Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

26 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 26η

Η περιφορά της κηδείας οδεύει προς το πειραϊκό νεκροταφείο της Τραπεζώνας.

***************************************


(Απόγευμα της 10ης Ιουνίου 307 π.Χ.)

..................................

Η κηδεία είχε φτάσει στο Εμπορείο όταν, από τη Μακρά Στοά, εμφανίστηκε ο Φανοκράτης. Είχε αφήσει για λίγο σε έναν αντικαταστάτη την κληρωτίδα κι είχε έρθει να χαιρετίσει τον Καινέα και την Ολύνθια. Η κηδεία σταμάτησε εκεί για λίγο για να ξεκουραστούν εκείνοι που μετέφεραν τον νεκρό. Ο Μύρων ρώτησε τον Φανοκράτη να μάθει τι έλεγε ο κόσμος για την κατάσταση.

«Ο Δημοχάρης κι ο Στρατοκλής είναι μέσα σε όλα!»

«Συμφωνούν τώρα, ενώ σκοτώνονταν μέχρι χτες» είπε πικρόχολα ο Μύρων.

«Ο Δημοχάρης έχει αποδείξει την πίστη του στον δήμο» είπε ο Ζείκρατος. «Ο Στρατοκλής είναι ευκαιριακός κόλακας».

«Οι κολακείες αρέσουν στον Αντιγονίδη και σε όλους τους τυράννους» είπε ο Μύρων.

«Ο Στρατοκλής "βασιλιά" τον ανεβάζει, "σωτήρα" και “θεό” τον κατεβάζει» τόνισε ο Φανοκράτης.

«Άρχισε η κατάπτωση της Αθήνας» είπε ο Ζείκρατος. «Κανείς ποτέ δεν τόλμησε να κάνει τον “βασιλιά", και δίνουν τώρα τον τίτλο στον γιο του Αντίγονου!»

«Κοιτάξτε την πινακίδα» τους έδειξε ο Φανοκράτης.

Σε ένα πανί έγραφε: «ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΤΑΒΑΤΗ»

«Επειδή κατέβηκε εδώ ο ίδιος ο θεός! "Ο καταβάτης"!» κορόιδεψε ο Μύρων.

«Τι χάλια είναι αυτά; Τι γελοιότητα!» είπε η Ιππαρχία που τους πλησίασε.

«Θα μπλέξουμε με καινούριο φρούτο» είπε ο Ζείκρατος.

«Όμως επαναφέρει στ' αλήθεια τα πάτρια. Δείτε που η κληρωτίδα έπιασε πάλι δουλειά» είπε ο Φανοκράτης.

«Ακόμα κι αν έχει κάτι καλό στο μυαλό του ο γιος του Αντιγόνου, δεν θα το πετύχει. Θα τον αποτρελάνουν και θα τον διαφθείρουν οι κόλακες γύρω του» είπε η Κλεοτίμα.

«Με πρώτον απ' όλους τον Στρατοκλή» συμπλήρωσε η Ιππαρχία.

Ο Φανοκράτης έγνεψε στον Ζείκρατο.

«Ρώτησα για τον τρίτο νεκρό, τον Χρηστία».

«Βρήκες να του έχουν κάνει καταγγελία;»

«Ναι. Ο Δέξιππος το έψαξε και μου είπε ότι έχουν κάνει και σ' αυτόν την ίδια καταγγελία. Δεν έκανε την χορηγία που του είχαν αναθέσει και την έκανε ένας άλλος, ένας Λοξίας από τον Κεραμικό».

«Είχε μεγάλη περιουσία ο Χρηστίας;»

«Ο ίδιος είχε λίγα, όμως ήταν κληρονόμος ενός θείου του που έφυγε πρόσφατα και θα έπαιρνε όλη την κληρονομιά. Σ' αυτήν στοχεύει η καταγγελία».

«Δηλαδή για τρίτη φορά έχουμε τα ίδια χαρακτηριστικά στην δολοφονία. Είναι το ίδιο ακριβώς κίνητρο κι η μέθοδος» είπε ο Ζείκρατος. «Έχουμε να κάνουμε με μια συμμορία που διαθέτει δολοφόνους και προσβάσεις στο καθεστώς. Επιπλέον, δεν έχει καμιά πρωτοτυπία».

«Πρέπει να τους βρούμε» είπε ο Φανοκράτης.

Η πομπή ξεκίνησε πάλι. Αργά-αργά πλησίαζε προς τον χώρο με τα μνήματα, προς τον Τραπεζώνα. Θα έβγαιναν από την Πύλη των Μακρών Τειχών που ήταν δίπλα στο Αφροδίσιο, με τον ολάνθιστο κήπο και τις σκιές. Ο Μύρων έριξε το βλέμμα του στην Κλεοτίμα κι είδε ότι κι εκείνη του το ανταπέδωσε. Χτες, εδώ, είχαν πει κάποια λόγια που τώρα ξαναζωντάνευαν. Θα ήθελε να της πιάσει το χέρι και να της δώσει κουράγιο, αλλά θα ήταν απαράδεκτο. Κι εκείνη θα ήθελε να του μιλήσει όπως χτες και να τον ακούσει να την καθησυχάζει. Ηρεμούσε την ταραγμένη ψυχή και το μυαλό της με τον τρόπο του, όμως δεν ήταν τώρα η στιγμή για κάτι τέτοιο.

«Κλεοτίμα, πώς είσαι σήμερα;» τη ρώτησε ξαφνικά μια φωνή από δίπλα της διακόπτοντας τις σκέψεις της.

«Εριφύλη, εσύ;»

«Είμαι στην πομπή από την αρχή» της είπε η Εριφύλη «αλλά δεν ήθελα να σε ενοχλήσω. Ήρθα να σας δω κι εσένα και την Ιππαρχία».

«Αχ, κρίμα, δεν πρόλαβα να της μιλήσω ως τώρα» είπε η Κλεοτίμα. «Πάμε, όμως, να την βρούμε μαζί».

Έμειναν λίγο πιο πίσω. Πλησίασαν προς την Ιππαρχία, που ακολουθούσε την πομπή μόνη της και κάπως απόμακρη. Ήταν απορροφημένη από τις σκέψεις της.

«Από εδώ η Εριφύλη» την σύστησε η Κλεοτίμα, «κι από εδώ η Ιππαρχία».

«Σε ξέρω, σε έχω ακούσει σε ιεροτελεστίες κι επετείους» είπε η Εριφύλη στην Ιππαρχία.

«Ελπίζω να σου άρεσαν αυτά που άκουσες» είπε η Ιππαρχία.

«Σε θαυμάζω για ό,τι έχεις κάνει».

«Υπάρχει πρόβλημα» παρενέβη η Κλεοτίμα. «Η Εριφύλη έχει βρει τον άντρα των ονείρων της, Υπάνωρ λέγεται, και θέλει να φύγουν από την Αθήνα».

«Δεν σας αρέσει η πόλη του Περικλή;»

«Ο Υπάνωρ μου, έχει μπλέξει με ορφικούς. Θέλω να φύγουμε για να χάσουν τα ίχνη μας» εξήγησε η Εριφύλη.

«Χμ, με ορφικούς, ε; άσχημο μπλέξιμο!» είπε η Ιππαρχία. «Και πότε θέλεις να φύγετε;»

«Και αύριο, αν είναι δυνατόν!» είπε η Εριφύλη.

Η Ιππαρχία κι η Κλεοτίμα απόρησαν. Τους εξήγησε:

«Σας είπα ότι ο Υπάνωρ μου έχει μπλέξει. Τον έβαλαν να κάνει κάποιες τελευταίες βρομοδουλειές και τον θέλουν και σήμερα. Μετά ξεμπερδεύει μαζί τους».

«Και η βιασύνη;»

«Φοβάμαι ότι δεν θα τον αφήσουν ήσυχο. Πρέπει να φύγει αμέσως. Όσο πιο ξαφνικά φύγουμε τόσο πιο πιθανό είναι να μας χάσουν» είπε η Εριφύλη.

«Μην φοβάσαι καθόλου, καλή μου» της είπε η Ιππαρχία. «Θα φροντίσουμε να φύγετε, έστω και βιαστικά. Στο πατρικό του Κράτη στη Θήβα θα σας δεχτούν πρόθυμα. Θα φτιάξουμε μιαν επιστολή και θα σας την δώσουμε».

Η Εριφύλη ησύχασε κάπως.

«Μόλις τελειώσουμε με την κηδεία θα φτιάξει ο Κράτης την επιστολή. Μείνε ήσυχη» της επανέλαβε.

«Είστε πολύ καλές, με ανακουφίζετε» είπε η Εριφύλη.

«Πες μας όμως, Εριφύλη, γιατί άναψες την περιέργειά μου» της είπε η Ιππαρχία. «Τι ομάδα είναι αυτή που έμπλεξε τον άνθρωπό σου; Μήπως τους ξέρω;»

«Δεν τους ξέρω ούτε κι εγώ, δεν τους βλέπει κανείς. Ακόμα κι όταν είναι μπροστά στον Υπάνορα οι Μύστες φορούν μάσκες. Τους αποκαλεί "η οργάνωση". Έχουν γι αρχηγούς μιαν Ιέρεια, ένα Μύστη κι έναν Ιεροφάντη. Κάνουν καθαρμούς σε πεθαμένους για να μη τους βασανίζουν -λένε- τα αδικήματα που έκαναν όταν ζούσαν. Κάνουν κι εξορκισμούς. Με κάτι τέτοιες βλακείες κοροϊδεύουν τον κόσμο κι έμπλεξαν τώρα και τον Υπάνορα».

«Κι ο Υπάνωρ γιατί κάθεται με αυτούς;»

«Του αναθέτουν διάφορες δουλειές κι έτσι ο Υπάνωρ βγάζει κάποια χρήματα. Τα χρειαζόμαστε για να μπορέσουμε να φύγουμε».

«Ίσως έπρεπε να ψάξει αλλιώς για να βρει αυτά τα χρήματα. Πάντως, πολύ σωστά τα λες "βλακείες" αγαπητή μου Εριφύλη» συμφώνησε η Ιππαρχία. «Πες μου όμως, κάτι ακόμα. Μήπως ξέρεις ποιες ήταν αυτές οι "βρομοδουλειές", όπως τις είπες, που αναθέσανε αυτές τις μέρες στον Υπάνορα; Τι ήταν αυτό το τελευταίο που θα έκανε;»

«Δεν ξέρω, ξέρω μόνο ότι ήταν παράνομα πράγματα. Ο Υπάνωρ φοβόταν να τα κάνει αλλά φοβόταν και να αρνηθεί για να μην τον εκδικηθούν».

«Δηλαδή... τον εκβιάζουν;» απόρησε η Κλεοτίμα.

«Μην σου φαίνεται παράξενο, Κλεοτίμα» της είπε η Ιππαρχία. «Αυτές οι μυστικές οργανώσεις με τα μυστήριά τους στο τέλος εκεί καταλήγουν. Εκβιάζουν και παρασύρουν ο ένας τον άλλον σε παρανομίες».

«Τότε έχουμε ένα λόγο παραπάνω να ξεμπλέξουμε την φίλη μας και τον ερωμένο της».

«Θα το κάνουμε, μην ανησυχείτε».

Στην Πύλη των Μακρών Τειχών προς τους Θυμοιτάδες φαίνονταν οι βάσεις δυο σπασμένων αγαλμάτων. Ήταν και τα δυο του Δημήτριου Φαληρέα. Τα είχε σπάσει το πλήθος κατά τους πανηγυρισμούς μετά την απόβαση του άλλου Δημήτριου, του Ελευθερωτή. Κι άλλα αγάλματα του Φαληρέα στο Άστυ των Αθηνών είχαν γκρεμιστεί.

«Κοιτάτε εδώ! Δείτε την αποκαθήλωση του τυράννου» είπε ο Μύρων.

«Ο Φαληρέας δίδασκε τον λαό να ζει με λιτότητα και να μην ζητά πολλά, αλλά, ο ίδιος μεγάλωνε την περιουσία του. Απ’ την άλλη γέμιζε την πόλη με αγάλματα για να ικανοποιήσει την ματαιοδοξία του» είπε ο Ζείκρατος.

«Χρήμα και ματαιοδοξία!» είπε η Ιππαρχία.

«Πού να βρίσκονται τώρα οι κόλακες του Φαληρέα;» αναρωτήθηκε φωναχτά η Νικάτα.

«Εκπαιδεύονται για κόλακες του ελευθερωτή!» της είπε ο Ζείκρατος και κέρδισε ένα βλέμμα της γεμάτο θαυμασμό.

«Εγώ φεύγω προς τη Μακρά Στοά» είπε ο Φανοκράτης. «Πρέπει να γυρίσω πίσω στην κληρωτίδα».

«Πάρε αυτή την επιστολή για την Λάμψακο» του είπε ο Ζείκρατος και του έδωσε ένα πάπυρο. Ήταν τυλιγμένος καλά μέσα σε ένα δερμάτινο ρολό. «Φρόντισε να φύγει με ένα πλοίο που πάει προς τον Ελλήσποντο».

«Εντάξει. Κι εσείς ρίξτε ένα λουλούδι και για μένα στον Ερμόδωρο» είπε ο Φανοκράτης κι έφυγε με την επιστολή.

«Γράφεις στον Επίκουρο;» ρώτησε η Ιππαρχία.

«Ναι, του έγραψα χτες» της απάντησε ο Ζείκρατος.

«Δεν φοβάσαι μην απογοητευτεί;»

«Για μερικά χρόνια, τουλάχιστον, θα ζήσει η Αθήνα μια άνοιξη, Ιππαρχία. Θέλω να έρθει να την γευτεί. Ξέρω πόσο του λείπει η πόλη, ξέρω πόσο του λείπουμε όλοι εμείς».

«Καλώς να έρθει! Μακάρι να έρθει. Αυτοί οι άνδρες λείπουν από την Αθήνα» είπε η Ιππαρχία.

«Θα έρθει. Όσο ο δήμος θα έχει την εξουσία θα μπορέσει να φτιάξει κι εδώ έναν κήπο. Θα κάνει και για μας το ίδιο που έφτιαξε στη Λάμψακο για τους εκεί φίλους του».

Η Νικάτα τους κοίταζε παράξενα. Δεν γνώριζε τον Επίκουρο που είχε φύγει από την Αθήνα όταν εκείνη ήταν ακόμη μωρό παιδί. Καταλάβαινε πως τον εκτιμούσαν πολύ.

«Είναι φιλόσοφος» της είπε η Κλεοτίμα.

«Κι εγώ νόμισα πως ήταν κηπουρός!» είπε η Νικάτα κι όλοι γέλασαν με το αστείο της.

***************************************

Η συνέχεια αύριο Τρίτη 27/10