Τρεις φίλοι απάντησαν θετικά στη χτεσινή
μου ανάρτηση ζητώντας το βιβλίο ή την συνέχεια της ιστορίας. Τρεις στους
τριακόσιους παραλήπτες της ανάρτησης δεν είναι πολλοί, δεν είναι όμως και λίγοι.
Σίγουρα εκφράζουν μια επιθυμία περισσοτέρων. Γι αυτό και θα αναρτήσω σήμερα τη
συνέχεια της ιστορίας, στην ουσία αυτά που συνέβησαν στις 9 Σεπτεμβρίου στη
Λευκωσία του 1570, σαν σήμερα, γιατί σήμερα έχουμε 9 Σεπτεμβρίου. Η διαφορά
είναι ότι τώρα έχουμε Τρίτη ενώ εκείνη η 9η Σεπτέμβρη ήταν Σάββατο. Ήταν η μέρα
που έπεσε η Λευκωσία. Ο ήρωάς μου μάχεται στις επάλξεις και ζει τα γεγονότα
προσωπικά.
Είμαστε λοιπόν στο 8ο κεφάλαιο του
βιβλίου μου “Δον Χουάν Ηρακλείδης” που βρίσκεται στις διορθώσεις. Και το
δεύτερο απόσπασμα από αυτό το κεφάλαιο που αποτελεί τη συνέχεια της χτεσινής
αφήγησης είναι:
σκίτσο του 16ου αι. |
Ο θανάσιμος κίνδυνος παραμόνευε έξω από τα τείχη και απειλούσε να μας αφανίσει. Φοβόμουν για τη Διονυσία και τη Δηιάνειρα. Ακόμα κι αν χανόμουν εγώ, ήξερα πως οι δυο τους θα είχαν την προστασία των φίλων κι αδελφών μου. Θα τους έλειπα αλλά θα τα κατάφερναν να ζήσουν χωρίς εμένα. Δεν ίσχυε όμως το αντίστροφο. Αν χάνονταν εκείνες, εγώ δεν ήξερα ούτε αν θα τα κατάφερνα, ούτε και αν ήθελα να τα καταφέρω. Μια απελπισία με έπιασε με αυτές τις σκέψεις.
-Μη
στεναχωριέσαι φίλε μου, με παρηγόρησε μια φωνή, και να ελπίζεις
Ήταν
ο Φρα-Άντζελο Καλέπιο[i], ο Ιταλός
Δομινικανός μοναχός με τον οποίο είχα γίνει φίλος. Γνώριζε προσωπικά τον Φραγκίσκο,
πριν γίνει καρδινάλιος, κι οι συζητήσεις μας θεολογικές ή φιλοσοφικές ή ακόμα και
ιστορικές είχαν πολύ ενδιαφέρον.
-Πως
θα μπορούσα να είμαι χαρούμενος Άντζελο; του είπα
-Δεν
είπα να είσαι χαρούμενος, μόνο να ελπίζεις, αυτό είπα, μου ψιθύρισε
Δεν
μου ζητούσε και πολλά, έτσι κι αλλιώς ελπίδες είχαμε σχεδόν όλοι, έστω και λίγες.
-Εσύ
σε τι ελπίζεις Φρα-Άντζελο; τον ρώτησα
-Στο
Θεό … στον Πάπα … και στη Βενετία …, μου απάντησε
Στην
Πύλη είχαν χαμηλώσει οι φωτιές και σε λίγο, όσοι δεν είχαμε σκοπιά, θα πέφταμε
για ύπνο. Κάθισα σε μια γωνιά κοντά στον Φρα Άντζελο. Ήταν κληρικός της
καθολικής εκκλησίας αλλά περισσότερο ήταν ένας διανοούμενος. Κρατούσε μανιωδώς
σημειώσεις για τα πάντα και θα έλεγε κανείς ότι αν ήταν να διαλέξει ανάμεσα στη
ζωή του ή στις σημειώσεις του θα διάλεγε εκείνες. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι
ο Θεός κι η Βενετία μας είχαν εγκαταλείψει στη μοίρα μας.
-Φρατέλο,
τι έγραψες για τη σημερινή μέρα; τον ρώτησα
-Την
άφησα κενή. Έγραψα μόνο ότι αύριο δίνουμε τη μητέρα όλων των μαχών εδώ στη Λευκωσία,
και ... η αλήθεια είναι ότι φοβάμαι
-Δεν
έχεις άδικο, του είπα, κι εγώ φοβάμαι
-Ώστε
φοβάσαι κι εσύ, λοιπόν, ε; έκανε έκπληκτος καθώς εξωτερικά κατάφερνα πάντα να
δείχνω ψύχραιμος και ανέκφραστος
-Όχι
τόσο για τον εαυτό μου, του είπα, όσο για τη Διονυσία και τη μικρή
-Δεν
είναι στον καθεδρικό ναό; μην ανησυχείς, εκεί δεν έχουν φόβο, με καθησύχασε
-Κάπως
με καθησυχάζει ότι τις έχει υπό την προστασία του ο Λογαράς, είπα
-Αυτό
το φιλότουρκο σκυλί; έκανε ο Καλέπιο
-Δεν
τον συμπαθείς καθόλου, ε;
-Μα
είναι από τους ορθόδοξους κληρικούς που κρατάνε όπλα κάτω από τα ράσα τους!
-Όλοι
κρατάμε τώρα όπλα, του είπα
-Ναι
… τα κρατάμε όμως για τους Τούρκους, αυτά τα σκυλιά είναι έτοιμα να ρίξουν και
σε χριστιανούς, ειδικά εμάς, τους Λατίνους, μας έχουν βάλει στο μάτι!
-Δεν
είναι έτσι ο Λογαράς, είναι πατριώτης, του είπα
-Ποιανής
πατρίδας όμως; αναρωτήθηκε ο Καλέπιο, μήπως της πατρίδας του της Τουρκίας; πάντως
της Βενετίας δεν είναι
-Ίσως
είναι της Γραικίας, του είπα εγώ
-Γραικία
δεν υπάρχει λοχαγέ!
-Υπάρχει
στις καρδιές μας αδελφέ! κι ύστερα … που ξέρεις, μπορεί να υπάρξει κι αυτή σαν
κράτος σύντομα, του είπα αινιγματικά
-Θα
μας επιτεθούν αύριο, ε; είπε ανήσυχος χωρίς να απαντήσει στον υπαινιγμό
-Ναι,
… κι αν δεν το κάνουν αύριο, θα επιτεθούν την Κυριακή. Ήρθαν ενισχύσεις από τον
Πιαλή και τον Αλή πασά και είναι τώρα πανέτοιμοι
-Τι
λες; θα τους αποκρούσουμε;
-Θα
το παλέψουμε! του είπα, κι αν είμαστε τυχεροί… και ….γενναίοι, και είμαστε και
λίγο …έξυπνοι… τότε ίσως!
-Αν
βοηθήσει ο Κύριος, είπε ο πιστός καθολικός
-Ποιον
πιστεύεις ότι θα βοηθήσει περισσότερο ο Θεός, εμάς ή εκείνους;
-Τι
δουλειά έχει ο Θεός να βοηθήσει τους άπιστους;
-Τον
ίδιο θεό έχουμε με τους Μουσουλμάνους, μην το ξεχνάς, του είπα
Με
κοιτούσε σκεπτικός χωρίς να με αποπαίρνει
-Ο
Αλλάχ των Οθωμανών, συνέχισα εγώ, δεν είναι ο ίδιος με τον Θεό που έδωσε τις
δέκα εντολές στον Αβραάμ; ξεχνάς ότι κι ο Μωάμεθ προφήτης του ίδιου θεού είναι;
-Τι
θες να πεις; μου είπε κάπως απότομα ο Φρα-Άντζελο
-Είναι
λίγο μπερδεμένο, ποιόν από τους δυο θα βοηθήσει ο Θεός! Γι αυτό σε ρώτησα φρατέλο,
ποιους θα προστατέψει περισσότερο; αυτούς ή εμάς;
-Όπως
το θέτεις … η αλήθεια είναι ότι … στον ίδιο Θεό πιστεύουμε όλοι …
Αμέσως
όμως, σαν να ξύπνησε, αποτάσσοντας μετά βδελυγμίας την αμαρτία της παραδοχής,
τα αρνήθηκε όλα.
-Γι
αυτό είστε αιρετικοί και άπιστοι εσείς οι Ορθόδοξοι, μου είπε, στο τέλος
πιστεύετε ότι έχετε την ίδια θρησκεία και τον ίδιο θεό με τον μουσουλμάνο και
γίνεστε ένα μαζί του, κυκλοφορείτε με τα όπλα κάτω από τη μασχάλη για να σφάξετε
εμάς και να τα βρείτε με τον Οθωμανό
-Φοβάσαι
από μένα φρατέλο; τον ρώτησα περιπαιχτικά
-Όχι
βέβαια φίλε μου, είπε ο Φρα-Άντζελο χτυπώντας μου τον ώμο, ξέρεις πόσο σε
εκτιμώ και αναγνωρίζω ότι οι Γραικοί εδώ, παρ’ όλο που έχουν υποφέρει πολύ από
τους Βενετούς ωστόσο, πολεμούν σκληρά! μερικοί πολεμάνε σαν λιοντάρια … όμως
κάποιοι φανατικοί συμπαθούν πιο πολύ τον Οθωμανό από τον Λατίνο
-Ο
Γραικοί είναι αδέλφια με τους Ιταλούς, του είπα, ο πολιτισμός μας ήταν κοινός
από τα αρχαία χρόνια, εξ άλλου κι εμείς Ρωμιοί είμαστε, δηλαδή Ρωμαίοι
-Μακάρι
να σκέφτονταν έτσι όλοι οι Γραικοί, μου είπε, γιατί πολλούς από εσάς τους
αιρετικούς, τους έχει φοβηθεί το μάτι μου
Ο
μακρινός θόρυβος από τα τύμπανα των Τούρκων που ακουγόταν μέσα στη νύχτα δεν σε
άφηνε να ξεχαστείς ούτε για μια στιγμή. Μου θύμιζαν τη Μάλτα κι ανατρίχιαζα.
-Ανησυχώ
λοχαγέ, οι φωνές τους ακούγονται όλο πιο πολύ και είναι ενθουσιώδεις
-Σκέφτονται
τα λάφυρα που θα κερδίσουν αν μας κάμψουν αύριο
-Θα
έπρεπε να γίνει μια προσπάθεια συνθηκολόγησης με όρους, είπε
-Μας
έδινε ο Λαλά Μουσταφά όρους πριν από δέκα μέρες, τι κάναμε;
-Μα,
ήταν πραγματικοί όροι ή ήταν πρωτοβουλία κάποιων γενίτσαρων;
-Δεν
είναι άτακτος στρατός απέναντί μας φρατέλο, σου θυμίζω ότι οι όροι μας δόθηκαν
την ημέρα της ανακωχής και εμείς απαντήσαμε με ένα περήφανο όχι, κι ας μην
ξέρουμε ούτε ποιος αποφάσισε αυτό το «όχι», ούτε ποιος έδωσε την απάντηση ούτε
και το γιατί, όμως τώρα είναι μάλλον αργά πια!
-Ποτέ
δεν είναι αργά για να αποφευχθεί ένας πόλεμος και μια καταστροφή
-Δεν
έχουμε ηγεσία φρατέλο! του φώναξα, δεν το έχεις καταλάβει ακόμα;
-Το
έχουμε καταλάβει όλοι, είπε στεναχωρημένος. Δυστυχώς μείναμε με αυτόν τον
άχρηστο και επικίνδυνο τύπο, κι ο Θεός να μας φυλάξει!
Μεσολάβησε
μια σιωπή. Ήμασταν νηστικοί βρώμικοι και ταλαιπωρημένοι και γεμάτοι με οργή για
όλους και για όλα. Ο Άντζελο διέκοψε τη σιωπή.
-Το
ξέρεις ότι ο Ντάντολο έφυγε απ’ την Πύλη της Αμμοχώστου; μου είπε
-Και
που πήγε; ρώτησα έκπληκτος
-Πήγε
στο παλάτι για να φτιάξει επιστολή προς τον Λαλά Μουσταφά. Θα του ζητήσει όρους
για να του παραδώσει την Λευκωσία ειρηνικά
-Δεν
είναι λίγο αργά πια; δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε αυτό τώρα, πρέπει να τους
αποκρούσουμε και μετά … βλέπουμε για επιστολές…
-Το
κατάλαβε έστω και αργά πως η Λευκωσία πρέπει να παραδοθεί, είπε ο Άντζελο
-Μακάρι
να μην είναι πολύ αργά, ευχήθηκα εγώ
-Πηγαίνω
να ξαπλώσω λίγο, μου είπε, αύριο θα έχουμε πολλή δουλειά, και … πρέπει να
έχουμε δυνάμεις, καληνύχτα Γραικέ, κοίταξε όμως να κοιμηθείς κι εσύ
-Καληνύχτα
φρατέλο, του είπα, εγώ θα μείνω για λίγο ακόμα εδώ
Η
νύχτα αυτή του Σεπτέμβρη ήταν γλυκιά. Ήταν όμορφη μέρα για να γεννηθεί κανείς
αλλά εξ ίσου όμορφη και για να πεθάνει, όμορφη για πρώτη μέρα του ανθρώπου,
όμορφη και για τελευταία. Πολλοί θα άφηναν αύριο τον μάταιο τούτο κόσμο, Έτρεμα
με τη σκέψη και μόνο πως θα μπορούσαν να είναι οι δυο αγαπημένες μου. Ο θάνατος
του Ιάκωβου μου είχε προκαλέσει προβλήματα ψυχικής ισορροπίας, πως θα μπορούσα
τώρα να αντέξω την απώλεια είτε της γυναίκας που αποτελούσε τον κόσμο μου και
το παρόν μου εδώ και χρόνια είτε της μικρούλας Δηιάνειρας που αποτελούσε το
μέλλον και την χαρά μου; Δεν θα άντεχα να ζω ούτε για μια στιγμή χωρίς αυτές
τις δυο. Δεν ένιωθα καλά με αυτές τις σκέψεις. Αισθάνθηκα πάλι ανυπόφορα.
Αναζήτησα λίγο κρασί για να αλλάξω σκέψεις και διάθεση. Χωρίς να το καταλάβω
αποκοιμήθηκα πάνω στο χώμα με το χέρι μου για μαξιλάρι.
Τα
όνειρά μου ήταν μια εναλλαγή από παράδεισους και εφιάλτες. Με κεντρικούς ήρωες
τη μικρή μου κόρη, την αγαπημένη μου γυναίκα, τον φίλο μου Ιάκωβο, τους
ξεχασμένους μου γονείς αλλά και τον χοντρό Σπαχή στην Κερασούντα, έζησα μέσα σε
αυτά τα σύντομα όνειρα τα πάντα. Με είδα στην ελεύθερη πια Ελλάδα να βρίσκομαι
μαζί με τον φίλο μου Ιάκωβο Ηρακλείδη Βασιλικό πάνω στην Ακρόπολη του Περικλή,
ύστερα είδα την κηδεία των γονιών μου και ξαφνικά πετάχτηκα πάνω τρέμοντας από
την αγωνία μου καθώς η μικρή μου Δηιάνειρα έπεφτε από τα τείχη της Κερασούντας.
Ξανακοιμήθηκα και είδα την Διονυσία κι εμένα να παντρεύουμε την όμορφη κόρη μας
σε μια καταπράσινη βουνοπλαγιά της Πίνδου κι ύστερα είδα τη Διονυσία να βογκάει
βαριά πληγωμένη στους βομβαρδισμούς της Μάλτας και να αιμορραγεί στην αγκαλιά
μου και μετά είδα τον … Δον Κάρλος τρελό και αλαφιασμένο να με συντροφεύει σε
περιπάτους μακρινούς, πέρα από τη Μεσόγειο, τις μάχες και τους σκοτωμούς, μέχρι
που μια θηλιά στο λαιμό μας κρέμαγε αυτόν και άφηνε εμένα κατάπληκτο να ξυπνάω τρομαγμένος
και ιδρωμένος.
Κι
όταν κουρασμένος και αποκαμωμένος βυθίστηκα για λίγο σε έναν καινούριο ύπνο,
σκοτεινό, βαθύ και δίχως όνειρα πια, τότε ακούστηκε ένας τρομερός βρυχηθμός από
χιλιάδες όπλα και εκατοντάδες κανόνια που εκπυρσοκρότησαν μονομιάς. Η νύχτα
έγινε μέρα και ξεκίνησε η μεγάλη επίθεση των Τούρκων. Αν και ξημέρωνε νωρίς τις
πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, η επίθεση άρχισε όταν ακόμα το σκοτάδι μας τύλιγε
και πολύ πριν φέξει η αυγή. Με το φοβερό βουητό πεταχτήκαμε όρθιοι, αρπάξαμε τα
όπλα και τρέξαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε στις πολεμίστρες.
Για
δυο -τουλάχιστον- ώρες τα κανόνια τους μας χτυπούσαν προσπαθώντας να μας κάνουν
κόσκινο. Κάθε μπομπάρδα που περνούσε ψηλά και κατευθυνόταν προς τον καθεδρικό
ναό του Πέτρου και του Παύλου με έκανε να τρέμω. Εκεί βρίσκονταν η Διονυσία κι
η Δηιάνειρα και αν μια τέτοια μπομπάρδα χτυπούσε τον ναό κανείς δεν ξέρει ποιες
θα ήταν οι συνέπειες. Τα αυτιά μας βούιζαν, άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους από τη
μια στιγμή στην άλλη, οι απώλειες πλήθαιναν, η νύχτα είχε γίνει μέρα και τα
κανόνια συνέχιζαν να χτυπούν.
Η
μάχη εκείνο το Σαββατιάτικο πρωινό ήταν σκληρή. Ήταν η πιο σκληρή επίθεση από
όλες τις προηγούμενες δεκατέσσερις επιθέσεις που είχαμε αποκρούσει. Τα στίφη
των επιτιθεμένων έρχονταν καταπάνω μας και όσους κι αν ρίχναμε πίσω κάποιοι
άλλοι έπαιρναν τη θέση τους και προχωρούσαν φτάνοντας όλο και πιο κοντά μας.
Όλοι οι προμαχώνες δέχονταν ταυτόχρονα επίθεση και σε όλες τις Πύλες γινόταν
μακελειό. Σκαρφάλωναν στα τείχη με σκάλες και προσπαθούσαν να μπουν στην πόλη
πρώτοι για να στήσουν τη σημαία τους και να κερδίσουν τη δόξα, τις τιμές και το
χρήμα που τους είχαν υποσχεθεί. Αυτοί οι πρωτοπόροι γενίτσαροι, αντί της
επίγειας ευτυχίας, συνήθως, κέρδιζαν μια θέση μόνο στον παράδεισο καθώς, εμείς
που πολεμούσαμε για τις ζωές μας και την ελευθερία μας, τους στέλναμε πολύ
ευχαρίστως εκεί.
Στους
τέσσερις προμαχώνες γινόταν το μεγάλο πανηγύρι. Οι επιθέσεις κατά κύματα ήταν
συνεχείς και απίστευτα σφοδρές και οι αμυνόμενοι πάλευαν μέχρις εσχάτων. Στον
προμαχώνα του Κωστάντζου την ανελέητη επίθεση των Τούρκων καθοδηγούσε ο
Μουζαφέρ πασάς που ήταν γνωστός για την επιμονή του αλλά και τις στρατιωτικές
του γνώσεις. Ο Καραμάν πασάς χτυπούσε το πιο αδύνατο σημείο μας στο Ποδοκάταρο
και είχε ρίξει πολλές δυνάμεις για να μπει από εκεί στην πόλη, ενώ στους
προμαχώνες του Ντάβιλα και της Τρίπολης ο Μουσταφά πασά και ο ναύαρχος Αλή πασά
καθοδηγούσαν τις επιθέσεις των γενιτσάρων. Αντέχαμε παντού και αυτό ήταν το νέο
που μου έφερε ο Καλέπιο όταν τον έστειλα να κάνει ένα γύρο στην πόλη για να δει
τι γινότανε και να με πληροφορήσει. Έπρεπε να γνωρίζουμε που έπασχε σε κάθε
στιγμή η άμυνά μας για να μετακινούμε εκεί κάποιες ενισχύσεις. Ήταν δουλειά του
Ντάντολο αυτή αλλά κανείς δεν τον εμπιστευόταν πως θα την έκανε. Ευτυχώς που ο Ευγένιος
Συγκλητικός έκανε ό,τι μπορούσε για να τον αναπληρώνει. Καθισμένος με την πλάτη
σε μια πολεμίστρα ξεκουράστηκα για ένα λεπτό ακούγοντας την αναφορά του
Άντζελο. Το μυαλό μου βρισκόταν, βέβαια, αλλού.
-Τι
γίνεται στον ορθόδοξο καθεδρικό;
-Ο
Πέτρος κι ο Παύλος κάνουν καλά τη δουλειά τους, μου είπε, μην ανησυχείς
-Αν
κρατήσουμε σήμερα, θα σωθούμε, του είπα
Ήταν
δύσκολο να πολεμάς και να σκέφτεσαι τους δικούς σου και μετάνιωνα που τις είχα
μαζί μου εδώ στη Λευκωσία. Ευτυχώς στον καθεδρικό δεν υπήρχαν απώλειες και
καταστροφές. Τουλάχιστον, αυτή η πληροφορία με ανακούφιζε κάπως. Θα έπρεπε να
τις είχα διώξει από την Κύπρο ήδη από την άνοιξη, όταν οι κινήσεις των Τούρκων
είχαν γίνει πια φανερές. Είχα μετανιώσει πικρά που δεν το έκανα έγκαιρα. Θα
ένιωθα πολύ καλύτερα και θα μπορούσα να πολεμάω με το μυαλό συγκεντρωμένο. Δεν
φανταζόμουν ότι θα έρχονταν οι εισβολείς πριν τον Αύγουστο όμως αυτοί
αποβιβάστηκαν τις πρώτες μέρες του Ιουλίου. Εξ άλλου περίμενα ότι η επίθεσή
τους στο νησί θα ξεκινούσε από την Αμμόχωστο ή έστω την Κερύνεια κι όχι από τη
Λευκωσία. Όλοι το ίδιο νομίζαμε και θεωρούσαμε ότι είχαμε καιρό μέχρι να δούμε Τούρκο
έξω από την πόλη. Πίστευα ότι είχα καιρό και ότι θα έβρισκα την ευκαιρία να τις
απομακρύνω από την Κύπρο, όμως έπεσα έξω. Βρεθήκαμε μπλοκαρισμένοι στη Λευκωσία
ξαφνικά και απρόσμενα. Ένιωθα πως μια παγίδα είχε κλείσει γύρω μας και μας είχε
μαγκώσει στο εσωτερικό της. Είχα τύψεις και αισθανόμουνα άσχημα γιατί δεν είχα
κάνει τη σωστή πρόβλεψη και τις είχα εκθέσει σε τέτοιο κίνδυνο.
-Ο
Ντάντολο βρέθηκε; ρώτησα τον Καλέπιο
-Άλλοι
λένε πως γυρνάει στην πόλη και άλλοι λένε πως έχει κλειστεί στο παλάτι
Ξαναγύρισα
στις πολεμίστρες και ενθάρρυνα τους στρατιώτες. Τους φώναζα ότι όλοι οι
προμαχώνες βαστούν καλά και οι Τούρκοι έχουν βαριές απώλειες. Δεν έλεγα ψέματα
αλλά έλεγα τη μισή αλήθεια. Έτσι κι αλλιώς δεν άκουγαν τίποτα μέσα στον χαμό
που γινόταν από τα βουητά και τους κανονιοβολισμούς αλλά και τα δικά μας
αρκεβούζια. Έβλεπαν μόνο τις χειρονομίες μου που τους έδειχναν ότι βαστάμε
ακόμα και ότι έπρεπε να κρατήσουν κι εκείνοι τις θέσεις τους. Ό,τι κι αν τους
έλεγα εκείνοι το ίδιο θα έκαναν. Όλες αυτές τις μέρες ενεργούσαμε όλοι μηχανικά
και επαναλαμβάναμε τα ίδια και τα ίδια. Μόνο όταν ο Τούρκος θα ερχόταν καταπάνω
μας με το σπαθί στο χέρι θα άλλαζε κάτι. Και μόνο αν σαλπίζαμε παύση του πυρός
και παράδοση θα χαμηλώναμε το σπαθί ή το όπλο. Σε αυτό το τελευταίο εξ άλλου
ελπίζαμε όλοι. Ουσιαστική βοήθεια από την Βενετία δεν πιστεύαμε ότι θα ερχόταν
και κανείς δεν περίμενε πως θα μπορούσαμε να κρατήσουμε τους Τούρκους έξω από
τα τείχη μέχρι που να έρθει ο χειμώνας για να χαλαρώσει η πολιορκία.
Αντέξαμε
σε αυτό το μακελειό των μανιασμένων επιθέσεων σχεδόν μέχρι το μεσημέρι. Ύστερα
οι Τούρκοι κυρίευσαν τους προμαχώνες μας και πίεσαν πολύ τους πολεμιστές που
βρίσκονταν στα τείχη. Άλλοι λέγανε πως οι Τούρκοι πήραν πρώτο τον προμαχώνα του
Ποδοκατάρου άλλοι λέγανε του Κωστάντζου, εκείνο όμως που είχε σημασία ήταν ότι
μόλις οι προμαχώνες έπεσαν η άμυνα έγινε πλέον ανέφικτη. Η πίεση από τους
επιτιθέμενους ήταν πολύ ισχυρή και συνεχής. Οι απώλειές μας αυξάνονταν χωρίς
όμως αποτέλεσμα. Σε κάποιο σημείο οι Τούρκοι πέρασαν τα τείχη και όρμησαν να
ανοίξουν τις Πύλες. Υπερασπιστήκαμε το έδαφος σπιθαμή προς σπιθαμή μη υπολογίζοντας
τις ζωές ή την ακεραιότητά μας. Δεν σκεφτόμασταν τίποτε άλλο έξω από την
εξόντωση του εχθρού και την υπεράσπιση των θέσεών μας και της πόλης. Ήμασταν
αγρίμια σε παροξυσμό όπως γίνεται ο άνθρωπος στον πόλεμο όταν δεν μετράει γι
αυτόν τίποτε άλλο παρά μόνο ο χαλασμός του αντιπάλου. Ήμασταν όλοι ήρωες, όμως
υπεράνθρωποι δεν ήμασταν, ούτε θεοί!
Εκατοντάδες
ηρωικές ιστορίες γράφτηκαν στην Λευκωσία εκείνη τη μέρα κι ελάχιστες μόνο από
αυτές αποθανατίστηκαν από αυτόπτες μάρτυρες που γλίτωσαν τη σφαγή. Μαχητές ρίχτηκαν
με αυτοθυσία στον εχθρό υπερασπίζοντας τον διπλανό τους, στήθη αντικατέστησαν
τα γκρεμισμένα τείχη, αίμα ανταλλάχτηκε με αίμα. Όλες οι μεγάλες και μικρές
πράξεις όμως βουτήχτηκαν στη λήθη, θάφτηκαν κάτω από τα πτώματα των
υπερασπιστών της πόλης κι από τα τρόπαια των νικητών που στήθηκαν παντού. Η
συντριπτική υπεροχή των Τούρκων τους έδωσε τη νίκη. Οι γραμμές μας έσπασαν κι οι
εισβολείς πήραν την πόλη. Επτά με οκτώ ώρες κράτησε αυτή η μάχη.
Χάθηκαν
σχεδόν όλοι οι ευγενείς και ιππότες Έλληνες και Βενετοί με το σπαθί στο χέρι.
Χάθηκαν χιλιάδες πολεμιστές καθώς οι επιτιθέμενοι εξόντωναν στο διάβα τους
ο,τιδήποτε ζωντανό. Οι μεγάλες απώλειες που είχαν κι αυτοί τους είχαν
αποκτηνώσει. Ο πανικός έστελνε άλλους έξω από τα τείχη να επιχειρούν
απελπισμένη έξοδο, άλλους να ρίχνονται με αυτοθυσία πάνω στον εχθρό και άλλους
να τρέχουν αλαφιασμένοι να κρυφτούν ή να σώσουν δικούς τους. Ήταν κινήσεις χωρίς
νόημα αλλά αναπόφευκτες μέσα στον χαμό που επικρατούσε. Κι εγώ, σκεφτόμουν
συνέχεια πώς να τα καταφέρω να πάω στον καθεδρικό. Είχα μία και μόνο επιθυμία
πλέον καρφωμένη στο μυαλό και στην καρδιά μου, να δω, να αγκαλιάσω την Διονυσία
και τη Δηιάνειρα, ακόμα κι αν αυτή θα ήταν η τελευταία πράξη της ζωής μου.
Ένιωθα
σουβλιές σε όλο μου το σώμα και ιδιαίτερα στον ώμο που είχα χτυπηθεί. Το κεφάλι
μου πονούσε τρομερά αλλά κρατούσα, έστω και δύσκολα, τις αισθήσεις μου. Δεν
εγκατέλειψα τη θέση μου μέχρι που η άμυνα έσπασε και η μάχη στην Πύλη που
υπεράσπιζα κατάντησε μάταιη. Μέσα στον πανικό βρήκα δρόμο ανάμεσα σε πτώματα,
σπίτια που έπαιρναν φωτιά, δικούς και εχθρούς που χτυπούσαν δεξιά κι αριστερά
αλαφιασμένοι και απομακρύνθηκα κάπως. Κοίταξα πίσω μου, εκεί όπου αγωνιζόμουν
από την αυγή μέχρι που ο ήλιος είχε σταθεί ψηλά στον ουρανό δείχνοντας
μεσημέρι. Ήθελα όσο τίποτε άλλο να πάω στον ναό των Πέτρου και Παύλου. Η
Λευκωσία μπορεί να είχε πέσει στο μεγαλύτερο μέρος της, εμείς όμως στην Πύλη
της Αμμοχώστου κρατούσαμε κι είχαμε μείνει ως τώρα ζωντανοί. Άκουσα μιαν έκρηξη
και ένα φοβερό πάταγο. Η Πύλη χτυπήθηκε ξανά και σχεδόν διέλυσε. Οι Τούρκοι
έπεφταν τώρα σαν στίφη για να εξολοθρεύσουν το δικό μου στράτευμα.
Δίστασα
για μια στιγμή ανάμεσα στις δυο κατευθύνσεις, να συνεχίσω ή να γυρίσω πίσω. Σαν
από φονικό ένστικτο αποφάσισα να επιστρέψω. Η Πύλη είχε πέσει, οι εισβολείς
εφορμούσαν και η ανάγκη για άμυνα μέχρις εσχάτων ήταν επιτακτική. Οι μάχες
δίνονταν πια σώμα με σώμα έστω κι αν τα πυροβόλα όπλα συνέχιζαν να κτυπούν και
τα κανόνια δεν είχαν σταματήσει να ρίχνουν. Θα πήγαινα αργότερα στη Διονυσία.
Τώρα προείχε η οργάνωση της υποχώρησης. Να φύγουμε από το σφαγείο με όσο
λιγότερους νεκρούς γινόταν. Γύρισα για να βοηθήσω, όμως δεν μπόρεσα να κάνω και
πολλά. Προτού προλάβω να σκοτώσω ή να σκοτωθώ, μια οβίδα με πολλή μπαρούτι
έσκασε εκεί κοντά και διέλυσε οχυρώσεις και σκαλωσιές και τα κανόνια που είχαμε
στήσει. Γλίτωσα από τα θραύσματα της οβίδας αλλά ένα μεγάλο καδρόνι έπεσε πάνω
μου και με εξουδετέρωσε. Δεν με σκότωσε αλλά με έριξε κάτω αναίσθητο και με
έθεσε εκτός μάχης. Λίγα δευτερόλεπτα μόνο μπόρεσα να δω τι γινόταν προτού χάσω
τις αισθήσεις μου. Πάνω μου και γύρω μου έπεφταν κι άλλοι πολλοί. Μερικοί
σκοτωμένοι, γεμάτοι αίματα, μερικοί πληγωμένοι ή αναίσθητοι. Και σαν να έφευγε
από μέσα μου η ζωή, χάθηκε ολόκληρος ο κόσμος από τα μάτια μου που έκλεισαν λες
και είχαν πια σιχαθεί και δεν ήθελαν να βλέπουν άλλο τη συμφορά…
Εκεί
σταμάτησε για μένα η μάχη, εκεί γαλήνεψε το τοπίο και βυθίστηκα σε ένα κώμα που
προφύλαξε τα μάτια και τα αυτιά μου από όσα είχαν να δουν και να ακούσουν από
όταν ξεκίνησε μέχρι που τελείωσε το μακελειό της εισβολής και της δήωσης της
πόλης που μετατράπηκε σε ένα απέραντο νεκροταφείο.
[i] Ο Φρα-Άντζελο Καλέπιο υπήρξε ο ιστορικός που κατέγραψε την πολιορκία
της Λευκωσίας καθώς την έζησε και ο ίδιος. Συνελήφθη αιχμάλωτος όταν μπήκαν οι
Τούρκοι και εξαγοράστηκε αργότερα. Στο δικό του χρονικό στηρίζεται και μια άλλη
πηγή για τα γεγονότα της πολιορκίας, ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός