμε βασιλιά κι ας τον εκλέγει η συνέλευση» είπε ο Διονύσιος «Σε εμάς βασιλεύει ο πιο δυνατός, ο άριστος, όχι ο τυχαίος που τον βγάζει ο κλήρος».
«Άρα λοιπόν εμείς εκτιμάμε τη δύναμη και την αριστεία περισσότερο από την τύχη. Δεν χρειαζόμαστε το πολίτευμά τους και μας αρέσει το δικό μας, έτσι δεν είναι;»
«'Έτσι είναι, αλλά ... πού το πας;»
«Γιατί, λοιπόν, τους κολακεύουμε αντί να επιβληθούμε όπως κάνουμε στους βαρβάρους; Γιατί εξακολουθούμε να τους ξεχωρίζουμε από τους Φοίνικες ή τους Αιγύπτιους ή τους Φρύγες;»
«Γιατί μιλάμε την ίδια γλώσσα, έχουμε ίδιους θεούς και ίδια καταγωγή. Έλληνες είμαστε κι εμείς».
«Κι άλλοι έχουν τους ίδιους θεούς κι είναι γενιά του Ηρακλή, αλλά, τους έχουμε υπηκόους».
«Η Ελλάδα είναι μια ανεξάντλητη πηγή πόρων για τους στρατηγούς μας, Νικία. Από τις πόλεις παίρνουμε πλοία για το στόλο, αλλά, κι οπλίτες, μισθοφόρους και τεχνίτες για το στρατό. Όποιος ελέγχει το Αιγαίο και την Ελλάδα μπορεί να απειλήσει την καρδιά της Μακεδονίας» είπε ο Διονύσιος. «Σου φαίνονται λίγοι αυτοί οι λόγοι;»
«Ξέχασες, όμως, τον πιο σπουδαίο» είπε ο Νικίας.
«Δηλαδή;»
«Τις εταίρες τους! Που είναι οι καλύτερες στον κόσμο».
«Ε, καλά τώρα ... πού αλλού θα το πήγαινε ο Νικίας;» είπε με ειρωνικό τόνο ο Πολεμίων.
«Το άφησε για το τέλος» είπε ο Διονύσιος.
Ήπιαν λίγο κρασί και έφαγαν το μεσημεριανό τους γεύμα. Οι εξελίξεις δεν επέτρεπαν εφησυχασμό.
«Εγώ, πάντως ... φρόντισα» είπε με νόημα ο Νικίας.
«Θα φέρεις εταίρες στο συμπόσιο;» ρώτησε ο Πολεμίων.
«Ξεχάστε το συμπόσιο» είπε ο Διονύσιος. «Σήμερα ίσως και νά ’χουμε επεισόδια. Αν ο στόλος που έρχεται είναι, όντως, του Αντίγονου ίσως γίνουν φασαρίες. Δεν θέλω να είμαστε εμείς τύφλα στο μεθύσι».
«Έχεις δίκιο» συμφώνησαν κι οι άλλοι.
«Θα φάμε καλά, θα μοιράσουμε λίγο κρασί και σε όλη την φρουρά και θα έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα.»
«Θα μοιράσεις κρασί; Προβλέπεις συμπλοκές;»
«Φυλάω τα ρούχα μου για να έχω τα μισά. Καλύτερα να είναι έτοιμη για όλα η φρουρά της Μουνιχίας.»
......................................................
Το μεσημέρι της Πέμπτης, φθίνοντος του Θαργηλιώνος, ήταν πραγματικά πολύ ανήσυχο στην Αθήνα. Πολύς κόσμος μαζευόταν στον Πειραιά χωρίς να εκδηλώνει τις προθέσεις του. Έφταναν από περιέργεια αλλά μέσα τους κρυφά είχαν κάποιες ελπίδες μιας αλλαγής ουρανοκατέβατης. Περίμεναν λύση εξ ουρανού γιατί δεν είχαν οι ίδιοι ψυχικές δυνάμεις και υλικές για να παλέψουν.
Σε όλα τα μέτωπα επικρατούσε η αβεβαιότητα κι ο εκνευρισμός. Οι Μακεδόνες είχαν μαζευτεί στη Μουνιχία κι ανησυχούσαν. Δεν ήξεραν αν θα έπρεπε να ετοιμάζονται για πόλεμο ή για γιορτή. Δεν ήξεραν αν θα υποδέχονταν κάποιον εχθρό ή ένα σύμμαχο. Δεν ήταν καθόλου έτοιμοι για πόλεμο ή για μακροχρόνιες επιχειρήσεις. Δεν θα είχαν άμεση βοήθεια από τον Κάσσανδρο που κι αυτός δεν γνώριζε τίποτε. Έπρεπε να βρουν τις λύσεις μόνοι τους με τον κίνδυνο να ελεγχθούν αργότερα. Θα μπορούσαν να κατηγορηθούν ακόμη και με την κατηγορία της προδοσίας, αν οι έπαιρναν λάθος αποφάσεις. Σημασία είχε το αποτέλεσμα κι όχι η καλή πρόθεση.
Ο Δημήτριος κι οι γύρω του βρίσκονταν σε αβεβαιότητα κι αυτοί. Ο Θεόδωρος δεν είχε μιλήσει ακόμα με την Ευρυδίκη. Αν, όντως, χρειαζόταν να φύγει, δεν είχε εξασφαλισμένη την φυγή. Δεν μπορούσε να βασιστεί στον αθηναϊκό στρατό. Πώς θα αντιδρούσαν οι πολίτες αν γίνονταν ξαφνικά οπλίτες για να υπερασπιστούν την πόλη; Παρά την οικονομική άνθιση των τελευταίων χρόνων, οι Αθηναίοι, δεν έβαζαν μυαλό. Έδειχναν να νοιάζονται πιο πολύ για το πατρώο τους πολίτευμα παρά για την ευημερία και για την ιδανική πολιτεία. Το μίσος κατά του «τυράννου», όπως τον αποκαλούσαν πια οι συμπολίτες του, αυξανόταν μέρα με τη μέρα. Αν έπαιρναν τα όπλα στα χέρια τους, κανείς δεν ξέρει πώς θα ενεργούσαν.
Ο Φαληρέας είχε τρομοκρατηθεί κι από την επίθεση του νεαρού στο σπίτι του Ερμόδωρου. Μπορούσε, λοιπόν, εύκολα να διασπαστεί το τείχος ασφάλειας των ιππέων και των φρουρών του. Επομένως κινδύνευε ανά πάσα στιγμή από έναν φιλόδοξο τυραννοκτόνο. Τα αγάλματα των Αρμόδιου κι Αριστογείτονα τροφοδοτούσαν πολλές φιλοδοξίες. Κατάλαβε πως ο δράστης της απόπειρας εναντίον του ήταν ο Ιάσων. Ήταν αυτός που ο Ανθέστης τού είχε αναφέρει πως ήθελε να παντρευτεί την Δάφνη. Επιβεβαίωσε με τους φρουρούς του το όνομα. Με το χέρι του έγραψε, πάνω στην πλάκα, προκήρυξη με την οποία υποσχόταν αμοιβή σε όποιον θα τον κατέδιδε. Ο Ιάσων έπρεπε άμεσα να συλληφθεί και να καταδικαστεί. Έτσι θα γινόταν τρανό παράδειγμα προς αποφυγήν για κάθε άλλον επίδοξο τυραννοκτόνο. Παράλληλα -κι αυτό ήταν πιο σημαντικό- θα άφηνε την καρδιά της Δάφνης ελεύθερη.
Μέσα σε αυτό το βαρύ πολιτικό κλίμα οι τέσσερις στενοί φίλοι του Ερμόδωρου είχαν αναλάβει το καθήκον τους. Θα αναζητούσαν τους φονιάδες του για να εκδικηθούν, ωστόσο, βρίσκονταν ακόμα στο σκοτάδι. Έκαναν διάφορες σκέψεις. Η Κλεοτίμα, που είχε χάσει τον πολύτιμο σύντροφό της, ήταν θλιμμένη. Αναλογιζόταν πώς θα ήταν το μέλλον της χωρίς αυτόν. Η Δάφνη δεν είχε δυσκολία να απορρίψει τον Δημήτριο, όμως, ο Ιάσων είχε φερθεί ανόητα. Είχε προτάξει το συναίσθημα κι εκτέθηκε σαν επίδοξος δολοφόνος του επιμελητή και της πόλης. Έγινε ένας γνωστός εχθρός κι έχασε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Πολύ σύντομα θα κυκλοφορούσε η σχετική προκήρυξη που θα τον χαρακτήριζε εγκληματία. Ο Ιάσων θα έπρεπε να γίνει φυγάς αλλιώς θα δικαζόταν. Μετά από αυτό, το μέλλον τους γινόταν εντελώς αβέβαιο.
Ο Ζείκρατος σκεφτόταν πως είχαν χρέος να ψάξουν για τον δολοφόνο του νεκρού Ερμόδωρου. Ακόμα πιο μεγάλο, όμως, ήταν το καθήκον να προφυλάξουν τον ζωντανό Ιάσονα. Τα νύχια της εξουσίας απλώνονταν κι ήταν απειλητικά. Η επίθεση στον επιμελητή ήταν βαρύ αδίκημα κι είχε διαπραχθεί μπροστά σε πολλούς μάρτυρες. Με τον Φανοκράτη και τον Μύρωνα να συμφωνούν, είπαν τον κρύψουν ώσπου να περάσει η μπόρα.
Σε μια άλλη γωνιά της πόλης, πιο σκοτεινή κι ύπουλη, η Πανδότη είχε φορτωθεί ένα άγχος. Έπρεπε να εκτελέσει με ταχύτητα την επόμενη αποστολή που της είχαν αναθέσει. Θα το έκανε, όμως, αμφέβαλλε για την ικανότητα του Ληθόνου και του Φερεθάνη. Επίσης είχε αμφιβολίες και για την πίστη του Υπάνορα στην οργάνωση.
Στον Περίπατο(*1), ο Θεόφραστος τα έβλεπε να είναι όλα δύσκολα. Αν ο Δημήτριος αποτύγχανε, τότε το μέλλον της Σχολής και του ίδιου θα γινόταν αβέβαιο. Το ίδιο θα συνέβαινε κι αν άλλαζε η ομάδα εξουσίας που είχε φτιάξει κι η οποία κυβερνούσε την πόλη, Οι Αθηναίοι θα στρέφονταν κατά της Σχολής στην οποία ανήκε ο «τύραννος», όπως τον έλεγαν. Της Σχολής αυτής τα διδάγματα έλεγε πως εφαρμόζει. Φόρτωνε την τυραννία στην πλάτη του Αριστοτέλη. Ίσως χρειαζόταν να φύγει κι αυτός από την πόλη. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά. Πριν δεκαπέντε χρόνια είχε αναγκαστεί να φύγει ο προκάτοχος της θέσης κι ιδρυτής της Σχολής, ο Αριστοτέλης. Ίσως η Ευρυδίκη, μαζί με τον Δημήτριο, να έδινε και σε εκείνον την πολύτιμη συνδρομή της.
Η Εριφύλη είχε μαζέψει ένα κομπόδεμα, κλέβοντας το ίδιο της το σπίτι. Ήλπιζε πως κι ο Υπάνωρ θα τελείωνε σήμερα με τις μυστήριες δουλειές του και θα έπαιρνε ό,τι περίμενε. Ήταν αναγκαία και το χρήμα και το κομπόδεμα για να φύγουν στην Χαλκίδα ή την Σικελία.
Στο μεταξύ από τα πλοία που είχαν μπει στον λιμένα του Κανθάρου ακούγονταν φωνές από χωνιά. Κάτι ήθελαν να πουν στο πλήθος αλλά τίποτε οργανωμένο. Σε λίγο όμως άρχισε να διαδίδεται μια φήμη που έλεγε πως ο στόλος που ήταν του Αντίγονου! Αν η φήμη ήταν αληθινή, τότε πραγματικά πολλοί θα έπρεπε να ανησυχούν στην πόλη και κάποιοι θα έπρεπε να τρέμουν!
***************************************
Από την Δευτέρα η συνέχεια. Φτάσαμε στο απόγευμα της πρώτης μέρας από τις τρεις που συγκλόνισαν την Αθήνα.