Σήμερα 8 Σεπτέμβρη. Διορθώνω αυτές τις μέρες ένα βιβλίο που
είχα γράψει πριν 3-4 χρόνια (διαδραματίζεται τον 16ο αι.) και το κεφάλαιο που έπιασα
χτες ξεκινάει έτσι: “Παρασκευή, 8 Σεπτέμβρη του 1570”. Η δράση είναι στην
Λευκωσία που την κατέχουν οι Βενετοί αλλά την πολιορκούν εδώ και δυο μήνες οι
Οθωμανοί. Στην ουσία είναι η παραμονή της πτώσης της πόλης. Ο ήρωας (Χάρμος)
μέσα από τα μάτια του οποίου βλέπουμε τα γεγονότα είναι εκ των υπερασπιστών της
πόλης και σκέφτεται για αυτά που ζει. Μια και η μέρα συμπίπτει με τη σημερινή, είπα να δημοσιεύσω ένα απόσπασμα.
Είναι ένα τμήμα του 8ου κεφαλαίου του βιβλίου ("Δον Χουάν Ηρακλείδης" ο τίτλος του). Αφορά
στην 8η Σεπτεμβρίου του 1570, δηλαδή 456 χρόνια πριν από σήμερα. Όποιος το βρίσκει ενδιαφέρον
μπορεί να διαβάσει το απόσπασμα που ακολουθεί.
Παρασκευή
8 Σεπτεμβρίου του 1570. Η κατάσταση στη Λευκωσία ήταν απελπιστική. Η ευκαιρία
να παραδώσουμε αναίμακτα μια πόλη που δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε ελεύθερη χάθηκε.
Πριν μια εβδομάδα, είχε συμφωνηθεί ανάμεσα σε πολιορκητές και αμυνόμενους να
υπάρξει μια μέρα ανακωχής και εκείνη τη μέρα είχαν έρθει στα τείχη απεσταλμένοι
του πασά ζητώντας μας να παραδοθούμε. Ήταν κοινό μυστικό ότι δεν είχαμε πια
δυνάμεις. Δεν είχαμε πυρομαχικά, δεν είχαμε εφόδια, δεν είχαμε ελπίδες για
ενισχύσεις, δεν είχαμε τίποτα. Αν παραδίναμε την πόλη, θα γλιτώναμε τις σφαγές
και την ολοκληρωτική καταστροφή της Λευκωσίας και όλων όσοι βρισκόμασταν εκεί
μέσα. Από τα τείχη οι Τούρκοι πήραν την απάντηση ότι ήμασταν όλοι αποφασισμένοι
να πεθάνουμε με τα άρματα στα χέρια.
Αγέρωχη
απάντηση γενναίων μαχητών. Είχε δοθεί αυθόρμητα από τις πολεμίστρες όπου η μάχη
διεξαγόταν σώμα με σώμα για μήνες. Ποιος όμως έπρεπε να είχε σκεφτεί πριν δοθεί
αυτή η απάντηση; Κανείς φυσικά! Γιατί δεν υπήρχε διοίκηση στη Λευκωσία εδώ και
καιρό τώρα, από την αρχή σχεδόν της πολιορκίας. Ο τοποτηρητής Ντάντολο ήταν
ένας άθλιος διοικητής που έκανε οικονομίες στα πυρομαχικά, δεν υπολόγιζε ζωές
και υπολήψεις, δεν άκουγε τη γνώμη κανενός και, φυσικά, δεν γνώριζε ούτε πώς να
αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του, ούτε πώς να αντισταθεί ούτε πώς να
παραδοθεί. Δεν είχε ιδέα ούτε πώς να νικήσει ούτε και πώς να χάσει! Οι συνεχείς
και απελπισμένες εκκλήσεις στη Βενετία να στείλει έναν άξιο Προβλεπτή για την
υπεράσπιση της πόλης είχαν πέσει στο κενό.
Μετά
από δυο μήνες πολιορκίας όλα είχαν ισοπεδωθεί και οι νεκροί σάπιζαν άταφοι
στους δρόμους. Είχαμε εξαθλιωθεί χωρίς φαγητό, νερό και πυρομαχικά. Ο Μουσταφά Πασάς
εκείνη την ημέρα δέχτηκε αξιόλογες ενισχύσεις από τον Πιαλή πασά, τον Τούρκο
ναύαρχο, κι από τον Αλή Πασά, τον ναύαρχο της δεύτερης μοίρας του στόλου, κι
ετοίμαζε ήρεμος και σίγουρος την αυριανή επίθεσή του. Θα ήταν η δέκατη πέμπτη στη
σειρά εξόρμησή του εναντίον των τειχών της Λευκωσίας και –φοβόμασταν- ότι θα
ήταν και η τελευταία. Ο Μουσταφά είχε υποσχεθεί ότι ο πρώτος από τους
γενίτσαρους που θα ανέβαινε στο κάστρο θα γινόταν Σαντζάκμπεης και οι άλλοι,
από τον δεύτερο μέχρι τον πέμπτο, θα έπαιρναν αξιώματα.
Αναρωτιόμουν
πως θα εξελισσόταν αυτή η Σαββατιάτικη επίθεση. Αν την αποκρούαμε θα είχαμε
ελπίδες να μας προτείνει και πάλι έντιμη παράδοση ο Μουσταφά. Αυτό σήμαινε
πολιορκία. Τα έδινες όλα χρησιμοποιώντας κάθε μέσο για να καταβάλεις τον
αντίπαλο. Είτε τον έδιωχνες, αν ήσουν ο αμυνόμενος, είτε τον κατακτούσες αν
ήσουν ο επιτιθέμενος. Όταν όμως η πολιορκία γινόταν σφαγείο, τότε ο συσχετισμός
δύναμης μετρούσε. Κανείς δεν ήταν ανεξάντλητος. Κανείς ηγεμόνας δεν θα
στεφάνωνε στρατηγό που για να του δώσει τη νίκη θα μάτωνε σε έμψυχο και άψυχο
υλικό. Έτσι ερχόταν η στιγμή της διαπραγμάτευσης. Η παράδοση γινόταν
πολιτισμένα, οι όροι της τηρούντο και η μάχη έληγε έναν καθαρό νικητή και έναν ηττημένο.
Ο Ντάντολο όμως δεν τα γνώριζε αυτά και ούτε προλάβαινε να τα μάθει. Συνέχιζε τον
αγώνα απλά και μόνο γιατί δεν ήξερε πώς να τον τελειώσει. Αν αποκρούαμε, όμως,
αυτή την επίθεση, ίσως να του επέβαλαν να διαπραγματευτεί.
Δεν
σκεφτόμουν άλλο τίποτα παρά την Διονυσία και την μικρή κόρη μου. Αν ήθελα κάπου
να σταματούσε αυτή η αδιέξοδη για μας πολιορκία ήταν γιατί ανησυχούσα πολύ για αυτές
τις δυο. Η οχτάχρονη Δηιάνειρα, αυτό το πλασματάκι, είχε δικαίωμα να ζήσει τη
ζωή του, καλή ή κακή, όπως κι αν της τα έφερνε η τύχη. Δεν μπορεί να ήταν
γραφτό να αφήσει την τελευταία της πνοή σε αυτό εδώ το σφαγείο, σε αυτόν εδώ τον
τόπο που παρέμενε ακόμα ξένος για μας. Δεν είχε εκείνη καμιά σχέση ούτε με την
απόβαση των Τούρκων ούτε με τις σκοπιμότητες της Αδελφότητας που βοηθούσε τους
Βενετούς για να τους δημιουργήσει μελλοντικές υποχρεώσεις.
Ο
Σελίμ διέταξε την απόβαση στην Κύπρο με το πρόσχημα που είχε προβλέψει ο Ροντρίγκες.
Οι πειρατικές επιθέσεις στα ανοιχτά της Κύπρου σε μουσουλμάνους προσκυνητές
επέβαλαν δήθεν στον Σουλτάνο να ζητήσει από τη Βενετία να αποχωρήσει ειρηνικά
από το νησί και να του το παραδώσει. Η Βενετία αρνήθηκε και οι Τούρκοι
κουβάλησαν τον στρατό τους. Μάζεψαν πεζούς και ιππείς από την Καραμανία και την
Ανατολία κι ήρθαν εδώ με τριακόσιες γαλέρες, εξήντα γαλεότες και διακόσιες
χιλιάδες πολεμιστές του Αλλάχ.
Τα
προβλήματα με την άμυνα της Λευκωσίας τα διαπίστωσα κι εγώ με την πρώτη ματιά,
αλλά τα είχαν επισημάνει άλλοι πολύ πιο πριν από μένα και είχαν ζητήσει να
διορθωθούν. Ο πληθυσμός ήταν λίγο πάνω από πενήντα χιλιάδες κόσμος, μάχιμοι όμως
ήταν δώδεκα χιλιάδες το πολύ. Η άμυνα της πόλης, έτσι όπως ήταν τα κάστρα και
οι πύλες της, χρειαζόταν τουλάχιστον είκοσι χιλιάδες στρατιώτες. Ο Ντάντολο, αφού
κατέστρεψε πολλά κτίσματα, ανατίναξε παλάτια και γκρέμισε γοτθικούς ναούς των
Λουζινιάν[i], έφτιαξε
μια πολυγωνική κατασκευή με τείχη γύρω από την πόλη που θα μπορούσε να αντέξει
σε μια πολιορκία διαρκείας. Οι αποθήκες είχαν προμήθειες και υλικά αγαθά για να
αντέξει η πόλη δυο χρόνια και με μια καλή διαχείριση θα άντεχε ακόμη
περισσότερο. Χρειαζόταν όμως πάνω απ’ όλα σωστή διοίκηση και εμπνευσμένο αρχηγό.
Αντί γι αυτό το νησί διέθετε έναν μέτριο και ανίκανο ηγέτη που κάθε μέρα αποδεικνυόταν
όλο και πιο καταστροφικός. Ήταν απίστευτο πως συμφωνούσαν όλοι, μεγάλοι και
μικροί, ευγενείς και απλός λαός, Ιταλοί και Έλληνες, ότι ο Ντάντολο ήταν η
κατάρα του θεού, ο πλέον ακατάλληλος ηγέτης σε μια μάχη ζωής και θανάτου. Η
Βενετία δεν είχε στείλει έναν σωστό Προβλεπτή στην Κύπρο κι ο Ντάντολο οδηγούσε
την πόλη στην καταστροφή. Ήταν βλάξ και εμπόδιζε αντί να στηρίζει τις
προσπάθειες των Κυπρίων και των Ιταλών αξιωματικών.
Δεν
τους παρεμπόδισε στην απόβαση με αποτέλεσμα να φτάσουν ανενόχλητοι οι Τούρκοι
μέχρι την Λευκωσία και να αποκόψουν τις επικοινωνίες της. Ο Ντάντολο έφερε το
ιππικό μέσα στην πόλη και απαγόρεψε εξ ολοκλήρου την παρενόχληση της προέλασης
των επιτιθέμενων. Ήθελε το ιππικό μέσα στη Λευκωσία γιατί πίστευε ότι θα
περικυκλώσει τους Τούρκους με τις δυνάμεις που υπήρχαν σκορπισμένες στα γύρω
βουνά. Το λάθος να πιστεύει ότι θα περικύκλωνε διακόσιες χιλιάδες Τούρκους με δυο
χιλιάδες πολεμιστές ήταν αντάξιο της φήμης του. Δεν ελευθέρωσε ούτε έδωσε καν
μιαν υπόσχεση μελλοντικής ελευθερίας στους Ρωμιούς δουλοπάροικους και τους
άφησε να ευνοούν τους Οθωμανούς που τους υποσχέθηκαν ελευθερία. Οι Βενετοί τον
πίεζαν να δώσει την υπόσχεση, ο Ντάντολο όμως είχε άλλη γνώμη. Ήταν εκπληκτικό
το πόσο αντίθετα με την λογική ενεργούσε. Αν οι Τούρκοι είχαν βάλει έναν
προβοκάτορα στη θέση του τοποτηρητή, δεν θα τα κατάφερνε τόσο καλά όσο ο
Βενετός ευγενής που επιβεβαίωνε ότι η βλακεία είναι ανίκητη! Η Γαληνοτάτη, αναγνωρίζοντας
την αδυναμία του, είχε ορίσει νέο Τοποτηρητή για να αναλάβει την διοίκηση, αυτός
όμως δεν τα κατάφερε ποτέ να φτάσει στην Κύπρο.
Ήταν
τραγικό να είσαι Έλληνας εκείνο το Φθινόπωρο στην Κύπρο. Από την μια οι
μουσουλμάνοι διψασμένοι για ελληνικό και ενετικό αίμα κι από την άλλη οι
Βενετοί που τους είχαν συμπεριφερθεί σαν ζώα αλλά ήταν χριστιανοί. Οι Ρωμιοί ήταν
οι πρώτοι που σφάζονταν. Οι πρώτοι είκοσι χιλιάδες στρατιώτες που αποβιβάστηκαν
στην Πάφο ήταν, βασικά, Ρωμιοί της Καραμανίας επιστρατευμένοι από τον Σουλτάνο
και αυτοί που τους παρενόχλησαν, παρακούοντας τον Ντάντολο, ήταν Ρωμιοί στη
δούλεψη των Βενετών. Έλληνες κωπηλατούσαν σαν σκλάβοι στις τουρκικές γαλέρες
και Έλληνες ήταν οι δούλοι που έχτιζαν τα βομβαρδισμένα τείχη των Βενετών και
γέμιζαν με άμμο τις τάφρους. Ιερείς ορθόδοξοι σκορπίζονταν στα χωριά για να
πείσουν τους χωρικούς να υποταχτούν εθελοντικά στον Οθωμανό για να απαλλαγούν από
τον Ενετό δυνάστη και Έλληνες κήρυκες είχαν σταλεί από τους Βενετούς να
σκορπίσουν τον θάνατο σε χωριά που αλλαξοπιστούσαν, για να αποτρέψουν προσχωρήσεις
στους Οθωμανούς. Έλληνες άμαχοι ή επιστρατευμένοι χάνονταν σε έναν πόλεμο ξένων
δυναστών τους.
-Το
κλίμα είναι πολύ στραβό, μου είχε πει η Διονυσία, οι Βενετοί φεύγουν το βράδυ
από τις πολεμίστρες. Αφήνουν εκεί μόνο Έλληνες που δύσκολα συγκρατιούνται να μη
φύγουν κι αυτοί. Αυτό το λες σοβαρή άμυνα μιας πολιορκημένης πόλης;
-Μήπως
είναι απλές γκρίνιες γλυκιά μου; της έλεγα προσπαθώντας κάπως να την καθησυχάσω
-Οι
πλούσιοι τα βράδια πάνε σπίτια τους κι αφήνουν τους φτωχούς στα τείχη! κανείς
δεν αντιδρά σε αυτό το χάλι! πως θα γίνουν οι υπερασπιστές της πόλης ένα σώμα
και μια ψυχή; απορώ που ακόμη αντέχουμε! φώναζε η Διονυσία
-Αφού
τον ξέρεις τον Ντάντολο, τα επικροτεί όλα αυτά γιατί είναι ηλίθιος!
-Δεν
υπάρχει κανείς να πει στους Βενετούς ότι πρέπει επειγόντως να τον αλλάξουν;
ρωτούσε απελπισμένη, είδα τον Πιζάνι να του ρίχνεται, να τον αμφισβητεί ανοιχτά
λέγοντάς τον ανίκανο, δεν τον αντέχουν ούτε οι Βενετοί κι αυτός όπου κι αν πάει
έχει μαζί του τουλάχιστον ένα σωματοφύλακα
Ο
φοβερός Ντάντολο για λόγους οικονομίας απαγόρευσε να πυροβολούν οι αμυνόμενοι
τους λαγουμιτζήδες των Τούρκων που χάλαγαν τα ορύγματα, κάλυπταν τις τάφρους ή
έφτιαχναν πύργους για να εξουδετερώσουν τους προμαχώνες μας. Η απαγόρευση ίσχυε
αν οι εχθροί ήταν λίγοι και επιτρεπόταν να πυροβολούνται μόνο αν ήταν από δέκα
και πάνω. Όταν έβγαλε αυτή τη διαταγή, και ο πιο δύσπιστος κατάλαβε ότι μας
διοικούσε ένας ανόητος κι επικίνδυνος άνθρωπος. Οι περισσότεροι ικανοί
αξιωματικοί είχαν πάει στην Αμμόχωστο γιατί ο Ντάντολο πίστευε ότι εκεί θα
επιτεθούν πρώτα οι Τούρκοι και τώρα είχαν αποκλειστεί εκεί και δεν μπορούσαν να
έρθουν πια στη Λευκωσία. Αρχές Σεπτέμβρη, όλα είχαν κριθεί κι όμως δεν υπήρχε
κανείς να αναλάβει την ευθύνη μιας διαπραγμάτευσης. Κόντευε να κηρυχτεί επανάσταση
καθώς ο λαός πεινούσε και τα νοσοκομεία είχαν γεμίσει με πληγωμένους αλλά το
στάρι και το αλεύρι φυλαγόταν για να παραδοθεί στο τέλος στους εισβολείς. Δεν
υπήρχαν πια ούτε ξύλα για να ανάψει κανείς φωτιά για να ψήσει φαγητό ή ψωμί.
Βρισκόμουν
εδώ επικεφαλής μιας ομάδας τριακοσίων Ελλήνων από το Σαλέντο. Ήμουν ένας από
τους αρχηγούς της φρουράς της Πύλης της Αμμοχώστου. Αρκετοί στρατιώτες από την
δική μας Πύλη είχαν από χτες μετακινηθεί στον προμαχώνα του Ποδοκατάρου όπου θα
δινόταν η μεγάλη αυριανή μάχη και θα κρινόταν η τύχη μας. Απέναντι από αυτόν τον
προμαχώνα οι Οθωμανοί είχαν τοποθετήσει το στράτευμα της Ρούμελης και της
Καραμανίας με επικεφαλής τον Καραμάν Πασά. Ήταν σχεδόν όλοι τους Ρωμιοί, είτε
χριστιανοί που ακολουθούσαν τον Πασά είτε γενίτσαροι. Θα πολεμούσαν και εδώ
Έλληνες εναντίον Ελλήνων, οι υπερασπιστές της Λευκωσίας μαζί με κάποιους
Ιταλούς για τη δόξα της Βενετίας και απέναντί τους οι άλλοι Έλληνες και
Μικρασιάτες μαζί με κάποιους Τούρκους για τη δόξα των Οθωμανών. Ο προμαχώνας αυτός
είχε καταντήσει πια σχεδόν επίπεδος από τους ατελείωτους κανονιοβολισμούς. Αν
αντέχαμε εδώ, θα καταφέρναμε να κρατήσουμε την πόλη ελεύθερη.
Εκείνο
το απόγευμα της Παρασκευής ήταν ένα πολύ θλιβερό απόγευμα. Έφυγα για λίγο από
την Πύλη για να δω τις γυναίκες μου. Τις βρήκα στον ελληνικό καθεδρικό ναό των
Αποστόλων Πέτρου και Παύλου όπου είχαν καταφύγει από τις αρχές Σεπτέμβρη από
τότε, δηλαδή, που είχαν σκουρύνει τα πράγματα. Τις είχε πάρει εκεί ο επίσκοπος
που είχε γίνει οικογενειακός μας φίλος στον ένα περίπου χρόνο που κατοικούσαμε
στην Λευκωσία. Η Διονυσία ανησυχούσε πολύ και φοβόταν για την Δηιάνειρα. Δεν μπορούσαμε
κάνουμε τίποτε άλλο παρά να ανταλλάξουμε και πάλι φιλιά και χάδια μεταξύ μας,
να σφιχταγκαλιαστούμε και να ευχηθούμε να αντέξουμε για μιαν ακόμη μέρα. Αν φτάναμε
στην Κυριακή, ο Ντάντολο θα μιλούσε με τον Λαλά Μουσταφά για τους όρους της
παράδοσης ή δεν θα ζούσε πια. Ήδη κάποιοι πατρίκιοι τον αναζητούσαν για να τον σκοτώσουν
ή να τον εξαναγκάσουν τον σε παραίτηση, αλλά εκείνος κρυβόταν.
-Αύριο
είναι η κρίσιμη μέρα, είπα στη Διονυσία
-Είσαι
πολύ κουρασμένος και χτυπημένος … να προσέχεις, μου είπε
-Θέλω
να μείνετε μέσα στον καθεδρικό ναό, εκεί θα είστε ασφαλείς από τα κανόνια
-Εδώ
ο Λογαράς[ii] έχει
επιβάλει μια τάξη, αλλά αν μπουν οι Τούρκοι
…
-Μπαμπά,
θέλω να μείνεις μαζί μας, μου ζήτησε η μικρή Δηιάνειρα
-Δεν
γίνεται αυτό μωρό μου, της είπε η μητέρα της
-Λυπάμαι
γλυκό μου, πρέπει να πολεμήσω και αύριο, της είπα
-Πότε
θα τελειώσει ο πόλεμος; με ρώτησε πολύ σοβαρά η μικρή κορούλα μου
-Ελπίζω
πως αύριο θα είναι η τελευταία μέρα μωρό μου, της απάντησα
-Ελπίζεις
γλυκέ μου ή φοβάσαι πως θα είναι η τελευταία; με ρώτησε με μια πίκρα στη φωνή
της η Διονυσία
-Όπως
το είπες, και ελπίζω αλλά και φοβάμαι. Αν αντέξουμε αύριο ο Λαλά Μουσταφάς θα
αρχίσει να φοβάται τις απώλειες, αν όμως δεν αντέξουμε αυτό θα είναι το τέλος!
-Ό,τι
κι αν γίνει, είπε δακρυσμένη η Διονυσία, θέλω να ξέρεις πως δεν μετανιώνω για
ό,τι κάναμε … ακόμα κι αν αυτό είναι το τέλος
-Θα
τα καταφέρουμε, μην ανησυχείς, της είπα δείχνοντας αποφασισμένος, θα έρθω αύριο
να σας δω, ό,τι κι αν γίνει
Με
αγκάλιασε και βάλαμε ανάμεσά μας την Δηιάνειρα. Την κρατήσαμε και οι δυο σφιχτά
χαϊδεύοντάς την καθώς το μικρό δάκρυζε κι αυτό.
-Αν
οι Τούρκοι μπουν, να μείνετε μέσα στον ναό κοντά στον αρχιεπίσκοπο. Δεν θα τα
βάλουν με την ορθόδοξη εκκλησία κι ο Λογαράς, που μισούσε πάντα τους Λατίνους,
θα βρει ένα τρόπο να συνεννοηθεί με τους Τούρκους. Το πολύ-πολύ να σας πιάσουν
αιχμάλωτες και να σας πουλήσουν. Θα είναι σκληρό αλλά όχι το τέλος! Ό,τι κι αν
γίνει να με περιμένετε, θα έρθω να σας βρω, είπα
-Πάψε,
μου είπε η Διονυσία, δεν θα χρειαστεί
-Το
ελπίζω γλυκιά μου, και θα παλέψω γι αυτό, αλλά ποτέ κανείς δεν ξέρει, γι αυτό
σου λέω, αν χρειαστεί άσ’ τους να σας αιχμαλωτίσουν, γλιτώστε όμως τη ζωή σας!
Μου το υπόσχεσαι αυτό;
-Ναι,
όσο περνάει από το χέρι μου αυτό θα κάνω… και … εσύ όμως ... θέλω να μου
υποσχεθείς ότι θα ζήσεις ό,τι κι αν συμβεί, ας σε πιάσουν αιχμάλωτο καλύτερα,
θα σε βρούμε οπωσδήποτε όπου κι αν σε πάνε, έχουμε τόσους φίλους, θα σε
ελευθερώσουν, αρκεί να ζεις! μου το υπόσχεσαι;
-Ναι
γλυκιά μου, στο υπόσχομαι, της είπα
-Ας
μην πούμε τίποτε άλλο μου ζήτησε
-Τίποτα,
συμφώνησα, μείνετε μόνο λίγο κοντά μου…
Μείναμε
εκεί για λίγη ώρα ακόμη καθώς έπρεπε να γυρίσω στο πόστο μου. Δεν είπαμε τίποτε
άλλο για την αυριανή μέρα. Θυμηθήκαμε τις μέρες της ευτυχίας στα βουνά της
Ηπείρου κι όλες τις στιγμές που περάσαμε, τον ξαφνικό γάμο μας, τη θεόσταλτη
γέννηση της Δηιάνειρας, την αγωνία της Μάλτας, τη Μαδρίτη, τον Δον Χουάν και
την Ιζαμπέλα, τη Ρώμη, τη Βενετία, όλα όσα ζήσαμε μαζί αυτά τα οχτώ χρόνια.
-Ας
ζήσουμε όλοι ακόμα μια μέρα! ευχηθήκαμε αγκαλιασμένοι και οι τρεις
-Θα
σε περιμένω αύριο μπαμπά, μου είπε η Δηιάνειρα
-Στο
υπόσχομαι ότι θα έρθω να σε δω μωρό μου, της είπα κι εγώ
Γύρισα
στην Πύλη της Αμμοχώστου. Θα δίναμε εκεί την δική μας μάχη αύριο αλλά ο νους
μας θα ήταν στον προμαχώνα του Ποδοκατάρου. Και οι άλλοι προμαχώνες είχαν
προβλήματα μετά από τις τόσες μέρες συνεχών κανονιοβολισμών αλλά και στου Κωστάντζου
και στου Δαβίλα και στου Κόμη της Τρίπολης η άμυνα μπορούσε να είναι επιτυχής.
Απέναντι από τους προμαχώνες μας οι πασάδες είχαν προετοιμάσει τους γενίτσαρους
για τα μεγάλα κέρδη που θα είχαν αν κυρίευαν την πόλη χωρίς πολλές απώλειες. Αυτοί
που θα χάνονταν θα είχαν θέση στον παράδεισο μια και ο πόλεμος ήταν ιερός. Όλοι
οι πόλεμοι των Οθωμανών ήταν Ιεροί, για λάφυρα και δούλους όπως και αυτός εδώ
τώρα στην Κύπρο.
Οι
Βενετοί έχασαν πολύ χρόνο μέχρι να πεισθούν ότι η Κύπρος θα δεχόταν εισβολή και
καθυστέρησαν να προετοιμαστούν. Μια φωτιά στον ναύσταθμο της Βενετίας έφερε πρόσθετη
καθυστέρηση. Η κατάσταση ήταν τραγική μέσα στο κάστρο της Λευκωσίας. Δεν
ελπίζαμε πια ούτε σε ενισχύσεις αφού οι συνεννοήσεις για μια ιερή συμμαχία που
θα μας έσωνε αργούσαν. Παρά τις προσπάθειες του Πάπα δεν βρισκόταν τρόπος να
συμφωνήσουν υπό τους όρους της Ρώμης οι Ισπανοί με τους Βενετούς. Οι Ισπανοί
δεν χώνευαν τους Βενετούς και αυτό δεν άλλαζε εύκολα. Έτσι η Κύπρος δεν
μπορούσε να περιμένει βοήθεια πριν να περάσει ο χειμώνας. Η Βενετία βρισκόταν δυο
χιλιάδες μίλια μακριά και η Τουρκία μόλις διακόσια. Το νησί θα έπρεπε να
αντέξει από μόνο του σε μια πολιορκία για ένα ή δύο χρόνια πριν να δεχτεί
βοήθεια. Όμως η Λευκωσία του Ντάντολο δεν έδειχνε να έχει τόση αντοχή.
[i] Η Κύπρος ήταν σταυροφορικό
βασίλειο από το 1191 που την κατέκτησε ο Ριχάρδος Λεοντόκαρδος και την παρέδωσε
στον Γκύ ντε Λουζινιάν ως το 1489
που η Βενετία κληρονόμησε το νησί από την τελευταία βασίλισσα Αικατερίνη
Κορνάρο το 1489. (ΠΗΓΗ: Βικιπέδια / e-istoria.com /κ.α.)
[ii] Ο αρχιεπίσκοπος Νεόφυτος Λογαράς έδωσε ένα σπουδαίο
αγώνα στην πολιορκία και πέθανε μαχόμενος την ημέρα της κατάληψης της πόλης
(ΠΗΓΕΣ: Site
www.parathyro.com)