Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

26 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 26η

Η ζωή συνεχίζεται, ενώ γύρω το τοπίο είναι εκρηκτικό κι επίκειται πλέον η καταστροφή. Από τις συζητήσεις των ηρώων, γίνεται καθαρή ποια είναι η κατάσταση μέσα και έξω από την Πόλη. 
************************************

Β’  Ο ΕΡΩΤΑΣ

Ο Χωνιάτης είχε ερωτευτεί κάποτε, πολύ μικρός. Το είχε πια ξεχάσει. Γι αυτό ταράχτηκε με αυτό που άκουσε να του λέει ο Νικηφόρος τόσο καθαρά. Θα κοιμόταν με την Ζωή και θα απατούσε την γυναίκα του. Βέβαια δεν ήταν ανήκουστο να απατά κανείς τη γυναίκα του με μια άλλη, το περίεργο ήταν η παραδοχή της πράξης. Δεν είχε δεχτεί ούτε καν το πρόσχημα που του είχε δώσει. Μπορούσαν να έχουν δυο δωμάτια και να κοιμούνται μαζί, ποιος ο λόγος της ομολογίας;
«Ξέρεις» είπε ο Νικηφόρος λίγο διστακτικός έτσι που τον είδε, «την αγαπάω αυτή τη γυναίκα. Δεν μπορώ να χάσω ούτε μια μέρα χωρίς να την έχω δίπλα μου.»
«Κι εγώ κυρ-Νικήτα» πετάχτηκε η Ζωή. «Δεν θέλω να μείνω μόνη μου, Με τον Νικηφόρο θα κοιμάμαι, μην φτιάξετε, λοιπόν, το ξεχωριστό δωμάτιο άδικα.»
«Νόμιζα πως …» έκανε λίγο αμήχανα ο Νικήτας.
«Όχι, δεν χώρισε ο Νικηφόρος» του είπε η Ζωή. «Απλά, αφήσαμε τον εαυτό μας ελεύθερο και ζούμε μαζί σαν να μην υπάρχει ούτε χτες ούτε αύριο. Αυτό είναι όλο!»
«Καταλαβαίνω την απορία σας μεγάλε Λογοθέτη» είπε ο Νικηφόρος. «Όπως ακούσατε, δεν έχω χωρίσει. Η Αγνή έκανε ένα κοριτσάκι κι έχει στην κοιλιά της άλλο ένα δικό μου παιδί. Την αγαπάω σαν γυναίκα μου, ξέρω τις υποχρεώσεις μου, αλλά, πώς να το πω, δεν γίνεται αλλιώς. Ερωτεύτηκα τη Ζωή κι αυτό δεν μπορώ να το κρύψω.»
«Το έχεις πει στον Μιχαήλ;»
«Προσπάθησα αλλά δεν μπόρεσα. Πήγα να του το πω, αλλά, με την πρώτη ευκαιρία που άλλαζε το θέμα, σιωπούσα κι έφευγα ανακουφισμένος. Όλον αυτό τον καιρό είχα πολλές τύψεις, τώρα, όμως, δεν τις έχω πια.»
«Τι άλλαξε και μπορείς να είσαι τόσο άνετος τώρα;»
Ο Νικηφόρος έπιασε το χέρι της, την κοίταξε στα μάτια και του απάντησε.
«Έζησα με την Ζωή ένα μήνα σε μια καλύβα δίπλα στη θάλασσα, κι είδα για ποιο λόγο αξίζει να ζει κανείς.»
«Όσο γι αυτό, σίγουρα υπάρχει κάποιος λόγος, ακόμα κι αν ξεφεύγει από την αντίληψή μας» είπε ο Νικήτας. «Είτε το πούμε σχέδιο του Θεού είτε κάπως αλλιώς, ωστόσο πρέπει να υπάρχει ένα σχέδιο, ένας σκοπός. Πώς να αντέξει ο άνθρωπος μια ζωή άσκοπη;»
«Έζησα μαζί της στιγμές ασύλληπτης ομορφιάς κυρ-Νικήτα. Πιστεύω πως γι αυτές τις στιγμές, αξίζει η ζωή. Για την ομορφιά τους και μόνο, αξίζει να αντέχεις όλα τα βάσανα αυτού του κόσμου.»
«Η ζωή, λένε, είναι μια δοκιμασία» είπε ο Νικήτας.
«Για τον παράδεισο, την κόλαση, για την τελική κρίση;» αρπάχτηκε ο Νικηφόρος. «Συγνώμη, σεβαστέ Λογοθέτη, αλλά θα διαφωνήσω! Προτιμώ να ζω για την ομορφιά αυτού του κόσμου χωρίς προεκτάσεις!»
«Χαίρομαι φίλε μου που βρίσκεις τη ζωή τόσο όμορφη. Σίγουρα φταίει η Ζωή γι αυτό, ωστόσο, δεν είναι ο κόσμος τόσο τέλειος. Η ομορφιά περνάει γρήγορα. Η ασχήμια είναι το μέλλον κάθε ομορφιάς. Τα λουλούδια ανθίζουν και μαραίνονται, οι άνθρωποι λιώνουν, οι έρωτες ξεθυμαίνουν.»
«Μπορώ, όμως, να αντέχω την ασχήμια για το χατίρι της ομορφιάς και μόνο!»
«Μας λέτε, κυρ-Νικήτα, πως ο Θεός είναι άδικος;» τον ρώτησε η Ζωή.
Τον ξάφνιασε η ερώτησή της και την πρόσεξε καλύτερα.
«Γιατί να φτιάξει την ομορφιά αν ήταν να την βυθίσει στην ασχήμια;» επέμεινε εκείνη.
«Άγνωστες οι βουλές του Κυρίου» είπε ο Χωνιάτης.
«Με τον Νικηφόρο ζήσαμε για ένα μήνα κάποιες μέρες, λίγες ή πολλές δεν έχει σημασία, σε ένα επίγειο παράδεισο! Ερωτευμένοι κάθε στιγμή, χορτάτοι κι ας πεινούσαμε, ξύπνιοι ακόμα και τον ύπνο μας!» είπε η Ζωή.
Ήταν φανερό πως η νεαρή γυναίκα ήταν ξαναμμένη από τον έρωτα. Τον ξαναζούσε μέσα από τα λόγια της.
«Αν δεν ήταν όλη αυτή η ομορφιά μια θεϊκή ευλογία» συνέχισε η Ζωή, «τότε ποια είναι η χάρη του Θεού; Δεν είναι κρίμα να αποδίδουμε οι χριστιανοί στον Αντίχριστο τον έρωτα και τη χαρά; Σ’ αυτόν τα πιο ωραία ανθρώπινα συναισθήματα, και στον Θεό αφήνουμε τον πόνο και τις τύψεις. Δεν αδικούμε έτσι τον ίδιο τον Θεό;»
Όσο την έβλεπε ο Νικήτας να μιλά με τέτοιο πάθος και σοφία, από μέσα του βαθιά ζήλευε. Μακάριζε τον Νικηφόρο όσο δεν είχε δοξάσει ποτέ του άνθρωπο ούτε και άγιο. Ήταν νεαρή κι όμως είχε προσωπικότητα. Το πνεύμα της ήταν τόσο πιο ζωντανό από τις γερασμένες σκέψεις του.»
«Δεν κατακρίνω αυτό που κάνατε. Πολύ περισσότερο δεν λέω πως το κατακρίνει ο Θεός» της απάντησε. «Σκέφτομαι μόνο πως εσείς ζήσατε και ζείτε σε ένα παράδεισο, στέλνοντας άλλους ανθρώπους στην κόλαση. Η γυναίκα του, η οικογένειά του, το παιδί του … αυτά λέω.»
«Έχουμε συμφωνήσει, κυρ-Νικήτα, με τον Νικηφόρο σε αυτά» του είπε η Ζωή. Ήταν συντετριμμένη από τα τελευταία του λόγια. «Έχουμε συμφωνήσει πως δεν θα βασίσουμε τη δική μας ευτυχία πάνω στον πόνο και την δυστυχία των άλλων. Γι αυτό θα πληρώσουμε το τίμημα που μας αναλογεί. Ο Νικηφόρος θα γυρίσει στην οικογένειά του. Εγώ θα αποσυρθώ, πιθανότατα σε κάποιο μοναστήρι.»
«Μα … έχεις μια ζωή μπροστά σου.»
«Όχι κυρ-Νικήτα, ζωή χωρίς έρωτα δεν θα είναι ζωή!» είπε εκείνη με αποφασιστικότητα.
«Που ξέρεις; ίσως ξαναβρεθούμε» είπε ο Νικηφόρος κι έσφιξε το χέρι της.
«Τι φριχτό τέλος για ένα τέτοιο έρωτα!» είπε ο Νικήτας.
Είχε εντυπωσιαστεί με τον απόλυτο τρόπο με τον οποίο ζούσαν τη σχέση τους. Θαύμαζε τον καρτερικό τρόπο με τον οποίο αποδέχονταν τη μοίρα τους.
«Αφήστε μας τουλάχιστον την ελπίδα κυρ-Νικήτα» του είπε χαμογελαστή η Ζωή.
«Θα έχουμε, λοιπόν, ένα δωμάτιο;» ρώτησε ο Νικηφόρος.
«Το πιο ζεστό κι όμορφο δωμάτιο του αρχοντικού μου θα σας φιλοξενήσει για όσο καιρό θέλετε. Θα είναι στη διάθεσή σας όποτε το χρειάζεστε.»
Πριν απομακρυνθούν πρόλαβε και τους είπε.
«Να ξέρετε … καιρό είχα να ακούσω κάτι τόσο αληθινό που να με κάνει να νιώσω και πάλι μαθητής. Σας ευχαριστώ γι αυτό το μάθημα και τους δυο σας!»
Εγκαταστάθηκαν στο δωμάτιο που τους έδωσε. Έβλεπε σε ένα κήπο γεμάτο ανθισμένα λουλούδια. Ήταν Απρίλης κι η φύση οργίαζε. Το τοπίο ήταν πολύχρωμο, γεμάτο με μεθυστικά αρώματα. Για μερικές μέρες ακόμα ο Νικηφόρος κι η Ζωή έζησαν τον έρωτά τους με τον απόλυτο τρόπο που ήθελαν. Έκαναν βόλτες σε όλη την Κωνσταντινούπολη θαυμάζοντας τα μνημεία και τα αρχιτεκτονικά θαύματα. Συμπεριφέρονταν σαν περιηγητές που είχαν έρθει για να γνωρίσουν την πιο σπουδαία πόλη του κόσμου. Ο έρωτάς τους χαραζόταν ανεξίτηλα παντού. Έγραφαν μαζί ποιήματα, δημιουργούσαν μαζί ζωγραφιές και αποτύπωναν την Πόλη με τον δικό τους τρόπο. Το δικό της χέρι ήταν το ταλαντούχο, αλλά, συμμετείχε κι εκείνος. Με όλα όσα έκαναν, άφηναν το αποτύπωμα της αγάπης τους.
«Νιώθω σαν να είμαστε στην κόγχη μιας σπάθας, στην κόψη ενός ξυραφιού» του έλεγε. «Σαν να υπάρχουν γκρεμοί δεξιά κι αριστερά μας, αλλά, εμείς επιμένουμε στην κόψη μιας κορυφογραμμής.»
«Αυτή τη λεπτή ισορροπία νιώθω κι εγώ, αγάπη μου.»
«Κι ομολογώ ότι το συναίσθημα στην κορυφογραμμή είναι εκπληκτικό!» συνέχιζε εκείνη.
«Όσο τρέχουμε, δεν υπάρχει κανείς φόβος για πτώση» συμπλήρωνε αυτός.
Ήταν έτσι ακριβώς. Στην κόψη του ξυραφιού! Μια ζωή που δεν θα είχε κανένα αύριο αν οι εισβολείς κατάφερναν να μπουν. Μια ζωή που δεν θα είχε αύριο ακόμα κι αν η Πόλη σωνόταν κι ο Νικηφόρος γυρνούσε στο σπίτι του. Μια ζωή που υπήρχε ακριβώς γιατί, στην κόψη του ξυραφιού, η ένταση είναι τέτοια που δεν πονάς ακόμη κι όταν κόβεσαι.
Την άλλη κιόλας μέρα είδαν τον Θεόδωρο Λάσκαρη που τους υποδέχτηκε γεμάτος χαρά με ανοιχτές αγκάλες. Η Ζωή τού είπε τα νέα της Άννας Αγγελίνας. Ο Νικηφόρος του έδωσε το κιβώτιο με τα συγγράμματα που είχε φέρει από τον Μιχαήλ Ακομινάτο. Δίπλα στον Θεόδωρο βρίσκονταν ο αδελφός του Κωνσταντίνος κι ο φίλος τους, ο Γιγιαθαντίν Καϊχοσρόης. Ο Τούρκος εντυπωσιάστηκε από τη Ζωή. Όσο κι αν προσπάθησε να είναι διακριτικός, δεν μπόρεσε να το κρύψει. Ο Θεόδωρος το πρόσεξε και του το τόνισε.
«Φίλε μου, η κατσαρομάλλα και μαυρομάτα φίλη του φίλου μου σε μάγεψε!»
«Δεν έχω ξαναδεί τόσο βαθύ βλέμμα όσο το δικό της» του είπε ο Καϊχοσρόης. «Είναι γυναίκα του Αθηναίου;»
«Ο ναύαρχος είναι παντρεμένος με άλλη γυναίκα στην Αθήνα αλλά είναι ερωτευμένος με την Ζωή. Τον θυμάμαι από τότε που με είχε περάσει με το πλοίο του απέναντι. Δεν μου είχε πει τίποτα αλλά ο έρωτάς του δεν μπορούσε να κρυφτεί, θα τον καταλάβαινε κι ένα μικρό παιδί. Και τώρα, είμαι σίγουρος ότι ήρθε στα μέρη μας γι αυτήν!»
«Ολέθριος έρωτας!» παρατήρησε ο Καϊχοσρόης.
«Μεγάλος έρωτας!» είπε ο Θεόδωρος.
«Και τι δεν θα ‘δινα για να την αποκτήσω, μια τέτοια γυναίκα» είπε ο Σελτζούκος.
«Αποτιμάται ο έρωτας με χρήμα ή με άλλες προσφορές;» τον ρώτησε ο Θεόδωρος
«Έτσι λένε» είπε ο Καϊχοσρόης. «Λένε πως όλα έχουν την τιμή τους.»
«Εσύ το πιστεύεις φίλε μου;» τον ρώτησε ο Θεόδωρος. «Άσε τι λένε οι άλλοι. Ο φίλος μου ο Ιαθατίνης τι γνώμη έχει επ’ αυτού;»
«Ο έρωτας μόνο με έρωτα πολεμιέται! Αυτό πιστεύει ο φίλος σου ο Τούρκος! Κι αυτή η ομορφονιά Ρωμιά νομίζω ότι είναι ικανή να εμπνεύσει ένα τέτοιο έρωτα! Το αντίδοτο στο πάθος του Αθηναίου φίλου σου, νομίζω πως μόνο η ίδια το κατέχει. Μόνο που για να της εμπνεύσει έρωτα, πρέπει κάποιος να ασχοληθεί σοβαρά μαζί της.»
«Εσύ τι νομίζεις; Θα ασχολιόσουν μαζί της αν είχες τον χρόνο Ιαθατίνη;»
«Αν είχα χρόνο, ίσως. Όμως δεν έχω! Έχω τόσο πολλές δουλειές να με περιμένουν που ο χρόνος μου είναι λίγος για να τον χαραμίσω με έρωτες. Εσύ όμως, Θεόδωρε; Τι θα έκανες εσύ για την καρδιά αυτής της μαυρομάτας;»
«Μμμ …, δεν ξέρω» έκανε ο Θεόδωρος. «Εμένα δεν μου πέρασε από το μυαλό. Την Ζωή την είδα σαν φίλη της γυναίκας μου και σαν μια γυναίκα εμπιστοσύνης. Δεν την κοίταξα ποτέ όπως σε είδα να την τρως με τα μάτια σου Ρωμαιότουρκε!»
Ο Γιγιαθαντίν ήταν άψογος απέναντί της αλλά η Ζωή δεν χρειαζόταν πολλά για να καταλάβει. Ούτε καν το χάρισμα που είχε, να διαβάζει μέσα απ’θα τα μάτια την ψυχή του άλλου, δεν της χρειάστηκε. Είδε πως η παρουσία της τον αναστάτωνε. Ήταν άντρας εντυπωσιακός που δεν περνούσε απαρατήρητος. Δυνατός και ψηλός, σκουρόχρωμος με σχιστά κι έξυπνα μάτια, έδειχνε να έχει και ψυχικά χαρίσματα. Η σιγουριά σε όλες τις κινήσεις του τού προσέθετε ένα είδος μεγαλοπρέπειας και μιαν αρχοντιά. Η αυτοπεποίθησή του δεν οφειλόταν στην επιβλητική του εμφάνιση και μόνο. Είχε παρελθόν παντοδυναμίας αφού ήταν Σουλτάνος στο Ικόνιο πριν εκδιωχθεί από τον αδελφό του. Παρ’ όλα αυτά, για την Ζωή δεν ήταν παρά ένας άνδρας μέσα στο πλήθος όλων των άλλων.
Η Ζωή κι ο Νικηφόρος γνωρίστηκαν με τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη, τον αδελφό του Θεόδωρου. Αυτός ήταν ένα παλικάρι που έδειχνε την αφοβία και το θάρρος του σε κάθε στιγμή. Είτε στον πόλεμο είτε σε μιαν απλή συναναστροφή, έβλεπες πάντα την δύναμή του. Ήταν ένας όμορφος νεαρός με καστανόχρωμα σγουρά μαλλιά και μεγάλα γαλαζοπράσινα μάτια. Είχε αρμονικό σώμα και γλυκό πρόσωπο. Η έκφρασή του ήταν χαμογελαστή κι αθώα. Δεν είχε την αυτοπεποίθηση του Γιγιαθαντίν. Ίσως, μάλιστα, να έδειχνε αφελής μπροστά στην αποφασιστικότητα του Τούρκου. Ωστόσο είχε καθαρό βλέμμα, σκέψη ανοιχτή και λόγο χωρίς κρυφά υπονοούμενα και αμφισημίες. Έγινε αμέσως φίλος με τον Νικηφόρο και τη Ζωή και δήλωσε αυθόρμητα υποστηρικτής του έρωτά τους.
Οι δυο νέοι φίλοι, ο Καϊχοσρόης κι ο Κωνσταντίνος, έκαναν πολύ καλή εντύπωση στη Ζωή. Δεν είχε συναντήσει ως τότε άντρες με κάτι περισσότερο από κουκούτσι μυαλό. Έβλεπε σ’ αυτούς ένα νταηλίκι και μιαν επίμονη παρόρμηση για καυγά. Δύσκολα θα της έκανε θετική εντύπωση ένας άλλος άντρας με μέτρο σύγκρισης τον Νικηφόρο ή τον πατέρα της. Ο δυνατός, εξωτικός κι αρχοντικός Καϊχοσρόης κι ο όμορφος, ευαίσθητος κι αλλοπαρμένος Κωνσταντίνος ήταν αλλιώς. Θα μπορούσαν, ίσως, να την συγκινήσουν σαν γυναίκα αν το κεφάλαιο έρωτας δεν είχε κλείσει -για κείνην- τόσο ερμητικά.
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης κάλεσε σπίτι του τον Νικήτα Χωνιάτη και τον Πατριάρχη Καματηρό. Ήθελε να μιλήσουν για τις εξελίξεις. Μαζί τους κάλεσε και τον Νικηφόρο, τη Ζωή, τον Καϊχοσρόη, τον Αλέξιο Παλαιολόγο και τον Θεόδωρο Βρανά. Με τον Παλαιολόγο ήρθε κι η γυναίκα του Ειρήνη που ήταν αδελφή της Άννας Αγγελίνας. Με τον Βρανά ήρθε η αγαπημένη του Άννα, πρώην αυτοκρατόρισσα. Ήρθαν κι άλλοι άρχοντες, στρατηγοί και πατρίκιοι για να συζητήσουν την κατάσταση και την αντιμετώπισή της. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά καθώς ήταν πια φανερό ότι οι Φράγκοι ετοίμαζαν γενική επίθεση. Οι Ρωμαίοι θα χρειαζόταν τελικά να υπερασπιστούν την Πόλη μέχρις εσχάτων. Θα στέκονταν όμως όλοι στις θέσεις τους; Αυτό ήταν το κρίσιμο ερώτημα.
Ήταν πλούσιοι οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης. Οι εκκλησίες τους είχαν κολώνες τυλιγμένες με χρυσό και άργυρο. Τα καντήλια ήταν επίσης χρυσά κι οι δρόμοι ήταν στολισμένοι και γεμάτοι με αρχοντικά που ξεχείλιζαν από τον πλούτο. Όλο το εμπόριο ανατολής και δύσης περνούσε από εδώ για χίλια χρόνια. Κάθε προϊόν άφηνε τον φόρο και το κέρδος από την κάθε αγοραπωλησία. Ο πλούτος ήταν διάχυτος. Οι κάτοικοι ήταν ντυμένοι με μεταξωτά και χρυσάφια. Φυσικά, πλήρωναν μισθοφόρους για να τους φυλάνε. Είχαν Βαράγγους και Σκύθες, Τούρκους κι άγριους Κουμάνους για φύλακες. Οι ξένοι είχαν αναλάβει την προστασία των κακομαθημένων και πλούσιων κατοίκων. Κι εκείνοι είχαν καταντήσει τρυφηλοί και δειλοί κι ήταν άμαθοι στα όπλα και στις μάχες.
Ήταν εύκολο για ένα στρατό αποτελούμενο από φτωχούς φανατικούς μαχητές να κατανικήσει ένα ρωμαϊκό στράτευμα. Οι Ρωμαίοι θα το έβαζαν στα πόδια με την πρώτη δυσκολία. Αυτό το ήξεραν καλύτερα από όλους οι Ρωμαίοι στρατηγοί που έβλεπαν τον κίνδυνο από τους Φράγκους. Είχαν τον φόβο ότι ο ρωμαϊκός στρατός θα δείλιαζε από τις πρώτες αψιμαχίες. Δεν μπορούσε, όμως, η άμυνα της Πόλης να στηρίζεται μόνο στους ξένους μισθοφόρους στρατιώτες. Έπρεπε οι ίδιοι οι κάτοικοι να συνεισφέρουν στην σωτηρία της. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο πρόβλημα που είχαν να λύσουν. Πώς θα έπειθαν τον λαό της Βασιλεύουσας να υπερασπιστεί την πόλη του και, μαζί της, την οικογένειά του; Πώς θα τον έπειθαν για το αυτονόητο που είχε ξεχαστεί και που φαινόταν πια σαν μακρινή ανάμνηση άλλων εποχών;
Ο Καϊχοσρόης συμμετείχε σε όλα, σαν να ήταν κι αυτός Ρωμαίος άρχοντας. Εξ άλλου ήταν κι αυτός «Ρουμί», δηλαδή Ρωμαίος μουσουλμάνος.
«Εδώ δεν παλεύουν οι θρησκείες μας» είχε δώσει κι ο ίδιος την εξήγηση.
«Αυτοί που μας απειλούν, λένε πως είναι χριστιανοί» τόνισε ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης.
«Εδώ παλεύουμε οι Ρωμαίοι με τους βάρβαρους από τη δύση» συνέχισε ο Καϊχοσρόης.
«Ιαθατίνη, κι εσύ Κωνσταντίνε» είπε ο Καματηρός. «Από εσάς ελπίζουμε πολλά!»
«Είμαστε έτοιμοι» είπε ο Βρανάς. «Πρωτοσπαθάριοι και λαός είμαστε ένα.»
Ο Νικηφόρος ένιωθε λιγάκι ξένος σ’ αυτό το σκηνικό. Ήταν πάντοτε ξένος με την «βασιλεύουσα». Είχε μάθει να την βλέπει σαν δυνάστη των επαρχιών της Ρωμανίας και ιδιαίτερα του θέματος Ελλάδας. Είχε έρθει εδώ πριν μερικούς μήνες σαν σταυροφόρος, μισθωμένος από τους Βενετούς. Τώρα που είχε ξαναγυρίσει κουβαλούσε βιβλία κι αποδείξεις με άλλες ιδέες. Έλεγαν πως δεν ήταν το Ρωμαίικο αλλά το Ελληνικό γένος που έπρεπε να οδηγεί τα πεπρωμένα της Ρωμανίας. Εδώ το κλίμα ήταν διαφορετικό από τις δικές του πεποιθήσεις.
Ο Νικηφόρος ήξερε ότι ακόμα και τα συμφέροντά του δεν ήταν δεμένα με την διατήρηση της αυτοκρατορίας. Ήταν αυτοκρατορία μόνο στα χαρτιά. Η οικουμενική ειρήνη δεν ήταν πια δική της υπόθεση. Η Pax Romana ήταν παρελθόν. Ούτε την προστασία των ελληνόφωνων δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να αναλάβει η Βασιλεύουσα. Πέρα από όλα αυτά, ο Νικηφόρος είχε άλλα όνειρα. Ήθελε να ζήσει κάθε διαθέσιμη στιγμή μαζί με τη Ζωή και κάθε τι που τον κρατούσε μακριά της ήταν γι αυτόν, απλά, ένα εμπόδιο.
Η Ζωή ένιωθε περισσότερο μέρος του δράματος που συντελείτο εδώ. Ίσως επειδή είχε μείνει στη Βιθυνία μαζί με την Άννα Αγγελίνα, ή γιατί ήταν πιο συναισθηματική από εκείνον. Συνέπασχε περισσότερο με τις δυσκολίες και τους Ρωμαίους που ζούσαν την μεγάλη απειλή. Ωστόσο κι εκείνη δεν ήθελε να χάσει ούτε μια μέρα από τις λίγες που ένιωθε πως είχε μπροστά της. Ήθελε να ζήσει τον έρωτά της. Κάθε φορά που συνέκρινε τον Νικηφόρο με τα άλλα αρχοντόπουλα, έβρισκε ότι τα προτερήματά του ήταν ασύγκριτα. Ο Κωνσταντίνος ήταν αθώος και γενναίος, αλλά κι ο Νικηφόρος είχε βλέμμα καθαρό και ψυχή γενναία. Δεν ήταν αρχοντόπουλο για να μπει επικεφαλής ενός σώματος στρατού, όμως, δεν υπολειπόταν σε ψυχικά χαρίσματα. Μπορεί να θαύμαζε τον γενναίο αδελφό του Θεόδωρου, εκτιμούσε όμως πιο πολύ τον αγαπημένο της. Ο Καϊχοσρόης, πάλι, είχε ένα βλέμμα αετίσιο και κορμί δυνατό, αλλά κι από αυτόν προτιμούσε τον Νικηφόρο. Αν κι ήταν πιο κοντός και λιγότερο γυμνασμένος από τον Τούρκο, ωστόσο ήταν πιο αρμονικός. Το χάρισμα αυτό ήταν, για την Ζωή, η πιο μεγάλη ομορφιά. Το βλέμμα του Νικηφόρου ήταν έξυπνο αλλά και απαλλαγμένο από την πονηριά. Αυτήν διέκρινε η Ζωή στο βάθος των ματιών του Ρουμί πρώην Σουλτάνου.
Ακόμα και με τους Φράγκους φίλους του, τον Ρομπέρ και τον Φιλίπ ντ’ Επινάκ, τον συνέκρινε και τον ενέκρινε. Τους είχε γνωρίσει όταν συναντήθηκαν μια μέρα στον Γαλατά. Ήταν ξανθοί γίγαντες με λιγοστό μυαλό και μεγάλη καρδιά. Της άρεσαν που ήταν ανοιχτόκαρδοι, είδε όμως και την απληστία τους. Κι από αυτούς, η Ζωή προτιμούσε τον Νικηφόρο.
Μίλησαν αρκετές φορές με τους Φράγκους αυτές τις μέρες. Ο Ρομπέρ και ο Φιλίπ τους ενημέρωσαν για το πολεμικό κλίμα που επικρατούσε στις τάξεις των σταυροφόρων. Ήταν βέβαιοι πως, αν η Πόλη έπεφτε, θα επικρατούσε χάος.
«Να φύγετε αμέσως με το πλοίο σου» τον συμβούλευσε ο Ρομπέρ. «Θα γίνει μακελειό, τα έχεις ζήσει στη Ζάρα.»
«Μπορούμε να σου δώσουμε περγαμηνές ότι είσαι δικός μας» είπε ο Φιλίπ.
«Ίσως χρειαστεί να τις επιδείξεις» επέμενε ο Ρομπέρ.
«Μην ανησυχείτε παιδιά, έχω υπογράψει με τους Βενετούς τόσα συμβόλαια. Έχω και τον σταυρό ζωγραφισμένο σε πανί για να ανεβάσω στο κεντρικό κατάρτι αν χρειαστεί. Εσείς, όμως, πώς είστε βέβαιοι για τη νίκη σας;»
«Μα δεν τους έχεις δει Νικηφόρε; Αυτοί οι Ρωμιοί δεν κάθονται να πολεμήσουν, μόλις μας βλέπουν φεύγουν!»
«Τα τείχη όμως είναι δυνατά, κι η πόλη απόρθητη.»
«Δεν σώζουνε τα τείχη μια πόλη, φίλε μου Γραικέ. Είναι οι ψυχές των αμυνομένων που μετράνε. Εδώ, δεν δείχνουν όλοι να θέλουν να σωθούν. Εμείς, αν χάσουμε, δεν έχουμε ούτε πού να πάμε ούτε πώς να γυρίσουμε, θα αφήσουμε τα κόκαλά μας εδώ. Γι αυτό όλοι οι σταυροφόροι θα τα δώσουν όλα, ακόμα και τη ζωή τους. Από εσάς που είστε μέσα, ποιοι θα πολεμήσουν; Τους είδαμε όλον αυτό τον καιρό, περπατήσαμε στην Πόλη, μιλήσαμε, μάθαμε. Θα πολεμήσουν μόνο μισθοφόροι, όσο θα έχετε χρυσό για να τους δίνετε. Αυτοί που θα έπρεπε να τα δώσουν όλα για τις οικογένειές και για τα σπίτια τους θα είναι κρυμμένοι στις εκκλησίες. Κι όταν πέσει ένα τείχος, δεν θα το υπερασπιστούν, θα κοιτάξουν αμέσως πώς να παραδοθούν. Δεν σώνεται έτσι φίλε μου μια πόλη» είπε ο Ρομπέρ.
«Έχει δίκιο ο φίλος σου Νικηφόρε» είπε η Ζωή. «Αυτή είναι η κατάσταση στην Πόλη.»
«Υπάρχει, όμως, μεγάλο στράτευμα και τα τείχη είναι ψηλά» επέμεινε ο Νικηφόρος.
«Και βέβαια, η αλήθεια είναι ότι στις δύσκολες στιγμές ξυπνά το ηρωικό πνεύμα άλλων εποχών» είπε η Ζωή. «Ίσως αναστηθεί αυτό και σώσει την Πόλη.»
«Φοβάμαι πως δεν μπορεί πια να γίνει αυτό, όμορφή μου κυρία» είπε ο Φιλίπ.
«Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει. Εγώ σας εύχομαι να είστε καλά όπως κι αν έρθουν τα πράγματα» είπε ο Νικηφόρος. «Ένας πόλεμος ποτέ δεν ξέρεις τι θα φέρει.»
«Να είστε καλά κι εσείς! Να σας φυλάει ο Θεός και τους δυο! Κι εσείς, δεσποσύνη, να έχετε υγεία κι όλες τις χάρες!» τους ευχήθηκαν οι Φράγκοι.
Θα ήθελαν να ξαναζήσουν στιγμές όπως εκείνες στη Νικομήδεια και στον Ακρίτα. Ήξεραν πως ήταν δύσκολο πια να απομονωθούν εξ αιτίας της αναστάτωσης που επικρατούσε στην Πόλη. Και πάλι όμως κατάφεραν να βρουν κάποιες λίγες, έστω, μέρες για να μείνουν μόνοι. Οι μέρες αυτές, όμως, ήταν μετρημένες όπως μετρημένες ήταν οι μέρες της Βασιλεύουσας. Έμοιαζε απίστευτο ότι θα μπορούσε ποτέ να πέσει η πόλη του Κωνσταντίνου, η πρωτεύουσα του κόσμου. Ήταν για χίλια χρόνια η ασπίδα της χριστιανοσύνης. Κι όμως, αυτό επρόκειτο να γίνει πολύ σύντομα και μάλιστα, με τρόπο δραματικό.

*******************************************
Η συνέχεια αύριο