Οι εξελίξεις στην Κωνσταντινούπολη είναι καταιγιστικές. Αρχές του 1204 μΧ.
Οι σταυροφόροι έξω από τα τείχη, χάνουν τον "δικό" τους Αλέξιο Δ' που ο λαός μαζεύεται στην Αγιασοφιά και τον κηρύσσει έκπτωτο.
Κωμικοτραγικές καταστάσεις εκτυλίσσονται μέχρι που στον θρόνο ανεβαίνει ο Αλέξιος ο Ε', ο αποκαλούμενος Μούρτζουφλος. Οι Λατίνοι δεν τον θέλουν, ούτε αυτός θέλει τους Λατίνους. Η πίεση που ασκείται για αποπληρωμή των χρεών που άφησε ο Αλέξιος Δ' γίνεται ασφυκτική.
Τα νέα φτάνουν στην Αθήνα. Είναι μια καλή αφορμή για να επιστρέψει ο Νικηφόρος στην Προποντίδα με την ελπίδα να ξαναβρεί την Ζωή.
***********************************
Β’
ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
«Έχουμε
νέα από την Κωνσταντινούπολη»
του είπε ο Ακομινάτος. «Συνταρακτικά
νέα, κοσμοϊστορικά!»
Ο
Νικηφόρος είχε ανέβει στην Ακρόπολη να
του μιλήσει μήπως βρει μιαν άκρη. Ήταν
Φεβρουάριος του 1204.
«Τι
έγινε; Έφυγαν οι Σταυροφόροι;»
«Άλλαξε
ο αυτοκράτορας! Έφυγε ο Αλέξιος Δ’ που
είχε διώξει τον Αλέξιο Γ’ και τώρα
βασιλεύει ο Αλέξιος Ε’!»
«Τι
μανία κι αυτή των Ρωμαίων με το όνομα
“Αλέξιος”! Δεν υπάρχει κανένα άλλο
όνομα σε αυτή την Πόλη; Πώς έγινε όμως;
Πείτε μου.»
«Όπως
ήταν αναμενόμενο ο λαός επαναστάτησε.
Δεν μπορούσε να βλέπει τους
Φράγκους να μπαινοβγαίνουν στην Πόλη,
να κλέβουν και να βρίζουν.
Φέρονταν σαν κατακτητές
κι απειλούσαν ότι θα την
κατέστρεφαν αν δεν
αποζημιώνονταν. Ήδη, τον Αύγουστο,
μόλις έφυγες από εκεί, συγκρούστηκε το
πλήθος με Πιζανούς στρατιώτες. Έπιασε
μια δεύτερη μεγάλη πυρκαγιά που κατάκαψε
μεγάλα μέρη της Πόλης. Κι ο Αλέξιος, αφού
πλανήθηκε άσκοπα στη Θράκη για
να βρει τον θείο του, γύρισε στον
θρόνο του τον Νοέμβριο.»
«Δεν
προσπάθησε να κάμψει τις αντιδράσεις;»
«Προσπάθησε
αλλά τα βρήκε μπαστούνια! Ο κόσμος ήταν
αγριεμένος.»
«Η
επανάσταση γιατί έγινε;» ρώτησε
ο Νικηφόρος.
«Ο
λαός δεν ανεχόταν την συμπεριφορά
των Λατίνων και την χρέωσε όλη στον
αυτοκράτορα! Γίνονταν καθημερινά
φασαρίες αυτοκρατορικών, Λατίνων και
λαού. Όλοι εναντίον όλων! Και μια μέρα,
στις 25 Ιανουαρίου, μαζεύτηκε το πλήθος
του κόσμου στην Αγία Σοφία. Έβρισαν
τον Αλέξιο Δ’ και τον κήρυξαν
έκπτωτο! Τον έριξαν!»
«Μπορεί
ο λαός να ρίξει έναν αυτοκράτορα;»
«Το
έκαναν. Και μετά, ξέρεις τι έκαναν οι
αθεόφοβοι; Έχρισαν για αυτοκράτορα έναν
νεαρό που ούτε καν το ήθελε. Πήραν ένα
καλό και δυνατό παιδί, κάποιον Νικόλαο
Καναβό, και τον ανέβασαν στον θρόνο. Τον
έκαναν αυτοκράτορα!»
«Α!»
έκανε ο Νικηφόρος, Νικόλαος. «Όχι
Αλέξιος! κάτι πήγε να αλλάξει λοιπόν!»
Είχε
συνείδηση της τραγικότητας των στιγμών
αλλά δεν μπορούσε να μην γελάσει. Η
αυτοκρατορία διαλυόταν με κάτι τέτοια.
Τουλάχιστον όχι από έναν Αλέξιο,
σκέφτηκε.
«Μακάρι
να άλλαζε το όνομα και να άλλαζαν τα
μυαλά αυτών που κυβερνούν. Δυστυχώς,
δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ο Καναβός
δεν ήταν στρατηγός ή σοφός ή
κάποιος τέλος πάντων! Τίποτα
το ιδιαίτερο δεν είχε, ένας
νεαρός ήταν μόνο. Είχε μιαν
ευγενική καταγωγή αλλά όχι βασιλική
συγγένεια. Ε, λοιπόν, μόλις τον ανακήρυξαν,
αυτός το έσκασε!»
«Το
έσκασε ο νέος αυτοκράτορας που τον ήθελε
κι ο λαός;» ρώτησε γελώντας ο
Νικηφόρος.
«Μην
γελάς. Το έβαλε στα πόδια. Πήγε
και κρύφτηκε στην Αγία Σοφία, γιατί
ήξερε ότι αυτός θα την πλήρωνε στο τέλος
τη νύφη!»
«Και
τι έγινε τελικά;»
απόρησε ο Νικηφόρος. «Φαίνονται
πολύ κωμικά όλα αυτά για
να τα θεωρήσω κοσμοϊστορικά.»
«Τον
κακό τους τον καιρό είναι! Εμφανή δείγματα
της καταστροφής που έρχεται, είναι!»
«Αφού
έφυγε ο Καναβός, έμεινε στον θρόνο ο
Αλέξιος;»
«Τρεις
μέρες μετά, ένας συγγενής του τον κανόνισε
και ανέλαβε αυτός.»
«Συγγενής;
Δηλαδή μέλος της δυναστείας;»
«Ναι,
ο Αλέξιος Δούκας, τον λέμε Μούρτζουφλο!
Έγινε αυτοκράτορας Αλέξιος Ε’ και
καθάρισε γρήγορα το τοπίο. Στις 28
Ιανουαρίου ανέλαβε, στις 29 συνέλαβε τον
Αλέξιο και στις 8 Φεβρουαρίου τον
εκτέλεσε. Λίγες μέρες νωρίτερα, πέθανε
ή τον σκότωσαν, κι
ο τυφλός Ισαάκιος.
Για
σιγουριά, ο Αλέξιος Ε’ ο Μούρτζουφλος,
σκότωσε και τον νεαρό Νικόλαο Καναβό,
μη τυχόν και γίνει καμιά στραβοτιμονιά.»
«Δίκιο
είχε, λοιπόν, που φοβόταν ο νεαρός»
παρατήρησε ο Νικηφόρος. «Αυτός
την πλήρωσε τελικά τη νύφη!»
«Κι
έτσι έμεινε μόνος βασιλιάς ο Μούρτζουφλος
χωρίς κανένας να τον απειλεί. Θέλει να
εμφανιστεί σαν σωτήρας της ρωμιοσύνης
αλλά οι Λατίνοι είναι έξω φρενών. Απαιτούν
τα λεφτά τους κι ετοιμάζονται να
εισβάλουν.»
«Μα,
είπαμε, τα τείχη της Πόλης είναι απόρθητα
κι οι Ρωμαίοι έχουν πιο μεγάλο στρατό
από τους σταυροφόρους. Με τις αποθήκες
γεμάτες με τρόφιμα, γιατί να φοβηθούν;»
«Όλα
τα τείχη πέφτουν αν
υπάρξει προδοσία κι αυτή τη φορά οι
πιθανοί προδότες είναι πάρα πολλοί. Κι
ένα μέρος του τείχους είναι γκρεμισμένο»
είπε στενοχωρημένος ο Μιχαήλ
«Ο
Νικήτας, ο αδελφός σας, Πάτερ,
τι λέει;»
«Κλαίει
για την Πόλη, κλαίει για τη Ρωμιοσύνη,
κλαίει και για τον εαυτό του!»
«Γιατί,
τι έπαθε; Έτσι κι αλλιώς ο Αλέξιος Δ’
τον είχε πάψει από λογοθέτη.»
«Αυτό
δεν τον ενδιαφέρει, εξάλλου ο Μούρτζουφλος
τον επανέφερε. Στην πυρκαγιά που σου
είπα, του Αυγούστου, κάηκε ολοσχερώς το
σπίτι του.»
«Κάηκε;
Πω-πω! τι κρίμα. Ήταν ένα
καταπληκτικό σπίτι, κρίμα!»
Ο
Νικηφόρος το είχε δει, είχε μείνει σ’
αυτό και το είχε απολαύσει. Λυπόταν που
είχε χαθεί. Καταλάβαινε πόσο θα είχε
στενοχωρηθεί ο Νικήτας.
«Ζει
σε ένα άλλο, μικρότερο αλλά πιο
ασφαλές» είπε ο Μιχαήλ. «Έτσι
μου γράφει.»
Έμειναν
για λίγο σκεπτικοί. Τα γεγονότα στην
Πόλη θα επηρέαζαν
τις εξελίξεις
στην
Αθήνα. Η αυτοκρατορική εξουσία
ήταν παρούσα παντού στην Ρωμανία, είτε
με το στρατό είτε με τα σύμβολά της. Μια
πτώση της Πόλης θα παρέσερνε όλες τις
ρωμαϊκές περιοχές. Θα τις διεκδικούσαν
τοπικοί άρχοντες ή ξένοι. Ο Λέων Σγουρός
από το Ναύπλιο ήταν ήδη ανεξάρτητος
και, τώρα, τα μυαλά του θα έπαιρναν αέρα.
Οι Βλάχοι απ’ τις περιοχές Λαμίας και
Θεσσαλίας ήθελαν πάντα να κατέβουν στη
Θήβα και την Αθήνα. Δεν ήταν οι μόνοι.
Οι
Βούλγαροι ή οι Σέρβοι μπορεί να ξανάρχονταν
όπως στο παρελθόν. Αλλά κι οι Λατίνοι,
αν έπαιρναν την Πόλη, θα διεκδικούσαν
τις ρωμαϊκές περιοχές. Δεν μπορούσε
κανείς εδώ στην Αθήνα ή την Πελοπόννησο
ή την Ελλάδα να αδιαφορεί για τις
εξελίξεις στην Κωνσταντινούπολη.
«Εγώ,
πάτερ, ήρθα για κάτι άλλο» είπε ο
Νικηφόρος.
Ο
Μιχαήλ έδειξε ότι τον άκουγε προσεκτικά.
«Θυμάστε
εκείνον τον Ζήσιμο Μακρυπολίτη. Μου
είχατε ζητήσει να τον μεταφέρω
με την οικογένειά του στην Πόλη; Κόλλησε
μια αρρώστια και πέθανε στη διαδρομή.»
«Μου
το είπες αυτό. Μου είπες, μάλιστα, ότι
βοήθησες την Ευανθία με την κόρη της να
περάσουν στη Βιθυνία.»
«Μαζί
με τον Θεόδωρο Λάσκαρη και την γυναίκα
του.»
«Τα
γνωρίζω αυτά Νικηφόρε. Ξέρω κιόλας ότι
στέλνεις στη Βιθυνία περγαμηνές και
κρατάς επαφές μαζί τους.»
«Ναι
… βέβαια» έκανε ο Νικηφόρος
διστακτικός.
«Και
λοιπόν; Τι είναι αυτό που ήθελες
να μου πεις;»
Ντρεπόταν!
Τι να του έλεγε; Πώς θα τον χαρακτήριζε,
άραγε, ο Μητροπολίτης;
«Ξέρετε
Πάτερ, στη Βιθυνία έγιναν
κάποια πράγματα» άρχισε να λέει
μασώντας τα λόγια του.
«Πες
μου λοιπόν, τι έγινε;»
«Τίποτα
το σπουδαίο. Νά, … δεν πήγα μόνο τις δυο
γυναίκες, πήγα και τον Θεόδωρο Λάσκαρη.»
«Μου
το ξαναείπες. Και σου ξαναείπα εγώ ότι
έκανες πολύ καλά! Είναι ένας από τους
πολύ άξιους Ρωμαίους, απ’ ό,τι μου γράφει
ο Νικήτας. Αν θέλεις να το ξαναπούμε
ακόμη μια φορά, ευχαρίστως. Αυτό είναι
όλο;»
«Όχι
βέβαια. Κάτι άλλο ήθελα να πω, αλλά …»
Δεν
μπορούσε ούτε να το εκστομίσει. Τι να
του πει; ότι ερωτεύτηκε την κόρη του
Ζήσιμου και απατά συνέχεια με τη σκέψη
του την κακομοίρα την Αγνή; Ότι της
γράφει συνέχεια γράμματα και ποιήματα
και δεν έχει τίποτε άλλο στον νου του
όλη τη μέρα έξω από αυτήν; Πως του έχει
κλέψει την καρδιά με ένα φιλί της όλο
κι όλο; Πως αυτή ήταν η μοναδική τους
επαφή ένα αυγουστιάτικο πρωινό στην
κουπαστή του “Δήλος”;
Σηκώθηκε
και πήγε ως μιαν άκρη του βράχου από
όπου έβλεπε όλο το λεκανοπέδιο. Τι να
έλεγε στον Ακομινάτο. Ότι φιλάει την
Αγνή και σκέφτεται την άλλη; Ότι εξαπατά
με τον νου, με τον
χειρότερο δηλαδή τρόπο, το άδολο και
αθώο κορίτσι; Αυτό που του δίνεται
ολόψυχα όποτε την θελήσει, που γεννάει
όμορφα παιδιά και κρέμεται από τα χείλη
του κάθε βράδυ; Που λαχταρά για μια
κουβέντα αγάπης; Που, με τσιγκουνιά
ψυχής, τής την δίνει πού και πού μόνο
με το σταγονόμετρο;
«Κάτι
ήθελες να μου πεις όταν ήρθες»
είπε ο Μιχαήλ. «Σαν κάτι να σε
βάραινε.»
Ο
Μιχαήλ σκεφτόταν μήπως ο Νικηφόρος
ανησυχούσε για το σπιτικό που έφτιαχνε.
Στα περίχωρα, κοντά στο λιμάνι, ήταν
ίσως εκτεθειμένο σε τυχόν εισβολή
πειρατών.
«Μην
ανησυχείς με τις εξελίξεις.»
«Δεν
είναι αυτό, Πάτερ» ψέλλισε
εκείνος. «Ξέρετε …»
«Να
μην ανησυχείς!» του είπε ο Μιχαήλ.
«Κι αν έρθει κάποιο κακό
να μας βρει, θα σε προστατέψουμε.»
Ο
Νικηφόρος σηκώθηκε για να φύγει. Δεν
είχε νόημα να προσπαθεί να πει κάτι που
δεν έβγαινε από το στόμα του. Ο Γεώργιος
Βαρδάνης, συγκάτοικός του παλιότερα
στο Ερεχθείο, τον έπιασε. Του μίλησε
καθώς κατέβαιναν από τον ιερό βράχο.
«Νικηφόρε,
βλέπω πως κάτι σε βασανίζει. Είναι
κάποια γυναίκα στη μέση, έτσι δεν είναι;
Θέλεις να το συζητήσουμε;»
«Ποια
γυναίκα Γεώργιε; Είμαι
παντρεμένος, το ξεχνάς; Η
μόνη γυναίκα που με απασχολεί είναι η
Αγνή, κι αυτή είναι καλά
στην υγεία της.»
«Εντάξει,
φίλε μου,
ζητώ συγνώμη»
είπε ο Βαρδάνης.
Καθώς
έκανε να φύγει, ο Νικηφόρος τον σταμάτησε.
«Περίμενε»
του φώναξε. «Τι έχεις να μου πεις;»
«Κάτι
για την Βιθυνία. Για την Άννα Αγγελίνα
και τους παπύρους που στέλνεις. Έχω
κάποιες ιδέες.»
«Έχω
επικοινωνία με τον Δεσπότη Θεόδωρο
Λάσκαρη. Δεν είναι κακό αυτό.
Τον έσωσα με τη σακτούρα μου κι
έχω κρατήσει τακτική αλληλογραφία μαζί
του.»
«Παραλήπτης
των παπύρων δεν είναι ο Θεόδωρος, αλλά,
η γυναίκα του η Άννα Αγγελίνα.»
«Τι
υπονοείς;» έκανε ο Νικηφόρος
έτοιμος να αρπαχτεί.
«Δεν
υπονοώ τίποτα, και το θέμα αυτό κλείνει
εδώ! Δεν θα συζητήσω ποτέ ξανά
αυτό το ζήτημα ούτε με σένα ούτε με
κανέναν άλλον. Εγώ για κάτι άλλο
σε ήθελα.»
«Ωραία
λοιπόν, εκείνο έληξε, το ξεχνάμε. Πες
μου, τώρα, για ποιο πράγμα ήθελες να
μου μιλήσεις;»
«Σκέφτηκα
ένα τρόπο, μιαν αφορμή, για να πάει, αυτόν
τον καιρό, κάποιος στη Βιθυνία. Αν, βέβαια,
θέλει κανείς να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι.»
«Εγώ
πάντως δεν ενδιαφέρομαι, αν εννοείς
εμένα» είπε ένοχα και πολύ βιαστικά
ο Νικηφόρος. «Αλλά … για πες μου.
Ποιος είναι αυτός ο τρόπος;»
«Ο
Μιχαήλ έχει συγκεντρώσει υλικό, κώδικες
και
βιβλία και θέλει να τα
στείλει στην Κωνσταντινούπολη. Είναι
για τον Νικήτα. Αν κάποιος πήγαινε
μέχρι εκεί, δεν θα ήταν δύσκολο
να βρεθεί στη Βιθυνία. Στον δρόμο του
θα ήταν.»
«Γεώργιε,
γιατί μου τα λες αυτά; Μου προτείνεις
κάτι;»
«Απλά
σου δίνω μια πληροφορία, φίλε μου, που
βέβαια, δεν ενδιαφέρει κανέναν! Εσύ,
πάντως, την άκουσες και κάν’ την τώρα
ό,τι νομίζεις!» είπε ο Βαρδάνης
φεύγοντας.
Μπάρκο
για τη Βασιλεύουσα; σκέφτηκε ο
Νικηφόρος. Αυτό ακριβώς χρειάζομαι
τώρα, να ξαναβρεθώ και πάλι κάπου εκεί
… κοντά της! Δεν έπρεπε να χάσει χρόνο.
Έπρεπε αμέσως να αξιοποιήσει την
πληροφορία-υπόδειξη του παμπόνηρου
σκριβάνου φίλου του. Γύρισε πίσω κι
ανέβηκε πάλι στον βράχο. Ο Μιχαήλ
ξεκουραζόταν κάτω μια πλατύφυλλη συκιά.
«Πάτερ,
ξαναγύρισα» του είπε.
«Σε
βλέπω κι αναρωτιέμαι τι σε απασχολεί
αλλά και σε δυσκολεύει να μου
μιλήσεις.»
«Σκέφτομαι
αν είναι σωστό ή όχι να κάνω ένα ταξίδι
ως τη Βασιλεύουσα.»
«Τώρα;
Χειμωνιάτικα το σκέφτηκες;»
«Σκέφτομαι
να φύγω τώρα για να γυρίσω το καλοκαίρι
που θα γεννήσει η Αγνή.»
«Αν
είναι έτσι, ίσως και να έχεις δίκιο.
Υπάρχει, όμως, εμπόρευμα για να μεταφέρεις;»
«Εμπόρευμα
υπάρχει πολύ. Το θέμα είναι
να πάρω μια άδεια να κάνω το
ταξίδι μέσα στον χειμώνα.»
Τα
ταξίδια με πλοία επιτρέπονταν από τον
Απρίλη ως τον Οκτώβρη. Μετά τον Αη Δημήτρη
κι ως τον Αη Γιώργη, για να ταξιδέψεις
χρειαζόσουν ειδική άδεια.
«Δεν
ξέρω τι θα κάνεις, δική σου η απόφαση.
Όμως, αν το αποφασίσεις, να ξέρεις
ότι μπορώ να σου εξασφαλίσω μιαν άδεια.
Επιπλέον, έχω ένα κιβώτιο
για την Κωνσταντινούπολη» του
είπε ο Μιχαήλ. «Περιέχει πολύτιμα
βιβλία και περγαμηνές που δεν τα
εμπιστεύομαι στον καθένα. Επομένως,
αν πας στη Βασιλεύουσα, θέλω να τα
μεταφέρεις για μένα.»
«Μήπως
πρέπει να βιαστούμε, Πάτερ;»
«Φοβάσαι
μήπως γίνουν επικίνδυνα τα πράγματα
εκεί; Ε, όχι, δεν νομίζω» είπε ο
Μιχαήλ. Ήταν βέβαιος ότι -παρά τα
προβλήματα- στο τέλος η Ρωμανία πάλι θα
τα κατάφερνε. «Δεν νομίζω ότι θα
χειροτερέψει τόσο πολύ η κατάσταση.
Πιστεύω στον προορισμό της
Βασιλεύουσας. Δεν μπορεί να
λεηλατηθεί το στολίδι του κόσμου
Νικηφόρε. Άντεξε εννιακόσια
χρόνια και θα αντέξει χιλιάδες ακόμη.
Κάποια πράγματα ξεπερνάνε τις
επιδιώξεις των ανθρώπων.»
«Μου
αρέσει η αισιοδοξία σας, Μιχαήλ, μακάρι
να την συμμεριζόμουν
κι εγώ. Πάντως
μου έχουν
προτείνει ένα
μπάρκο. Δεν ήξερα αν θα το κάνω. Αν
μου εξασφαλίσετε την άδεια κι αφού έχετε
κι αυτό το κιβώτιο, τότε, λέω να πάω.»
Όπως
εξελίσσονταν τα πράγματα, τα επόμενα
δικά του γράμματα θα τα έδινε ο ίδιος
στην Ζωή!
«Αν
το αποφασίσεις, πες μου» είπε ο Ακομινάτος.
«Το
αποφάσισα» είπε ο Νικηφόρος και τα μάτια
του έλαμπαν. «Θα πάω!»
«Έτσι
ξαφνικά; Δεν το είχες στο νου σου όταν
ήρθες.»
«Ε,
να δουλέψουν λίγο στη θάλασσα κι οι
ναύτες μου. Τόσο καιρό κάθονται στο
κτήμα κι οργώνουν χωράφια. Κάνουν καιρό
τώρα δουλειές της στεριάς και θα ξεχάσουν
τη μυρωδιά της αλμύρας!»
«Θα
είναι, όμως, επικίνδυνο ταξίδι μέσ’
στον χειμώνα., Μήπως να το ξανασκεφτείς;»
«Είμαστε
έμπειροι ναυτικοί όλοι μας. Θα πηγαίνουμε
προσεκτικά. Έχω ξαναταξιδέψει χειμώνα.
Κάνει κρύο, αλλά, δεν έχει βοριάδες κι
όταν είναι για μπουρίνι το καταλαβαίνεις
έγκαιρα.»
«Αν
είναι έτσι, πες μου πότε μπορείς να σηκώσεις
πανιά.»
«Το
γρηγορότερο, Πάτερ. Αρκεί να μου εξασφαλίσεις την άδεια. Καλύτερα να φύγω
τώρα με τις αλκυονίδες μέρες και σχετικά καλό καιρό.»
Καθώς
έφευγε συνάντησε και πάλι τον Βαρδάνη.
«Τι
έγινε; ξαναγύρισες στον Μιχαήλ;»
«Ναι.
Τελικά, θα γίνει αυτό το ταξίδι που μου
είπες. Θα μεταφέρω κι όλα αυτά που θέλει
ο Μητροπολίτης. Γεώργιε, σ’ ευχαριστώ
για την πληροφορία.»
«Δεν
είναι τίποτε. Ώστε λοιπόν φεύγεις, ε;
Ωραία» είπε ο Βαρδάνης. «Θα μας λείψεις,
βέβαια, αλλά ας το κάνεις αυτό το ταξίδι! Όλα καλά, λοιπόν, καλοτάξιδος!»
***********************************
η συνέχεια αύριο