Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

12 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 12η

Η Εριφύλη πλησιάζει την Κλεοτίμα. Δεν ξέρουν ότι ο φίλος της μιας σκότωσε τον φίλο της άλλης. 

Ο Δημήτριος τυχαίνει θριαμβευτικής υποδοχής στην Αθήνα. Υπόσχεται δημοκρατία και τον αναγορεύουν σε ευεργέτη και "ελευθερωτή".

******************************


 

(Απόγευμα 9ης Ιουνίου, δεύτερο μέρος)

Η Κλεοτίμα είχε γυρίσει στο σπίτι της για μεσημεριανό όταν της είπαν ότι την είχε ζητήσει μια γνωστή της. Είχε πει ότι την έλεγαν Εριφύλη. Οι δικοί της δεν την γνώριζαν γιατί δεν ήταν από τη γειτονιά τους ούτε κάν από τη φυλή ή τον δήμο τους. Η Κλεοτίμα την ήξερε. Την είχε γνωρίσει σε συζητήσεις κι απαγγελίες των κυνικών στην αγορά. Γίνονταν στο περιθώριο ιεροτελεστιών ή ιστορικών επετείων. Επιτρεπόταν να πηγαίνουν και γυναίκες σ’ αυτές τις εκδηλώσεις. Εκεί άκουγαν κυνικούς φιλοσόφους να κοροϊδεύουν ρήτορες. Δεν κορόιδευαν όλους τους ρήτορες, μόνον εκείνους που διηγούνταν τα «ένδοξα» και τις «πράξεις». Ήταν διηγήσεις με ηρωικό περιεχόμενο κι είχαν στόχο να σταθεροποιήσουν την τυραννική εξουσία(*1). Ήταν η προπαγάνδα της εποχής. Επεδίωκαν να ενδυναμώσουν με αυτόν τον τρόπο το πατριωτικό φρόνημα, αλλά, οι κυνικοί τους το χαλνούσαν.

Σε αυτές τις εκδηλώσεις οι δυο τους θαύμαζαν, κυρίως, την Ιππαρχία κι ονειρεύονταν να της μοιάσουν. Πολλοί, αυτόν τον θαυμασμό, θα τον έβρισκαν ακατανόητο. Οι τρόποι και τα φερσίματα της Ιππαρχίας ήταν ένας σίγουρος δρόμος για να θεωρηθεί μια γυναίκα απρεπής. Ήταν εύκολο, κατόπιν, να βγει έξω από το παιχνίδι του γάμου και της οικογένειας.

Ο πολύς κόσμος δεν έβαζε μια γυναίκα με φερσίματα σαν της Ιππαρχίας στο επίπεδο της εταίρας. Παρ’ όλα αυτά, κι η απλά ελευθεριάζουσα συμπεριφορά παρέμενε κατακριτέα. Δεν θα στεκόταν ποτέ σοβαρό προξενιό για μια τέτοια γυναίκα. Μόνο αν είχε μεγάλα πλούτη και προίκα από τον πατέρα της θα μπορούσε να αγοράσει έναν γαμπρό. Η ομορφιά και μόνο δεν έφτανε για να καλύψει τέτοιες πομπές.

Η Εριφύλη δεν έδινε σημασία σε αυτές τις αντιλήψεις, το ίδιο όπως κι η Κλεοτίμα. Ήθελε να φύγει από το σπίτι της και να ζήσει σαν την Ιππαρχία, έξω από κοινωνικές συμβάσεις. Αυτή η επιθυμία της ερμηνευόταν σαν μια εξέγερση κατά της οικογενειακής παράδοσης. Με την Κλεοτίμα δεν ήταν το ίδιο. Την στήριζαν οι γονείς της κι είχε την πλήρη στήριξη του -τώρα πια νεκρού- αγαπημένου της. Η Εριφύλη δεν είχε γνωρίσει τον Ερμόδωρο, είχε ακούσει όμως γι αυτόν και τον συμπαθούσε. Θεωρούσε πως η Κλεοτίμα ήταν η πιο τυχερή γυναίκα του κόσμου. Στα δικά της όνειρα, ο Υπάνωρ ήταν κι αυτός ένας μικρός Ερμόδωρος.

«Η κοπέλα που σε ζήτησε μάς είπε πως θα ξαναγυρίσει σε λίγο» της είπε η μητέρα της. «Ποια ήταν;»

«Μια γνωστή μου που της αρέσουν οι κυνικοί».

«Επικίνδυνα γούστα για μια γυναίκα» είπε η μάνα της. «Πες στο κορίτσι να προσέχει. Μου φάνηκε καλή, αλλά, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, ήταν πραγματικά πολύ αδιάφορη για την εμφάνισή της»

Δεν περίμενε πολύ. Η Εριφύλη τούς χτύπησε και πάλι την πόρτα κι αυτή τη φορά άνοιξε η Κλεοτίμα. Παρά το πένθος την υποδέχτηκε ευχάριστα. Πήραν ένα δροσερό ρόφημα με νερό και χυμό από λεμόνια και κάθισαν στον γυναικωνίτη για να μιλήσουν.

«Δεν ξέρω τι να πω και πώς να σε παρηγορήσω» της είπε η Εριφύλη. «Ξέρεις πόσο θαύμαζα τον Ερμόδωρό σου κι ας μην τον είχα δει ποτέ μου».

«Ακόμα δεν το έχω χωνέψει πως τον είδα τόσο νέο στο νεκροκρέβατό του. Τόσο έτοιμος για τη ζωή κι όμως ...»

«Σ' αφήνει μονάχη! Είναι τρομερό!»

«Ναι, καλή μου, είναι τρομερό ... γιατί δεν χάνω απλά έναν άνδρα, χάνω αυτόν τον άνδρα!»

Η Κλεοτίμα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, γρήγορα όμως συνήλθε και ρώτησε την Εριφύλη για ποιον λόγο την γύρευε.

«Έχω κι εγώ τον δικό μου Ερμόδωρο» είπε η Εριφύλη. «Τον λένε Υπάνορα. Δεν είναι σπουδαίος, δεν έχει εισοδήματα, όμως με αγαπάει και θέλει να ζήσουμε μαζί. Δεν θα είμαι μια σκλάβα του ούτε ένα αντικείμενο χωρίς αξία».

«Άρα είναι πολύ καλός και σωστός. Τι δουλειά κάνει;»

«Ο πατέρας του ήταν λιθοξόος. Του έμαθε να δουλεύει το μάρμαρο, όμως, τώρα δεν γίνονται μεγάλα έργα. Ο Υπάνωρ μου ασχολείται με μια ομάδα ορφικών».

«Να τους προσέχεις αυτούς. Έχουν μυστήριες τελετές» της είπε η Κλεοτίμα.

«Το ξέρω. Δεν μου αρέσουν οι παρέες του εκεί μέσα, αλλά, δεν μου πέφτει λόγος. Είναι μια ανεξάρτητη ομάδα αυτή όπου ανήκει ο Υπάνωρ. Πιστεύουν σε δοξασίες, λατρεύουν τον Ορφέα, τον Βάκχο και κάποιες θεότητες. Το θέμα είναι ότι του δίνουν και κάνει κάποιες δουλειές απ’ τις οποίες βγάζει λίγα χρήματα. Βλέπω τη συμμετοχή του σε αυτή την ομάδα σαν δουλειά» είπε η Εριφύλη.

«Κάτι πρέπει να κάνει κι αυτός για να ζήσει» είπε η Κλεοτίμα. «Εκείνο που έχει σημασία είναι να σε σέβεται!»

«Όσο γι αυτό, χωρίς αμφιβολία ναι!»

«Αυτό είναι το σημαντικό! Τον αγαπάς κι εσύ;»

«Ναι, πολύ!»

«Ωραία, λοιπόν» είπε η Κλεοτίμα. «Τι μπορώ να κάνω εγώ;»

«Θέλω να μας βοηθήσεις» της είπε η Εριφύλη. «Εσύ έχεις γνωριμίες. Ο Υπάνωρ μου είπε ότι σήμερα θα τελειώσει με κάτι δουλειές και μένει ελεύθερος. Θα με πάρει να φύγουμε».

«Για πού; Έχετε κάπου να πάτε;»

«Δεν έχουμε προτιμήσεις. Ψάχνουμε για κάποιο μέρος να ξαναρχίσουμε τη ζωή μας».

«Κι από μένα τι θέλεις; πώς μπορώ να βοηθήσω;»

«Εσύ κι η Ιππαρχία, μπορείτε να μας βοηθήσετε να φύγουμε. Λέμε να πάμε στη Χαλκίδα ή την Κόρινθο που έχουν δημοκρατία κι αποικίες. Οι μέτοικοι είναι ελεύθεροι κι οι πόλεις έχουν αποικίες. Όμως, ακόμα κι η Θήβα είναι καλή!»

«Στην Χαλκίδα έχει γνωστούς η Ιππαρχία. Ο Κράτης ξέρει πολλούς στην Θήβα. Θα σας βρούμε κάπου να πάτε με τον "Ερμόδωρό" σου».

Η Εριφύλη ένιωσε κάπως ανακουφισμένη. Θα είχαν λοιπόν μια στήριξη, πράγμα που ήταν πολύ βασικό.

«Σ' ευχαριστώ, Κλεοτίμα» είπε η Εριφύλη.

«Όμως σήμερα έχουμε την κηδεία, είναι κι ο στόλος, είναι κι ο κόσμος που φωνάζει ... Σήμερα είναι δύσκολο. Θα πρέπει να περιμένεις λίγες μέρες».

«Μα ... ναι, θα περιμένουμε. Απλά ήθελα να δω αν υπάρχει τρόπος να βοηθηθούμε».

«Υπάρχει, μην ανησυχείς» τη διαβεβαίωσε η Κλεοτίμα.

...............................................

Το μεγάλο πλήθος των Αθηναίων που είχε μαζευτεί στον Πειραιά παραληρούσε. Είχε μεθύσει με την σκέψη της αλλαγής. Οι οπλίτες του Δημήτριου Φαληρέα είχαν αφήσει τις ασπίδες τους, δείγμα ότι δεν θα πολεμούσαν. Η Αθήνα θα υποδέχονταν τον εισβολέα σαν ελευθερωτή. Τότε οι σάλπιγγες από τα πλοία ανέλαβαν να αναγγείλουν με χαρμόσυνους παιάνες την είσοδο του θριαμβευτή στη σκηνή.

Ο Δημήτριος βγήκε στο κατάστρωμα του πιο μεγάλου πλοίου του. Ήταν όμορφος σαν θεός, ντυμένος με μια πανοπλία απαστράπτουσα, γεμάτη ασήμια και χρυσάφια. Πάτησε πάνω σε κατακόκκινα χαλιά σε μια υπερυψωμένη εξέδρα για να φαίνεται από παντού. Προχώρησε μόνος και στάθηκε ψηλά στην πλώρη. Έμοιαζε πολύ στον νεαρό Αλέξανδρο, τον γιο του Φιλίππου, και στον περίφημο Αλκιβιάδη. Τόσο λαμπερός κι επιβλητικός ήταν. Μέσα σε απόλυτη σιγή, ο γιος του Αντίγονου μίλησε στις ψυχές και στη λογική των ακροατών του. Ό,τι κι αν περίμενε κανείς από αυτόν, το πήρε!

«Πολίτες Αθηναίοι» ξεκίνησε να λέει κι όσο μιλούσε όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους.

Οι υποσχέσεις έπεφταν βροχή.

«Με έστειλε ο πατέρας μου, Αντίγονος, στρατηγός όλης της Ασίας, διάδοχος επίτροπος του ισόθεου Αλέξανδρου. Ήρθα για να ελευθερώσω όλες τις ελληνικές πόλεις απ’ τον ζυγό του Κάσσανδρου. Μα, πριν από όλα, ήρθα εδώ για να ελευθερώσω πρώτα την πιο ένδοξη πόλη της Ελλάδας, την δική σας πόλη, την Αθήνα».

«Ο στόλος μου αποτελείται από διακόσια πενήντα πλοία. Τα πλοία μου έχουν ελευθερώσει όλα τα νησιά του Αιγαίου. Έδωσαν αυτονομία στις πόλεις κι έρχονται κατά 'δω. Φθάνει ένας τεράστιος στόλος, ο στόλος του Αντίγονου».

Προβάλλοντας την ωμή δύναμή του κέρδιζε την εκτίμηση του πλήθους. Έπρεπε όμως κάτι να δώσει. Και ποιο δώρο είναι μεγαλύτερο από την ελευθερία;

«Θα διώξω τη φρουρά από τη Μουνιχία. Θα διώξω όλες τις φρουρές του Κάσσανδρου που επιβάλουν ολιγαρχίες και σας στερούν την ελευθερία. Το κράτος του δήμου, το πατρώο σας πολίτευμα, από σήμερα είναι και πάλι το πολίτευμα της Αθηναίων Πολιτείας!»

Ουρανομήκεις κραυγές διέσχισαν τον αέρα κι έφτασαν ως τη Βασίλειο Στοά. Πάγωσε το αίμα του άλλου Δημήτριου, του Φαληρέα. Πάγωσε κι όλη η ομάδα των αριστοκρατών που κυβέρνησε τυραννικά την Αθήνα τα τελευταία δέκα χρόνια.

«Η Αθήνα θα ξαναβρεί το κλέος της, θα γίνει και πάλι η πιο σπουδαία πόλη της Ελλάδος. Έχω εντολή να ξαναδώσω πίσω στους Αθηναίους την Ίμβρο».

Οι ιαχές ξέσκισαν τον ορίζοντα κι ακούστηκαν σε όλη την Αττική γη. Η Αθήνα θα ανακτούσε τη μια μετά την άλλη τις αποικίες της. Η Ίμβρος τής χαριζόταν τώρα από αυτόν τον Δημήτριο τον ελευθερωτή!

«Ο πατέρας μου ζητά από εσάς να μην διστάσετε και να γίνετε ξανά η πιο ισχυρή πόλη της Ελλάδας. Γι αυτό και σας χορηγεί ξυλεία για την κατασκευή εκατό πλοίων!»

Εκατό πλοία σήμαιναν πως η Αθήνα θα γινόταν πάλι η μεγάλη ναυτική δύναμη. Θα άνοιγαν δουλειές για όλους, για τους ναυτικούς, τους ξυλουργούς και τους τεχνίτες.

Λένε για τις επαναστάσεις ότι ξεκινούν από τα κάτω, γι' άλλες λένε ότι ξεκινούν από πάνω. Αυτή η επανάσταση της πέμπτης φθίνοντος Θαργηλιώνος ξεκίνησε από τα ανατολικά. Όταν έφτασε στο κεντρικό λιμάνι του Πειραιά, στον Κάνθαρο, ξέσπασε σαν πυρκαγιά. Το πλήθος ήταν καταπιεσμένο δέκα χρόνια από έναν φιλόσοφο τύραννο, που τον στήριζε η δύναμη των Μακεδόνων. Ήταν ένα μοντέλο αντίγραφο της τυραννίας των τριάκοντα που τους είχαν επιβάλει πριν από εκατό χρόνια οι Σπαρτιάτες. Τώρα, αυτό το μοντέλο θα πήγαινε από εκεί που είχε έρθει. Μόνο πρόβλημα η φρουρά που ήταν οχυρωμένη στη Μουνιχία. Όμως ο Ελευθερωτής θα τηρούσε τις υποσχέσεις του στην Αθήνα. Ο Δημήτριος Φαληρέας δεν θα περίμενε τίποτε καλύτερο από το κώνειο. Ο Θεόφραστος ίσως την γλίτωνε με εξορία καθώς δεν είχε βάψει τα χέρια του στο αίμα. Μόνο για τις συμβουλές του θα τον τιμωρούσαν,

«Από τους Αθηναίους, ένα μόνο ζητώ, να διατηρήσετε την τάξη και να μην προβείτε σε πράξεις αντεκδίκησης. Για όλα όσα θα κάνω από εδώ και πέρα θα ρωτάω την εκκλησία του δήμου κι όλες οι εξουσίες θα ασκούνται όπως επιβάλει το πατροπαράδοτο πολίτευμά σας από όλους τους πολίτες με κλήρωση».

Ο τριαντάχρονος Δημήτριος, με την αστραφτερή του στολή, έδειχνε νουνεχής και σωστός. Η εκκλησία του δήμου θα ήταν το ανώτατο όργανο της πολιτείας. Όλα τα αξιώματα, του δικαστή, του βουλευτή, του νομοθέτη, θα περιέρχονταν και πάλι σε όλους με κλήρωση. Ο Δημήτριος του Αντιγόνου θα ήταν ένας στρατηγός της δημοκρατίας. Μέσα απ’ το πλήθος ξεχώρισε ο Δημοχάρης. Ο ανιψιός του Δημοσθένη, ο μαχητικός ρήτορας, ήταν ο σταθερός οπαδός του κράτους του δήμου. Είχε αγωνιστεί για την δημοκρατία κι ήταν παρηγοριά για τον κόσμο που έψαχνε να βρει κάπου για να κρατηθεί.

«Αν εμπιστεύεται ο Δημοχάρης τον γιο του Αντίγονου, θα τον αποδεχτούμε κι εμείς» είπαν πολλοί από το πλήθος.

Ο Δημοχάρης ανέβηκε ψηλά σε ένα βήμα, απέναντι από το πλοίο του Δημήτριου. Οι δυο τους έβλεπαν ο ένας τον άλλον. Ο ρήτορας απάντησε για λογαριασμό των Αθηναίων.

«Γιε του Αντιγόνου, οι Αθηναίοι πολίτες σε δεχόμαστε στην πιο ένδοξη πόλη της Ελλάδας και του κόσμου. Ακούσαμε όσα μας είπες. Αν τηρήσεις τις υποσχέσεις σου και δώσεις την ελευθερία και την ισοκρατία, σε ευγνωμονούμε. Με χαρά και με αγαλλίαση σε ανακηρύσσουμε “Ελευθερωτή”!»

«Δημήτριος ο Ελευθερωτής» ακούστηκαν από παντού φωνές που γενικεύτηκαν και έγιναν βουητό.

«Σε τι διαφέρει ο Ελευθερωτής από τον τύραννο; Κι οι δυο στα ίδια πιστεύουν» φώναξαν κάποιοι.

«Δημήτριος Ελευθερωτής, ο ευεργέτης των Αθηναίων» φώναξαν οι πολλοί σκεπάζοντας τις γκρίνιες.

Παραπομπή:

(*1) Όλες οι πόλεις, ακόμα κι οι ελεύθερες, είχαν τέτοιες εκδηλώσεις όπου υμνούνταν πράξεις ένδοξες ηρώων. Στις δικτατορίες αυτά είναι αναγκαία κι αποτελούν μονόδρομο για το καθεστώς. Στις δημοκρατίες, αντίθετα, ο πατριωτισμός στηρίζεται στην άμεση σύνδεση του συμφέροντος του πολίτη με την πόλη του.

******************************

Η συνέχεια αύριο Τετάρτη.