Μνημείο στη Μαριούπολη, την πόλη που ιδρύθηκε από Έλληνες για τους Έλληνες με την άδεια της Μεγάλης Αικατερίνης |
Ερείπια ελληνικού ναού στη Χερσόνησο |
Με τα χρώματα της ουκρανικής σημαίας θριαμβευτές οι φασίστες χαιρετούν! |
Το παρακάτω μήνυμα εκτάκτου ανάγκης προς τον Πρωθυπουργό, τον Αρχηγό της αξιωματικής
αντιπολίτευσης και τον Αρχιεπίσκοπο, καθώς και προς όλα τα κόμματα, τους
κοινωνικούς φορείς και τους πολίτες αυτής της χώρας με τίτλο "ΕΛΛΗΝΕΣ; ΠΟΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ;" εκπέμπει ο γνωστός δημοσιογράφος ΣΤΕΛΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΑΔΗΣ σχετικά με τον Ελληνισμό της Ουκρανίας και τη στάση του ελληνικού κράτους.
Συμπολίτες,
πόσο χαμηλά θα πέσουμε ακόμα; Εδώ και μήνες
διεξάγεται ένας σκληρός πόλεμος στην καρδιά της Ελληνικής Ομογένειας, στην
Ανατολική Ουκρανία, χωρίς καμία ευθύνη της. Η ελληνική κοινότητα παραμένει μόνη
και έρημη στο ημικατεδαφισμένο και ημιεκκενωμένο Σλαβιάνσκ. Το ίδιο στο
Κραματόρσκ. Οι μάχες συνεχίζονται στην πόλη Γκόρλοβκα όπου έχουμε μια δραστήρια
ελληνική κοινότητα. Οι ομογενείς στο Ντονιέτσκ που είναι περικυκλωμένο και
βομβαρδίζεται, είναι στα καταφύγια. Χτες, οι συγκρούσεις με βαριά όπλα
διεξάγονταν μέσα στα κατ’ εξοχήν ελληνικά χωριά Στύλα και Σταρομπέσεβο. Σήμερα,
η Μαριούπολη είναι κατειλημμένη από κυβερνητικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις,
ενώ σε μικρή απόσταση βρίσκονται οι αυτοαποκαλούμενες τοπικές δυνάμεις
αυτοάμυνας. Χιλιάδες άνθρωποι έχουν ήδη σκοτωθεί και κοντά ένα εκατομμύριο
πρόσφυγες μετακινούνται αλαφιασμένοι από πόλη σε πόλη κι από χωριό σε χωριό για
να αποφύγουν τα χειρότερα. Όλοι οι εμπόλεμοι είναι μέσα στις κατοικημένες
περιοχές, γιατί στη στέπα δεν υπάρχουν ούτε βουνά ούτε δάση για κάλυψη.
Κι εμείς; Τι νομίζουμε; Ότι όλη αυτή η
καταστροφή που συντελείται με πολεμικά αεροπλάνα, τανκς, πυροβολικό, όλμους και
πυραύλους, με τακτικό στρατό, αντάρτες, παραστρατιωτικές ομάδες και συμμορίες,
μέσα στην περιοχή που βρίσκονται τα 40 ελληνικά χωριά, αφήνει άθικτη και
ανεπηρέαστη την Ελληνική Ομογένεια των 100.000 ψυχών; Μήπως πιστεύουμε ότι οι
Ρωμιοί της Αζοφικής Θάλασσας είναι άτρωτοι; Ότι δεν τους αγγίζουν οι βόμβες και
οι σφαίρες που πέφτουν τυφλά σε σπίτια, σχολεία, εκκλησίες και νοσοκομεία; Ότι
δεν είναι μέσα σ’ αυτούς που κατά χιλιάδες φεύγουν με μια βαλίτσα προς κάθε
κατεύθυνση για να σωθούν;
Είναι δυνατό να είμαστε τόσο απαθείς και
αδιάφοροι; Είναι δυνατό να έχουμε γίνει τόσο σκληρόπετσοι;
Σε καμία από τις αμέτρητες γραπτές και
προφορικές εκκλήσεις της Ελληνικής Ομογένειας για αλληλεγγύη, που δεν έπρεπε να
χρειάζονται, δεν υπήρξε η παραμικρή ανταπόκριση από την Ελλάδα, από το κράτος,
τους υπουργούς, τους βουλευτές, τα θεσμικά όργανα, τους συλλογικούς φορείς της
κοινωνίας. Το ενδιαφέρον εξαντλήθηκε σε «διαβουλεύσεις» της Διακομματικής
Επιτροπής της Βουλής, με ανούσιες δηλώσεις απ’ όλα τα κόμματα, για να
καταγραφούν στα πρακτικά, και στο πολυδιαφημισμένο ταξίδι του υπουργού
Εξωτερικών της Ελλάδας στη Μαριούπολη, για να δοθούν υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις
που κράτησαν μόνο 22 λεπτά, όσο κράτησε η επίσκεψή του στο Μέγαρο Πολιτισμού
της Ομοσπονδίας (των 105) Ελληνικών Συλλόγων Ουκρανίας, τον περασμένο Μάρτιο.
Μαζί με τα κόμματα και τους φορείς,
αδιαφορούν και σιωπούν οι εφημερίδες, οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα. Κι από
κοντά οι πολίτες, ανοργάνωτοι, αμέτοχοι, ζαλισμένοι, παθητικοί. Ακόμα κι αυτοί
που συνεχίζουν να μοιρολογούν για τη Μικρασιατική Καταστροφή και για χαμένες
πατρίδες. Κι αυτοί που φωνάζουν για το όνομα της Μακεδονίας, κρεμάνε ελληνικές
σημαίες στα μπαλκόνια τους ή αγωνιούν για τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Δεν είναι δικοί μας οι Έλληνες της Μαύρης
Θάλασσας και της Αζοφικής Θάλασσας που ζουν πάνω στα πεδία των θαυμαστών
πολιτειών γύρω από τη Μαιώτιδα Λίμνη και προέρχονται από την περιοχή της
Ταυρίδας, της Ιφιγένειας, και το Βασίλειο του Κιμμέριου Βοσπόρου;
Μακάρι να μπορούσαμε να σώσουμε όλους τους
ανθρώπους που κινδυνεύουν, μακάρι να μπορούσαμε να φέρουμε την ειρήνη στην
Ουκρανία, αλλά αυτό ξεφεύγει από τις δυνατότητές μας, παρ’ όλο που πρέπει να
συμβάλλουμε με κάθε τρόπο. Όμως αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για την
εγκατάλειψη της Ελληνικής Ομογένειας. Εγκατάλειψη που έχει αρχίσει από καιρό,
αλλά τώρα, και μάλιστα σε συνθήκες πολέμου, έχει κορυφωθεί. Πριν από την
παρούσα κρίση κόπηκαν οι λίγοι αποσπασμένοι από την Ελλάδα εκπαιδευτικοί που
στήριζαν το σημαντικό δίκτυο διάδοσης της ελληνικής γλώσσας στο πανεπιστήμιο
και σε μερικά πρότυπα σχολεία. Η χορηγία που δινόταν ετησίως, μειώθηκε αρχικά
από 40 σε 20 χιλιάδες ευρώ και στη συνέχεια σε 5 μέχρι να μηδενιστεί εντελώς,
με αποτέλεσμα οι οργανωμένες δυνάμεις να μην μπορούν ούτε τα τηλέφωνα να
χρησιμοποιήσουν ή να μετακινηθούν για να βοηθήσουν τους άστεγους και τους
ηλικιωμένους που δεν έχουν ρεύμα, νερό και φάρμακα. Τα προγράμματα φιλοξενίας
μαθητών, νέων και συνταξιούχων καταργήθηκαν ολοσχερώς. Το Ειδικό Δελτίο
Ομογενούς που προβλέπεται από το νόμο κόλλησε στη γραφειοκρατία και την
απροθυμία της κυβέρνησης να τον εφαρμόσει. Οι Έλληνες δεν θέλουν να φύγουν από
τη γη τους, αλλά μερικοί εξαναγκάζονται κι εμείς τους κλείνουμε την πόρτα. Οι
λιγοστές βίζες που δόθηκαν σε ομογενείς είναι διάρκειας μερικών εβδομάδων· και
μετά; Θα κρύβονται οι ομογενείς για να μην βρεθούν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης,
στην Αμυγδαλέζα, πριν απελαθούν σαν ανεπιθύμητοι; Γιατί δεν υπήρξε καμία
απάντηση για τις 2.000 αιτήσεις που κατατέθηκαν στο Προξενείο;
Και τώρα; Ω, Θεοί! Το υπουργείο Εξωτερικών
ανακοίνωσε ότι το Γενικό Προξενείο κλείνει στη Μαριούπολη και μεταφέρεται
προσωρινά στο Ντνιπροπετρόφσκ! Ενώ ο Γενικός Πρόξενος αποχώρησε από τη
Μαριούπολη επειδή έληξε η θητεία του χωρίς να είναι γνωστό πότε θα εγκατασταθεί
εκεί ο αντικαταστάτης του. Τέτοια ηθική και ψυχολογική υποστήριξη στον
Ελληνισμό, ποιος την περίμενε;
Οι γενναίοι Έλληνες, οι αντιπρόσωποι του
κράτους, το έβαλαν στα πόδια, αφήνοντας πίσω τους τα πλήθη των ομογενών
προσφύγων να συνωστίζονται…
Αγαπητοί συμπολίτες, με τις πράξεις και τις
παραλείψεις μας γράφουμε μια από τις πιο επονείδιστες σελίδες της νεότερης
ιστορίας του Ελληνισμού. Λυπάμαι, ντρέπομαι και οργίζομαι.
Δεν περιμένω τίποτα, στο πλευρό των Ελλήνων
που απογοητεύτηκαν πλήρως, που νιώθουν εγκαταλειμμένοι και προδομένοι από τους
εκπροσώπους της ιστορικής τους πατρίδας. Κάτι σαν εκείνο που ένιωθα, αλλά δεν
ήθελα να παραδεχτώ, όταν ξεριζωθήκαμε από την Κωνσταντινούπολη μετά το πογκρόμ
του Σεπτεμβρίου 1955. Φοβάμαι ότι σήμερα είμαστε ακόμα πιο ξεπεσμένοι.
Δεν σας ζητάω τίποτα. Ήθελα μόνο να μην
μπορείτε να πείτε ότι δεν ξέρατε.
Στέλιος Ελληνιάδης
29 Αυγούστου 2014