Η Δάφνη κι ο Ιάσων βρίσκουν την ευτυχία σε ένα κρατητήριο, κι οργανώνουν την απόδρασή τους από τους Σκύθες του Δημήτριου.
Ο Υπάνωρ κι η Εριφύλη βρίσκουν επίσης την ευκαιρία να ζήσουν ευτυχισμένες στιγμές οργανώνοντας την απόδρασή τους από την οργάνωση των ορφικών.
Ο Θεόφραστος ανησυχούσε με την επικράτηση του Δημήτριου Αντιγονίδη. Μόνη διέξοδος η διαφυγή του με τον Δημήτριο Φαληρέα.
*****************************
(τελευταίο μέρος του απογεύματος της 2ης μέρας, της 10ης Ιουνίου 307 π.Χ.)
....................................................
Αυτό το πρωί ξεκίνησε με ένα υπέροχο λυκαυγές κι όδευε με έναν όμορφο ήλιο. Ήταν εξ ολοκλήρου χαρισμένο από τον Δία στην Αφροδίτη. Ο μικρός θεός έρωτας φαίνεται πως σημάδευε χύδην κι έριχνε τα βέλη του στο άστυ. Ο Ιάσων κι η Δάφνη συνενώθηκαν εκείνη την μέρα προτού καλά-καλά να φέξει ξημέρωμα. Το ίδιο πρωινό ξύπνησαν αγκαλιά, έκπληκτοι γι αυτό που είχαν κάνει, ο Υπάνωρ κι η Εριφύλη.
«Είμαι δυστυχισμένος γι αυτό που κάναμε» της είπε εκείνος γεμάτος τύψεις που την είχε παρασύρει.
«Εγώ όμως είμαι ευτυχισμένη» είπε εκείνη θυμωμένη με τον εαυτό της που δεν είχε παρασυρθεί νωρίτερα.
Η αλήθεια είναι ότι είχαν κάνει κάτι μαγικό. Ο Υπάνωρ είχε οβολούς στην τσέπη και δαιμόνια στο κεφάλι που του πίεζαν αφόρητα το μυαλό. Ερινύες τον κυνηγούσαν, χάροντες τον σημάδευαν, πολίτες εξαγριωμένοι τον καταδίκαζαν. Θεοί τον αποθέωναν, μουσικοί αυλοί τον μεθούσαν κι η Εριφύλη τον ξεσήκωνε. Η κατάστασή του ήταν μπλεγμένη.
Το βράδυ εκείνο, με την καθοδήγηση της Πανδότης είχαν εκτελέσει την τρίτη εντολή. Μαζί με τον Φερεθάνη και τον Ληθόνου είχαν διαπράξει τον τρίτο φόνο. Ο καημένος ο Χρηστίας δεν είχε καταλάβει πώς έγινε το κακό. Όπως είχαν κάνει με τον Σπεύσιππο και τον Ερμόδωρο, έτσι κι εδώ τον είχαν δηλητηριάσει. Είχαν ρίξει ουσίες στο πιοτό του μέσα στο καπηλειό με αποτέλεσμα να ζαλιστεί και να μην μπορεί να αντιδράσει. Δεν περίμεναν να πεθάνει απ’ το δηλητήριο. Με μια δερμάτινη ζώνη τον είχαν πνίξει. Τον έλουσαν από πάνω με κρασί για να φαίνεται πως πήγε από το ποτό και τον άφησαν στο σκοτάδι.
Είχε τις δραχμές στην τσέπη, τις τύψεις και τις Ερινύες στο κεφάλι και την αδρεναλίνη να χτυπάει κόκκινο. Βρήκε την Εριφύλη και την παρέσυρε να μείνει εκείνο το βράδυ μαζί του. Είχε δικαιολογία να πει στο σπίτι της. Θα ξενυχτούσε δήθεν στην κηδεία και θα κοιμόταν στον γυναικωνίτη. Ο Υπάνωρ την πήγε στον ναό τους, στην «Σπηλιά» εκεί που η Πανδότη τους πότιζε χόρτα και μυρωδικά. Με αυτά τους έκανε άτρωτους από τύψεις και ψυχρούς δολοφόνους. Όταν η Εριφύλη είδε αυτό το περίεργο κι απόκρυφο μέρος των ορφικών ένιωσε να φεύγει ο φόβος της. Την έπιασε μια τρελή περιέργεια για τα απόκρυφα που έβλεπε εκεί μέσα.
«Δεν έκανα καλά που σε έφερα εδώ, ε;» της είπε.
«Αντιθέτως, έκανες το καλύτερο» του απάντησε.
Ήθελε να μάθει τα πάντα αλλά ο Υπάνωρ διαπίστωσε πως κι εκείνος δεν γνώριζε σχεδόν τίποτε για να της πει. Μόνο το μέρος γνώριζε και πώς να μπουν μέσα σε αυτό. Δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί κι ο χώρος ήταν ένα δικό τους παλάτι για μια ολόκληρη βραδιά. Η Εριφύλη ήπιε με μεγάλη ευχαρίστηση το ερωτικό φίλτρο που της έδωσε ο Υπάνωρ. Αυτό έκανε πάντα τόσο πρόθυμες για χάδια κι αγκαλιές το Ερώδιον, την Ηδύ και το Μελίδιον. Το ίδιο έκανε και σε εκείνη. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν κι ύστερα νύσταξαν και ξάπλωσαν. Το πρωί, με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, ο Υπάνωρ την πήρε αγκαλιά και την φίλησε τρυφερά. Ήξερε πώς να κάνει έρωτα, μαθημένος απ’ την Πανδότη, και της έμαθε κι εκείνης.
Τα φίλτρα και τα μαντζούνια είχαν φτιάξει την διάθεση της Εριφύλης. Είχαν μειώσει τις ηθικές αντιστάσεις κι είχαν συσκοτίσει τη λογική της. Του δόθηκε με ασίγαστο πάθος κι απόλαυσε τις στιγμές όσο τίποτε άλλο στη ζωή της. Η λογική της άρχισε να επανέρχεται όσο ο ήλιος ανέβαινε στον ορίζοντα και ξεμάκραινε η ώρα της νάρκωσης. Θυμόταν τι είχε κάνει, αλλά, δεν μετάνιωνε. Λυπόταν να μετανιώσει για κάτι που ήταν τόσο όμορφο! Ο Υπάνωρ δεν γνώριζε πως ένιωθε η Εριφύλη, ήξερε όμως πως είχε φερθεί σαν κάθαρμα. Την είχε φέρει εδώ που συνουσιαζόταν με εταίρες. Την είχε ποτίσει με αφεψήματα που διαλύουν το μυαλό για να της πάρει την παρθενιά. Είχε φερθεί σαν αχρείος.
«Με συγχωρείς Εριφύλη» της είπε και πάλι ταραγμένος.
Ένιωθε πως την είχε παγιδεύσει κι αισθανόταν πως θα έπρεπε να τιμωρηθεί που την είχε βιάσει.
«Σε συγχωρώ, Υπάνορα και ταυτόχρονα σ' ευχαριστώ» του είπε εκείνη χαμογελώντας.
«Ξέρεις ήμουν σε υπερδιέγερση. Δεν ήξερα τι έκανα!»
«Ευτυχώς!» του απάντησε χωρίς πολλά λόγια και του έκλεισε το στόμα με ένα φιλί.
Ήταν το έναυσμα για την συνειδητή επανάληψη αυτού που, λίγο νωρίτερα, είχε γίνει ανάμεσά τους ασυνείδητα. Όταν τελείωσαν ένιωθαν κι οι δυο σαν καινούριοι μόνο που ο δεσμός τους είχε γίνει πιο σφιχτός.
«Πρέπει να φύγουμε από εδώ» της είπε.
«Από τη "Σπηλιά" σας; Μην ανησυχείς, θα φύγουμε».
«Όχι μόνο. Κι από τη "Σπηλιά" πρέπει να φύγουμε, αλλά κι από την Αθήνα»
«Αυτό που κάναμε σε σπρώχνει να βιάζεσαι;»
«Αυτό που έκανα εγώ πριν από αυτό που κάναμε μαζί» της είπε εκείνος.
Έμοιαζε με γρίφο η απάντηση. Της εξήγησε.
«Έχω μπλέξει άσχημα με την οργάνωση. Μας βάζουν να κάνουμε πράξεις τιμωρητέες. Αν δεν φύγουμε με βλέπω να καταλήγω με κώνειο!»
«Μα, το είπαμε, θα φύγουμε».
«Εννοώ ... ακόμα πιο γρήγορα. Αν γίνεται και τώρα!»
«Μα, τι σε έχει αναστατώσει;»
«Χτες βράδυ, έγινε ένα νέο έγκλημα, κι είμαι κι εγώ μπλεγμένος σ’ αυτό».
«Εγώ είμαι έτοιμη, φεύγω από το σπίτι μόλις μου πεις».
«Βρήκες καμιά άκρη με αυτές τις φίλες σου;»
Εννοούσε την Κλεοτίμα και την Ιππαρχία.
«Θα πάω να τις δω τώρα, να μάθω τι μπορεί να γίνει».
«Βιάσου» της είπε ανήσυχος.
Μάζεψαν όσο μπορούσαν τον «ιερό» χώρο που είχαν, από τα χαράματα, επανειλημμένα βεβηλώσει. Έφυγαν από την «Σπηλιά» πριν τους καταλάβουν. Ο Υπάνωρ θα ξαναγύριζε σε λίγο αφού θα είχαν συνάντηση με την Πανδότη για να της πουν τα βραδινά γεγονότα.
Την έτρεμε αυτή τη συνάντηση. Ως τώρα, όποτε μιλούσε μαζί της την υπέμενε όπως θα έκανε με κάθε εργοδότη του. Εδώ και μερικές μέρες, όμως, η εικόνα της στο μυαλό του είχε αντικατασταθεί με κάτι πιο ψυχρό, πιο αδηφάγο κι άτιμο. Αυτό που τον είχε ενοχλήσει πιο πολύ ήταν που αισθανόταν πως τον κορόιδευε. Όλοι τους στην οργάνωση τον κορόιδευαν κι αυτόν και τους άλλους. Τους είχαν πει ότι ο Σπεύσιππος ήταν ένας προδότης των ορφικών μυστηρίων και πως γι αυτό έπρεπε να χαθεί. Ξεπέρασαν τους δισταγμούς που είχαν και τον σκότωσαν. Τους είπαν ότι ο Ερμόδωρος θα έπρεπε να χαθεί πριν κάνει μεγάλο κακό στην οργάνωση. Δεν κατάλαβαν ποιο ακριβώς ήταν το κακό που θα έκανε, αλλά, υπάκουσαν κι εκτέλεσαν. Ο χρησμός προερχόταν από τους θεούς, άρα δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί από κανέναν. Για τον Χρηστία δεν τους είπαν καμιά δικαιολογία. Θα μάθαιναν για τον λόγο της εκτέλεσης αργότερα, αυτό μόνο τους είπαν.
Πήγε την Εριφύλη στην έξοδο από το Άστυ απ’ όπου θα έπαιρνε τον δρόμο για τον Πειραιά. Οι άνθρωποι που, ίσως, θα τους βοηθούσαν, θα βρίσκονταν στην κηδεία. Πώς να της έλεγε ότι ο νεκρός της κηδείας ήταν ένα από τα θύματά του; Πώς θα της το έκρυβε και μετά θα έστηνε μαζί της μια ζωή στηριγμένη στο ψέμα;
Ήταν εύκολο για έναν άντρα να έχει μυστικά στα οποία η γυναίκα δεν θα είχε την παραμικρή πρόσβαση. Όμως δεν ήταν αυτή η σχέση που ήθελε να φτιάξει με την Εριφύλη, δεν ήταν τέτοια τα όνειρά τους. Τώρα, μάλιστα, που είχαν κάνει έρωτα, ένιωθε απέναντί της ακόμα πιο ένοχος. Δεν του άρεσε που της είχε κρύψει τέτοια φρικτά μυστικά. Μυστικά που δεν ήταν απλό παρελθόν, αλλά, αποτελούσαν το παρόν του, ώσπου να απαλλαγεί από αυτό.
«Θα ζητήσω να μου δώσουν πληροφορίες ή συστάσεις για να φύγουμε αμέσως» του είπε η Εριφύλη.
«Μόλις θα έχεις κάποιο νέο, πες μου».
«Θα γυρίσω στον Κολωνό το απόγευμα. Τι νομίζεις; Να συναντηθούμε στις Πειραϊκές Πύλες;»
«Ξέρεις κάτι» της είπε πριν φύγει από την αγκαλιά του. «Είσαι υπέροχη γυναίκα!»
«Κι εσύ Υπάνορα είσαι υπέροχος άντρας κι εραστής, κι ας μην εκτιμάς τον εαυτό σου».
«Γιατί το λες αυτό;»
«Γιατί αφήνεις αυτούς τους ανθρώπους της οργάνωσης να σου κανονίζουν όπως θέλουν τη ζωή σου. Σε φέρνουν σε δύσκολη θέση».
«Δεν σου αξίζω, το ξέρω» της είπε εκείνος. «Όμως, αυτό θα αλλάξει, στο υπόσχομαι».
Ο Υπάνωρ γύρισε στη «Σπηλιά» και τακτοποίησε τον χώρο για ακόμη μια φορά. Δεν ήθελε να υπάρχουν ίχνη απ’ την αναστάτωση που είχαν προκαλέσει στην ολονύκτια επίσκεψή τους. Όταν τελείωσε, κάθισε και σκεφτόταν τι έπρεπε να κάνει.
Η Πανδότη ήρθε πρώτη απ' όλους. Δεν το είδε για καλό σημάδι που ήταν σκεπτικός. Τον τελευταίο καιρό ο Υπάνωρ παρουσίαζε συμπτώματα απειθαρχίας και, ήδη, του είχε κάνει παρατηρήσεις. Ήταν ευκαιρία να του ξαναμιλήσει τώρα που ήταν μόνοι. Βέβαια θα προτιμούσε να κάνει άλλα πράγματα μαζί του, πιο δημιουργικά κι ερωτικά, αντί για τις επιπλήξεις. Δεν τολμούσε να του δείξει τις διαθέσεις της. Είχε την ευκαιρία και την ελευθερία, όμως ένιωθε πως την επέβλεπαν. Ήταν η ίδια της η ψυχή κι οι Μεγάλοι Μύστες πάνω της.
Μόνο σε αυτούς μπορούσε να δίνεται μια ιέρεια, όπως η Πανδότη, αν επιθυμούσε σεξουαλική επαφή. Δεν είχε κάνει ποτέ τίποτε μαζί τους γιατί της φαίνονταν γέροι κι ανούσιοι. Προτιμούσε την αγαμία, δεν έπαυε να έχει, όμως, επιθυμίες και πόθους. Ο εικοσάχρονος Υπάνωρ τής γεννούσε τις πιο πολλές ανόσιες κι απαγορευμένες σκέψεις. Αν έκαναν κάτι δεν θα τους έβλεπε κανείς, όμως δεν υπήρχε καμιά εγγύηση ότι δεν θα το μάθαιναν οι Μύστες. Όπως δεν υπήρχε καμιά εγγύηση ότι κι αυτός θα την ήθελε. Είχε πολύ καλό σώμα και συμπαθητικό πρόσωπο κι ας ήταν μεγάλη. Μάλλον θα τον κέρδιζε αν του το έκανε σαφές πως τον θέλει, δεν μπορούσε, όμως, να ρισκάρει. Αν εκείνος την απέκρουε, τότε η Πανδότη δεν θα μπορούσε πια να επιβάλλεται ούτε στους άλλους δυο. Ως τώρα τα κατάφερνε καλά να τους ελέγχει. Μόνο ο Υπάνωρ της έκανε κάποια νερά τελευταία.
«Γιατί είσαι σκεπτικός;» τον ρώτησε.
«Σκέφτομαι
τους τρεις καταδικασμένους. Αλήθεια,
για πες μου, Ιέρεια, γιατί τους
σκοτώσαμε;»»
«Γιατί μας το ζήτησαν οι θεοί».
«Ξέρεις ότι δεν μου αρκεί αυτή η εξήγηση».
«Ο Σπεύσιππος ήταν προδότης κι ο Ερμόδωρος μας έκανε μεγάλο κακό. Το ίδιο ισχύει και για τον Χρηστία».
«Τι κακό;»
«Δεν ξέρω λεπτομέρειες, ήταν όμως προβληματικός».
«Ας τους κατηγορούσαμε στην Ηλιαία ή στον Άρειο Πάγο κι ας καταδικάζονταν εκεί».
«Ο όχλος δεν έχει σωστό κριτήριο, Υπάνορα, μόνο οι Μύστες γνωρίζουν».
Ήταν προφανές ότι ο Υπάνωρ δεν έμενε ικανοποιημένος από αυτές τις εξηγήσεις. Ούτε η Πανδότη έμενε, αλλά είχε αποφασίσει να εκτελέσει τις εντολές χωρίς ερωτήσεις, το ίδιο έπρεπε να κάνει κι αυτός.
«Εσύ είσαι ο ικανότερος. Θα γίνεις σύντομα Ιερέας, μην έχεις αμφιβολίες» του είπε και του χάιδεψε τα μαλλιά.
Της έσπρωξε το χέρι και της απάντησε επιθετικά.
«Φρόντισε να μην έχει άλλες τέτοιες εντολές».
«Δεν έχει άλλες» του είπε εκείνη εκνευρισμένη που την απέκρουσε. «Τι έχεις, όμως, εσύ και κάνεις σαν αγρίμι; Τι σε απασχολεί;»
«Αν θέλεις έρωτες, Πανδότη, πήγαινε με τους Μύστες!» της είπε ο Υπανωρ.
Την χτυπούσε εκεί που πονούσε πιο πολύ. Προσπάθησε να τον χαστουκίσει. Της έπιασε το χέρι μόλις σηκώθηκε, το έσφιξε ώσπου την πόνεσε και το άφησε. Τον κοιτούσε πλέον με ένα βλέμμα θανατηφόρο. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν μέσα στη «Σπηλιά» ο Ληθόνους κι ο Φερεθάνης. Κάτι κατάλαβαν από την ένταση που υπήρχε, δεν είχαν όμως την οξυδέρκεια να αντιληφθούν περισσότερα.
«Θα τα ξαναπούμε» ήταν η τελευταία της κουβέντα.
................................................
Στον “Περίπατο”, που διηύθυνε όλα τα τελευταία χρόνια ο Θεόφραστος, η ανησυχία δεν κρυβόταν. Από το πρωί αυτής της μέρας είχαν συρρεύσει κατά δεκάδες οι μαθητές της σχολής. Μιλούσαν μεταξύ τους κι έλεγαν ότι όλα τα ενδεχόμενα ήταν πλέον ανοιχτά. Η χτεσινή απόβαση του Αντιγονίδη στο λιμάνι του Πειραιά ήταν το γεγονός που ξεπερνούσε κάθε άλλο νέο στην πόλη. Η εξέγερση του δήμου που ακολούθησε ήταν ένα ακόμη δυσάρεστο γεγονός. Όλα αυτά δεν προμήνυαν ως ευοίωνο το μέλλον της σχολής. Ο Θεόφραστος καθησύχαζε τους συνομιλητές του, αλλά, το φοβισμένο βλέμμα του άλλα τούς έδειχνε.
«Δάσκαλε, ήρθε ο δούλος του επιμελητή και θέλει να σε δει» ανήγγειλαν την έλευση του Θεόδωρου.
«Για μας δώσει ή για να ζητήσει;» αναρωτήθηκαν.
Ο δούλος Θεόδωρος προχώρησε εκεί που τον περίμενε ο διευθυντής.
«Σοφέ εραστή του Περίπατου» είπε στον Θεόφραστο. «Ο κύριός μου ο Δημήτριος κι η σχολή σας είναι στην ίδια πλευρά του λόφου».
«Τι σκέφτεται ο Δημήτριος, Θεόδωρε;» ρώτησε ανήσυχος ο πρώην μαθητής του Αριστοτέλη και τώρα διάδοχός του,
«Μίλησα με την Ευρυδίκη».
«Τι σου είπε; Υπάρχει τρόπος διαφυγής αν χρειαστεί;»
«Υπάρχει αλλά κοστίζει. Απ’ τον Δημήτριο ζήτησε όλα του τα κτήματα εκτός από το πατρικό σπίτι. Από σένα θέλει τα αγροκτήματά σου».
«Μα τα έχω δωρίσει όλα στη σχολή. Δεν έχω τίποτα».
«Μάζεψε ό,τι βρεις. Βιβλία δικά σου ή του Αριστοτέλη. Θα τα εκτιμήσει δεόντως».
«Τα βιβλία είναι για την Σχολή. Δεν μπορώ να πάρω μαζί μου παρά μόνο μερικά αντίγραφα.»
«Κι αυτά καλά είναι, Η Ευρυδίκη ξέρει να εκτιμά μια καλή προσπάθεια».
«Εντάξει. Θα μαζέψω ό,τι βρω» είπε ο Θεόφραστος που έδειχνε πολύ σκεπτικός. Από την μια μέρα στην άλλη άλλαζαν τα πράγματα τόσο πολύ κι η ζωή του αναποδογύριζε εντελώς. «Ίσως, όμως, να μην χρειαστεί» είπε. «Σκέφτομαι ότι ένας γιος του Αντίγονου δεν θα τα έβαζε τόσο απερίσκεπτα με τη σχολή του Αριστοτέλη».
«Ο Ελευθερωτής δεν είναι πρόβλημά σου. Αυτός θα σε αφήσει ήσυχο, ο δήμος όμως;»
«Γιατί τον λες ελευθερωτή;»
«Έτσι τον ονόμασαν ο Δημοχάρης κι ο Στρατοκλής. Αυτούς ακούει τώρα το πλήθος» είπε ο Θεόδωρος.
«Έχεις δίκιο, ο δήμος τα έχει μαζί μου. Ένας Σοφοκλής από το Σούνιο μου έκανε μήνυση και ζητάει να μου κλείσει τη σχολή. Έχει κάνει πρόταση στην εκκλησία του δήμου. Ζητάει, στο εξής, τις άδειες για να λειτουργούν οι σχολές να τις δίνει ο δήμος».
«Αυτή η πρόταση θα προκαλέσει κι άλλες συζητήσεις. Θα θυμηθούν όλα όσα έχει πει η σχολή για την δημοκρατία και περί αριστείας. Βλέπω ότι δεν θα αργήσουν να τα βάλουν και μαζί σου» είπε ο Θεόδωρος.
Το ίδιο έργο είχε παιχτεί κι άλλες φορές στο παρελθόν.
«Έχεις δίκιο, Θεόδωρε. Αυτό θα γίνει, σίγουρα, μέχρι να ξεθυμάνουν. Ίσως χρειαστεί να λείψω από την Αθήνα» είπε ο Θεόφραστος με λύπη στο πρόσωπό του.
«Όπως ο Αριστοτέλης» του θύμισε ο Θεόδωρος.
Ο μεγάλος φιλόσοφος, όταν ξέσπασε η επανάσταση με τον θάνατο του Αλέξανδρου, έφυγε από την Αθήνα. Πρόλαβε έτσι να αποφύγει μια καταδίκη από τον δήμο. Απέφυγε την τύχη του Σωκράτη και αυτοεξορίστηκε στην Χαλκίδα όπου, όμως, πέθανε σε ένα χρόνο από μαράζι. Ήταν βαθιά δεμένος με την Αθήνα και την δημοκρατία της παρά την κριτική που της έκανε.
«Ελπίζω πως δεν είναι τώρα τόσο άσχημα τα πράγματα όπως τότε» είπε ο Θεόφραστος.
«Ελπίζεις αλλά ο Σουνιεύς Σοφοκλής τι σου λέει;»
«Έχεις δίκιο, πρέπει να πάρω τα μέτρα μου» είπε ο Θεόφραστος. «Θα μιλήσω και με τον Αντιγονίδη».
«Θα του μιλήσω αν θες και για σένα» είπε ο Θεόδωρος. «Ζήτησα να τον δω για λογαριασμό του Δημήτριου και θα με δεχτεί το μεσημέρι».
«Μίλα και για λογαριασμό μου».
Ο Θεόφραστος ανησυχούσε πολύ κι ας έλεγε σε όλους να είναι ψύχραιμοι. Τα σύννεφα μαζεύονταν πυκνά πάνω από το κεφάλι του. Είχε δίκιο ο Θεόδωρος. Ο Αντιγονίδης ήταν Μακεδόνας, επομένως δεν θα του έκανε κακό, το πρόβλημά του ήταν οι Αθηναίοι. Θα του μιλούσε. Χρειαζόταν βοήθεια κι αν υπήρχε κάποιος να τον βοηθήσει αυτός ήταν ο Δημήτριος. Ήταν ο νέος κυρίαρχος της κατάστασης στην Αθήνα και γιος του κυρίου της Ασίας ταυτόχρονα.
*****************************
Εδώ τελειώνει η δεύτερη μέρα από τις τρεις που συγκλόνισαν την Αθήνα.
Από την Δευτέρα το πρωινό της τρίτης μέρας, 11ης Ιουνίου 307 π.Χ.