Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

08 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 8η

Στην σημερινή όγδοη συνέχεια του μυθιστορήματος μπαίνουμε στο 3ο μέρος. Μια συναρπαστική προσωπικότητα της εποχής εκείνης μας παρουσιάζεται. Είναι ο Μιχαήλ Ακομινάτος ή Χωνιάτης, μητροπολίτης Αθηνών. Έχει εμφανιστεί ξανά στα προηγούμενα κεφάλαια, αλλά τώρα εξηγείται καλύτερα η σχέση του με τον αρχαίο και τον σύγχρονο κόσμο.
Πρέπει να γνωρίζουμε πως η θέση του Μητροπολίτη την εποχή εκείνη, όχι μόνο στο Βυζάντιο αλλά και στην καθολική Δύση, είναι μια υψηλόβαθμη θέση. Εξασφαλίζει καλή ζωή, και κύρος σε μια περιοχή της αυτοκρατορίας. Ο Μιχαήλ θα μπορούσε -όπως οι προκάτοχοί του- να είναι, απλά, ένας ανώτερος υπάλληλος της εκκλησίας και του κράτους. Εκείνος διάλεξε να είναι ποιμένας και φιλόσοφος μαζί. Κι η έκπληξή του ήταν μεγάλη όταν είδε πόσο κόπο έπρεπε να καταβάλει για να τα συνδυάσει αυτά τα δυο.
Ας παρακολουθήσουμε το σχετικό Α' μέρος από το 3ο Κεφάλαιο που αρχίζει τώρα.
**********************************************
παραπομπές:
(1)
Τα λόγια αυτά τα έχει γράψει ο ίδιος ο Μιχαήλ σε αττική διάλεκτο, σε κείμενό του. Φυσικά εδώ είναι μεταφρασμένα. Ακολουθεί ένα δικό του κείμενο που δείχνει την γλώσσα του και τον τρόπο που έβλεπε την Αθήνα: “Οράς με την θρυλουμένην των πόλεων, όπως ο μεν χρόνος ανάλωσε, τοις δε λειψάνοις του χρόνου συνεπέθετο κακία πολύτροπος και κατέλειπε χωρίον μικρόν και αοίκητον, ονόματι μόνω και σεμνοίς ερειπίοις γνωριζομένην. Η δε εγώ, η τλήμων, η πάλαι μεν μήτηρ σοφίας παντοδαπής και πάσης καθηγεμών αρετής, η πεζομαχίαις και ναυμαχίαις Πέρσας πολλάκις καταστρατηγήσασα, νυν δε σκαφιδίοις ολίγοις πειρατικοίς καταπολουμένη και ληιζομένη τα επί θαλάττη πάντα. Η πιούσα το εκ χειρός Κυρίου ποτήριον, καντεύθεν λιμώ και δίψει και πτωχεία προσταλαιπωρήσασα.
(2)
Η εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο γιατί υπερασπίστηκε την Αθήνα από τους εχθρούς και τις πολιορκίες, αλλά και από την ασυδοσία των κρατικών υπαλλήλων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο : ΑΘΗΝΑ

1203 μ.Χ.

Α’ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

Το “Δήλος” έφυγε τέλος Νοέμβρη από το Ζαντάρ, παρά τη γενική απαγόρευση ναυσιπλοΐας τον χειμώνα. Έφτασε στον Πειραιά την παραμονή των Χριστουγέννων του 2002. Ήταν χειμώνας και δεν υπήρχε η παραμικρή κίνηση στο λιμάνι. Οι θάλασσες ήταν επικίνδυνες αυτόν τον καιρό κι ο Νικηφόρος θα καθυστερούσε πολύ αν δεν ρισκάριζε. Μια δυο φορές είχε βγει στο ανοιχτό πέλαγος με αμφίβολα σημάδια του καιρού. Το Ιόνιο το πέρασε πλέοντας κοντά στις ακτές αλλά στον κάβο Μαλλιά τα χρειάστηκε. 
 
Πληρώθηκε καλά για όλες τις εμπορικές συμφωνίες που έκανε καθώς ήταν ο μόνος που ακόμα μετέφερε εμπορεύματα. Τα άλλα πλοία ήταν δεμένα στα λιμάνια και τα ναύλα ήταν υψηλά. Ανέλαβε ένα ρίσκο, είχε την τύχη μαζί του και, τελικά, τα κατάφερε. Φορτωμένος δώρα, χρήμα και συμβόλαια για τις αγοραπωλησίες του, έφτανε επιτέλους στον Σαρωνικό Από τον κάβο-Κολώνες ως το Φάληρο και τον Πειραιά στεκόταν στην πλώρη ανυπόμονος. Μέχρι να πατήσει στεριά, είχε αγωνία για το τι θα βρει στο αγρόκτημα που έκτιζε. Ήταν ανυπόμονος να βρεθεί όσο πιο σύντομα γινόταν και στο “Καρτέρι”. Έτσι λεγόταν το αγρόκτημα του Δωροθέου.

Ο Δωρόθεος Καρτεράνος, πράττης υφασματοποιός και κτηματίας, δεν ήταν πλούσιος ούτε φτωχός. Ήταν “άρχοντας” καθώς είχε δική του γη και εισοδήματα που του επέτρεπαν να ζει άνετα. Οι πρόγονοί του, είχαν ένα οικογενειακό αγρόκτημα, το “Καρτέρι”. Από αυτό ζούσε η οικογένεια από πάππου προς πάππο και, μαζί τους, αρκετοί εργάτες δεμένοι με αυτή τη γη. Άλλοι πάροικοι, άλλοι μισθωτοί, ασχολούνταν με τις γεωργικές δουλειές αλλά και τη βιοτεχνία. Παλιότερα το κτήμα είχε μόνο αγροτική παραγωγή. Η βιοτεχνία με την παραγωγή βελέντζας και υφασμάτων ήταν έργο του Δωρόθεου και του πατέρα του Λέοντα. Ήταν έργο των τελευταίων γενεών. 
 
Φρόντιζε πάντα να πληρώνει έγκαιρα τον έγγειο φόρο στον Πραίτορα-Κριτή της Θήβας. Αυτός αγόραζε το αξίωμά του στην Βασιλεύουσα κι αποκτούσε το δικαίωμα να απομυζά τους κατοίκους της περιοχής. Όταν ο καιρός βοηθούσε να βγει η παραγωγή δεν είχε πρόβλημα. Άλλες φορές ανέβαιναν οι τιμές λόγω των άσχημων καιρικών φαινομένων ή κάποιου μακρινού πολέμου. Τότε, ο Δωρόθεος μπορούσε να μαζεύει απόθεμα και να βελτιώνει το σπίτι ή το αγρόκτημα. Όταν, όμως, ξεκινούσαν πόλεμοι, ο αυτοκράτορας μάζευε πόρους για να πληρώσει τους μισθοφόρους του. Τότε το κομπόδεμα στράγγιζε και πουλούσε μέρος της γης του για να πληρώσει τον φοροεισπράκτορα.

Αυτός, πάλι, ήταν ένας ανελέητος εκμεταλλευτής που έπαιρνε ό,τι πολύτιμο έβρισκε με απειλές και χρήση βίας. Αφού απέδιδε το μέρος που ήταν υποχρεωμένος στον αυτοκράτορα κρατούσε το υπόλοιπο για τον εαυτό του. Πάνω σε όλα αυτά, υπήρχε κι ο ψευδεπίγραφος “φόρος πειρατών”. Είχε επιβληθεί, δήθεν, για προστασία των φορολογούμενων από πειρατικές επιδρομές. Όποτε όμως χρειαζόταν η Αττική να προστατευθεί τότε φαινόταν πόσο ψεύτικος ήταν αυτός ο φόρος. Οι ντόπιοι μόνο στην συλλογική άμυνά τους μπορούσαν να στηρίζονται. Πλήρωναν μισθοφόρους ή έπαιρναν οι ίδιοι τα όπλα για να υπερασπιστούν την περιουσία και τη ζωή τους. Κάθε φορά που εμφανίζονταν οι πειρατές στις ακτές, σήμαινε συναγερμός κι ο Πραίτωρας κρυβόταν. Είχε πάντα κάποιες υποχρεώσεις που δεν του είχαν επιτρέψει να επέμβει.

Με όλα αυτά οι κάτοικοι στο Θέμα της Ελλάδας και της Πελοποννήσου είχαν την αίσθηση της εγκατάλειψης. Εδώ κι εκατοντάδες χρόνια, ο τόπος τους ήταν μια περιοχή αδιάφορη, αν όχι εχθρική, για την Κωνσταντινούπολη. Η Βασιλεύουσα την θυμόταν μόνο για να την απομυζά. Συχνά κάποιοι Ρωμαίοι αξιωματούχοι, με τίτλους αποκτημένους με βρόμικους τρόπους περνούσαν από εδώ. Διάλεγαν τα καλύτερα κι εύφορα μέρη και τα έγραφαν στο όνομά τους. Το αποτέλεσμα ήταν τεράστιες εκτάσεις να ανήκουν σε λίγους μεγάλους γαιοκτήμονες. Κι όλοι ετούτοι, με κάθε ευκαιρία τόνιζαν στους ντόπιους πόσο ήταν σκανδαλώδης και ασεβής αυτή η περιοχή. Γιατί υπήρχαν στον τόπο αυτό μνημεία κι ερείπια της ειδωλολατρίας και των θεών των αρχαίων. 
 
Αυτόν τον τόπο ο Νικηφόρος τον είχε αγαπήσει. Ήταν ο καθαρός ουρανός, το κλίμα, η βλάστηση, τα βουνά, η θάλασσα, το αττικό τοπίο που του γέμιζαν την ψυχή. Ήταν κι οι αρχαίες κολώνες, τα σπασμένα μέλη των αγαλμάτων που τα έβλεπες παντού. Όλα αυτά, εκτός από μιαν αναπόφευκτη θλίψη, του γεννούσαν, παράλληλα, συναισθήματα νοσταλγικά. Μπορεί να είχε μεγαλώσει στην Σέριφο, όμως, ήθελε να ζήσει εδώ. Είχε σκοπό να εγκατασταθεί στο δικό του αγρόκτημα. Απλά, προς το παρόν, δεν είχε ούτε σπίτι για να μείνει αφού οι εργασίες ήταν σε εξέλιξη. Πρώτη προτεραιότητα ήταν να καλλιεργηθούν τα κτήματα που έπρεπε να είναι έτοιμα τον καιρό της σποράς. Μετά θα γίνονταν όλα.

Στην Αθήνα θα έμενε στα Προπύλαια, στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, στο σπίτι του Ακομινάτου. Η συναναστροφή τους ήταν ευκαιρία για να μαθαίνει ο Μιχαήλ νέα από όλες τις γωνιές της αυτοκρατορίας. Σε αντίθεση με την εχθρότητα της Βασιλεύουσας για την Αθήνα και την Ελλάδα, ο Μιχαήλ ένιωθε πραγματικός Έλληνας. Είχε γεννηθεί στις Χώνες στη Μικρασία κι όμως ένιωθε πιο Αθηναίος από τους Αθηναίους. Έμενε στα Προπύλαια της Ακρόπολης όπως όλοι οι μητροπολίτες πριν απ’ αυτόν, δίπλα στον Παρθενώνα. Από τα χρόνια του Ιουστινιανού ο ναός είχε μετατραπεί σε χριστιανική εκκλησία. Ήταν ο ναός της κυρά-Παναγιάς της Αθηνιώτισσας.

Την πρώτη μέρα που είχε πατήσει το πόδι του στην Αθήνα ο Μιχαήλ είχε βγάλει ένα μνημειώδη λόγο. Τόνιζε το κλέος αυτής της πόλης, που την θεωρούσε ανώτερη απ’ όλες της οικουμένης. Σχεδόν είχε θρηνήσει για τα ερείπια. Είχε σταθεί στο πνεύμα των αρχαίων κι όχι τόσο στα εξωτερικά σημεία της τέχνης τους. Είχε θρηνήσει για την φιλοσοφία, την δημοκρατία, την λογική, την ομορφιά, την γενναιότητα της αρχαίας εποχής. Ήταν ένας φλογερός οπαδός και θαυμαστής της Αθήνας του παρελθόντος. Μιλούσε για τον ήρεμο τρόπο ζωής και για τον θαρραλέο τρόπο αντιμετώπισης του θανάτου από τους πολίτες. Μιλούσε σε μια αρχαΐζουσα ελληνική γλώσσα γεμάτη σοφία και υπονοούμενα. Εξέφραζε ιδέες βαθυστόχαστες, αντάξιες των σπουδαίων φιλοσόφων της αρχαίας εποχής. Όσο μιλούσε, όμως, τόσο τρόμαζε το ακροατήριό του που δεν καταλάβαινε λέξη!

Οι συγκεντρωμένοι σύγχρονοι Αθηναίοι, που ήρθαν να τον δουν και να τον καλωσορίσουν τα έχασαν. Δεν κατάλαβαν απολύτως τίποτε. Όχι μόνο γιατί δεν γνώριζαν την γλώσσα που μιλούσε αλλά και γιατί αυτά που έλεγε ήταν απίστευτα. Αυτή μιλούσαν μιαν απλή δημοτική γλώσσα κι εκείνος μια αρχαία αττική διάλεκτο. Κι αυτά που έλεγε, τι ήταν; Ένας χριστιανός μητροπολίτης, θρηνούσε για μια εποχή που οι όμοιοί του την είχαν ισοδύναμη με την κόλαση; Οι συγκεντρωμένοι Αθηναίοι στην Πνύκα άλλα περίμεναν ν’ ακούσουν απ’ τον καινούριο ποιμένα τους. Ήθελαν να μάθουν θαύματα της Παναγίας και ν’ ακούσουν για τη ρομφαία που θα αφάνιζε κάθε αμφισβητία. Αυτά ήθελε το ακροατήριο κι όχι την υψηλών προδιαγραφών πραγματεία του Μιχαήλ. 

Για εκείνον, το χαμένο κλέος, τα σπασμένα αγάλματα κι οι πεσμένοι κίονες. είχαν ακόμη δύναμη πνευματική. Μιλούσε σε αυτά τα πεσμένα μάρμαρα σαν να είχαν ζωή. Φιλοσοφούσε στη γλώσσα που ακουγόταν στην Πνύκα μιαν άλλη εποχή. Αν ήταν ο Σωκράτης, ο Ξενοφών ή ο Πλάτων στο ακροατήριο, θα τον χειροκροτούσαν. Όμως εκεί βρίσκονταν κάποιοι άλλοι, που δεν ήταν οι Αθηναίοι της εποχής του Περικλή. Οι απόγονοι των σπουδαίων φιλοσόφων, είχαν άλλη προφορά κι ενδιαφέρονταν για άλλα πράγματα. 
 
«Ω! πόλη των Αθηνών! Μητέρα της σοφίας! Σε ποια αμάθεια έχεις βυθιστεί! Σου μιλώ απλά και φυσικά, με την ευκαιρία της ενθρόνισής μου, και φαίνεται σαν να μιλώ για κάτι ακατανόητο. Σαν να μιλώ σε ξένη γλώσσα των Περσών ή των Σκυθών» είπε ο Ακομινάτος μέσα στην αγανάκτησή του(1). Δεν μπορούσε να βλέπει μια πόλη τόσο ένδοξη να είναι εγκαταλειμμένη και αμαθής.
 
Ο Μητροπολίτης μιλούσε μόνο στον εαυτό του και στα αγάλματα. Έβλεπε μιαν αναγέννηση της Ελλάδας μέσα από την τέφρα της. Όμως μετά από οχτακόσια χρόνια διωγμών, οι Αθηναίοι είχαν πια ξεχάσει τον Όμηρο, τον Παρμενίδη και τον Αισχύλο. Μιλούσε σε έναν λαό που δεν υπήρχε παρά μόνο στην φαντασία του κι απογοητεύτηκε. Γρήγορα, όμως συνήλθε από το σοκ. Κι όταν κατάλαβε πως οι εποχές αλλάζουν, φρόντισε να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Αγάπησε τον τόπο όπως ήταν σήμερα κι άρχισε να παλεύει γι αυτόν με κάθε δική του προσωπική θυσία(2). Το αποτέλεσμα ήταν να τον δεχτούν οι Αθηναίοι, χωρίς αντίρρηση, σαν αρχηγό και πνευματικό τους πατέρα. Όποτε τον χρειάστηκαν, στα είκοσι τελευταία χρόνια που ήταν Μητροπολίτης, αυτός ήταν εκεί.