Μετά την διακοπή του Σαββατοκύριακου, μπαίνουμε στο τέταρτο κεφάλαιο που έχει τίτλο: "Κωνσταντινούπολη, 1203 μ.Χ.". Είμαστε ένα χρόνο πριν την άλωση, αλλά αυτός είναι ο χρόνος που η σταυροφορία φτάνει έξω από τα τείχη και πολιορκεί "φιλικά" την αυτοκρατορία.
Στο Α' μέρος αυτού του κεφαλαίου έχουμε το ταξίδι από Πειραιά προς την Πόλη. Μια επιδημία, οι Φράγκοι κι οι επιβάτες που μεταφέρει το πλοίο, είναι το αντικείμενο αυτού του μέρους.
Αύριο το Β' μέρος, την Τετάρτη το Γ' και το Δ' και την Πέμπτη το Ε' για να ολοκληρωθεί το 4ο κεφάλαιο. Η Πόλη είναι ακόμη σε χέρια ελληνικά αλλά έχουν δημιουργηθεί όλες οι προϋποθέσεις της πτώσης.
***************************************************************
1203
μ.Χ.
Α’
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Όταν
το “Δήλος” έφτασε στον Εύριπο ο ενετικός
στόλος με τους σταυροφόρους είχε ήδη
φύγει. Κατεύθυνσή του ήταν η Κωνσταντινούπολη.
Όπως διαπίστωσε, οι Βενετοί τον είχαν
μισθώσει για να μεταφέρει στην Πόλη
εκατό Βουργουνδούς που είχαν ξεμείνει.
Το βενετσιάνικο πλοίο τους είχε
αχρηστευτεί όταν προσάραξε από απροσεξία
σε ένα ύφαλο κι έμπασε νερά. Με χαρά ο
Νικηφόρος είδε ότι ανάμεσά τους ήταν
τα αδέλφια Ρομπέρ και Φιλίπ ντ’ Επινάκ
που είχε γνωρίσει στη Ζάρα. Τους πρότεινε
κάποιες ανέσεις αλλά εκείνοι, περήφανοι
ιππότες, δεν δέχτηκαν ξεχωριστή
συμπεριφορά.
«Όπως
όλοι, έτσι κι εμείς» του είπαν.
«Μα
εσείς είστε γνωστοί μου, φίλοι μου.
Έχουμε πιει μαζί»
είπε ο Νικηφόρος που θυμόταν το τελευταίο
βράδυ της φοβερής κραιπάλης στο Ζαντάρ.
«Εμείς
σου χρωστάμε, δεν μας χρωστάς εσύ!»
επέμεναν αυτοί. «Θα μας φερθείς
όπως σε όλους τους άλλους.»
Οι
Βουργουνδοί στρατιώτες θα πήγαιναν
στην Πόλη με τα πόδια αν δεν μισθωνόταν
το “Δήλος”. Αλλιώς τα υπολόγιζε ο
Νικηφόρος που πίστευε ότι θα μετέφερε
εφόδια και τροφές ή στρατιωτικό υλικό
κι όχι ανθρώπους.
Όπως
είχαν τα πράγματα έπρεπε να βρει τρόπο
να τους χωρέσει όλους. Μέσα στο πλοίο
όμως ο χώρος ήταν μικρός για εκατό
σταυροφόρους. Έπρεπε να στριμωχτεί κι
η οικογένεια του Μακρυπολίτη. Τους έβαλε
στη δική του καμπίνα. Φόρτωσε όπως-όπως
τους Φράγκους στρατιώτες στο κατάστρωμα
και τους είχε στοιβαγμένους τον ένα
πάνω στον άλλον. Ήταν ο μόνος τρόπος για
να χωρέσουν όλοι. Ξεκίνησε το ταξίδι,
παρά τις πολύ κακές συνθήκες υγιεινής.
Τουλάχιστον, ήταν αρχή του καλοκαιριού
και δεν είχε βοριάδες στο Αιγαίο,
επομένως, θα είχαν εύκολο ταξίδι.
«Δεν
μου αρέσει καθόλου έτσι που φορτώθηκα»
είπε ο Νικηφόρος στον Ζήσιμο.
«Γιατί
δεν αρνείσαι να τους πάρεις;»
«Γιατί
τότε θα με καθαρίσουν και θα πάρουν το
πλοίο να φτάσουν μόνοι τους στην Πόλη.
Υπάρχει περίπτωση να χάσουν τα λάφυρα
που ονειρεύονται;»
«Και
γιατί δεν μας ξεφορτώνονται να συνεχίσουν;»
«Γιατί
είναι άλλο να ταξιδέψουν μόνοι τους σε
άγνωστα νερά κι άλλο να τους πάω εγώ.
Εγώ ξέρω
τις θάλασσες,
ξέρω και το
πλοίο. Δεν
θα μας πειράξουν. Εξάλλου
ανάμεσά τους βρίσκονται και δυο γνωστοί
μου!»
«Τότε
λοιπόν μην
το συζητάς» είπε ο Ζήσιμος.
«Φοβάμαι
έναν κακό καιρό, μιαν αρρώστια. Δεν
θα είναι καλό ταξίδι αυτό. Μήπως
να κατέβετε κι έρχεστε στην
Πόλη με κάποια άλλη ευκαιρία …;»
«Τώρα
που μπήκαμε θα πάμε» είπε εκείνος.
Ο
Νικηφόρος κι ο Ζήσιμος μίλησαν στην
γυναίκα και στην κόρη του έμπορου. Η
κυρία Ευανθία το σκέφτηκε αλλά είπε να
ακολουθήσει τη γνώμη του άντρα της. Η
Ζωή είπε πως θα ήταν καλύτερα να μείνουν
στον Εύριπο. Ας έβρισκαν άλλο τρόπο για
να συνεχίσουν, έστω και από τη στεριά.
Παρά τις αντιρρήσεις της, όμως, τελικά
δεν εισακούστηκε. Ακόμα και την τελευταία
στιγμή, όταν πια οι στρατιώτες
επιβιβάζονταν, το ξανασυζήτησαν.
«Πατέρα,
νομίζω ότι κάνουμε λάθος. Καλύτερα
να μην το κάνουμε αυτό το ταξίδι»
είπε ανήσυχη η Ζωή.
«Όχι
κορίτσι μου. Ξεκινήσαμε και θα
συνεχίσουμε. Τι μπορούν
να μας κάνουν αυτοί οι άγριοι. Μην
τους φοβάσαι. Υποσχέθηκαν στον
Νικηφόρο ότι δεν θα μας πειράξουν. Έχει
και κάποιους γνωστούς του
ανάμεσα στους Φράγκους που θα
τους συγκρατήσουν.»
«Μου
το υποσχέθηκαν κυρ-Ζήσιμε»
είπε ο Νικηφόρος. «Αλλά, δεν είναι
μόνο οι στρατιώτες, το ταξίδι είναι
δύσκολο. Τόσος κόσμος στο
κατάστρωμα …»
«Μα,
έχει καλό καιρό» επέμεινε ο
Ζήσιμος.
«Τότε
θα δεχτείτε να σας παραχωρήσω την καμπίνα
μου» είπε ο Νικηφόρος. «Εγώ
θα κοιμηθώ έξω ή και με τους
ναύτες. Δεν με νοιάζει καθόλου.»
«Σε
ευχαριστούμε πολύ ναύαρχε» είπε
η Ευανθία.
«Αυτό
που λες θα μας ανακουφίσει πολύ, όμως,
να μην σε βγάλουμε από τη βολή σου. Ας
μείνουν στην καμπίνα σου η
Ευανθία μου κι η Ζωή. Εγώ θα μένω
στο κατάστρωμα, δεν με πειράζει»
είπε ο Ζήσιμος.
Ο
Νικηφόρος δεν θα καταδεχόταν να μείνει
στην μικρή του καμπίνα με τις δυο
γυναίκες. Του είπε να σταματήσει να
κάνει τέτοιες προτάσεις.
«Ας
μας βοηθήσει ο Θεός!» είπε η κυρία
Ευανθία.
Όμως
τα πράγματα δεν
πήγαν όλα καλά. Ο
καιρός ήταν καλός, κι οι Βουργουνδοί
δεν πείραξαν κανέναν. Ο Ζήσιμος κι ο
Νικηφόρος έμειναν στο κατάστρωμα κι
άφησαν την καμπίνα στις γυναίκες. Με
λίγη ταλαιπωρία, έστω, θα έβγαζαν το
ταξίδι ομαλά. Όμως του βρήκε ένα
μεγάλο κακό.
Ξεκίνησε
από τους στρατιώτες κι οφειλόταν
στις κακές συνθήκες διαβίωσης στο πλοίο.
Ένας απ’ αυτούς,
όπως κατάλαβαν αργότερα, είχε ήδη κάποια
μεταδοτική ασθένεια πριν φτάσουν
στον Εύριπο. Η αρρώστια εκδηλώθηκε
στο τελικό στάδιο όταν το “Δήλος” είχε
ξεκινήσει. Ο Στρατιώτης
έπεσε σε κώμα. Πέθανε με δυσεντερίες κι
εμετούς αλλά είχε ήδη απλώσει την
αρρώστια. Από την αρχή του ταξιδιού,
μάλιστα, κόλλησε και τον Ζήσιμο που
βρισκόταν εκτεθειμένος στο κατάστρωμα.
«Θεέ
μου, Τι μας συνέβη!» είπε
κλαίγοντας η Ευανθία.
«Να
φέρουμε τον πατέρα στην καμπίνα»
είπε η Ζωή.
«Μη!
Θα κολλήσετε κι εσείς» είπε
ο Νικηφόρος
Εκείνη
επέμεινε. Τον πήραν μέσα στην καμπίνα
και τον φρόντισαν, προσέχοντας να μην
πάθουν κι αυτές τα ίδια. Ήταν ένας άνισος
αγώνας με τον θάνατο που βάστηξε πάνω
από μια εβδομάδα. Όλο το ταξίδι ήταν πια
ένα μαρτύριο. Ήταν σαν να ταξίδευαν προς
τον κάτω κόσμο όπως έχαναν τους στρατιώτες
τον ένα μετά τον άλλον.
«Ο
πατέρας μου είναι πολύ άσχημα»
άκουσε να του λέει η Ζωή κάποια στιγμή.
Δεν
ήταν πια η θεά που στεκόταν σαν άγαλμα
στην πρύμνη. Τα μάτια της –που τελικά
ήταν μαύρα- ήταν γεμάτα
δάκρυα κι η φωνή
της, σπασμένη, έδειχνε την απόγνωση και
την λύπη της. Τα μαλλιά της, που ήταν
μαύρα κι αυτά και σγουρά, έμεναν για
μέρες αχτένιστα και απεριποίητα, Έστω
κι έτσι, όμως, συνέχιζαν να τυλίγουν σαν
φωτοστέφανο το όμορφο και θλιμμένο
πρόσωπό της.
«Αν
φτάσουμε γρήγορα στην Πόλη, ίσως τον
σώσουμε» έλεγε για να παρηγορηθεί.
«Τρέχουμε
όσο μπορούμε» της έλεγε ο Νικηφόρος
εξ ίσου στενοχωρημένος.
Ο
Ρομπέρ κι ο Φιλίπ αποδείχτηκαν πολύτιμοι
βοηθοί
του Νικηφόρου. Προσπάθησε
να φτιάξει
ένα είδος
καραντίνας για τους βαριά άρρωστους
ώστε να μην εξαπλωθεί η αρρώστια. Το
πλοίο αναγκάστηκε να σταματήσει δυο
φορές σε ξερονήσια. Ξεφόρτωσαν με πόνο
ψυχής κάποιους από τους αρρώστους που
δεν μπορούσαν να συνεχίσουν, με λίγο
νερό και τροφή. Άλλους που έχαναν την
μάχη εν πλω τους σαβάνωναν κι έκαιγαν
το πτώμα τους. Ο Ζήσιμος ανέβασε τρομερό
πυρετό και για δυο μέρες έβγαζε αφρούς
από το στόμα με τα μάτια κατακόκκινα. Η
αγωνία της γυναίκας του και της κόρης
του ήταν τρομερή. Έβλεπαν να χάνουν τον
άνθρωπο και προστάτη τους από τη μια
στιγμή στην άλλη. Ο Νικηφόρος έζησε από
πολύ κοντά το μαρτύριό τους. Ο θάνατος
θέριζε. Οι Βουργουνδοί είχαν χάσει πάνω
από δέκα ανθρώπους. Είχαν κατεβάσει
άλλους δέκα σε οικτρή κατάσταση σε νησιά
ή στεριές που έβρισκαν στον δρόμο τους.
Ήταν άγνωστο πόσοι θα επιζούσαν.
Ο
Νικηφόρος, με τους αδελφούς ντ’ Επινάκ
και τη Ζωή για κυριότερους βοηθούς του,
τα έδωσε όλα. Προσπάθησε να κρατήσει
μια σχετική καθαριότητα στο πλοίο.
Τροφοδότησε τους υγιείς με καλοψημένη
και σχετικά καλή τροφή. Πήρε όσα μέτρα
υγιεινής μπορούσε χωρίς να φοβάται
μήπως τον πιάσει κι αυτόν η επιδημία.
Κράτησε το πλήρωμα σε απόσταση από τους
αρρώστους γιατί δεν μπορούσε να χάσει
ναυτικούς και κωπηλάτες. Χωρίς αυτούς
δεν θα έφτανε στον προορισμό του. Η
κατάσταση,
ωστόσο, ήταν τραγική και λίγο πριν
φτάσουν στην
Πόλη, ο Ζήσιμος εξέπνευσε. Προκειμένου
να τον θάψουν στο χώμα, τον κράτησαν
μέσα στην καμπίνα. Κανονικά θα έπρεπε
να κάψουν το πτώμα του όπως είχαν κάνει
και με τους άλλους νεκρούς. Το πλοίο
είχε μεταβληθεί σε νεκροφόρα και το
ταξίδι σε εφιάλτη.
Όταν
το “Δήλος”,
με τον μεγάλο
μαύρο σταυρό πάνω στα πανιά του, έφτασε
στην Πόλη η
πολιορκία είχε αρχίσει. Σήκωσαν
σημάδι ότι είχαν αρρώστους. Οι σταυροφόροι,
που κατείχαν τον Κεράτιο, τον κατηύθυναν
σε ένα λιμάνι στον Γαλατά. Εκεί είχαν
φτιάξει μια εγκατάσταση για να δίνουν
βοήθεια σε όσους είχαν ανάγκη. Άδειασε
τους εβδομήντα πέντε στρατιώτες που
του είχαν απομείνει και έπλυνε καλά το
πλοίο.
«Νικηφόρε,
ήσουν για δεύτερη φορά
ο σωτήρας μας» του είπε ο
Ρομπέρ. «Οι Βουργουνδοί αυτό θα
το θυμούνται κι ο κύρης μας, ο
Όθων ντε λα Ρος, θα το πληροφορηθεί.»
«Ρομπέρ,
Φιλίπ, χωρίς εσάς και τη Ζωή, δύσκολα θα
τα κατάφερνα» είπε εκείνος.
«Εντάξει
φίλε κι αδελφέ μας, Γραικέ. Τουλάχιστον
οι εβδομηνταπέντε μείναμε
ζωντανοί. Κάποια στιγμή
φοβήθηκα ότι θα πεθάνουμε όλοι!»
είπε ο Φιλίπ.
«Πάντως,
κι η κυρία Ζωή, αποδείχτηκε μεγάλη
Κυρία» είπε ο Ρομπέρ. «Σας
ευχαριστούμε πολύ εκ μέρους όλων των
Βουργουνδών που επέζησαν. Εκφράζουμε
τα συλλυπητήριά μας για τον αξιότιμο
πατέρα σας.»
Η
Ζωή που τους άκουγε βούρκωσε. Η σκηνή
της θύμιζε την τρομερή απώλειά τους.
Δεν θα μπορούσαν ποτέ, με κανένα τρόπο,
να την αναπληρώσουν.
«Έλα
Ζωή»
της είπε ο Νικηφόρος. «Έχεις
να φροντίσεις
τον πατέρα σου.»
Η
δυο γυναίκες, με τη βοήθεια του Νικηφόρου,
έθαψαν τον πατέρα και σύζυγο σε ένα
νεκροταφείο. Μετά από την λιτή τελετή
γύρισαν στο πλοίο, αφού, δεν είχαν πού
αλλού να πάνε. Το πλήρωμα είχε καθαρίσει
εντελώς τον χώρο και είχε κάψει ό,τι
απομεινάρια είχαν αφήσει οι Βουργουνδοί.
Μάνα και κόρη έμειναν στην καμπίνα του
Νικηφόρου ενώ εκείνος προτίμησε να
μείνει με το πλήρωμα. Ο ίδιος δεν είχε
καμιά απώλεια καθώς οι ναύτες του είχαν
φροντίσει γι αυτό. Καθάριζαν τους χώρους
και δεν έρχονταν σε συγχρωτισμό με τους
προσκυνητές για να μην κολλήσουν.