Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

09 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 9η

Είμαστε στο 3ο κεφάλαιο και στο 1203 μ.Χ. μπαίνουμε στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου. Ο Νικηφόρος επιστρέφει στην Αθήνα. Τον υποδέχονται και συζητούν μαζί του για τα τεκταινόμενα στον κόσμο και στην αυτοκρατορία. Εκφράζει τον έρωτά του και δεσμεύεται με την Αγνή.

*************************************************
Η μόνη παραπομπή (*) εξηγεί τι ήταν το τρίκλινο.
Το τρίκλινο ήταν το κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού, αποτελούσε τις καθημερινές τον κυριότερο κοινόχρηστο χώρο του σπιτιού και σε έκτακτες περιπτώσεις χώρο υποδοχής ξένων και δεξιώσεων. Ήταν ορθογώνιο και είχε “κλίνες” στις τρεις πλευρές του με την είσοδο στην τέταρτη πλευρά. Στην αρχαιότητα στο τρίκλινο γίνονταν τα συμπόσια.


ΒΟ ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ

Στον Πειραιά, το «Δήλος» έδεσε σε ένα ασφαλές σημείο του λιμανιού για φόρτωμα και ξεφόρτωμα. Πριν ακόμη πατήσει στεριά, είδε ότι στην αποβάθρα τον περίμενε ο νεαρός γιος του Δωροθέου, ο Λέων. Χάρηκε γιατί ο Λέων ήταν ο αδελφός της Αγνής, ένα παλικάρι είκοσι χρονών. Η παρουσία του σήμαινε κάτι για την οικογένεια των Καρτεράνων. Ο Δωρόθεος κι η γυναίκα του Θεοδώρα είχαν τέσσερα παιδιά. Εκτός από τον Λέοντα, που ήταν ο πρωτότοκος, και την Αγνή είχαν ακόμη μια όμορφη κόρη, την Ευδοκία και τον Πλουτώνιο. Η Ευδοκία ήταν δεκαέξι κι ο Πλατώνιος δεκατεσσάρων χρόνων. Την οικογένεια συμπλήρωναν ο παππούς Λέων, η γιαγιά Ειρήνη κι η αδελφή της γιαγιάς, η Σοφία. Ο Νικηφόρος είχε φέρει δώρα για όλους κι ανυπομονούσε να πάει να τα δώσει και να δει την Αγνή. Ήλπιζε πως κι αυτή θα τον περίμενε με ανυπομονησία.
«Γεια σου, νεαρέ Λέοντα» του είπε μόλις πάτησε στεριά. «Χαίρομαι που σε βλέπω εδώ.»
«Κι εγώ χαίρομαι, ναύαρχε» είπε ο νεαρός. «Με έστειλε ο πατέρας μου να σε υποδεχτώ. Έχω φέρει και το άλογο σου, το είχες αφήσει στο κτήμα μας.»
«Σε ευχαριστώ πολύ, φίλε μου» του είπε ο Νικηφόρος. «Πες μου, όμως, είναι καλά ο πατέρας σου; Η μητέρα σου; Οι γιαγιάδες σου, πώς είναι; … το “Καρτέρι”;»
«Είναι καλά κυρ-Νικηφόρε, όπως ήταν πριν φύγεις.»
«Ο Πλατώνιος; Θα μεγάλωσε κι άλλο, ε; Η Αγνή;»
«Ο αδελφός μου είναι σωστό παλικάρι. Οι αδελφές μου θα χαρούν να σε δουν. Η Αγνή θα έχει τη μεγαλύτερη αγωνία!»
«Ωραία, χαίρομαι! Θα έρθω να σας δω αμέσως μόλις περάσω από το κτήμα μου, εντάξει; Πες τα χαιρετίσματά μου στην Αγνή» είπε κοκκινίζοντας ο Νικηφόρος.
Έκανε τις τελευταίες συνεννοήσεις με το πλήρωμα και τους φοροεισπράκτορες. Είχαν καταφτάσει για τα δικαιώματα ελλιμενισμού και φορτοεκφόρτωσης. Ξεκίνησε για το κτήμα του που ήταν στον αρχαίο δρόμο Αθηνών-Πειραιώς, κοντά στο Δίπυλο. Εδώ ήταν η αρχαία είσοδος του Πειραιά από Αθήνα. Η περιοχή είχε χαμηλή βλάστηση τριγύρω κι ήταν αρκετά εύφορη. Ποτιζόταν από ένα ποταμάκι που περνούσε μέσα από το κτήμα. Είχε καλή θέα της Ακρόπολης των Αθηνών στα ανατολικά και της θάλασσας στα δυτικά του.
Του άρεσε αυτό το μέρος. Το είχε αγαπήσει πριν ακόμα το αποκτήσει. Είχε διαβάσει για την Αθήνα στο Μοναστήρι της Παναγίας της Σερίφου. Υπήρχε εκεί βιβλιοθήκη με αρχαίους συγγραφείς που την είχε ξεκοκαλίσει με τη βοήθεια ενός γερο-μοναχού. Αυτός ο μοναχός Ησύχιος αγαπούσε τους αρχαίους σοφούς καθώς όλη μέρα αντέγραφε τα διάφορα έργα τους. Γράφοντας, τα διάβαζε κιόλας και σιγά-σιγά τα είχε αγαπήσει. Συναισθανόταν το αμάρτημα να υποκύπτει στα θέλγητρα της θύραθεν παιδείας αλλά ζητούσε συγχώρεση και συνέχιζε. Όταν είχε ένα μαθητή σαν τον Νικηφόρο για να τον διδάξει, τότε γινόταν δάσκαλος και ποιητής μαζί. Υμνούσε την αρχαία σοφία. Ο Νικηφόρος νοσταλγούσε πάντα τους παιδικούς του φίλους και τον μοναχό Ησύχιο.
«Μάστορα, έφερα ελαφρόπετρα και οψιδιανό. Πες μου, πότε θα τελειώσουμε;» ρώτησε τον αρχιμάστορα στο κτήμα.
«Πριν έρθει η άνοιξη το κτήμα και η κατοικία θα είναι έτοιμα, άρχοντα Νικηφόρε.»
«Ευχαριστώ για τον τίτλο, αλλά, δεν είμαι άρχοντας.»
«Θα γίνεις μια μέρα άρχοντας. Μετά από αυτό που φτιάχνεις εδώ, θα γίνεις άρχοντας!» του είπε ο μάστορας.
«Είδα τα δέντρα που μεγαλώσανε. Τι λες, θα έχουμε του χρόνου καρπούς;»
«Σύντομα θα μπορέσεις να γίνεις στεριανός.»
«Ίσως να το θέλω από τώρα κιόλας» είπε ο Νικηφόρος.
«Πάμε τώρα για να ντυθείς με τα ρούχα που έφερες από τη Βενετιά. Θα βοηθήσουμε κι εγώ κι η γυναίκα μου» του είπε ο αρχιμάστορας που ήξερε τι ήταν αυτό που ζητούσε.
Ο Νικηφόρος ήταν μέτριος στο ανάστημα. Δεν είχε ένα ιδιαίτερα δυνατό κι αθλητικό σώμα, όμως είχε ωραία παρουσία κι ήταν συμπαθητικός. Στο σπιτικό του αρχιμάστορα ντύθηκε καλά για να μην πάει στου Δωρόθεου με τα ναυτικά πανωφόρια. Είχε φέρει μαζί του ρούχα καθαρά και προσεγμένα για όταν θα την συναντούσε. Βενετσιάνικο καπέλο, μεταξωτό πουκάμισο και βελούδινη μπέρτα. Με αυτά θα της έκανε καλή εντύπωση, όπως του είχαν πει. Δεν καταλάβαινε γιατί τα φανταχτερά υφάσματα θα γοήτευαν μια γυναίκα, όμως το αποδεχόταν. Αυτή ήταν η πραγματικότητα του καιρού του. Του στόλισαν το άλογο με σέλλα γεμάτη ασημένια και χάλκινα στολίδια. Ήταν έτοιμος για το αγρόκτημα των Καρτεράνων.
Πήγε καβάλα στο άλογο μαζί με δυο ναύτες συντρόφους του, τον Στέφανο και τον Ιγνάτιο. Ίππευαν κι αυτοί κι ήταν οπλισμένοι. Δεν ήταν φρόνιμο να ταξιδεύει κανείς μόνος, όταν μάλιστα, φορούσε τέτοια υφάσματα κι ήταν γεμάτος στολίδια και χρυσαφικά. Γυάλιζε ο χρυσός από μακριά. Κυκλοφορούσαν ληστές που μπορούσαν να του επιτεθούν σε κάποια περάσματα. Γι αυτό, η συνοδεία που είχε πάρει μαζί του, ήταν απαραίτητη για την ασφάλειά του.
Σε μια στροφή του δρόμου, είδαν το “Καρτέρι” μπροστά τους. Ήταν γεμάτο ελιές, μουριές και δέντρα καρποφόρα αλλά είχε και μια έκταση με στάχια. Το διέσχιζαν, από άκρη σε άκρη, δρόμοι που φαίνονταν από μακριά. Τα κυπαρίσσια φυτεμένα δεξιά κι αριστερά έδειχναν τον δρόμο. Φαίνονταν ακόμα και τα εργαστήρια όπου έφτιαχναν υφάσματα και βελέντζες από το λινάρι και το μαλλί. Έφτιαχναν και μεταξωτά πολυτελή ρούχα. Στο μέσο του αγροκτήματος ήταν οι κατοικίες. Γερά, πέτρινα σπίτια, σαν μικρά φρούρια, ήταν κτισμένα έτσι που να αντέξουν σε μια ενδεχόμενη πολιορκία πειρατών. Έπρεπε να κρατήσουν ώσπου να έρθουν ενισχύσεις. Ήταν ένα μικρό χωριό ολόκληρο το αγρόκτημα. Θα εργάζονταν εδώ πάνω από εκατό άνθρωποι, εργάτες, τεχνίτες, επιστάτες, φρουροί, υπηρέτες. Χρειάζονταν για να συντηρείται το κτήμα και να βγάζει αρκετή παραγωγή ώστε να πληρώνονται οι φόροι. Έτσι μπορούσαν να ζουν όλοι καλά και να μένει κάποιο περίσσευμα.
Στην πύλη τον περίμενε ο Πλουτώνιος, ο μικρότερος γιος της οικογένειας. Ήταν ένα παιδί χαρούμενο και καλόκαρδο που ο Νικηφόρος συμπαθούσε πολύ. Ήταν η συμπάθεια και της Αγνής. Τον υποδέχτηκε με μια ζεστή αγκαλιά και πήγαν μαζί μέχρι το αρχοντικό όπου είχαν παραταχθεί όλοι για να τον χαιρετήσουν. Δεν θα το έκαναν για τον οποιονδήποτε, όμως, ο Νικηφόρος ήταν εξαίρεση. Ο λόγος της εξαίρεσης ονομαζόταν Αγνή και βρισκόταν εκεί, στο μέσον της παράταξης, δίπλα στον πατέρα της. Τον περίμενε κι αυτή, ντυμένη και στολισμένη με καλά της ρούχα, μαζί με όλους τους άλλους.
«Άρχοντα Δωρόθεε, σε χαιρετώ. Επίσης, χαιρετώ τα αγαπητά μέλη της ευγενικής σου οικογένειας» είπε ο Νικηφόρος σκορπίζοντας χαμόγελα τριγύρω.
«Σε υποδεχόμαστε, εγώ κι η οικογένειά μου, ναύαρχε, με χαρά» είπε εκείνος και τον αγκάλιασε εγκάρδια.
Ο Νικηφόρος έδωσε σε όλους ξεχωριστά τα σέβη του. Είχε μια κουβέντα για τον καθένα ή έκλινε ελαφρά την κεφαλή. Στάθηκε όμως μερικά δευτερόλεπτα παραπάνω μπροστά στην Αγνή. Το βλέμμα του τα έλεγε όλα.
«Είσαι πολύ όμορφη Αγνή. Μου έλειψες.»
Εκείνη θα έλιωνε στην αγκαλιά του αν δεν ήταν όλοι εδώ και δεν πρόσεχαν καλά-καλά ώστε να μην χάσουν ούτε μια κουβέντα της
«Σε περιμέναμε να έρθεις, Νικηφόρε. Όλοι μας εδώ σε εκτιμάμε και θέλουμε την επιτυχία σου.»
«Αλλοίμονο, κι εγώ σας εκτιμώ πολύ … όλους!»
«Θα μείνεις πολύ αυτή τη φορά;» τον ρώτησε η Αγνή με ευδιάκριτη την αγωνία της.
«Πρέπει να κάνω ένα ταξίδι την Άνοιξη. Εξάλλου, το κτήμα μου θα τελειώσει το καλοκαίρι που έρχεται.»
«Θα γίνει πολύ ωραίο το κτήμα σου, παιδί μου» του είπε η Θεοδώρα, η μητέρα της Αγνής.
Στεκόταν εκεί δίπλα κι άκουγε την κουβέντα τους.
«Θα γίνεις Αθηναίος πολίτης!» είπε ο Πλουτώνιος.
«Και βέβαια, φίλε μου. Ξέρεις πόσο πολύ το θέλω αυτό» του είπε ο Νικηφόρος.
Χαιρέτισε εγκάρδια και τους υπόλοιπους. Τον έκαιγε να μιλήσει κάποια στιγμή με την Αγνή μόνος του. Είχε καταλάβει ότι κι εκείνη καιγόταν από έρωτα. Ήταν φανερό ότι περίμενε πώς και πώς να την ζητήσει από τον πατέρα της, όμως ήθελε να το ακούσει από τα χείλη της.
Στο τρίκλινο(*) όπου θα γινόταν το επίσημο γεύμα της υποδοχής, είδε πως τον είχαν βάλει να κάτσει απέναντί της. Ήταν το καλύτερο σημείο για να βλέπει το πρόσωπό της και τα μάτια της. Δεν γινόταν βέβαια τέτοια τιμή στον κάθε έμπορο που συναλλασσόταν με τον Δωρόθεο. Η συνήθης συμπεριφορά ήταν το πολύ ένα γεύμα εργασίας ώσπου να τακτοποιηθούν οι λογαριασμοί κι οι συμφωνίες. Εδώ όμως όλα ήταν αλλιώτικα. Όλοι γνώριζαν την επιθυμία του Νικηφόρου για την Αγνή κι όλοι ήξεραν ότι ο σφοδρός έρωτας ήταν αμοιβαίος. Περίμεναν την κατάλληλη στιγμή και είχαν προετοιμαστεί γι αυτήν. Το τραπέζωμα αυτό λοιπόν ήταν σημαντικό κι έμοιαζε με τελετή αρραβώνων. Το φέρσιμο του Νικηφόρου, που είχε έρθει, με την Βενετσιάνικη φορεσιά, ντυμένος σαν γαμπρός, το επιβεβαίωνε. Όλοι έβλεπαν ότι τα μάτια του έλαμπαν όποτε κοιτούσε προς το μέρος της νεαρής κοπέλας.
Πριν ξεκινήσουν να τρώνε, κι αφού είχαν τα ποτήρια γεμάτα με κρασί, έκανε μια πρόποση ο Λέων. Ήταν ο αρχηγός του οίκου των Καρτεράνων, πατέρας του Δωρόθεου, παππούς των παιδιών. Απευθύνθηκε στον φιλοξενούμενό τους.
«Άρχοντα Νικηφόρε, καλώς όρισες στο Καρτέρι» είπε σηκώνοντας πρώτος το ποτήρι του. «Τιμή μας η παρουσία σου στον οίκο μας. Πίνουμε στην υγεία σου!»
Ο Δωρόθεος, σήκωσε κι αυτός το ποτήρι του.
«Σε χαιρετούμε παιδί μου. Σύντομα Αθηναίος κι εσύ!»
«Καλώς σας βρήκα» είπε ο Νικηφόρος σηκώνοντας το ποτήρι του. Κοίταξε όλο το τραπέζι και μίλησε. «Χαίρομαι που βρίσκομαι στο “Καρτέρι” των Καρτεράνων, των σεβαστών Λέοντα και Δωρόθεου. Χαίρομαι που είμαι ανάμεσα σε όλη την οικογένειά σας. Τιμή μου να βρίσκομαι σπίτι σας! Όπως είπε κι ο Πλουτώνιος το αργότερο μέχρι την άνοιξη θα είμαι κι εγώ Αθηναίος πολίτης!»
Όλοι είπαν ευχές σηκώνοντας τις κούπες κι ήπιαν στην υγεία του καλεσμένου. Μετά το έριξαν στο φαγητό μιλώντας ο καθένας με τους διπλανούς του. Και όταν απόφαγαν ήρθαν και τα επιδόρπια και τα γλυκίσματα. Κι όταν το κρασί που έρρεε άφθονο έφερε σε όλους μια γενική ευθυμία, τότε, ο Νικηφόρος ζήτησε να μιλήσει. Όλοι σώπασαν για να τον ακούσουν.
«Άρχοντες Λέοντα, Δωρόθεε, δέσποινες Ειρήνη, Σοφία και Θεοδώρα, σεβαστά κι άξια τέκνα αυτού του Οίκου.»
Ήταν επίσημη η εισαγωγή και περίμεναν την συνέχεια.
«Ίσως γνωρίζετε όλοι σας τι σκοπεύω να σας πω. Αυτό όμως δεν θα με σταματήσει.»
Ο Νικηφόρος ήταν χαμογελαστός και κοιτούσε πλέον ίσια στα μάτια την Αγνή.
«Πάντα ήθελα να μπορούσα να γίνω κι εγώ μέλος μιας μεγάλης, ιστορικής, ευτυχισμένης οικογένειας Αθηναίων. Μιας οικογένειας όπως η δική σας. Υπάρχει ένας μόνο τρόπος για να το πετύχω αυτό. Σας ζητώ να μου δώσετε το χέρι της σεπτής κόρης σας Αγνής, αν το επιθυμεί και η ίδια βεβαίως!»
Οι μεγάλοι άφησαν να φύγει ένα δάκρυ συγκίνησης απ’ τα μάτια. Οι νεότεροι ήθελαν να βγάλουν κραυγές επινίκιες. Η Αγνή έσκυψε το κεφάλι της προς τα κάτω για να μην φανεί το δικό της δάκρυ. Ήταν συγκινημένη κι ευτυχισμένη ταυτόχρονα. Την κοίταξαν και περίμεναν την απάντησή της.
«Απάντησε κόρη μου, στην παράκληση του νέου. Ζητά το χέρι σου. Ποια είναι η γνώμη σου;» ρώτησε ο πατέρας της.
«Ό,τι πείτε εσείς πατέρα» είπε η Αγνή κοιτώντας προς τον Δωρόθεο. «Γνωρίζετε πόσο πολύ εκτιμώ τη γνώμη σας και πόσο σας σέβομαι …»
«Ο καλεσμένος μας, όμως, σοφά ποιών, ζήτησε να μάθει και τη δική σου γνώμη κόρη μου» επέμεινε εκείνος.
Η Αγνή έσκυψε και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά ψιθυρίζοντας το “ναι” μέσα από τα χείλη της. Αν και σχεδόν δεν ακούστηκε, όλοι κατάλαβαν την αποδοχή και ξέσπασαν σε συγχαρητήρια. Από παντού ακούγονταν ευχές “εις πολλά έτη” και “να ζήσετε”, “να έχετε πολλούς απογόνους” κι άλλα τέτοια χαρωπά και ενθουσιώδη.
Όλοι γνώριζαν και το περίμεναν αυτό που συνέβη. Το φώναζε από μακριά η φορεσιά του Νικηφόρου κι η ταραχή της Αγνής. Έπαιξαν το παιχνίδι των τύπων απολαμβάνοντας αυτό που θα ερχόταν και τώρα εκφράζονταν ελεύθερα. Όλα είχαν πάει καλά, όπως προβλεπόταν. Ο Νικηφόρος πλησίασε την Αγνή και, μπροστά σε όλους, της έπιασε το χέρι.
«Θα σε κάνω ευτυχισμένη Αγνή» της είπε. «Δεν θα το μετανιώσεις που δέχεσαι.»
Εκείνη παρέμενε σιωπηλή τρέμοντας ολόκληρη από τη συγκίνηση και την ευτυχία που ένιωθε. Ο Ιγνάτιος έφερε τα δώρα που είχε αγοράσει ειδικά γι αυτήν.
«Αυτό είναι ύφασμα από την Βενετιά. Αυτό καδένα από την Γένοβα» της είπε. «Τούτο το δαχτυλίδι είναι από Κέρκυρα κι αυτό το σάλι απ’ το Ρέθυμνο.»
Ο Νικηφόρος τής έριξε το σάλι στον ώμο, τής φόρεσε τα κοσμήματα και τής έδωσε το ύφασμα στο χέρι. Γύρισε προς όλους έχοντάς την στο πλάι του.
«Θα γίνει γυναίκα μου και θα την κάνω ευτυχισμένη.»
«Είθε, αμήν! Ο Θεός να σας έχει καλά!» είπαν όλοι.
Η Αγνή έκλαψε τώρα από την ευτυχία. Δεν το έκρυψε καθόλου. Δεν είχε τίποτε να πει, όλα όσα ήθελε να γίνουν είχαν γίνει κι ένιωθε ευτυχισμένη. Θα ήθελε τώρα να ήταν οι δυο τους μόνοι, αλλά, έπρεπε να περιμένει να τελειώσει το τραπέζι. Δεν είπε τίποτα. Το χαμόγελό της τα έλεγε όλα!
Το κρασί έρρευσε πάλι άφθονο. Κάποιοι λόγοι βγήκαν από τον γερο-Λέοντα και τον Δωρόθεο. Είπαν πώς πρέπει οι δυο νέοι να οργανώσουν τον βίο τους, ώστε να είναι ενάρετος και ευτυχισμένος. Ύστερα, κι αφού πλέον ήταν λογοδοσμένοι, τους έβαλαν να κάτσουν δίπλα ο ένας στον άλλον. Το συμπόσιο αυτό μάκρυνε περισσότερο από τα συνηθισμένα. Μέχρι το βράδυ μιλούσαν, σηκώνονταν και κάθονταν, έπιναν, έλεγαν ιστορίες. Ήρθαν στο κέφι και τραγουδούσαν. Τους συνόδευε ο ήχος μιας λύρας που χειρίζονταν όμορφα πότε ο Λέων, πότε ο Στέφανος και πότε η Ευδοκία. Ο Νικηφόρος κατάφερε μόνο μια φορά να ξεμοναχιάσει την Αγνή στην αυλή κάτω από τις αψιδωτές κολώνες. Της απέσπασε ένα φιλί.
Εκείνη, βέβαια, δεν ήξερε πώς να φιλά αλλά κι εκείνος δεν είχε απαιτήσεις. Ήταν φυσικό το νεαρό, παρθένο κορίτσι να μην γνωρίζει πώς να φερθεί σε έναν άντρα. Και μόνο που αφέθηκε στα χέρια του σαν φύλλο που το κάνει ο άνεμος ό,τι θέλει, ήταν αρκετό. Μόνο που έκλεισε τα μάτια της κι έβγαλε έναν αναστεναγμό, τον κέρδισε. Μόνο που μύρισε το άρωμά της, ο Νικηφόρος τρελάθηκε από τον έρωτα και είπε πως όλα άξιζαν τον κόπο. Η αναμονή κι οι ανεκπλήρωτοι πόθοι είχαν βρει αντάξια πληρωμή.
«Με κάνεις ευτυχισμένη, Νικηφόρε. Ήταν ατελείωτη η αναμονή» πρόλαβε μόνο να του ψιθυρίσει.
«Τώρα, όμως, είμαι εδώ» πρόλαβε να της πει.
Ο Νικηφόρος κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ στο αρχοντικό των Καρτεράνων, στην πτέρυγα των ξένων. Κι εκείνος κι η Αγνή ξενύχτησαν στο κρεβάτι του ο καθένας φέρνοντας στο νου τους την μια στιγμή ευτυχίας. Ήταν όταν τα δυο σώματα αγκαλιάστηκαν και τα δυο χείλη κόλλησαν σε ένα φιλί. Ήταν όταν ανακάτεψαν, με τις ανάσες και τους αναστεναγμούς, τις υποσχέσεις, τα όνειρα και τις επιθυμίες τους.
Το πρωί ο Νικηφόρος κατέβηκε εκεί που έτρωγαν το πρωινό πριν ξεκινήσουν όλοι για τις δουλειές τους. Άργησε κάπως να ξυπνήσει αλλά τον περίμεναν. Του έβαλαν κρασί αραιό, δημητριακά, γάλα και ψωμί. Τον είχαν κιόλας δεχτεί στην οικογένειά τους παρ’ όλο που ένας μόνο αρραβώνας είχε γίνει χτες. Ακόμη κι αυτός ήταν εντελώς άτυπος αφού δεν είχε προβλεφθεί παπάς για να τον ευλογήσει. Ήταν φιλοξενούμενος αλλά και προσεχώς δικός τους. Με τις δυο αυτές ιδιότητες μαζί βρισκόταν τώρα κοντά τους. Ύστερα κατέβηκε κι η Αγνή, υπέροχη και στολισμένη με τα δώρα του, παρ’ όλο που ήταν ακόμα πρωί. Εκείνη όμως τα φορούσε γιατί ένιωθε έτσι την παρουσία του πάνω της. Εκείνος σηκώθηκε, την πλησίασε και, απλώνοντας τα χέρια, έπιασε τις παλάμες της. Μέχρι εκεί μπορούσε να προχωρήσει μπροστά σε όλους. Την συνόδευσε στο τραπέζι και την έβαλε να κάτσει δίπλα του. Ήταν όλη η οικογένεια εκεί. Μίλησαν λίγο για τα χτεσινά κι έδειξαν όλοι πως ήταν πολύ ευχαριστημένοι.
«Έπαιξες πολύ όμορφα τη λύρα παιδί μου» είπε ο Λέων ο πρεσβύτερος στον νεότερο. «Όχι, βέβαια, πως πήγαν άσχημα ο φίλος μας Στέφανος κι η μικρή μας Ευδοκία …»
«Σε ευχαριστώ πολύ, παππού για τα καλά σου λόγια» είπε ο Λέων ο νεότερος.
Με μια κάμψη του λαιμού, δέχτηκαν τις φιλοφρονήσεις ο Στέφανος και η Ευδοκία.
«Πες μας για τα μέρη που είδες» ζήτησε ο Δωρόθεος απ’ τον Νικηφόρο.
Κάθε φορά που ένας ναυτικός βρισκόταν σε μια παρέα, για γεύμα ή πιοτό, μιλούσε για όσα είχε δει. Βιβλία για ταξίδια δεν υπήρχαν κι ό,τι είχε γραφτεί, ήταν συνήθως από αρχαίους συγγραφείς. Λίγα χειρόγραφα κι αντίγραφα υπήρχαν μέσα σε κλειστές βιβλιοθήκες. Έτσι, οι ναυτικοί ήταν οι φορείς των ειδήσεων από τ’ άλλα μέρη. Μερικές φορές έλεγαν τόσο μεγάλα ψέματα που απορούσαν κι οι ίδιοι πώς γίνονταν πιστευτά. Ο Νικηφόρος, βέβαια, δεν σκόπευε να πει ψέματα. Τους μίλησε για τα λιμάνια και τις πόλεις που είχε δει και για τα παράξενα που είχε συναντήσει.
«Η Βενετία είναι εκπληκτική πόλη. Έχει μαζέψει πολύ μεγάλο πλούτο και δύναμη!»
«Σαν την Πόλη του Κωνσταντίνου;» απόρησε ο Λέων πρεσβύτερος.
«Ε, όχι βέβαια» είπε ο Νικηφόρος. «Η Πόλη ξεχωρίζει σε ολόκληρο τον κόσμο.»
«Λένε πως η Βαγδάτη είναι κι αυτή πολύ πλούσια» είπε η Ευδοκία.
«Δεν έχω φτάσει εκεί! Είναι είκοσι μέρες δρόμος με άλογο απ’ τα λιμάνια της Συρίας.»
«Έχεις πάει σε αυτά τα λιμάνια;»
«Ναι. Τα είχαν οι σταυροφόροι αλλά τα έχασαν! Εκεί γίνεται όλο το εμπόριο.»
«Τα μετάξια και το λάδι μας, εκεί πηγαίνουν από τον Νικηφόρο και τους εμπόρους. Πάνε εκεί πλοία βενετσιάνικα ή γενοβέζικα» είπε ο Δωρόθεος.
«Δεν έχουν εκεί λάδι και μετάξι;» ρώτησε η Ευδοκία.
«Έχουν αλλά λίγο. Υπάρχουν πολλές μεγάλες πόλεις στο βάθος όπως η Βαγδάτη. Ζητούν προϊόντα απ’ την Δύση και τους τα πάμε εμείς» είπε ο Νικηφόρος.
«Μα, εμείς είμαστε στη δύση;» αναρωτήθηκε ο νεότερος Λέων. «Ανατολή δεν είμαστε;»
«Για Λατίνους και Φράγκους είμαστε ανατολή. Όμως, γι αυτούς που ζουν στη Συρία, την Περσία ή την Ινδία, εμείς είμαστε δύση» του είπε χαμογελώντας.
«Πες μας για το τελευταίο σου ταξίδι. Πώς ήταν;» του ζήτησε η Αγνή.
«Πριν έρθω εδώ, ήμουν στη Βενετία, Εκεί έκλεισα την συμφωνία να βοηθήσω την σταυροφορία με το “Δήλος”. Πήγα ως το Ζαντάρ όπου λύθηκε το συμβόλαιό μου. Έτσι έφυγα από εκεί για την Κέρκυρα και μετά για εδώ. Με κάποιες στάσεις, έφτασα σώος.»
«Πες μας για τους Άγιους Τόπους Νικηφόρε. Ξέρω πως έχεις πάει σε αυτά τα μέρη» του ζήτησε η κυρία Θεοδώρα.
«Υπάρχουν Φράγκικα βασίλεια εκεί, στην Άκρα, στην Τρίπολη και στην Αντιόχεια. Τώρα την Ιερουσαλήμ την έχουν οι Μουσουλμάνοι.»
«Γιατί κάνει ο Πάπας σταυροφορίες;» ρώτησε ο Λέων.λ
«Οι σταυροφορίες γίνονται για να απελευθερώσουν την Ιερουσαλήμ. Στην πραγματικότητα γίνονται για τα λάφυρα. Οι σταυροφόροι είναι κατακτητές που σκοτώνουν και κλέβουν απ’ όπου περνάνε! Είναι σαν τις ακρίδες που εξαφανίζουν όλα τα σπαρτά! Κατάρα για τις χώρες που τους δέχονται.»
«Μα … πέρασαν τρεις φορές από την Πόλη. Μάλιστα, μάθαμε ότι κέρδισαν και χάρισαν στους Ρωμαίους σχεδόν όλη τη Μικρασία» είπε ο Πλατώνιος. «Δεν είναι έτσι;»
«Στην πρώτη εκστρατεία χάρισαν στον αυτοκράτορα εδάφη. Σε όλες, όμως, ακόμα και σ’ αυτήν την πρώτη, έβλεπαν την Πόλη κι έτρεχαν τα σάλια τους. Είναι θέμα χρόνου πότε θα της επιτεθούν! Στ’ αλήθεια, αυτοί οι «στρατιώτες του Χριστού» δεν έχουν τον θεό τους!» επέμεινε ο Νικηφόρος.
«Τώρα, όμως, μάθαμε ότι θα πάνε από θαλάσσης. Έτσι δεν είναι, Νικηφόρε;» ρώτησε ο Δωρόθεος
«Έτσι είπαν. Κανείς δεν ξέρει τι θα κάνουν τελικά.»
«Η Πόλη είναι απόρθητη» είπε ο Δωρόθεος. «Δεν έχει να φοβηθεί από καμιά επίθεση και καμιά πολιορκία. Κι αν της επιτεθούν, τα μούτρα τους θα φάνε. Το μόνο πρόβλημα είναι που οι Ρωμιοί άρχοντες το παίρνουν αψήφιστα. Τρώγονται μεταξύ τους και βγάζει ο ένας τα μάτια του άλλου.»
«Έτσι είναι» είπε ο Νικηφόρος. «Η Πόλη, αν πέσει, θα πέσει με προδοσία. Δείτε, τώρα, ο Αλέξιος, ο γιος του Ισαάκιου, είναι στον Πάπα. Θέλει να στρέψει την σταυροφορία προς την Πόλη ώστε να αποκαταστήσει τον πατέρα του στον θρόνο.»
«Ένα παιδί είναι, ποιος θα του δώσει σημασία;»
«Κι όμως, έναν τέτοιο άφρονα χρειάζονται για να βρουν την ευκαιρία να μπουν στην Πόλη! Αν αυτοί οι σιδηρόφρακτοι Λατίνοι ιππότες βρεθούν μέσα, ποιος εγγυάται ότι θα βγούν;» αναρωτήθηκε ο Νικηφόρος
«Ας αφήσουμε την πολιτική τώρα» ζήτησε η Αγνή. «Πες μας καλύτερα, Νικηφόρε, πως είναι η Βενετία;»
«Η Βενετία …» είπε ο Νικηφόρος. «Μια σταλιά πόλη κι έχει τον πιο ισχυρό στόλο στον κόσμο. Μόνο οι Γενουάτες τους συναγωνίζονται.»
«Έχεις περπατήσει την πόλη τους; Είναι αλήθεια ότι είναι γεμάτη νησιά;»
«Είναι πολλά νησάκια μαζί. Αντί για δρόμους, έχουν κανάλια. Πάνε από το ένα μέρος στο άλλο με γόνδολες!»
«Είναι τόσο πλούσια όσο λένε;» ρώτησε η Ευδοκία.
«Είναι πολύ πλούσια. Όχι σαν τη Βασιλεύουσα, βέβαια, αλλά στη δύση δεν έχει πόλη άλλη, τόσο πλούσια κι ελεύθερη.»
«Είναι δύσκολοι έμποροι, ε; Λένε πως δεν χάνουν ποτέ» είπε ο Δωρόθεος.
«Έχουν το δόγμα “siamo prima veneciani e poi cristiani”» είπε ο Νικηφόρος. «Πρώτα Βενετοί και μετά Χριστιανοί λένε. Αψηφούν ακόμα και τον Πάπα όταν πρόκειται για το συμφέρον τους. Αυτό εννοούν.»
Η ώρα περνούσε, η συζήτηση δεν τελείωνε. Ο Νικηφόρος ένιωθε ότι ζούσε στιγμές τόσο ζεστές και όμορφες όπως εκείνες των παιδικών του χρόνων στην Σέριφο.
«Ας αφήσουμε λίγο τον επισκέπτη μας. Τον κουράσαμε με τις ερωτήσεις μας» είπε ο Λέων. «Πρέπει να πάει και στον μητροπολίτη, θα τον περιμένει.»
«Έμαθε για τον αρραβώνα σου. Θέλει να κάνει εκείνος την επίσημη τελετή» είπε ο Πλατώνιος. «Έχει ετοιμάσει για τον Νικηφόρο ένα δωμάτιο για να μείνει εκεί.»
«Πηγαίνω, λοιπόν, αφού θα με περιμένει» είπε σε όλους ο Νικηφόρος. «Δεν είναι σωστό να αργήσω.» Γύρισε ιδιαίτερα προς την Αγνή. «Φεύγω» της είπε. «Θα πάω στην Ακρόπολη, μετά θα ρίξω μια ματιά στο κτήμα και θα έρθω να σε δω πάλι αύριο.»
«Θα σε σκέφτομαι όλη τη μέρα» του υποσχέθηκε εκείνη.
Της έσφιξε το χέρι κι εκείνη ανταποκρίθηκε. Τόσο μόνο ήταν, δεν επιτρεπόταν άλλο.
«Πήγαινε, ο πατήρ Μιχαήλ θα σε περιμένει.»
*************************************************
Τέλος για σήμερα.
Η συνέχεια αύριο.

ΣΗΜ.: Επειδή δεν προλαβαίνω την επιμέλεια του κειμένου που, αναγκαστικά, πρέπει να κάνω πριν από κάθε δημοσίευση, γι αυτό θα ρίξω κάπως τον ρυθμό. Θα συνεχίσω την καθημερινή δημοσόιευση αλλά θα αφήσω έξω τα ΠΣΚ (τα γνωστά Παρασκευοσαββατοκύριακα) για να προλαβαίνω χωρίς άγχος.