Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

49 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 49η


Β' μέρος του 14ου κεφαλαίου.
Ο Νικηφόρος κι οι φίλοι του είναι καθ' οδόν προς το Ικόνιο. Θέλουν ένα μήνα για να φτάσουν από την Αθήνα στην πρωτεύουσα του σουλτανάτου.
Στο μεταξύ, εκεί, στο σουλτανάτο, στο Ικόνιο, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης ετοιμάζεται για ένα ταξίδι στην Μικρασία. Θα το κάνει μόνος του και έτσι θα προετοιμάσει καλύτερα την εκστρατεία του στα βάθη της ανατολής. Η Ζωή τον αποχαιρετά προβληματισμένη.
****************************************
παραπομπές:
(*1) Χώρα των Σιν είναι η Κίνα και θάλασσα των Νικπά είναι το θαλάσσιο εμπορικό κέντρο της Κίνας Νιν-πο που βρίσκεται νοτιανατολικά της Σαγκάης. Τους τόπους αυτούς αναφέρει ο Βενιαμίν της Τουδέλης που ταξίδεψε στα μέσα του 12ου αι. στο βιβλίο του “Το βιβλίο των ταξιδιών σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική”, εκδόσεις “Στοχαστής”.
(*2) Δηλαδή τον 4ο αι. μ.Χ. Ο Νόννος Πανοπολίτης έζησε στην Αλεξάνδρεια και το έργο του “Διονυσιακά” έχει 21.000 στίχους (εξάμετρους) και χωρίζεται σε 48 βιβλία-Ραψωδίες.
  
Β’    ΣΤΟ ΙΚΟΝΙΟ

Υπολόγιζαν ότι η Ζωή θα ήταν κλεισμένη στο χαρέμι του Σουλτάνου, έκαναν, όμως, λάθος. Δεν ήταν φυλακισμένη πουθενά και δεν ήταν καν στον γυναικωνίτη του παλατιού. Το ίδιο εκείνο πρωινό ξύπνησε ευτυχισμένη στο σπίτι του Μεϊρ Εφραίμ στο κρεβάτι του Κωνσταντίνου Λάσκαρη. Είχε μείνει εκεί κι είχε κοιμηθεί μαζί του στο δωμάτιο που τους είχε δώσει ο Εβραίος που τον φιλοξενούσε. Το κορμί του, που την ζέσταινε όλο το βράδυ, ήταν δίπλα της γυμνό και ποθητό. Ένιωθε ζωντανή, ξαναγεννημένη κι ευτυχισμένη. Τον αγκάλιασε και τον χάιδεψε τρυφερά.
«Δεν μπορώ να σε χορτάσω» του ψιθύρισε με μια φωνή γεμάτη τρυφερότητα. «Έλειπες τόσο καιρό!»
«Η αλήθεια είναι πως εμένα μου έλειψες περισσότερο από όσο φανταζόμουνα» παραδέχτηκε εκείνος. «Όπου κι αν ήμουν εσένα σκεφτόμουν. Όχι ανάρμοστα, αλλά, συνεχώς. Ίσως δεν έπρεπε να δεθώ μαζί σου τόσο πολύ.»
«Έχεις μάθει να εξασκείσαι στην εγκράτεια» του είπε με προκλητικό χαμόγελο.
«Με αυτό που έχω αναλάβει, πρέπει να μην εξαρτώμαι από τίποτε και να μην κουβαλάω κανέναν. Δεν θέλω να βλάψω άλλον εκτός από τον εαυτό μου, αν ποτέ μου συμβεί κάτι κακό, πράγμα καθόλου απίθανο. Ούτε μπορώ να είμαι απερίσπαστος όσο έχω σφοδρές επιθυμίες που με ορίζουν κι υπαγορεύουν τις πράξεις μου.»
«Και τότε γιατί μου πρότεινες να έρθω μαζί σου;»
«Γιατί ξέρω πως είσαι ικανή. Ξέρω πως εσύ μπορείς κι ελέγχεις τα συναισθήματά σου. Ξέρω –ή μάλλον ήξερα- ότι ήσουν ερωτευμένη με τον Νικηφόρο κι είχες και παιδί μαζί του. Όλα αυτά εξασφάλιζαν κατά κάποιο τρόπο ότι μεταξύ μας δεν θα είχαμε επιπλοκές. Θα ήσουν εγκρατής εσύ, θα με κρατούσες μακριά σου.»
«Νά μια πρόβλεψη που απέτυχε πανηγυρικά» του είπε εκείνη. «Πολύ γρήγορα αποκτήσαμε “επιπλοκές”, ε;»
«Μην το γελάς, γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Εσύ λες πως με ερωτεύτηκες κι εγώ έπαθα εξάρτηση μαζί σου. Για πάνω από τέσσερις μήνες, όσο ταξίδευα, ανυπομονούσα να γυρίσω πίσω. Έπαθα ακριβώς αυτό που ήθελα να αποφύγω.»
«Και γιατί ήθελες να γυρίσεις; Τι σε πίεζε;»
«Ήθελα να βρεθώ στην αγκαλιά σου να κοιμηθώ μαζί σου, μου έλειπες πολύ. Αμ, το άλλο; Ήθελα να μιλάω μαζί σου για όλα τα θέματα… ό,τι χειρότερο δηλαδή!»
Η Ζωή διασκέδαζε με τους φόβους και τη γκρίνια του. Ήξερε πως κατά βάθος εξακολουθούσε να είναι ανεξάρτητος και μόνος. Αν επρόκειτο να διαλέξει τον σκοπό του ή εκείνην δεν θα το σκεφτόταν καθόλου, θα διάλεγε τον στόχο του. Αν εκείνη ήταν ερωτευμένη μαζί του, εκείνος όχι, δεν ήταν. Την ποθούσε, την ήθελε μαζί του, αλλά μέχρι εκεί. Τον ήξερε καλά και δεν ξεγελιόταν από τα ωραία του λόγια που θα κολάκευαν άλλες γυναίκες. Ήταν όμορφες γλυκές υπερβολές, της άρεσαν, κι έτσι τον έσπρωχνε να λέει κι άλλες.
«Και γιατί δεν πήγαινες με μια γυναίκα απ’ αυτές που υπάρχουν σε όλα τα χαμάμ; Αυτές που ξέρουν τα πάντα για τον έρωτα. Εκεί θα έσβηνες την δίψα σου.»
«Μα σε σκεφτόμουν και σε ήθελα, αυτό ήταν το φοβερό! Μ’ αρέσεις, αλλά, δεν πρέπει να σε ερωτευτώ. Δεν πρέπει νά ‘χω καμιά εξάρτηση, δεν πρέπει να σέ ‘χω συνέχεια στο νου μου. Το καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, αλλά, εγώ δεν ανησυχώ. Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, αγόρι μου γλυκό. Εσύ δεν μπορείς να ερωτευτείς καμία. Έχεις άλλον έρωτα εσύ, αλλιώτικο, πιο δυνατό από όλα κι απ’ όλους, ακόμα κι απ’ τον εαυτό σου!»
«Λες να είναι έτσι;» της είπε χαμογελώντας.
Γνωρίζοντας τον εαυτό του, έδινε δίκιο στη Ζωή. Ήταν μονομανής και δεν παρασυρόταν συναισθηματικά. Όμως τον έρωτα δεν τον είχε ζήσει ποτέ τόσο έντονα και με τέτοιο πάθος. Το άγνωστο τον έκανε να ανησυχεί. Εκείνη τον είδε αμήχανο και τον αγκάλιασε. Της άρεσε να τον έχει κοντά της. Της άρεσε που ήταν όμορφος, ευαίσθητος, εύθραυστος και γενναίος. Της άρεσε που ζούσε τη ζωή του με άγνοια κινδύνου.
Η Ζωή σκεφτόταν ότι κάπως έτσι, πορευόμενος με αυτή την ίδια άγνοια κινδύνου, είχε πιαστεί αιχμάλωτος. Ήταν το καλοκαίρι του 1203, όταν οι Λατίνοι είχαν κάνει την πρώτη τους επίθεση στην Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντίνος τους είχε νικήσει. Με το δικό του απόσπασμα, είχε καταδιώξει τους σταυροφόρους σε μεγάλη απόσταση έξω από τα τείχη. Όταν αποφάσισε να γυρίσει πίσω, οι πύλες της Πόλης είχαν κλείσει. Βρέθηκε ξαφνικά περικυκλωμένος από τους εχθρούς. Δεν είχε καμιά ελπίδα να αντιμετωπίσει τοξότες και σιδερόφρακτους που είχαν φτιάξει γύρω του τείχος. Θα ήταν άσκοπη κι η θυσία των στρατιωτών του. Έτσι, τον υποχρέωσαν να παραδοθεί. Η πιο δυναμική κι ηρωική πράξη του ρωμαϊκού στρατού είχε λήξει με ομηρία. Οι Λατίνοι τους φέρθηκαν καλά, και σε εκείνον σαν άρχοντα, αλλά και στους ιππείς και τους καταφρακτάριούς του. Όλοι τους έμειναν για λίγο όμηροι και γύρισαν πίσω στην Πόλη μετά από λίγο καιρό. Φυσικά, πρώτα καταβλήθηκαν τα λύτρα που ζήτησαν οι προσκυνητές.
«Μου θυμίζεις τις ιστορίες που έχω ακούσει για σένα, για τον Κωνσταντίνο που έτρεψε τους Λατίνους σε φυγή.»
«Που, τελικά, πιάστηκε όμηρος» συμπλήρωσε εκείνος με αρκετή δόση ειρωνείας.
«Κι όμως, ο λαός δεν το είδε έτσι. Σε υποδέχτηκαν σαν ήρωα και νικητή όταν γύρισες απ’ την ομηρία, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε.
«Που τα θυμήθηκες αυτά; Έχουν περάσει τόσα χρόνια. Πάνε αυτά, περάσανε, και μαζί τους πάει κι η Πόλη» της είπε με μια θλίψη στη φωνή του.
«Παρασύρθηκες κι άφησες τα νώτα σου ακάλυπτα.»
«Ήταν το μεγάλο μου λάθος, και το πλήρωσα.»
«Για τον λαό ήσουν ήρωας, για ένα στρατηγό όμως θα ήσουν αποτυχημένος διοικητής. Ποιος από τους δυο θα είχε το δίκιο, ο λαός ή ο στρατηγός;» τον ρώτησε.
«Μου βάζεις δύσκολα Ζωίτσα» της είπε. «Είμαι με τον λαό και το συναίσθημά του, αλλά καταλαβαίνω τον στρατηγό. Αυτός είναι ειδικός στους πολέμους. Αυτός θα είχε δίκιο, αφού πιαστήκαμε, τελικά, αιχμάλωτοι.»
«Κι ο λαός το ήξερε ότι είχατε πιαστεί κι ότι γυρίσατε με λύτρα, δεν το θεώρησε όμως αποτυχία.»
«Τι θέλεις να μου πεις, γλυκιά μου Ζωίτσα;»
«Στη ζωή δεν είναι όλα όπως φαίνονται με την πρώτη ματιά. Η Ρωμιοί έχασαν την Πόλη γιατί σκέφτονταν λογικά κι υποχωρούσαν. Έφυγαν δυο αυτοκράτορες που ήξεραν ότι ο στρατός μπορεί να μην πολεμούσε! Χάναμε τις μάχες πριν τις δώσουμε! Απ’ τους Ρωμαίους έλειπε η ψυχή. Η δική σου τρέλα, έδειχνε ότι είχες ψυχή και την μετέδιδες γύρω σου. Ακριβώς αυτό είδε ο λαός και σας ανακήρυξε ήρωες κι όχι κουτούς! Είχες την ψυχή που έλειπε από τους άλλους. Κι αν ήταν όλοι σαν εσένα δεν θα έπεφτε καμιά Πόλη ποτέ.»
«Σ’ ευχαριστώ που με δικαιώνεις, αλλά, ποιο είναι το συμπέρασμα; Πού το πας;»
«Λέω γλυκό μου αγόρι ότι αυτό που έχεις είναι πολύ πιο σπουδαίο από κάθε στρατηγική σκέψη και λογική. Έχεις ψυχή κι αυτό δεν πρέπει να το χάσεις.»
«Μα, γι αυτό σου λέω πως δεν είναι ώρα για έρωτες» της είπε κι αυτός χαμογελώντας.
«Γι αυτό κι εγώ σου λέω πως τώρα είναι ώρα για έρωτες και για τρέλες» είπε εκείνη. «Ώρα για την ψυχή κι όχι για το μυαλό. Γι αυτό κι εγώ θα σε ακολουθήσω στον παραλογισμό σου. Θα ψάξω κι εγώ μαζί σου τον Ιερέα Ιωάννη και τον Ερμή τον Τρισμέγιστο!»
«Το θεωρείς ακόμα παράλογο;»
«Μα … φυσικά, ναι! Τι άλλο από παραλογισμός μπορεί να είναι ένα Βασίλειο του Θεού, εγκατεστημένο στην άκρη του κόσμου;»
«Δεν ξέρω αν είναι παράλογο» είπε σκεπτικός και συνοφρυωμένος.
«Πες μου τι πιστεύεις γι αυτό που ψάχνεις.»
«Νομίζω πως είναι η μόνη ελπίδα που έχουμε για να ξαναγυρίσουν στη Γη η ελληνική ομορφιά κι η σοφία. Έστω κι αν χρειαστεί να βρούμε έναν χώρο για τους αρχαίους θεούς δίπλα στον δικό μας Θεό. Δύσκολο είναι, αλλά, οι αρχιερείς έχουν πετύχει και δυσκολότερα θαύματα. Ας συνυπάρξουν κι οι αρχαίοι θεοί μαζί με τόσους αγίους της χριστιανοσύνης. Τους διώξαμε απ’ τον Όλυμπο και πήγαν στις εσχατιές του κόσμου. Ο Ιερέας Ιωάννης, με το κύρος του θα ζωντανέψει ξανά εκείνο το αρχαίο πνεύμα.»
«Πιστεύεις πως υπάρχουν ακόμα οι αρχαίοι θεοί;»
«Ξέρουμε ότι υπάρχει ένας Θεός, ο δικός μας, αυτός που λέγεται Γιεχωβά. Άλλοι τον λένε Αλλάχ. Γιατί να μην πιστεύω κι εγώ πως θα λεγόταν κάποτε Δίας; Ο κόσμος κτίστηκε εδώ κι επτά χιλιάδες χρόνια. Για τα έξι χιλιάδες από αυτά, οι άνθρωποι ήξεραν μόνο τους αρχαίους θεούς. Για χίλια χρόνια πιστεύουν σε κάτι άλλο. Άλλαξε νομίζεις η ουσία του Θεού; Όποιος κι αν είναι ο Θεός, Αλλάχ ή Γιεχβά ή Δίας, η λογική, η ομορφιά, κι η δικαιοσύνη είναι οι ίδιες. Οι αξίες δεν αλλάζουν ούτε οι αρετές. Μπορούν να ξανακερδίσουν τον κόσμο!»
«Κι η ελπίδα σου είναι ο Ιερέας Ιωάννης;»
«Όπως κι αν λέγεται η ελπίδα, Ιερέας ή Πρεσβύτερος ή Ερμής ή Μεσσίας, εγώ τον πιστεύω. Υπάρχει και θα πάω να τον βρω! Και εσύ θα είσαι μαζί μου!»
«Κι εγώ θα είμαι μαζί σου γλυκό μου αγόρι!» του είπε και τον φίλησε γλυκά. «Θα είμαι μαζί σου στην αναζήτηση του παράλογου και της ελπίδας.»
Δεν αργούσε η μέρα που είχε οριστεί για την αναχώρησή τους. Ο Κωνσταντίνος είχε μαζέψει χάρτες και πληροφορίες από την Σινώπη, την Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη. Εκεί είχε πάει τον καιρό που έλειπε από το Ικόνιο. Είχε βρει το χειρόγραφο του Εβραίου Βενιαμίν απ’ την Τουδέλη. Αυτός είχε επισκεφθεί πολύ πρόσφατα τις χώρες της Αβησσυνίας της Υεμένης και της Ινδίας. Είχε γράψει γι αυτές. Ήταν οι χώρες που αποτελούσαν το νότιο άκρο του πολιτισμού σύμφωνα με τους Αιγύπτιους. Είχε περάσει από την χώρα των Περσών κι είχε πλησιάσει στη χώρα των Σιν και την θάλασσα των Νικπά. Εκεί βρισκόταν το ανατολικότερο άκρο του πολιτισμού μαςi, εκεί θα πήγαινε, λοιπόν.
Θα πορεύονταν ο Κωνσταντίνος με την βοηθό του την Ζωή, σύμφωνα με τα γραπτά του Βενιαμίν. Θα χρησιμοποιούσαν και τις γνώσεις που είχαν οι Σελτζούκοι για την Μεσοποταμία. Του είχε προσφέρει πρόσβαση σε αυτή τη γνώση ο Καϊχοσρόης. Θα έβρισκε την άκρη του κόσμου. Βέβαια, ενδιαφερόταν μόνο για τα νότια κι ανατολικά άκρα του κόσμου. Ο Ήλιος από την ανατολή και τον νότο ερχόταν, άρα, εκεί θα βρισκόταν και το Βασίλειο του Θεού. Με αυτόν τον τρόπο ήταν βέβαιος ότι το είχε εντοπίσει.
Είχε υπολογίσει πως θα ταξίδευε δύο χρόνια περίπου για να φτάσει στο βασίλειο του Ιερέα Ιωάννη. Θα περνούσε ένα-δύο χρόνια εκεί ώσπου να οργανώσει την εκστρατεία του. Ύστερα ήθελε άλλα δυο χρόνια επιστροφής. Όλα μαζί έκαναν γύρω στα επτά χρόνια. Είχε μελετήσει τα “Διονυσιακά” του Νόννου Πανοπολίτηii, γραμμένα πριν από οχτακόσια χρόνιαiii. Με βάση τα βιβλία αυτά, ο θεός Διόνυσος είχε εκστρατεύσει στην Ινδία και την είχε κατακτήσει. Είχε φτάσει στην άκρη του κόσμου. Της μίλησε για τον Διόνυσο.
«Ήταν γιος του Δία κι απεσταλμένος του. Δεν έκανε τυχαία την εκστρατεία του.»
«Πιστεύεις στην ειδωλολατρία, λοιπόν;» του είπε για να τον πειράξει. Της άρεσε να τον πειράζει, να παίζει μαζί του.
«Όχι, αλλά, δεν κλείνω τα μάτια στην αρχαία σοφία.»
«Ποιος ήταν, λοιπόν, ο στόχος του Διόνυσου;»
«Έβλεπε την επερχόμενη πτώση του πολιτισμού. Ούτε ο Αλέξανδρος ούτε κι η Pax Romana θα άντεχαν. Η επικράτηση των αυτοκρατόρων, των μονοθεïστών και των βαρβάρων ήταν βέβαιη. Οι νομάδες θα κατέλυαν τις πόλεις κι οι τύραννοι θα αναλάμβαναν της προστασία τους.»
«Κι ό,τι είχε χτίσει ο πολιτισμός θα καταστρεφόταν;»
«Ακριβώς. Γι αυτό εκστράτευσε. Έκρυψε τις δυνάμεις του ελληνισμού για να τις διαφυλάξει.»
Αυτό πίστευε. Η σοφία, η επιστήμη, ο λόγος, η τέχνη και μαζί τους οι θεϊκές δυνάμεις κρύφτηκαν για να διαφυλαχτούν. Και βρίσκονται στις εσχατιές του κόσμου.
«Είναι το θεϊκό βασίλειο του Ερμή του Τρισμέγιστου» της είπε με ζέση.
«Κι ο Ιερέας;» τον ρώτησε η Ζωή. «Τι θα κάνει;»
«Μας περιμένει. Είναι ο φύλακας. Θα του δώσουμε το μήνυμα ότι ήρθε η ώρα για την αντίστροφη πορεία.»
Κατά τον Κωνσταντίνο, ήταν η ώρα να επιστρέψουν απ’ την ανατολή οι δυνάμεις του ελληνισμού. Θα ελευθέρωναν τους ανθρώπους απ’ την αμάθεια και την δεισιδαιμονία. Ήταν η ώρα να ξαναβρεί η χώρα των θεών, η Ρωμανία-Γραικία, το χαμένο της κλέος. Όπως ο Διόνυσος προχώρησε με τη μούσα του την Αριάδνη, έτσι κι αυτός θα πήγαινε με τη δική του μούσα, τη Ζωή!
Σε επτά χρόνια από σήμερα θα γύριζαν πίσω. Θα ήταν το έτος έξι χιλιάδες επτακόσια είκοσι έξι από κτίσεως κόσμου. Με την παπική μέτρηση του χρόνου θα ήταν το 1218 μΧ.. Θα γύριζε με τα στρατεύματα του Ιερέα Ιωάννη. Τα φανταζόταν περισσότερο πνευματικά και λιγότερο στρατιωτικά. Μ’ αυτά θα επέβαλε τον ελληνισμό.
Θεωρούσε ηρωική αλλά και μάταιη την προσπάθεια του αδελφού του. Ήθελε να αναγεννήσει την αυτοκρατορία με μια στρατιωτική νίκη. Με την γυναίκα του συνδύαζαν το όνομα των Γραικών με την ορθόδοξη πίστη. Έβρισκε ευγενική την πρόθεσή τους, αλλά, χωρίς μέλλον. Θα σαρωνόταν από τους νομάδες και τους βαρβάρους κι απ’ την πρωτόγονη ορμή τους. Μισούσαν κάθε τι το ελληνικό, δεν θα άφηναν τους Γραικούς να ορθοποδήσουν.
Αντίθετα, η δική του προσπάθεια, έστω και ουτοπική, ωστόσο, στηριζόταν σε ανώτερες δυνάμεις. Το ένιωθε. Το πάθος του για το αρχαίο ελληνικό πνεύμα ήταν αληθινό. Αισθανόταν πως αρχαίοι και νέοι θεοί ήταν μαζί του. Ήταν ένας έρωτας αυτό που τον κατέκλυζε. “Αυτόν τον έρωτα βλέπει η Ζωή. Γι αυτό λέει ότι δεν πρόκειται να ερωτευτώ ποτέ κανέναν άλλον εκτός από τον σκοπό μου. Ίσως και να έχει δίκιο” σκέφτηκε. Προβληματίστηκε λίγο αλλά το ξεπέρασε γρήγορα. Είχε πολλά να κάνει ακόμα.

****************************************
Η συνέχεια την Δευτέρα 3/8.
Είναι η τελευταία εβδομάδα αυτών των δημοσιεύσεων καθώς την Παρασκευή 6/8 ολοκληρώνεται το βιβλίο. Πιστεύω πως το ενδιαφέρον συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και μάλιστα κορυφώνεται καθώς πλησιάζουμε στο τέλος.

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

48 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 48η

Μπαίνουμε στο 14ο κεφάλαιο, προτελευταίο του βιβλίου.
Η δράση επιταχύνεται. Όλοι συγκλίνουν στην Μικρασία. 
Ο Καϊχοσρόης με τον Λάσκαρη ετοιμάζονται για μια αποφασιστική μάχη που θα διατηρήσει ή όχι το βασίλειο της Νίκαιας και, μαζί του, τις ελπίδες αναγέννησης του νέου ελληνισμού. 
Ο Κωνσταντίνος κι η Ζωή ετοιμάζονται για την συνάντηση με τον Ιερέα Ιωάννη και την επαναφορά του νέου ελληνισμού από έναν άλλον, καθαρότερο, δρόμο.
Ο Νικηφόρος μαζί με τους φίλους του -Ρωμιούς και Φράγκους- εκστρατεύουν κι αυτοί στην Μικρασία για να ελευθερώσουν τη Ζωή. Δεν είναι εύκολο το εγχείρημά τους.
***************************************

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο : ΜΙΚΡΑΣΙΑ,

1211 μ.Χ.

Α’ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑ

Ο “Μαύρος Δράκος” θεωρείτο ρωμαίικο πλοίο κι ήταν στον Πειραιά εδώ και καιρό. Ήταν ένα χελάνδιο που το είχε αγοράσει ο Κρητικός ιδιοκτήτης του από τον παλιό διαλυμένο ρωμαϊκό στόλο. Το είχε μετατρέψει σε πειρατικό. Οι Φράγκοι το είχαν αφήσει να ξεχειμωνιάσει στον Πειραιά. Ήταν δεμένο σε ένα λιμανάκι από τα πολλά που σχηματίζονταν στα βράχια της πειραϊκής χερσονήσου, Με τον “Μαύρο Δράκο” θα έκανε την δουλειά του, τελικά, ο Νικηφόρος.
Ήταν γνωστό πως η ναυσιπλοΐα επιτρεπόταν απ’ τα τέλη Απριλίου ως τα τέλη Οκτωβρίου. Οι σοβαρές ναυτικές δυνάμεις απαγόρευαν τον απόπλου έξω από αυτά τα όρια Ο άστατος χειμωνιάτικος καιρός μπορούσε να στείλει ένα πλοίο στο βυθό με συνοπτικές διαδικασίες.. Για τα ρωμαϊκά πλοία, όμως, τα πρώτα χρόνια μετά την άλωση της Πόλης, δεν ίσχυαν αυτοί οι περιορισμοί. Δεν υπήρχε καμιά αρχή για να τους επιβάλλει την απαγόρευση. Οι Βενετσιάνοι κι οι Γενουάτες ενδιαφέρονταν για τα δικά τους πλοία. Σε αυτά επέβαλαν ρήτρες ασφάλειας. Οι ενδεχόμενες ζημιές από τις κακοκαιρίες είχαν επιπτώσεις στο εμπόριο και την ισχύ των συμβολαίων. Γι αυτό φρόντιζαν ώστε το εμπόριο της δικαιοδοσίας τους να είναι όσο γινόταν ασφαλές. Όλα τα άλλα ας έκαναν του κεφαλιού τους.
Έτσι, ο “Μαύρος Δράκος” είχε το ελεύθερο να φύγει. Το πλοίο ξεκίνησε από τον Πειραιά στις τρεις Απριλίου του έτους 1211 με το ημερολόγιο των Φράγκων. Ήταν το έτος 6719 με το ρωμαϊκό ημερολόγιο. Έφυγε πριν την γιορτή του Αη Γιώργη, για να βρεθεί έγκαιρα στις Οινούσσες. Εκεί το πειρατικό θα έστηνε καρτέρι στα πρώτα πλοία που θα ξεμύτιζαν από Σμύρνη ή Αδραμύττιο. Τα εμπορεύματα των αμπαριών τους, αλλά, και τα πληρώματα, ήταν στο στόχαστρο του “Μαύρου Δράκου”. Οι άνθρωποι ήταν κι αυτοί πολύτιμο αγαθό αφού, μοσχοπουλιόνταν σαν σκλάβοι.
Μέσα σε το πλοίο χώρεσαν ο Νικηφόρος, οι Φράγκοι κι οι Ρωμιοί φίλοι του. Ήταν ο Ρομπέρ κι ο Εστάς κι ο ανιψιός του μητροπολίτη Βεράρδου, Γουλιέλμος Ντελφόρ. Ήταν ακόμη ο Ιγνάτιος κι ο Στέφανος, οι ναυτικοί του “Δήλος” που τους είχε στο “Σερφιώτικο” και στο “Καρτέρι”. Έφυγαν με τον “Μαύρο Δράκο” για να φτάσουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στις ακτές της Ιωνίας. Ο πειρατής, ο καπιτάν-Μανούσος Ζωγιανός, ήταν γνωστός του Νικηφόρου από τα παλιά. Κάποτε ήταν κι αυτός νομιμόφρων πλοιοκτήτης-ναύαρχος κι έμπορος ναυτικός. Τώρα είχε γίνει πειρατής και γυρνούσε τις θάλασσες για να κερδίζει τα προς το ζην. Το τσούρμο που κουβαλούσε μαζί του ήταν ένα σύνολο από διακόσιους ανθρώπους με μεγάλη ποικιλομορφία. Στο πλήρωμα περιλαμβάνονταν σαλταδόροι και κωπηλάτες, Ρωμιοί, Βούλγαροι, Φράγκοι, Σαρακηνοί και Τούρκοι. Άλλοι απ’ αυτούς ήταν χριστιανοί, άλλοι Εβραίοι κι άλλοι μουσουλμάνοι. Υπήρχαν ακόμα και Κουμάνοι ή Βλάχοι παγανιστές. Ήταν άνθρωποι που δεν είχαν κανέναν άλλο τρόπο για να ζήσουν πέρα από την περιπέτεια. Με ρακένδυτες στολές και μαχαίρια, αποτελούσαν μιαν άγρια συνάθροιση. Προξενούσαν τον φόβο ακόμα και στο πιο αρματωμένο εμπορικό που θα τους έβρισκε μπροστά του κοντά σε μιαν ακτή.
Ο Νικηφόρος ήταν ανήσυχος. Έτσι κι αλλιώς είχε χάσει την ηρεμία του εδώ και δυο μήνες περίπου. Το μήνυμα του Ακομινάτου τον είχε ζωντανέψει και τού ’χε τεντώσει τα νεύρα. Η περγαμηνή έλεγε ότι η Ζωή βρισκόταν στο Ικόνιο, στο χαρέμι του σουλτάνου Καϊχοσρόη. Ο Διογένης, μεταμφιεσμένος σε σούφι με το όνομα Γιάσουα Μπεν Ραμπίν, πήγαινε εκεί για να την συναντήσει.
Την άνοιξη ή το καλοκαίρι του 1211, όποτε μπορούσε, ο Νικηφόρος θα συναντούσε τον Διογένη στο Ικόνιο. Θα έβλεπαν μαζί οι δυο τους τι θα μπορούσε να γίνει για να ελευθερωθεί η έγκλειστη Ζωή. Θα συζητούσαν επίσης πώς θα συνεχιζόταν η Συνωμοσία της Νίκαιας. Στο περιθώριο της περγαμηνής είχε ζωγραφισμένους σε μικρογραφίες δύο χάρτες. Ο ένας έδειχνε τη διαδρομή από τη Σμύρνη ως το Ικόνιο με περάσματα και πανδοχεία. Ο άλλος έδειχνε την πόλη του Ικονίου με το παλάτι, τις εισόδους και το σημείο που θα βρισκόταν ο Διογένης. Εκεί θα τον αναζητούσε αν κατάφερνε να φτάσει στην πρωτεύουσα του Σουλτανάτου του Ρουμ. Σουλτάνος ήταν ο Καϊχοσρόης, που ο Νικηφόρος τον γνώριζε απ’ την Κωνσταντινούπολη και την Προύσα. Ήξερε ότι ο Λάσκαρης τον είχε πάρει μαζί του στη Νίκαια μετά την άλωση. Τον είχε βοηθήσει να πάρει τον θρόνο του σουλτανάτου. Συμβουλή του Ακομινάτου ήταν ότι -για το καλό του- καλύτερα να απέφευγε τον Καϊχοσρόη. Αν χρειαζόταν σε κάποια φάση του ταξιδιού να δώσει λόγο για την παρουσία του εκεί, ας έλεγε ψέμματα. Η καλύτερη δικαιολογία ήταν να πει ότι ταξίδευε προς τους Άγιους Τόπους.
Ο Ακομινάτος τον ενημέρωσε ότι ο πρώην βασιλιάς της Ρωμανίας Αλέξιος βρισκόταν από πέρσι στο Ικόνιο. Ο Αλέξιος εξακολουθούσε να διατηρεί τον τίτλο του αυτοκράτορα κι ένα μικρό μέρος από την παλιά του αίγλη. Ο ρόλος του ήταν πολύ σκοτεινός καθώς ήταν γνωστός δειλός και μηχανορράφος. Ο Καϊχοσρόης του χρωστούσε ευγνωμοσύνη, περισσότερη απ’ όση στον Λάσκαρη. Γι αυτό ο Νικηφόρος θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός αν τύχαινε να μιλήσει με τον Καϊχοσρόη. Δεν θα έπρεπε να δηλώσει πίστη στον Θεόδωρο παρά μόνο στον Σιρ ντ’ Ατέν, του οποίου ήταν ιππότης. Ας δήλωνε, επίσης, πίστη στο Θεό και στους Ιερούς Τόπους. Εξάλλου εκεί πήγαινε για να προσκυνήσει σαν πραγματικός ταπεινός πιστός κι όχι σαν σταυροφόρος κατακτητής.
«Οι συμβουλές του Ακομινάτου είναι πολύτιμες» είπε στον Εστάς με τον οποίο μιλούσαν πολύ.
«Ο Μητροπολίτης σε αγαπάει» του είπε ο Εστάς.
«Μακάρι να τον είχαμε στην Αθήνα» είπε ο Νικηφόρος.
«Να όμως που τώρα ξέρει πράγματα και σε βοηθάει.»
«Θα είμαστε για όλους ταπεινοί προσκυνητές.»
«Κατά βάθος αυτό ήμασταν πάντα» είπε ο Εστάς.
Ο Νικηφόρος αναρωτιόταν πώς να ένιωθε τώρα η Ζωή. Την είχε αφήσει στη Νίκαια πριν τρία χρόνια. Η απαγωγή της από τον πολέμαρχο μιας φυλής Τουρκομάνων νομάδων την είχε στείλει, τελικά, στο χαρέμι του Ικονίου. Δεν ήξερε γιατί άραγε ο Καϊχοσρόης δεν την είχε στείλει πίσω στον Θεόδωρο Λάσκαρη σαν πεσκέσι. Στο χαρέμι μπορούσε να μένει μόνο σαν γυναίκα του Σουλτάνου ή σαν φιλοξενούμενη.
«Γιατί άραγε δεν την επέστρεψε ο Καϊχοσρόης, σαν δώρο, στον Λάσκαρη;» αναρωτήθηκε ο Νικηφόρος.
«Από όσο ξέρω» είπε ο Ρομπέρ που έπινε μαζί του κρασί «δεν μένει εύκολα μια γυναίκα σε ένα χαρέμι.»
«Αυτό λέω κι εγώ» είπε ο Νικηφόρος. «Σαν γυναίκα του ή σαν φιλοξενούμενη την έχει εκεί μέσα;»
Οι Σουλτάνοι έπαιρναν στο χαρέμι τους χριστιανές και τις είχαν για τεκνοποίηση. Δεν τις υποχρέωναν να ασπαστούν το Ισλάμ. Ίσως να ήταν αυτή η περίπτωση της Ζωής. Αν ήταν αλλιώς, ο Καϊχοσρόης δεν είχε λόγο να την φιλοξενεί, θα την είχε στείλει στη μάνα της. Δεν του άρεσε αυτή η σκέψη.
«Ελπίζω πως η Ζωή θα τα έχει καταφέρει» είπε.
«Μην ανησυχείς. Κάνε υπομονή» του έλεγαν.
Αυτή ήταν η αλήθεια. Εδώ που ήταν δεν μπορούσε ούτε να ξέρει ούτε να κάνει τίποτε. Κοιτούσε μόνο τη θάλασσα και έκανε υπομονή. Πίστευε πως θα έλυνε οριστικά όλες αυτές τις απορίες του όταν θα έφταναν στο Ικόνιο.
Οι αλλαγές στη ζωή του Νικηφόρου ήταν καταιγιστικές. Από τότε που είχε δει τη Ζωή για τελευταία φορά είχε χάσει την Αγνή, την μικρούλα Αθηναΐδα, τον Δωρόθεο και τον Πλατώνιο. Είχε χάσει το “Σερφιώτικο” λόγω της οικονομικής κατάστασης και της φυλάκισής του. Είχε αποχωριστεί το “Δήλος” κι έμενε στο «Καρτέρι» χωρίς πλούτο, αλλά, και χωρίς καμιά ιδιαίτερη φτώχεια. Έμενε μαζί με τα παιδιά του και τους υπόλοιπους Καρτεράνους. Ο παππούς Λέων ζούσε, αλλά, η γυναίκα του κι η αδελφή της είχαν πεθάνει. Στο “Καρτέρι”, με ό,τι είχε απομείνει από την οικογένεια των Καρτεράνων, ζούσε πλέον κι ο Εστάς ντε Βιτώ. Είχε παντρευτεί την Ευδοκία όπωσ το ήθελε. Σκόπευε να χτίσει ένα δικό του πύργο κοντά στη Μονή του Δαφνίου τα προσεχή χρόνια.
«Ήταν δύσκολα τα τελευταία χρόνια» είπε στον Εστάς.
«Ευτυχώς που ήσουν ιππότης κι είχες την εγγύηση του Σιρ ντ Ατέν» του είπε ο Εστάς.
Με τις απανωτές κακές καλλιεργητικές χρονιές θα είχε χάσει το “Καρτέρι”. Ο τίτλος του ιππότη κι η εγγύηση που παρείχε ο ίδιος ο μέγα-Κύρης Όθων, τον είχαν σώσει. Ο λαός της Αττικής τα δυο τελευταία χρόνια είχε φτάσει στα όριά του. Είχε πεινάσει καθώς είχε πέσει λιμός. Μόνο χάρη στο στάρι, που έφτασε στον Πειραιά από την Κριμαία με τα Γενοβέζικα πλοία, είχε βρεθεί ψωμί. Με αυτό είχαν αντέξει οι Αθηναίοι τις δυσκολίες και την έλλειψη αγαθών και τροφής.
Όταν τα σκεφτόταν αυτά μελαγχολούσε. Ευτυχώς, είχε καλή παρέα στον “Μαύρο Δράκο”. Οι Φράγκοι Ρομπέρ, Εστάς και Γουλιέλμος αλλά κι ο Ιγνάτιος κι ο Στέφανος ήταν εκεί. Οι πειρατές ήταν φιλικοί μαζί τους, δεν ενοχλούσαν. Ξεχνούσαν τις δυσκολίες του ταξιδιού κι απέφευγαν τις σκέψεις πίνοντας. Διασκέδαζαν διηγούμενοι ιστορίες. Ελιές, κρεμμύδια και σύκα ξερά, μαζί με άφθονο κρασί που είχαν πάρει μαζί τους, έκαναν το ταξίδι πιο εύκολο. Οι ιστορίες για όμορφες γυναίκες, για μεγάλους έρωτες, γενναίους άντρες κι επικές μάχες ήταν τα πιο αγαπημένα θέματα. Ακούγονταν όμως και διηγήσεις από τα μέρη που είχε δει ο καθένας και απ’ τα απίθανα που ‘χε ακούσει. Άλλος έλεγε για το τέλος του κόσμου, άλλος για την απέραντη γη των Ινδιών κι άλλος για τον μεγάλο Ωκεανό. Κάποιοι είχαν φτάσει στις πύλες του Ουρανού και της Κόλασης. Ο Νικηφόρος τους μίλησε για το μυθικό βασίλειο του Ιερέα Ιωάννη στην ανατολή. Αυτό θα έσωνε τους Γραικούς και την πίστη από τους ξένους και τους ασεβείς.
Η Μικρασία, όπου πήγαιναν, ήταν για χίλια χρόνια ρωμαϊκή επαρχία και πιο πριν ελληνική. Την είχαν αποικήσει οι Έλληνες και την είχε κερδίσει ο Μέγας Αλέξανδρος απ’ τους Πέρσες. Κατόπιν, την είχε αφήσει ο Άτταλος κληρονομιά στους Ρωμαίους. Εδώ είχαν αναχαιτιστεί οι Πάρθοι κι οι Άραβες. Μετά το Μαντζικέρτ, όμως, είχε επικρατήσει αναρχία. Κανείς δεν ένιωθε ασφαλής στον ανοχύρωτο τόπο όπου εμφανίζονταν διεκδικητές εκ του μηδενός. Άλλοτε οι μαχητές του Ισλάμ κι άλλοτε ηγεμόνες, διεκδικητές θρόνων, έσφαζαν κόσμο, άρπαζαν πλούτη κι άφηναν στάχτη.
Τότε, ένας νεαρός και δυναμικός Σελτζούκος διάδοχος, ο Σουλεϊμάν, είχε επιβληθεί. Είχε καταφέρει να νικήσει τους άτακτους και τους Γαζήδες. Οι Νομάδες κι οι πολεμιστές της πίστης τον είχαν προσκυνήσει. Είχε φτιάξει το Σουλτανάτο με πρώτη του πρωτεύουσα την Νίκαια, αλλά, δεν στέριωσε εκεί. Η δεύτερη πρωτεύουσα, το Ικόνιο, ήταν μια πόλη μουσουλμανική. Κοίταζε προς την Περσία για πολιτισμό και προς την Αραβία για θρησκεία. Οι ελληνόφωνοι Ρωμιοί που ζούσαν εδώ είχαν θρησκευτική ελευθερία. Το σημαντικό, όμως, ήταν η προστασία απ’ τους άτακτους που είχαν βυθίσει την Μικρασία στο χάος.
«Μην ανησυχείς Νικηφόρε, θα τα καταφέρουμε» του είπε ο Ρομπέρ που τον έβλεπε να βυθίζεται σε σκέψεις.
«Δεν ξέρω τι θα βρούμε. Αυτό με ανησυχεί, φίλε μου.»
«Εν ανάγκη θα ζητήσουμε τη βοήθεια του Σουλτάνου. Αφού τον γνωρίζεις, θα βοηθήσει.»
«Γιατί άραγε κρατάει τη Ζωή στο χαρέμι του; Γιατί δεν την ελευθέρωσε; Άρα, κάποιο πρόβλημα υπάρχει. Σκέφτομαι ότι ίσως είναι αιτία ο Αλέξιος.»
«Ποιος είναι πάλι αυτός;» τον ρώτησαν επίτηδες.
«Εκείνος ο αυτοκράτορας που θέλατε να εκθρονίσετε αλλά σας την έφερε και το έσκασε μόνος του, ο αήττητος!»
Όλοι γέλασαν μ’ αυτό που άκουσαν, ιδιαίτερα οι Φράγκοι.
«Αλήθεια, γιατί τό ‘σκασε αυτός ο δειλός;» είπε ο Ρομπέρ. «Ήμουν με τον Βονιφάτιο και θυμάμαι ότι ανησυχούσαμε.»
«Εσείς οι Ρωμιοί ήσασταν πολύ περισσότεροι και καλά οργανωμένοι, αλλά ξαφνικά … φύγατε!» είπε ο Εστάς.
«Ήμουν κι εγώ εκεί» είπε ο Νικηφόρος. «Είδα κι εγώ την δύναμη πού ‘χε στα χέρια του ο Αλέξιος. Είδα το απέραντο στράτευμά του. Τον είδα να προβληματίζεται κι όταν βράδιαζε, τον είδα να αποχωρεί! Δεν ξέρω τι σκεφτόταν, όμως δεν έδωσε τη μάχη κι έφυγε σαν δειλός. Ανάξιος για βασιλιάς!»
«Ο Λάσκαρης είναι γενναίος. Αυτός είναι καλός για βασιλιάς» παραδέχτηκε ο Ρομπέρ.
«Κι ο Ερρίκος» είπε ο νεαρός Γουλιέλμος. «Κι ο δικός μας βασιλιάς είναι γενναίος» είπε καθώς μπήκε απότομα με τη νεανική του ορμή στην κουβέντα.
«Δεν έχουμε απέναντί μας τον αυτοκράτορα» του είπε ο Εστάς. «Στον Καϊχοσρόη πάμε.»
«Όμως ο Αλέξιος, αυτή η παμπόνηρη αλεπού, θα βρεθεί μπροστά μας» είπε ο Ιγνάτιος.
«Απλά, τον χρησιμοποιούν» είπε ο Στέφανος.
«Πάντως εμείς θα τον βρούμε μπροστά μας» είπε ο Νικηφόρος. «Γι αυτό ας προσέχουμε!»
«Είπες για τον Αλέξιο, Νικηφόρε, όμως δεν είπες για τον Σουλτάνο. Λένε πως είναι γενναίος και δυνατός. Πες μας, εσύ που τον γνώρισες» του ζήτησε ο Ιγνάτιος.
«Είχε πολλή χάρη. Θυμάμαι ένα μουσουλμάνο πρίγκιπα, νεαρό και ευγενικό, κι επίσης δυνατό και έξυπνο.»
«Όχι όπως εσείς οι κουτόφραγκοι» είπε ο Ιγνάτιος με διάθεση να πειράξει τους Φράγκους. «Έχετε δύναμη περισσή αλλά από μυαλό ούτε κοκόρου γνώση.»
«Εσείς, οι έξυπνοι Γραικοί! Που μόλις βλέπετε λόγχη κοκόρου το σκάτε σαν τις κότες» είπε πειραγμένος ο Ρομπέρ.
«Αν ήσασταν έξυπνοι δεν θα σαν είχαν δούλους τους οι Λατίνοι, οι Βούλγαροι κι οι Τούρκοι» είπε ο Γουλιέλμος.
Κάτι πήγε να πει γι απάντηση ο Ιγνάτιος αλλά, με μια κίνηση, ο Νικηφόρος τον συγκράτησε.
«Έχουν δίκιο οι φίλοι μας οι Φράγκοι» τους είπε. «Εμείς δεν καταδεχόμαστε ούτε Γραικούς να μας λένε. Περνιόμαστε για Ρωμαίοι, αλλά, οι στρατοί μας μπροστά στους Φράγκους ή τους Βούλγαρους το βάζουν στα πόδια. Ας γίνουμε, πρώτα, δυνατοί και μετά να τα ψάλλουμε στους φίλους από εδώ.»
«Μόνη ελπίδα ο Λάσκαρης τώρα που πέθανε ο άλλος γενναίος Γκριέ, ο Λέων Σγουρός» είπε ο Εστάς.
«Γνώρισα τον Καϊχοσρόη» είπε ο Νικηφόρος, «Ήταν κεφάτος νεαρός, γλεντζές, έξυπνος και διπλωμάτης. Σκεφτείτε ότι κατάφερε να πείσει τους Γαζήδες να τον δεχτούν Σουλτάνο μόλις πέθανε ο αδελφός του. Δεν ήταν καθόλου εύκολο.»
«Μακάρι να μην χρειαστεί να τον συναντήσουμε. Εμείς τη Ζωή πάμε να κλέψουμε. Ο Καϊχοσρόης είναι αντίπαλός μας» είπε ο Ρομπέρ κλείνοντας τη συζήτηση.
Ο πειρατής, πήρε το ναύλο που είχαν συμφωνήσει και τους άφησε στις Οινούσες. Από εκεί με ψαροκάϊκο πέρασαν στη Σμύρνη. Ήταν δεκαοχτώ Απριλίου κι είχαν φύγει απ’ τον Πειραιά πριν δεκαπέντε μέρες. Ήξεραν πως τώρα στη στεριά τους περίμεναν περιπέτειες.
«Έχουμε πορεία δεκαπέντε περίπου ημερών σε εδάφη επικίνδυνα» είπε ο Νικηφόρος.
Κινδύνευαν από τους μουσουλμάνους Γαζήδες κι απ’ τους Ακρίτες χριστιανούς που πάλευαν ασταμάτητα. Νικούσε πότε ο ένας και πότε ο άλλος και μετακινούσαν τα σύνορα των δυο Ρωμανιών. Άλλοτε το όριο πήγαινε προς την ανατολή κι άλλοτε προς τη Δύση. Δεν έλειπαν οι μετακινήσεις και στον άξονα βορά νότου.
Είχαν αρκετά χρήματα μαζί τους αφού ο Μητροπολίτης Βεράρδος χρηματοδότησε το ταξίδι. Μπορούσαν να πληρώνουν πανδοχεία για ύπνο και ξεκούραση και να ’χουν αρκετά καλή τροφή. Αγόρασαν επτά άλογα, ένα για τον καθένα κι ένα για τα κοινά πράγματα. Ήταν αρματωμένοι κι ήξεραν να πολεμούν, έτσι δεν είχαν τον φόβο των ληστών. Η πλατιά κι ακαθόριστη ζώνη-σύνορο ανάμεσα στις Ρωμανίες ήταν πεδίο αβεβαιότητας. Ομάδες ληστών εμφανίζονταν ξαφνικά από το πουθενά.
Η παρουσία τους στη Σμύρνη έγινε αισθητή αφού εκεί έγιναν οι αγορές αλόγων και προμηθειών. Φυσικά έμαθε για την άφιξή τους κι ο άρχων της περιοχής Μανουήλ Μαυροζώμης. Έστω και τυπικά, ο Μαυροζώμης ήταν επαρχιακός διοικητής και στρατηγός του Λάσκαρη. Επιτηρούσε τις περιοχές κοντά στη Σμύρνη και τη Φιλαδέλφεια που ανήκαν στην αυτοκρατορία. Κατά ένα παράδοξο τρόπο ήταν, ταυτόχρονα, υποτελής και του Καϊχοσρόη. Στο σουλτανάτο ανήκαν οι περιοχές γύρω από τη Λαοδίκεια και τις Χώνες. Ήταν υποτελής σε δυο άρχοντες και κατείχε μια περιοχή που ήταν η μισή Ρωμαίικη κι η άλλη μισή Μουσουλμανική. Για τις ελληνικές περιοχές ήταν ο Μανουήλ Κομνηνός Μαυροζώμης, ενώ, για τις τουρκικές ήταν ο Εμίρης Κομνηνός. Φυσικά, ο Μαυροζώμης χρησιμοποιούσε το επίθετο “Κομνηνός” για να αποκτά κύρος. Δεν είχε συγγενικό δεσμό με την ξακουστή ρωμαϊκή οικογένεια. Η επικράτειά του, μισο-ελληνική και μισο-τουρκική, βρισκόταν στο σύνορο των δύο Ρωμανιών. Ήταν ακριβώς η περιοχή που έπρεπε να διασχίσουν οι έξι για να φτάσουν στο Ικόνιο.
Μετά από τρεις μέρες πορεία έφτασαν στη Φιλαδέλφεια. Ειδοποιήθηκαν από αγγελιαφόρο ότι τους ζητούσε ο άρχοντας Μαυροζώμης στο παλάτι του. Στην είσοδο τους ζήτησαν να αφήσουν τα όπλα τους για να μπουν στο κάστρο.
«Αυτό, Νικηφόρε, είναι αδύνατο» του είπε ο Ρομπέρ.
Οι Φράγκοι δεν θα αφοπλίζονταν ποτά κι από κανέναν. Μετά από μια δύσκολη συνεννόηση και με την ειδική άδεια του Μαυροζώμη εισήλθαν στο αρχοντικό του οπλισμένοι. Μπήκαν στην αίθουσα του θρόνου κι οι υποτακτικοί ανήγγειλαν τον καθένα με το όνομά του. Οι έξι επισκέπτες γονάτισαν ιπποτικά και τον χαιρέτισαν με τον φραγκικό τρόπο.
«Εσείς οι Ρωμαίοι, γιατί δεν με προσκυνάτε ρωμαϊκά;» ρώτησε ο Μαυροζώμης. Τους ήθελε πεσμένους στο πάτωμα για να τιμήσουν το αξίωμά του.
«Είμαστε όλοι ιππότες και υπήκοοι του Κύρη μας του Σιρ ντ’ Ατέν» εξήγησε ο Νικηφόρος. «Ακολουθούμε συνεπώς τους φραγκικούς τρόπους,»
«Ο κύριος είναι ιππότης του Οίκου του Όθωνα ντε λα Ρος, μέγα-Κύρη των Αθηνών. Οι κύριοι από εδώ ...» άρχισε να λέει ο Ρομπέρ στα γαλλικά. Ο Μαυροζώμης δεν καταλάβαινε τίποτε και του έκανε νόημα να σωπάσει.
«Πάψε σε παρακαλώ Ρομπέρ» του είπε ο Νικηφόρος. «Μίλα ελληνικά αν θες. Ο κύριος αυτός δεν ξέρει γαλλικά και ό,τι λες πηγαίνει τσάμπα.»
«Μεσιέ Σιρ ντε Φιλαντέλφ» άρχισε τα “ελληνικά” του ο Ρομπέρ. «Νου σομ, Σεβαλιέ, Ιππότες Κύριο σεβαστό, Σεβαλιέ ντ’ Οττό ντ’ Ατέν. Απαιτουμέ ρεσπεκτέ από εσάς όπως εσάς απαιτουτέ ρεσπεκτέ από ημάς!». Γύρισε προς τον Νικηφόρο και με το βλέμμα του τον ρώτησε “τα είπα καλά;”
«Τέλος πάντων, αφήστε τα τυπικά» είπε ο Μαυροζώμης. «Ξέρετε πως είστε στη χώρα μου και μπορώ να κάνω ό,τι θέλω με εσάς. Είστε πρόσωπα σεβαστά στον κύρη μου τον Λάσκαρη. Επομένως θα σας δώσω ό,τι θέλετε. Μπορείτε μόνο να πείτε στον φίλο σας τον Φράγκο να το βουλώσει;»
Του είπαν ότι πήγαιναν προσκυνητές στους Αγίους Τόπους. Αυτός γέλασε και τους απείλησε πως αν συνέχιζαν τα ψέματα θα τους έριχνε φυλακή και θα έχαναν το ταξίδι. Εκείνοι επέμειναν ότι ήταν προσκυνητές. Δεν αποκάλυπταν τον σκοπό τους τον πραγματικό, αφού ήταν βέβαιο ότι θα το έλεγε αμέσως στον Καϊχοσρόη. Τόνισαν ότι ο Θεόδωρος Λάσκαρης θα θύμωνε αν μάθαινε ότι τους εμπόδισε στον δρόμο τους. Εκείνος όμως γνώριζε πολύ περισσότερα από όσα νόμιζαν.
«Αν πηγαίνετε στους Αγίους Τόπους, καλά κάνετε και θα σας βοηθήσω. Σας προειδοποιώ, όμως, να μην τολμήσετε να κλέψετε γυναίκα από το χαρέμι του Σουλτάνου. Αν σκέφτεσθε κάτι τέτοιο, άδικα χάνετε τον καιρό σας. Όμως θα σας βοηθήσω. Είστε φίλοι του αυτοκράτορα κι εγώ θέλω να τα έχω καλά με όλους, ακόμη και με τον κύρη σας τον Όθωνα.»
«Δεν είμαστε εχθροί του Σουλτάνου» είπε ο Νικηφόρος. «Τον γνωρίζω καλά από την Πόλη.»
«Αν ήσασταν εχθροί δεν θα τολμούσατε να πατήσετε στο σουλτανάτο του. Εκείνο που σας λέω εγώ, όμως, είναι να φροντίσετε να μην γίνεται εχθροί του ούτε στο μέλλον! Πρέπει να προσέχετε πως μιλάτε γιατί ο Καϊχοσρόης κι ο Λάσκαρης ετοιμάζονται για πόλεμο μεταξύ τους. Μην βρεθείτε στο μέσον αυτής της διαμάχης. Κάτι ξέρω εγώ που σας μιλάω. Τους έχω και τους δυο Κυρίους μου. Στη διαμάχη τους θα πρέπει να κρατήσω δύσκολες ισορροπίες.»
Ο Μανουήλ Μαυροζώμης τους εφοδίασε με χαρτιά για να έχουν ασφαλή διέλευση από τις περιοχές του. Κάλυπταν όλη σχεδόν τη διαδρομή τους. Τον ευχαρίστησαν κι έφυγαν χωρίς άλλη καθυστέρηση. Δυο μέρες μετά έφτασαν στην Λαοδίκεια. Ήταν μια πόλη κυριολεκτικά στην γκρίζα συνοριακή ζώνη των δύο Ρωμανιών κι ανήκε επίσης στον Μαυροζώμη. Μετά από τέσσερις μέρες βρέθηκαν στην Αντιόχεια της Καισαρείας. Εδώ ο νόμος του Σουλτάνου κυριαρχούσε εμφανώς. Ξύπνησαν το πρωινό της 27ης Απριλίου σε ένα Πανδοχείο της Αντιόχειας. Ετοιμάστηκαν για το τελευταίο μέρος της διαδρομής. Σε τρεις μέρες απόσταση βρισκόταν πια το Ικόνιο, για το οποίο είχαν έναν επιπλέον χάρτη. Αυτός έδειχνε το σημείο που θα έπρεπε να πάνε για να αναζητήσουν τον Διογένη. Θα είχε εμφάνιση σούφι και το όνομα Γιάσουα. Σε αυτή την πόλη θα ήταν εύκολο να μάθουν που βρισκόταν το παλάτι και ο γυναικωνίτης. Εκεί πίστευαν ότι θα βρισκόταν φυλακισμένη η Ζωή.

***************************************
Η συνέχεια αύριο, Παρασκευή 31/7