Φτάνουμε πια στο τέλος της δεύτερης μέρας από τις τρεις συγκλονιστικές αθηναϊκές μέρες του 307 π.Χ.. Είμαστε στο απόγευμα της Τετάρτης φθίνοντος Θαργηλιώνος.
Η Αθήνα ετοιμάζεται για να φορέσει το δημοκρατικό της ένδυμα με τις κληρώσεις όλων των αξιωμάτων μεταξύ όλων των πολιτών σε κάθε δήμο της Πολιτείας.
****************************
10η Ιουνίου 307 π.Χ. απόγευμα
ς' Τετάρτη φθίνοντος Θαργηλιώνος, απόγευμα
Η δεύτερη μέρα της εξέγερσης που πυροδοτήθηκε από την άφιξη του Δημήτριου, είχε πανηγυρικό χαρακτήρα. Όλες οι φυλές κι οι δήμοι έβαζαν κληρωτίδες με αριθμούς. Κάθε ένας αντιστοιχούσε σε μια οικογένεια και σε έναν Αθηναίο πολίτη της οικογένειας. Τα ονόματα που έβγαιναν από την κλήρωση μαζεύονταν στο Πρυτανείο. Εκεί αποδίδονταν όλα τα αξιώματα της πόλης, από τα πιο ασήμαντα ως τα πιο σημαντικά, σ’ όλους τους πολίτες. Είχε πλέον πάψει να υπάρχει περιορισμός λόγω εισοδήματος, όπως είχαν επιβάλει ο Φαληρέας κι οι Μακεδόνες. Οι κυβερνητικές θέσεις, το δικαστικό και το βουλευτικό σώμα, ήταν ανοιχτά για όλους. Με την κλήρωση θα αποκτούσαν, για ένα χρόνο, έξι χιλιάδες δικαστές, χίλιους βουλευτές και χιλιάδες κυβερνητικά στελέχη. Όλα θα ήταν επιλεγμένα απ’ τους θεούς, δηλαδή από την τύχη και την κληρωτίδα. Ο δήμος ξανάπαιρνε την εξουσία που είχε στερηθεί.
Από αύριο, τρίτη μέρα φθίνοντος του Θαργηλιώνος, ο δήμος αποκτούσε πάλι ισοκρατία κι ισονομία, με τα πάτρια. Οι πλούσιοι κι οι φιλομακεδόνες που, πρόθυμα, είχαν στηρίξει την τυραννία, προβληματίζονταν. Θα δρούσε ο δήμος εκδικητικά ή θα επικρατούσε αμνηστία και κοινωνική ειρήνη; Ο Δημοχάρης, πάντως, ηγέτης ως τώρα της αντιπολίτευσης, ήθελε ηρεμία. Μόνο μερικούς “μακεδονίζοντες” είχε στο στόχαστρο. Τα βέλη του θα έπεφταν σ’ αυτούς που είχαν καταντήσει να προδώσουν την πόλη στον Αντίπατρο ή τον Κάσσανδρο. Αύριο η Εκκλησία του Δήμου στην Πνύκα θα επικύρωνε την δημοκρατία και τα αποτελέσματα της κληρωτίδας.
Από το σπίτι του Ερμόδωρου έλειπε ο Φανοκράτης, που ήταν κληροθέτης. Θα διενεργούσε μαζί με άλλους την κλήρωση των Πειραιωτών στην Μακρά Στοά. Όλοι οι άλλοι φίλοι του νεκρού Ερμόδωρου είχαν μαζευτεί στο σπίτι. Θα τον συνόδευαν στην τελευταία γύρα που θα έκανε στην γειτονιά και στην πόλη του. Ήταν ένα σημαντικό μέρος της κηδείας, η περιφορά, και γινόταν ακριβώς πριν από την ταφή του. Το νεκρό σώμα θα ενταφιαζόταν οριστικά στον Τραπεζώνα, έξω από τα Μακρά Τείχη. Εκεί, κοντά στο Αφροδίσιο και στην Ηετιώνεια, ήταν ήδη ανοιχτός ένας λάκκος. Ήταν έτοιμη κι η τράπεζα, η πλάκα που θα σκέπαζε τον τάφο του.
Όλοι ήταν εκεί, αλλά, όλοι είχαν το μυαλό τους αλλού. Ο Μύρων ήταν απογοητευμένος που αργούσαν τόσο να βρουν τους φονιάδες. Ανησυχούσε ιδιαίτερα για τον Ιάσονα και την Δάφνη που είχαν χαθεί. Σκεφτόταν και την Κλεοτίμα που του είχε δώσει το δικαίωμα να ελπίζει. Δίπλα του, η Κλεοτίμα ένιωθε κι αυτή πως η Δάφνη κι ο Ιάσων είχαν προτεραιότητα αλλά ήταν αναστατωμένη. Η συζήτηση με τον Μύρωνα ήταν σημαντική. Η Νικάτα ένιωθε περίεργα που ο πατέρας της είχε πάθει το ίδιο με τον Ερμόδωρο κι ήθελε να εκδικηθεί. Για την περιφορά είχε έρθει κι η Ιππαρχία. Η Εριφύλη ήταν επίσης εκεί. Ήθελε να δει και να μιλήσει στην Κλεοτίμα και στην Ιππαρχία που της είχαν υποσχεθεί βοήθεια για να φύγει. Ο Καινέας κι η Ολύνθια ήταν περίλυποι που θα συνόδευαν τον γιο τους στον τελευταίο του περίπατο στην πόλη.
Ήταν εκεί κι ο Ζείκρατος, που σκεφτόταν ότι ακόμη δεν είχαν ανακαλύψει τους δολοφόνους. Τουλάχιστον, το κίνητρο του φόνου είχε γίνει πλέον σαφές. Ο Ζωσιφάντης ο Κεραμέας κι ο Ονησίφιλος ο Παιανεύς ήταν εκτεθειμένοι στα μάτια του. Απαιτούσαν αντίδοση από δύο νεκρούς που δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Έλειπε βέβαια η υπογραφή του Επιμελητή. Δεν ήθελε να φτάσει στο σημείο να παρακαλέσει τον Φαληρέα. Θα το έκανε, όμως, προκειμένου να μην μείνουν στον δρόμο οι οικογένειες του Ερμόδωρου και της Νικάτας. Από την άλλη, ο Ζωσιφάντης κι ο Ονησίφιλος δεν φαίνονταν ικανοί να έχουν οργανώσει και διαπράξει τις δολοφονίες.
Πριν γίνει οποιαδήποτε άλλη κίνηση θα έπρεπε να γίνει καταγγελία για τους δυο που ζητούσαν αντίδοση. Έπρεπε να κατατεθεί κι ένα αίτημα να χαρακτηριστούν οι θάνατοι φόνοι και να συνδεθούν με της αντίδοση. Για να γίνουν αυτά έπρεπε να υπάρχει αρχή αναγνωρισμένη, όμως, τούτη τη στιγμή δεν υπήρχε κανείς. Ο Φαληρέας ήταν στη φάση της αποχώρησης κι οι νέες αρχές δεν είχαν κληρωθεί ακόμα. Θα έπρεπε να περιμένουν τουλάχιστον δυο-τρεις μέρες. Αν για τις αντιδόσεις αυτό το διάστημα δεν ήταν μεγάλο, για τον Ιάσονα και τη Δάφνη ήταν υπερβολικό. Ήδη έλειπαν από χτες κι όλοι ήταν ανήσυχοι. Δεν μπορούσαν να φανταστούν τι μπορεί να είχαν γίνει. Όποιοι τους κρατούσαν, πρέπει να τους είχαν μακριά απ’ το άστυ. Ίσως τους είχαν μεταφέρει σε κάποιο αγρόκτημα σε δήμο της Μεσογαίας ή των Παραλίων. Είχε έρθει, όμως, η στιγμή να ξεκινήσει η πομπή με τον νεκρό.
«Ξεκινάμε!» έδωσε το σύνθημα ο Καινέας.
Τους συνόδευε μεγάλο πλήθος κόσμου. Ο Ερμόδωρος ήταν αγαπητός σε όλους, γενναιόδωρος, καλός κι ευγενικός νέος. Δεν είχε εχθρούς, μόνο φίλους κι είχε χαθεί τόσο ξαφνικά. Όλη η γειτονιά κι ο δήμος κι ένα σωρό γνωστοί Αθηναίοι κι Αθηναίες ακολουθούσαν το φέρετρο. Η Ιππαρχία πλησίασε τον Μύρωνα και τον ρώτησε.
«Είναι αλήθεια πως κάποιος Ζωσιφάντης πήγε και ζήτησε αντίδοση από τον νεκρό;»
«Ναι. Ο Ερμόδωρος δεν είναι μόνος. Υπάρχουν κι άλλοι δύο νεκροί με τα ίδια συμπτώματα, δηλητηρίαση και πνιγμό» της είπε ο Μύρων.
«Τι λες; Δηλαδή, είναι σπείρα δολοφόνων;»
«Έτσι πέθανε κι ο πατέρας της Νικάτας» είπε ο Μύρων. «Υπάρχει και τρίτος νεκρός με τον ίδιο τρόπο, ο Χρηστίας».
Η Ιππαρχία προχώρησε λίγο πιο γρήγορα και πλησίασε την Νικάτα με τον Ζείκρατο.
«Είσαι η Νικάτα; Έμαθα καλή μου για τον πατέρα σου. Είναι τρομερό» της είπε με συμπάθεια.
«Λένε ότι ζητούν αντίδοση από τους συγγενείς των νεκρών. Είναι αλήθεια;» ρώτησε η Ιππαρχία τον Ζείκρατο.
«Ναι. Ζητούν από τον Ερμόδωρο κι απ’ τον πατέρα της νεαρής από εδώ. Δεν ξέρουμε ακόμα για τον Χρηστία».
«Αυτό είναι κίνητρο για φόνο» είπε η Ιππαρχία.
«Αυτό λέμε κι εμείς, όμως δεν υπάρχει σήμερα αρχή για να γίνει η καταγγελία» είπε ο Ζείκρατος. «Εξάλλου πρέπει να βρούμε και τους δολοφόνους».
«Τι ξέρετε γι αυτούς;»
«Είναι μια ομάδα. Μάλλον πυθαγόρειοι ή ορφικοί ή μυστικιστές. Μόνο αυτοί μπορούν να δρουν συντονισμένα».
«Υποπτεύεσαι κάποιους;»
«Προς το παρόν είμαι στο σκοτάδι» είπε ο Ζείκρατος.
«Είσαι η Ιππαρχία, ε;» είπε η Νικάτα, «σε θαυμάζω!»
«Εγώ θαυμάζω τα νιάτα και το κουράγιο σου» είπε η Ιππαρχία. «Έχασες πατέρα, αλλά, είσαι εδώ. Δεν κλείστηκες σε τέσσερις τοίχους να μοιρολογείς στους θεούς και να κλαις».
«Η νεαρή είναι αξιοθαύμαστη» είπε ο Ζείκρατος.
«Θέλω να εκδικηθώ, όπως κι οι φίλοι του Ερμόδωρου» είπε η Νικάτα, «Ο πατέρας μου ήταν ο δάσκαλός μου στη φιλοσοφία και τη μουσική. Θα μου λείψει πολύ. Δεν μπορώ να μην κάνω κάτι».
«Δασκάλους θα βρεις κι άλλους, σημασία έχει να σου μάθουν την αρετή. Μην μετατρέψεις τον πόνο σε μίσος. Αυτό θα σου προσφέρει μόνο δυστυχία» είπε η Ιππαρχία.
Η Νικάτα δεν είπε τίποτε, αλλά, την θαύμασε. Ναι, είχε δίκιο. Ήταν εύκολο όταν μισείς να εισπράττεις δυστυχία. Με το μίσος δεν θα ελευθερωνόταν από το βάρος του θανάτου του. Αντίθετα, ίσως έτσι να μεγάλωνε την μιζέρια της ζωής της. Η κυνική Ιππαρχία είχε δίκιο. Η απώλεια του πατέρα της θα αναπληρωνόταν μόνο με τη λογική.
«Ποιος ζητά από εσάς αντίδοση;» ρώτησε η Ιππαρχία.
«Κάποιος Ονησίφιλος από την Παιανία».
«Τον
γνωρίζω» είπε
η Ιππαρχία. «Ένας
απατεώνας είναι και συχνάζει
με κάποιους ορφικούς ».
«Κι ο Ζωσιφάντης απατεώνας είναι» είπε ο Ζείκρατος.
«Κι είναι κι οι δυο φίλοι του Παρμίονα του Ακαμαντίδη» είπε η Ιππαρχία.
«Ο Παρμίων είναι από τον δήμο του Κεραμικού όπως κι ο Ζωσιφάντης» είπε ο Ζείκρατος. «Λες να έχουν κι άλλα κοινά στοιχεία μεταξύ τους όλοι αυτοί;»
«Θα δω» είπε η Ιππαρχία. «Ίσως ξέρει κάτι περισσότερο ο Κράτης».
Η Νικάτα είχε ακούσει την ιστορία της Ιππαρχίας. Είχε προτιμήσει να πάει με έναν πολύ μεγαλύτερό της άντρα που εκτιμούσε το μυαλό και την προσωπικότητά του. Προτίμησε την ελευθερία που θα της χάριζε από τα πλούτη ή τα νιάτα. Δεν μπόρεσε να αποφύγει την σύγκριση Κράτη και Ζείκρατου. Είχε κι εκείνη αισθήματα για τον Ζείκρατο, που ήταν μεγαλύτερός της αλλά της φερόταν με συμπάθεια κι ευγένεια. Έδειχνε πως την ήθελε σαν γυναίκα, αλλά, όχι μόνο σαν υποτακτική. Την έβλεπε σαν άνθρωπο, την βοηθούσε να γίνεται καλύτερη. Όσο κι αν ήταν μικρή η Νικάτα, ήξερε να ξεχωρίζει τους άντρες. Καταλάβαινε και ξεχώριζε αυτούς που την έβλεπαν αδιάφορα από εκείνους που την ποθούσαν με την πρώτη ματιά. Για τον Ζείκρατος ήξερε πως ανήκε στη δεύτερη ομάδα, αν κι ήταν συγκρατημένος και τρυφερός μαζί της. Όμως, κι εκείνη τον είχε συμπαθήσει. Δεν τολμούσε να σκεφτεί, βέβαια, πως θα έκανε κάτι παραπάνω μαζί του. Όμως, το ζωντανό παράδειγμα της Ιππαρχίας τής επέτρεπε να κάνει όνειρα.
«Άκουσα για τον Κράτη» είπε η Νικάτα στην Ιππαρχία. «Λένε πως είναι σοφός».
«Δεν ξέρω τι είναι «σοφός»» είπε η Ιππαρχία. «Ξέρω, όμως, ότι ο Κράτης ζει σοφά».
«Γι αυτό ζεις μαζί του;»
«Ναι, γι αυτό, παρά τη διαφορά της ηλικίας μας».
Η Ιππαρχία κοίταξε τον Ζείκρατο με βλέμμα γεμάτο υπονοούμενα. Εκείνος είχε πάψει να μιλά, μόνο προχωρούσε και τις άκουγε. Ένιωθε πως η ατμόσφαιρα ηλεκτριζόταν γύρω του κι απολάμβανε να ακούει.
«Ώστε, λες πως δεν έχει σημασία η διαφορά ηλικίας;» είπε η Νικάτα.
«Καμιά, σε διαβεβαιώνω» είπε η Ιππαρχία και κοίταξε πάλι λοξά τον Ζείκρατο.
Είχε καταλάβει πως κάτι «έπαιζε» ανάμεσα στη νεαρή και τον φίλο της. Εκείνη ήταν δεκαέξι κι εκείνος είχε διπλάσια χρόνια από αυτήν. Οι ψυχές και τα σώματα, σαν αδιάσπαστο σύνολο, δεν κοίταζαν ηλικίες. Προχώρησε μαζί τους νιώθοντας κι εκείνη κάτι από το όμορφο κλίμα μιας διάχυτης επιθυμίας. Ήταν κάτι που, ακόμα, δεν έχει προλάβει να εκφραστεί με τις λέξεις και, έτσι, έμενε μόνο στα υπονοούμενα. Συνοδευόταν κι από κάποιες αδέξιες κινήσεις που μαρτυρούσαν αμηχανία.
****************************
Οι αναρτήσεις με τις συνέχεια του μυθιστορήματος θα συνεχιστούν από την Δευτέρα 26/10 και τότε θα έχουμε το δεύτερο μέρος εκείνου του απογεύματος της 10ης Ιουνίου.