Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

21 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 21η

Η προετοιμασία της κηδείας προχωρά καθώς και οι προετοιμασίες για την φυγή κάποιων από την Αθήνα. Ένας δούλος μιλά με έναν απαστράπτοντα ηγεμόνα.

********************************

 


10η Ιουνίου 307 π.Χ. μεσημέρι

Ε' Τετάρτη φθίνοντος Θαργηλιώνος, μεσημέρι

..............................

«Τρίτος φόνος!» φώναξε ταραγμένος ο Φανοκράτης ενώ έμπαινε στο καπηλειό.

Εκεί περνούσαν την ώρα τους πίνοντας νερωμένο κρασί με λίγες ελιές, κρεμμύδια κι άρτο ο Ζείκρατος κι ο Μύρων. Ήδη ο ήλιος πλησίαζε στο πιο ψηλό σημείο του ορίζοντα. Ακόμα και στο νεκροκρέβατο του Ερμόδωρου οι επισκέψεις είχαν αραιώσει. Ετοιμάζονταν για την μεταφορά του νεκρού από το σπίτι προς το νεκροταφείο στον Τραπέζωνα. Η περιφορά θα γινόταν από τους δρόμους του Εμπορείου και της προκυμαίας του Πειραιά. Σε εκείνο το μέρος χτες είχε γίνει η απόβαση του Δημήτριου του Αντιγονίδη. Εκεί είχε μαζευτεί ο δήμος για να διακηρύξει την επαναφορά του πατρώου πολιτεύματος. Η ταραγμένη φωνή του Φανοκράτη τους αιφνιδίασε και τον ρώτησαν απορημένοι.

«Τι φόνος; Πότε; Πώς;»

«Το βράδυ αυτό. Λίγο μετά που έπεσε το σκοτάδι, σε ένα απόμερο σημείο στην Μελίτη του Άστεως. Ένας πολίτης, ο Χρηστίας, πέθανε από σταμάτημα της καρδιάς».

«Από τι;»

«Ξέρετε. Το είπαν σταμάτημα της καρδιάς, αλλά, τους είπα να προσέξουν τα άκρα και τον λαιμό του. Κοίταξαν και βρήκαν ίχνη από σχοινί και μελανιάσματα. Είναι ίδιος ο φόνος με τους δυο που γνωρίζουμε» είπε ο Φανοκράτης.

«Από πού ήταν αυτός ο Χρηστίας;»

«Ήταν εύπορος κι ανήκε στην Ερεχθηίδα φυλή. Ήταν από τον δήμο της Κηφισιάς».

«Εύπορος λοιπόν κι αυτός» παρατήρησε ο Μύρων.

«Δεν υπάρχει αμφιβολία» είπε ο Ζείκρατος. «Είναι ο τρίτος φόνος, σίγουρα από τους ίδιους δολοφόνους».

«Και το ίδιο κίνητρο;» αναρωτήθηκε ο Μύρων.

«Φανοκράτη, πήγαινε στον Δέξιππο και πες του τι έγινε. Ζήτησέ του να ερευνήσει αν έγινε καταγγελία για αυτόν τον Χρηστία. Αν ζητούν αντίδοση περιουσιών. Αν έγινε, μάθε ποιος την έκανε, εντάξει;» του είπε ο Ζείκρατος.

«Εντάξει, πηγαίνω» είπε ο Φανοκράτης.

«Φανοκράτη, περίμενε» είπε ο Ζείκρατος. «Έχω ζητήσει μια συνάντηση με τον Φαληρέα κι ανέλαβε να την κανονίσει ο Δέξιππος. Κοίτα τι έγινε και με αυτό».

«Εντάξει, αν και φοβάμαι ότι ο Δημήτριος θα έχει τώρα τους δικούς του μπελάδες».

Ο Φανοκράτης πήρε το άλογο του Ιάσονα για να πάει και να γυρίσει γρήγορα.

«Ανησυχώ» είπε ο Ζείκρατος. «Οι δολοφόνοι γυρνούν στην πόλη και συνεχίζουν να σκοτώνουν ενώ Ιάσων και Δάφνη έχουν εξαφανιστεί».

«Αυτό είναι το χειρότερο, δεν έχουμε ιδέα πού είναι και για ποιο λόγο εξαφανίστηκαν. Φοβάμαι πολύ τα χειρότερα» είπε ο Μύρων.

Ήρθαν ο Καινέας με την Κλεοτίμα και τους βρήκαν στο καπηλειό για να ζητήσουν τη βοήθειά τους. Η αναστάτωση στην πόλη προκαλούσε δυσκολίες στη διεξαγωγή της κηδείας. Έπρεπε να γίνει σε ήρεμο κλίμα, πράγμα δύσκολο, ιδιαίτερα στον Πειραιά, όπου είχαν γίνει όλα τα γεγονότα,

«Λέμε να περάσει η περιφορά από το Εμπορείο» είπε ο Καινέας. «Όμως εκεί είχε παρατάξει χτες τους οπλίτες του ο γιος του Αντιγόνου. Πρέπει να μάθουν τι θα γίνει και να μην μας ενοχλήσουν».

«Θα το κανονίσω εγώ» είπε ο Μύρων.

«Θα έρθω μαζί σου» είπε η Κλεοτίμα.

«Εγώ πάω στην Αθήνα» είπε ο Ζείκρατος. «Θα ψάξω να βρω τον Αγακάτη. Αυτός ο βάρβαρος θα ξέρει τις κινήσεις των Σκυθών. Ίσως, μάλιστα, να είναι ο ίδιος υπεύθυνος για την εξαφάνιση των φίλων μας».

«Κι εγώ θα επιστρέψω στον γιο μου» είπε ο δυστυχής Καινέας.

Ήταν περίεργο που έλειπαν μια ολόκληρη μέρα κι ένα βράδυ ο Ιάσων κι η Δάφνη. Να χαθούν δεν γινόταν, κανείς δεν χανόταν σε μια πόλη σαν την Αθήνα. Να έχουν πάει κάπου χωρίς να ειδοποιήσουν δεν γινόταν, εξ άλλου το άλογο του Ιάσονα ήταν εδώ. Δεν είχαν κατηγορηθεί για τίποτε, δεν ήταν στο δεσμωτήριο, δεν ήταν στα πατρικά τους σπίτια. Πού ήταν, λοιπόν; Γι αυτό ο Ζείκρατος ήθελε να μιλήσει με τον Φαληρέα ή, έστω, με τον Αγακάτη. Οι Σκύθες ήταν οι μόνοι που είχαν τη δύναμη και τα μέσα ώστε να επέμβουν με τέτοιο τρόπο. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να απαγάγει δυο ανθρώπους και να τους κρύβει από προσώπου γης.

............................................

Το να συζητά ελέφαντας με μυρμήγκι ήταν περίπου το ανάλογο με τη συζήτηση που γινόταν στο πλοίο του Αντιγονίδη. Από την μια ήταν ο Δημήτριος Ελευθερωτής, γιου του κυρίου της Ασίας Αντιγόνου. Ήταν ο κυρίαρχος των Αθηνών και των νήσων κι επικεφαλής ενός τεράστιου στόλου και στρατού. Από την άλλη, ο ταπεινός δούλος του -υπό απηνή διωγμό- τυράννου Δημήτριου Φαληρέα. Ο Θεόδωρος, ωστόσο, εκπροσωπούσε τον άνθρωπο που, τυπικά, θα παρέδιδε την πόλη ειρηνικά στον εισβολέα. Δεν είχε ανάγκη ο Αντιγονίδης την συναίνεσή του, όμως, μια εθελούσια υποταγή θα τον διευκόλυνε. Θα άφηνε την Μουνιχία στον Διονύσιο προσωρινά για να επέμβει στα Μέγαρα. Αν η Αθήνα παραδινόταν επισήμως, ο Διονύσιος δεν θα είχε δικαίωμα να κινηθεί. Έτσι θα μπορούσε να λείψει ο Δημήτριος χωρίς πρόβλημα στα μετόπισθεν.

Τους επίσημους πρέσβεις που έστειλε ο Φαληρέας, τους έστειλε στον στρατηγό Αριστόδημο. Του είπε να τους μιλήσει, να τους βεβαιώσει ότι δεν θα πάθαινε τίποτε ο Επιμελητής κι ύστερα να τους διώξει. Την ουσιαστική συζήτηση θα την έκανε ο ίδιος με τον Θεόδωρο. Δεν είχε την απαίτηση να τον δει να πέφτει μπρούμυτα για προσκύνημα, όμως δεν περίμενε και την αγέρωχη στάση του. Εξάλλου δούλος ήταν ένας αιχμάλωτος που είχε γλιτώσει, με την υποδούλωση, τη ζωή του.

«Χαίρε Δημήτριε Αντιγονίδη, θριαμβευτή των Αθηνών» είπε ο Θεόδωρος χαιρετώντας τον.

«Ο δήμος με ονομάζει "Ελευθερωτή"» είπε ο Δημήτριος.

«Ελεύθερη πόλη ήταν η Αθήνα. Αφού όμως οι Αθηναίοι σε θεωρούν ελευθερωτή, άρα πραγματικά είσαι!»

«Θεόδωρο σε λένε, ε; Από πού είσαι;»

«Ρόδιος, από την Ιαλυσό της δωρικής εξάπολης».

«Η Ρόδος είναι τώρα σύμμαχος του Πτολεμαίου» είπε ο Δημήτριος. «Τέλος πάντων, τι κάνει ο φιλόσοφος κυβερνήτης σου;»

«Σε χαιρετά και σε υποδέχεται με τιμή. Όσο για την υγεία του είναι καλά».

«Καλά; Τι καλά; Πώς είναι καλά με τον δήμο να ζητάει την κεφαλή του; Δεν είναι καλά. Χεσμένος επάνω του είναι!»

Ο Θεόδωρος δεν μίλησε.

«Θέλω να μου παραδώσει την πόλη σε αντιπροσώπους που θα του στείλω το απόγευμα».

Ο Θεόδωρος κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

«Θα μου παραδώσει και την Μουνιχία».

«Ο Διονύσιος ...;» πήγε να ρωτήσει ο Θεόδωρος.

«Θέλω την Μουνιχία στα χαρτιά. Μετά, εγώ ξέρω πώς θα ξετρυπώσω τον Διονύσιο από τη φωλιά του».

Ο Θεόδωρος και πάλι δεν μίλησε.

«Αν ο Φαληρέας κάνει αυτά που του ζητώ κι αφήσει όλη την περιουσία του δωρεά στην πόλη του, θα ζήσει. Εγώ θα εξασφαλίσω τη ζωή του».

«Κι ο δήμος ...;»

«Δική μου υπόθεση ο δήμος» είπε ο Δημήτριος. «Αρκεί ο Φαληρέας να μου πει πού θέλει να πάει».

«Στην Θήβα» είπε ο Θεόδωρος.

«Εντάξει, θα πάει στη Θήβα» απάντησε ο Ελευθερωτής. «Πήγαινε τώρα!»

«Και κάτι ακόμη» είπε ο Θεόδωρος.

Ο Δημήτριος απορημένος με το θράσος του που άκουσε το «πήγαινε» αλλά ήταν ακόμη εκεί, τον κοίταξε θυμωμένος.

«Ο δήμος θα στραφεί και εναντίον του Περιπάτου».

«Ενάντια στον Θεόφραστο θέλεις να πεις ..».

«Στον Θεόφραστο και στη σχολή του Αριστοτέλη. Θα θελήσουν να την κλείσουν».

«Ας φύγει για λίγο κι ο Θεόφραστος. Όσο για τη σχολή, κι αν ακόμη την κλείσουν, θα κανονίσω να συνεχίσει».

«Ο Θεόφραστος είναι ευγνώμων» είπε ο Θεόδωρος.

«Τον Περίπατο και τον Θεόφραστο θα τους χρειαστώ στο μέλλον, όχι όμως και τον Δημήτριο».

«Θα μεταφέρω τις θελήσεις σου, Ελευθερωτή»

«Θα πας μαζί του;»

«Δεν έχω άλλη επιλογή» είπε ο Θεόδωρος,

«Είσαι ακόμη δούλος του ή σε έχει ελευθερώσει;»

«Δεν με είχε σαν δούλο του ποτέ, ούτε για μια στιγμή» είπε ο Θεόδωρος. «Πολλές φορές μου το έχει υπενθυμίσει ότι είμαι ελεύθερος».

«Καλά το κατάλαβα ότι είσαι ο μόνος φίλος που έχει εδώ στην Αθήνα» είπε ο Δημήτριος. «Δεν έχω δει να μισούν άλλον τόσο όσο αυτόν».

«Οι Αθηναίοι, όπως όλοι οι Έλληνες, είναι ταυτισμένοι με τον δήμο. Όποιος τους στερήσει την ελευθερία τους γίνεται αμέσως εχθρός».

Ο Δημήτριος ήξερε αυτή την εμμονή των Ελλήνων με την δημοκρατία. Επέμεναν να διαλέγουν τους αρχηγούς τους με κλήρο, όχι τους άξιους αλλά τους τυχαίους. Αυτός εδώ ο δούλος όμως, είχε σωστή κι ουδέτερη κρίση, καλά θα έκανε λοιπόν να τον ρωτήσει, σκέφτηκε.

«Εσύ, δούλε, τι βλέπεις; Λες να μπορούν κάποτε να με αγαπήσουν οι Αθηναίοι;»

«Το έκαναν ήδη!»

«Δηλαδή;»

«Σε είπαν “ελευθερωτή” ενώ γνωρίζουν ότι όσα κάνεις είναι για το συμφέρον του πατέρα σου. Όλα γίνονται για τον πόλεμό του με τον Κάσσανδρο. Σε λένε βασιλιά ενώ σκούζουν για την ισοκρατία όπου δεν υπάρχουν βασιλιάδες. Θα αργήσουν νομίζεις να σε πουν και θεό;»

«Και τι νομίζεις ότι τους εντυπωσίασε σε μένα;»

«Τα ξέρεις. Φέρνεις δημοκρατία, στάρι, ξυλεία, διώχνεις τον Φαληρέα, τους δίνεις την Ίμβρο».

«Πέρα από αυτά. Δεν ρώτησα να μου πεις αυτά που ξέρω. Τι τους κάνει να παραβλέπουν τη σκοπιμότητά μου και το ότι είμαι ξένος σε αυτή την πόλη;»

«Είσαι νέος, όμορφος και δυνατός. Είσαι ο ήρωας του μύθου που χρειάζονται τώρα που έχασαν την παλιά τους αίγλη. Γι αυτό σε αποθεώνουν. Όταν ο Αλέξανδρος, ο κατακτητής του κόσμου, τους ζήτησε να τον πάρουν για θεό, γέλασαν και τον πήραν στο ψιλό. Από τότε καταστράφηκαν πολλές φορές κι οι Αθηναίοι έπαψαν να γελούν εύκολα. Αν είναι να τους δώσεις στάρι και πλοία, ας είσαι και θεός. Δεν τους πειράζει πια, δεν θα γελάσουν».

Αυτά είπε ο Θεόδωρος κι έκανε να φύγει. Πρόσθεσε, όμως, και την τελευταία κουβέντα.

«Όμως δεν θα κρατήσουν πολύ. Σύντομα θα δουν πως δεν αποφασίζουν οι ίδιοι και θα αρχίσουν πάλι τις φωνές».

«Μα σκοπεύω να αφήσω ελεύθερο το πολίτευμά τους να λειτουργήσει» είπε ο Δημήτριος.

«Σκοπεύεις το αδύνατο» είπε ο Θεόδωρος.

«Αδύνατο; Γιατί αδύνατο;»

«Γιατί ισοκρατία και ισονομία σημαίνει αυτό που λένε οι λέξεις. Να έχουν όλοι την ίδια δύναμη και να είναι όλοι ίσοι απέναντι στους νόμους. Πώς μπορεί να γίνει αυτό με σένα που θέλεις να είσαι βασιλιάς;»

Η κουβέντα κόπηκε εκεί. Ο γιος του Αντίγονου απέμεινε μόνος να σκέφτεται τα λόγια που είχε ακούσει. Ήταν ευτυχής μέχρι στιγμής, όμως η κουβέντα με τον Θεόδωρο τον άφησε με μια γεύση απογοήτευσης. Ήθελε να τον αναγνωρίσουν εδώ στην Αθήνα, την πόλη της φιλοσοφίας και της ελευθερίας, την πιο όμορφη του κόσμου. Οι Αθηναίοι τον είχαν δεχτεί με τιμές, κι αυτός απολάμβανε να τους δίνει γενναιόδωρα ό,τι ζητούσαν. Σαν να κερνούσε κρασί και να του έλεγαν όλοι «ευοί, ευάν». Η ευτυχία που ένιωθε ήταν πραγματική, αλλά, μάλλον δεν θα είχε διάρκεια, του είχε πει ο δούλος. Ε, λοιπόν, ας έλεγε ό,τι ήθελε, δεν ήταν δα και μάντης!

Ο δούλος όμως ήξερε τι έλεγε. Ο γιος του Αντίγονου ήταν ένας ακόμη νεαρός, ισχυρός από χαρισμένη δύναμη, που είχε τον κόσμο στα πόδια του. Θα απολάμβανε τις στιγμές. Θα γλεντούσε με τις γυναίκες και τις ηδονές που είχε να του δώσει αυτή η πόλη. Θα έβλεπε τα αγάλματά του να σηκώνονται παντού. Ίσως να του έφτιαχναν κατοικία πάνω στην Ακρόπολη, όπως άκουσε χτες να ψιθυρίζεται. Ίσως να του έδιναν για το κρεβάτι του τις κόρες τους. Στο τέλος όμως θα τον έκαναν εχθρό τους. Δεν είχαν τον εξοστρακισμό σαν όπλο για να απαλλαγούν, όπως είχαν κάνει με τον Αριστείδη ή τον Θεμιστοκλή. Θα τον αποκαθήλωναν, όμως, με μίσος όπως απαλλάσσονταν τώρα απ’ τον άλλο Δημήτριο, τον Φαληρέα.

Στον Πειραιά είχαν κιόλας γκρεμίσει τα είδωλα του. Με αυτά είχε γεμίσει την πόλη για να δοξάζεται στους αιώνες ο Επιμελητής. Οι «αιώνες» είχαν κρατήσει δέκα χρόνια, όσα κι η εξουσία του. Γκρεμίζονταν οι προτομές του και τα χάλκινα ή μαρμάρινα αγάλματα σε όλη την Αθήνα. Τον εκδικούνταν για τα ψέμματα που τους είχε πει. Ο Δημήτριος Φαληρέας που διακήρυσσε τη λιτότητα σαν αρετή, είχε γεμίσει την πόλη με άψυχα αντίγραφά του. Ζούσε βίο υπερπολυτελή, με γυναίκες, σπίτια, πλούτη κι ανέσεις κι η λιτότητα ήταν για τους άλλους. Τώρα τα αγάλματά του έσπαγαν και τα σπίτια πήγαιναν στον δήμο ή στην Ευρυδίκη. Οι γυναίκες μεταφέρονταν βιαστικά στα δωμάτια του άλλου Δημήτριου, του Ελευθερωτή. Τα πλούτη του όλα ανταλλάσσονταν μισοτιμής με μιαν ασφαλή μετάβασή του στην εξορία.

Είχε ζήσει πολλά χρόνια κι είχε δει πολλά γεγονότα στη ζωή του ο Θεόδωρος. Είχε ζήσει τον Ρόδιο Μέμνονα που πολέμησε κόντρα στον Αλέξανδρο στον Γρανικό ποταμό. Εκεί ο Θεόδωρος είχε πιαστεί αιχμάλωτος. Είχε δει τους διαδόχους, του Αλέξανδρου, τον Αντίπατρο, τον Πολυπέρχοντα και τον Κάσσανδρο να πολεμούν. Τελευταία είχε δει κι είχε ζήσει από κοντά τον Φαληρέα, τον λιγότερο πολεμικό ηγέτη από όλους. Το πρόσωπο της εξουσίας ήταν παντού το ίδιο, αλαζονικό και τραγικό μαζί. Κάτι ήξεραν αυτοί οι Αθηναίοι με την τόσο μεγάλη εμμονή τους στην ισοκρατία.

«Ό όχλος δεν μπορεί να κυβερνήσει σοφά» του έλεγε ο Φαληρέας συμφωνώντας με σπουδαίους προλαλήσαντες

Ήταν ο Αριστοτέλης, ο Πλάτων κι ο ίδιος ο Σωκράτης που συμφωνούσαν μαζί του.

«Με ποιον άλλο τρόπο μπορεί να κυβερνά ο δήμος, οι πολλοί;» τον ρωτούσε ο Θεόδωρος.

«Θα φτιάξουμε την Πολιτεία, το τέλειο πολίτευμα. Θα κυβερνούν οι πολλοί αλλά θα ελέγχουν οι άριστοι. Έτσι είπε ο Αριστοτέλης» επέμενε ο Δημήτριος.

«Εσύ ξέρεις, Δημήτριε» απαντούσε ο Θεόδωρος.

Τον είδε να φτιάχνει μια Αθηναίων Πολιτεία, όπου στο τέλος όλοι τον είχαν για τύραννο κι εύχονταν τον θάνατό του. Κι ας είχε φέρει οικονομική ευμάρεια, κι ας είχε σύμβουλους του τον Θεόφραστο με τον Περίπατο. Εύχονταν κι εκείνου τον χαμό. Ο Θεόδωρος ήξερε πως κάτι διέφευγε από τους σοφούς. Αυτό που δεν υπολόγιζαν ήταν ότι οι πολίτες ήταν πραγματικά ίσοι μεταξύ τους, είτε σοφοί, είτε μαραγκοί ή μαρμαράδες. Αυτό, οι σοφοί κι οι «άριστοι» το έλεγαν θεωρητικά αλλά ποτέ δεν το είχαν πραγματικά και κατά βάθος αποδεχτεί. Γι αυτό νόθευαν το πολίτευμα που θεωρούσαν ιδανικό. Κατέληγαν να συμβουλεύουν τυράννους και να γίνονται κι οι ίδιοι μισητοί από τον δήμο. Έφτασαν ακόμη και να καταδικάζονται όπως είχε γίνει παλιότερα με τον Σωκράτη.

Ο Θεόδωρος είχε διαμορφώσει μιαν άλλη γνώμη. Μόνη λύση ήταν η εναλλαγή όλων ανεξαιρέτως των πολιτών σε όλες τις θέσεις εξουσίας. Για μια μόλις ημέρα βασιλιάς, για ένα μόλις μήνα στρατηγός, για ένα χρόνο βουλευτής ή δικαστής. Ποτέ ξανά ένας πολίτης στο ίδιο αξίωμα. Με κλήρωση, βέβαια, για να είναι η εξουσία κτήμα των πολιτών. Ας αποφασίζουν οι θεοί στην τύχη ποιος θα πάει πού. Αυτό έλεγε η δημοκρατία. Αντίθετα, με την εκλογή έβγαιναν πάντα οι ίδιοι. Συνήθως οι πλούσιοι και, κυρίως, όσοι είχαν κάνει εξυπηρετήσεις στους ψηφοφόρους. Έβγαιναν και μορφωμένοι που ξεγελούσαν τον κόσμο. Μια ολιγαρχία εκλεγόταν συνεχώς η ίδια κι η ίδια. Φρόντιζε τα συμφέροντά της και την διαιώνιση της παρουσίας κι εξουσίας της, κι όχι για την πόλη.

«Μόνον στο πολίτευμα των Ελλήνων ο πολίτης όχι μόνο αποφασίζει, αλλά και κυβερνά. Μόνο εδώ ο άνθρωπος νιώθει κι είναι ελεύθερος. Γι αυτό μόνο εδώ έχει γίνει αυτό που όλοι εκτιμούν κι θαυμάζουν» σκεφτόταν ο Θεόδωρος.

Ο πρώην ελεύθερος Ρόδιος πολίτης ήταν τώρα δούλος αλλά και φίλος του επιμελητή Αθηνών. Ζούσε στην Αθήνα κι έβλεπε με λύπη του το τέλος του θαυμαστού πολιτεύματος.

«Δυστυχώς, αυτά τελείωσαν» συνέχιζε την σκέψη του. «Έχει έρθει η ώρα των μεγάλων κρατών, που έχουν πόρους και φτιάχνουν πολυάριθμους στρατούς».

Αυτή ήταν, δυστυχώς, η αλήθεια. Τα μεγάλα κράτη ήταν που κυριαρχούσαν. Οι Πέρσες στην ανατολή, ο Φίλιππος κι οι Ρωμαίοι στον Βορά, η Καρχηδόνα στην δύση. Αυτοί απειλούσαν, εδώ και χρόνια, την ελευθερία των πόλεων κι είχαν καταφέρει να την καταργήσουν. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, πριν από τριάντα χρόνια, η δημοκρατία δεν είχε επιζήσει. Βασιλείς κι αριστοκράτες κυβερνούσαν τις πόλεις, κι είχαν εγκατασταθεί φρουρές μακεδονικές. Οι Αθηναίοι ήλπιζαν πως θα ζούσαν ξανά το αρχαίο κλέος τους. Για τον Θεόδωρο ήταν ολοφάνερο πως για μια φορά ακόμη, απλά, εμπαίζονταν. Αυτός ο νέος Δημήτριος, ο Ελευθερωτής, θα τους απογοήτευε το ίδιο όπως κι ο άλλος, ο φιλόσοφος.

********************************

Αύριο, Τρίτη, η συνέχεια