Σήμερα ολοκληρώνεται το 5ο κεφάλαιο και το ταξίδι του "Δήλος" από Κωνσταντινούπολη προς Απάμεια.
Ο τίτλος αυτού του μέρους "Χωρισμός" τα λέει όλα. Ο Νικηφόρος πρέπει να αποχωριστεί την Ζωή που στην Βιθυνία μπορεί να ζήσει, με την μάνα της, σε μια σχετική ασφάλεια.
Στην Πόλη μπαινοβγαίνουν οι σταυροφόροι κι απαιτούν πληρωμή από τον Αλέξιο Δ'. Ο Θεόδωρος διέφευγε στη Βιθυνία με άδηλο το μέλλον του.
Στην Πόλη μπαινοβγαίνουν οι σταυροφόροι κι απαιτούν πληρωμή από τον Αλέξιο Δ'. Ο Θεόδωρος διέφευγε στη Βιθυνία με άδηλο το μέλλον του.
************************************
Δ’
Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ
Τον
άφησε να τα σκεφτεί μόνος. Ο Νικηφόρος
έβλεπε τους απλούς ανθρώπους σε όλη τη
Ρωμανία να απογοητεύονται από τη
Βασιλεύουσα. Θεωρούσαν πως αντιμετώπιζε
όλα της τα εδάφη σαν μια Οικουμενική
Πολιτεία εξισώνοντας βαρβάρους και
γηγενείς. Της αρκούσε να έδιναν τον
οβολό τους στο ταμείο του κράτους. Έβλεπε
ότι η νεολαία έφευγε από την πραγματική
ζωή και οδηγείτο στα μοναστήρια. Κινιόταν
από προλήψεις κι από
αναχωρητικές
τάσεις οι οποίες είχαν γίνει επιδημία.
Ο λαός
ήταν πεπεισμένος ότι δεν είχε καμιά
αξία αυτή η ολιγόχρονη ισοπεδωτική ζωή
μπροστά στην αιώνια «άλλη». Δεν έβρισκε
τον λόγο να πολεμήσει για μια «πατρίδα»
που δεν ήταν δική του. Δική του και αιώνια
θα ήταν μόνο η άλλη ζωή και γι αυτήν
έπρεπε να νοιάζεται.
Είδε
τη Ζωή να του γνέφει από την άλλη πλευρά
του πλοίου και την πλησίασε. Ήταν με την
κυρά Ευανθία.
«Θέλουμε
να σου μιλήσουμε» του είπαν.
«Σας
ακούω» είπε εκείνος νευρικά καθώς
έβλεπε ότι κάτι στραβό συνέβαινε.
«Όπως
ξέρεις, χωρίς τον πατέρα μου, είμαστε
σε πολύ δύσκολη θέση» είπε
πρώτη η Ζωή.
«Θα
σας στηρίξουμε όλοι, μην ανησυχείτε.
Δεν θα σας αφήσει κανένας να
χαθείτε.»
«Δεν
αμφιβάλω για τα αισθήματα των Αθηναίων,
όμως δεν θέλουμε ελεημοσύνη. Επί πλέον,
στην Αθήνα θα υπάρχει πάντα ο φόβος των
τοκογλύφων.»
«Τι
σκέφτηκες;»
την ρώτησε
επιθετικά προαισθανόμενος ότι η
λύση της θα τον άφηνε απ’ έξω με κάποιο
τρόπο.
«Μου
πρότεινε η Δέσποινα Άννα Αγγελίνα να
πάμε μαζί της, να τους ακολουθήσουμε
στη Νίκαια.»
«Στη
Νίκαια; Μα, εκεί δεν γνωρίζετε
κανέναν! Τι θα κάνετε εκεί;»
«Οι
Λασκαραίοι έχουν δύναμη
στη Βιθυνία. Ο
Θεόδωρος είναι δεσπότης κι η
Άννα Αγγελίνα έχει δική της περιουσία
σαν κόρη αυτοκράτορα. Μου πρότεινε να
γίνουμε ακόλουθές της κι εγώ και η μητέρα
μου.»
«Ακόλουθες;
Θα γίνεις υπηρέτρια; Ήσουν ελεύθερη και
θα καταντήσεις δούλη;»
Η
Ζωή κοκκίνισε με την τόσο αδικαιολόγητη
κι άδικη επίθεσή
του. Καταλάβαινε
όμως την
ταραχή του για τον χωρισμό
που συνεπαγόταν αυτή η λύση.
«Δεν
θα είμαστε υπηρέτριες γιε μου»
είπε η Ευανθία.
«Συγνώμη
κυρία Ευανθία» είπε ο Νικηφόρος
νιώθοντας ντροπή που είχε προσβάλει
και την μητέρα της. «Θα είστε τόσο
μακριά από την πατρίδα.»
«Όπου
γης πατρίς αγόρι μου» είπε η κυρία
Ευανθία.
«Καλά.
Αφού το θέλετε εσείς, εγώ τι να
πω;» έκανε ο Νικηφόρος. «Πάω
να δω αν μαζέψανε τα πανιά, μπαίνουμε
στο λιμάνι σε λίγο.»
Ήταν
εκνευρισμένος όχι γιατί ήταν κακή η
λύση αλλά γιατί, με τον τρόπο αυτό, θα
έχανε τη Ζωή. Ήταν αμφίβολο αν θα την
ξαναέβλεπε στη ζωή του. Δεν μπορούσε να
το χωνέψει. Καταλάβαινε πως δεν μπορούσε
και ούτε ήταν σωστό να έχει την απαίτηση
να την έχει κοντά του. Ταυτόχρονα, δεν
άντεχε στη σκέψη ότι θα την έχανε οριστικά
από τη ζωή του. Δεν είχε προλάβει καλά-καλά
να την γνωρίσει. Δεν ήταν έτοιμος για
ένα τόσο γρήγορο χωρισμό. Τον πλησίασε
ο Λάσκαρης και τον είδε που ήταν εμφανώς
πολύ στενοχωρημένος. Του μίλησε εγκάρδια
για να του αλλάξει τη διάθεση.
«Λοιπόν
φίλε και σωτήρα μου» του είπε
χαμογελώντας, «δεν ξέρω τι σε
απασχολεί. Κάτι σε στενοχωρεί ενώ
θα έπρεπε να χαίρεσαι. Παίρνεις τον
δρόμο για την αγαπημένη σου πατρίδα, ας
ξεχάσεις τις στενοχώριες σου. Εμείς
θα κατέβουμε σε λίγο, φτάνουμε στον
προορισμό μας.»
«Ναι,
σίγουρα φτάνετε! Σε λίγο θα βρίσκεστε
κι εσείς στα αγαπημένα σας μέρη!»
«Θα
πάρουμε μαζί μας την Ευανθία με την κόρη
της. Μου είπε η Άννα ότι συμφώνησαν
να μείνουν μαζί μας.»
«Το
έμαθα» είπε ο Νικηφόρος με
μαυρισμένη ψυχή.
«Η
Άννα μου τα είπε για σένα. Είσαι
νιόπαντρος και περιμένεις παιδί,
έτσι δεν είναι;»
«Ναι,
η γυναίκα μου είναι έγκυος και το
φθινόπωρο θα γεννηθεί ένα παιδί δικό
μου.»
«Σου
εύχομαι να γεννηθεί γερό και καλορίζικο.»
«Ευχαριστώ
τη Χάρη σας για τις ευχές, Εξοχότατε.»
«Όποτε
θέλεις να έρθεις στα μέρη μας, θα σε
υποδεχτώ με χαρά. Θα τύχεις βασιλικής
φιλοξενίας.»
«Ευχαριστώ
για την πρόσκληση, άρχοντα Λάσκαρη. Να
ξέρετε, είναι πολύ πιθανό να έρθω! Θα
κάνω κι άλλα ταξίδια Αθήνα-Κωνσταντινούπολη,
έμπορος είμαι! Η Βιθυνία θα είναι πάντα
στον δρόμο μου.»
«Είμαι
βέβαιος ότι θα έρθεις» είπε
εκείνος. «Θα χαρώ να σε ξαναδώ.»
Ο
Νικηφόρος αναρωτήθηκε αν ο Λάσκαρης
γνώριζε για το πάθος του για την Ζωή. Ο
ίδιος δεν είχε πει τίποτε σε κανέναν.
Ήταν, όμως, πιθανό να είχε μιλήσει η Ζωή
στην Άννα Αγγελίνα κι εκείνη στη συνέχεια
με τον άντρα της. Αν είχαν γίνει έτσι τα
πράγματα, τότε το μυστικό του δεν ήταν
καθόλου μυστικό πλέον. Ωστόσο ο Λάσκαρης
δεν έθιξε καθόλου αυτό το ζήτημα.
«Θέλω
να σε
αποζημιώσω για όλα όσα έκανες για εμάς»
του είπε. «Αντιλαμβάνομαι ότι
είναι ανεκτίμητα, ωστόσο έχω πολύ χρυσάφι
μαζί μου και κοσμήματα.»
«Μην
συνεχίζετε, άρχοντα Θεόδωρε. Δεν θέλω
να γίνω αγενής,
αλλά, δεν θέλω κανένα αντάλλαγμα. Ήταν
τιμή μου να ταξιδέψω μαζί σας και
με την σεβαστή συμβία σας!»
«Μα
νιώθω ευγνωμοσύνη και θέλω να την εκφράσω
με κάποιον τρόπο. Δεν πρέπει να αρνηθείς
ένα δώρο που θέλω να σου κάνω.»
«Πολύ
καλά, λοιπόν! Ό,τι νομίζετε πως το χρωστάτε
σε εμένα, σας παρακαλώ θερμά να το δώσετε
στις δυο γυναίκες που παίρνετε μαζί
σας!»
«Το
ξέρεις ότι είσαι πολύ γενναιόδωρος;
Γιατί αυτά που σου χρωστάω
είναι πολλά.»
«Τότε,
ευγενικέ Λάσκαρη, χρωστάτε αυτά
τα πολλά στις
δυο κυρίες που παίρνετε υπό την προστασία
σας! Έτσι, θα είμαι κι εγώ ήσυχος που
υποσχέθηκα στον πατέρα και σύζυγό τους
να τις προσέχω!»
Έφτασαν
στο επίνειο της Προύσας, την Απάμεια,
όπου θα αποβιβάζονταν. Βρήκαν ένα χάνι
που θα φιλοξενούσε ένα βράδυ τον Λάσκαρη,
την γυναίκα του και την Ευανθία με την
κόρη της. Το άλλο πρωί με ένα άλογο και
μια άμαξα, έφευγαν για την Νίκαια. Το
“Δήλος” θα άνοιγε τα πανιά του για τον
Ελλήσποντο και το Αιγαίο.
Το
βράδυ εκείνο κάθισαν οι τέσσερις του
πανδοχείου κι ο Νικηφόρος σε ένα τραπέζι
στην τραπεζαρία. Απόλαυσαν τις περιποιήσεις
των πανδοχέων σε ένα αποχαιρετιστήριο
δείπνο. Γεύτηκαν τους καλύτερους μεζέδες
της περιοχής. Οι ντόπιοι
είχαν αναγνωρίσει τον άρχοντα Λάσκαρη
που έχαιρε εκτίμησης
σε αυτά τα μέρη. Ήθελαν με κάθε τρόπο να
τον περιποιηθούν. Εξ άλλου το βαρύ από
χρυσό κι άργυρο πουγκί του ήταν βέβαιο
ότι ενίσχυε την προθυμία τους.
Έκαναν
προπόσεις κι αντάλλαξαν ευχές. Ο Θεόδωρος
Λάσκαρης είπε στον Νικηφόρο ότι θα
μελετούσε όσα είπαν για την πολιτική
της αυτοκρατορίας. Θα χαιρόταν να είχε
ακόμη περισσότερες κουβέντες μαζί του
γι αυτά τα θέματα. Η Άννα Αγγελίνα του
ευχήθηκε με το καλό να αποκτήσει το
παιδί που περίμενε υγιές κι όμορφο. Του
ευχήθηκε μια καλή ζωή στην Αθήνα όπου
έφτιαχνε το αρχοντικό του. Όλο το κλίμα
εδώ ήταν ευχάριστο. Οι προσκυνητές έξω
από τα τείχη της Πόλης κι οι ανίκανοι
αυτοκράτορες είχαν ξεχαστεί για λίγο.
Στο
δείπνο ο Νικηφόρος καθόταν σ’
αναμμένα
κάρβουνα. Ήθελε να της μιλήσει. Δεν
μπορούσε να διανοηθεί ότι θα την έβλεπε
εδώ για τελευταία φορά. Η αδέξια προσπάθειά
του να της κάνει νόημα να τον ακολουθήσει
έξω, τον έκανε να νιώσει ανήμπορος. Μια
προσπάθεια να τρέξει πίσω της, όταν
εκείνη σηκώθηκε απ’ το τραπέζι, τον
έκανε να νιώσει γελοίος. Όλοι είχαν
αντιληφθεί ότι κάτι έτρεχε μεταξύ τους.
Επί
τέλους κατάφερε να βρεθεί μόνος με την
Ζωή όταν όλοι ανέβηκαν στα δωμάτιά τους.
Έμειναν οι δυο στο τραπέζι. Οι
τελευταίοι πελάτες του καπηλειού το
ισόγειο του πανδοχείου αποχωρούσαν
κι οι ιδιοκτήτες
μάζευαν
τα τραπέζια. Καθάριζαν
τον χώρο κι έκλειναν
το μαγαζί ετοιμάζοντάς το για τις πρωινές
εργασίες. Μπορούσαν να μιλήσουν για
λίγο έτσι που βρέθηκαν μόνοι. Δεν είχαν
χρόνο για να ανταλλάξουν πολλές κουβέντες,
βέβαια, αλλά, κι έτσι καλά ήταν. Εξάλλου,
είχαν πει πολλά με τα μάτια τους εκείνο
το βράδυ.
«Θα
χωρίσουμε, λοιπόν» είπε εκείνη.
«Δεν
θα είναι για πάντα!» της υποσχέθηκε.
«Είναι
αδιέξοδο. Δεν
θέλω μιαν
ευτυχία στηριγμένη
στη δυστυχία τόσων άλλων
ανθρώπων.»
«Η
αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι να
απογοητεύσω όχι μόνο την Αγνή, αλλά και
όλη την οικογένεια των Καρτεράνων.
Στάθηκαν πολύ καλοί μαζί μου. Χτίσαμε
μια τίμια σχέση εδώ και πολλά χρόνια.»
«Δυστυχώς,
έτσι ήρθαν τα πράγματα» του είπε
εντελώς απογοητευμένη και παραιτημένη
από κάθε διεκδίκηση.
«Θα
έρθω όμως να σε δω. Θα έρθω
οπωσδήποτε. Ό,τι κι αν γίνει να
το ξέρεις πως δεν είναι η τελευταία φορά
αυτή που με βλέπεις τώρα εδώ.»
«Θα
σε σκέφτομαι ... σίγουρα για πολύ
καιρό» του είπε. «Δεν
ξέρω πότε
θα αποχωριστώ τα εγκόσμια, από
την δική σου ανάμνηση όμως δύσκολα θα
χωρίσω.»
«Μήπως
να περίμενες λίγο … ίσως»
«Αν
μπορούσα, γλυκέ μου, θα ερωτευόμουνα
τον πρώτο άντρα που θα τύχαινε μπρος
μου. Θα σε ξεχνούσα αμέσως. Δεν αντέχω
μιαν αναμονή χωρίς τέλος, δεν μπορώ σε
μια κατάσταση συνεχούς ακύρωσης κάθε
μου επιθυμίας. Ίσως σε στενοχωρούν τα
λόγια μου, αυτή είναι όμως η αλήθεια.»
Έκανε
μια διακοπή κι έβγαλε ένα αναστεναγμό.
«Η
μοναδική μου διάθεση είναι να σε περιμένω
για πάντα, όμως εσύ το βρίσκεις δίκαιο
κι έντιμο αυτό; Να κλειστώ σ’
ένα μοναστικό κελί ή σε ένα γυναικωνίτη,
και να τρέφομαι με ελπίδες που
ποτέ δεν θα εκπληρωθούν;»
Τώρα
αναστέναξε ο Νικηφόρος. Έβλεπε το δίκιο
της.
«Το
βρίσκεις αυτό
αντάξια
πληρωμή για την αγάπη που νιώθω;»
τον ρώτησε. «Ξέρω πως ακούγεται
σκληρό, αλλά, είναι η αλήθεια που είναι
σκληρή! Μακάρι να μη σε ερωτευόμουνα
ποτέ, μακάρι να μη σε γνώριζα ποτέ, πιο
ήσυχη θα ήμουνα. Θα ζούσα
τη ζωή μου στην ηρεμία, στην
άγνοια του έρωτα. Ξέρεις τι θα
πει να νιώθεις την αγάπη τόσο βασανιστικά;»
Ο
Νικηφόρος δεν μπορούσε να μιλήσει. Την
άκουγε λές κι είχε ένα κόμπο στον λαιμό.
Ένιωθε πως δεν είχε τίποτε να πει μπροστά
στον χείμαρρο των συναισθημάτων
απογοήτευσης και θλίψης που εξέπεμπε.
«Αγάπη
μου, δεν θέλω να πονέσεις» του
είπε η Ζωή στενοχωρημένη. «Δεν
είναι γι αυτό που μιλάω έτσι. Υποφέρω,
όμως, τώρα που ξέρω ότι δεν θα σε ξαναδώ.
Ίσως, ό,τι έζησα μέσ’ στο μυαλό
μου, να ήταν παρά μόνο ένα παιχνίδι
της δικής μου φαντασίας.»
«Το
μοιραστήκαμε αυτό το αίσθημα»
της είπε εκείνος. «Είναι
κάτι που έγινε και
μας ακολουθεί. Αυτό
δεν μπορεί να αλλάξει! Θα
μ’ ακολουθεί παντού, εμένα τουλάχιστον.
Δεν είναι
τίποτε ψεύτικο απ’ ότι ένιωσες!»
«Κρίμα,
γλυκέ μου Νικηφόρε, κρίμα» είπε
η Ζωή. «Θα ήταν τόσο όμορφα αν όλα
αυτά ήταν ένα ψέμα που έληξε όπως, κάποτε,
όλα τα ψέματα τελειώνουν.»
«Ζωή,
γλυκό μου κορίτσι, αγαπημένη μου γυναίκα.
Ούτε που σε έχω αγγίξει κι όμως σε έχω
ερωτευτεί. Δεν πρόκειται θα σε ξεχάσω
ποτέ.»
Η
Ζωή τον κοίταζε στα μάτια, όχι με
δυσπιστία, αλλά, με μιαν ευδιάκριτη
απογοήτευση.
«Ο
κόσμος είναι σκληρός για τις γυναίκες,
το ξέρω» της είπε εκείνος. «Νιώθω
ανήμπορος να ανταποκριθώ στον έρωτά
μου, όμως μέσα μου με τρώει το πάθος μου
για σένα. Δεν θα με αφήσει ήσυχο
ποτέ. Θα σου γράφω όποτε βρίσκω
ευκαιρία. Θα στέλνω τα γράμματα
στην Άννα Αγγελίνα για να τα
παίρνεις από εκείνην. Εντάξει;»
«Θα
της μιλήσω και νομίζω δεν θα το
αρνηθεί. Να ξέρεις, όμως, όλα είναι
εις μάτην» του είπε.
«Αν
χρειαστεί να μου γράψεις κάτι,
καν’ το μόνο αν είναι ανάγκη.
Στείλε την επιστολή στον
μητροπολίτη Μιχαήλ. Είναι ο μόνος που
μπορώ να του μιλήσω. Θα
εξομολογηθώ τι μου συνέβη και
πόσο σε αγαπώ!»
Ένα
δάκρυ φάνηκε να κυλάει από το μάτι της
και το σκούπισε αμέσως. Εκείνος έκανε
μια κίνηση για να την φιλήσει αλλά εκείνη
δεν τον άφησε. Στο βάθος φαίνονταν
άνθρωποι που εργάζονταν, μάζευαν τραπέζια
κι έφτιαχναν τη φωτιά. Κάποιοι άλλοι
τακτοποιούσαν τα σκεύη ή καθάριζαν.
Παντού υπήρχαν άνθρωποι και από παντού
μπορούσαν να δουν μιαν ύποπτη κίνησή
τους. Η Ζωή δεν ήθελε να τον δουν να
αγγίζει το κορμί της κι εκείνη να το
αποδέχεται. Αύριο χώριζαν, ίσως για
πάντα. Ο Νικηφόρος συγκρατήθηκε. Μόνο
με τα μάτια, με το βλέμμα, μπορούσε να
την αγγίζει. Αυτό το άυλο άγγιγμα του
το ανταπέδιδε κι εκείνη πρόθυμα.
«Είμαι
ευτυχής που σε γνώρισα, Ζωή»
της είπε. «Το
πρωί θα φύγουμε χαράματα και
δεν θα σε δω. Θα
κάνω πολύ καιρό ώσπου να σε ξαναδώ, όμως
θα ξαναέρθω!»
Καθώς
τον άκουγε, ένιωθε φυλακισμένη σε ένα
κλουβί με αόρατα κάγκελα. Ήθελε να ακούει
τα ωραία του λόγια κι ας ήξερε πως,
τελικά, μόνο κακό θα της έκαναν.
«Μόνο
που με γνώρισες είσαι
ευτυχής;» τον ρώτησε με την διαπεραστική
της ματιά να τον στοχεύει.
«Και
που … σε αγάπησα.»
«Κι
εγώ σε αγάπησα» του είπε θλιμμένη.
«Ήταν, όμως, μια αστραπή που δεν
έφερε βροχή.»
«Ίσως
να φέρει αργότερα καταιγίδα»
της είπε.
«Εγώ
θα είμαι εδώ. Γεια σου Νικηφόρε,
φεύγω τώρα, καληνύχτα. Θα
σε σκέφτομαι.»
Έφυγε
βουρκωμένη χωρίς να κοιτάξει πίσω της.
Του άφησε μόνο ένα μαντίλι της, κόκκινο
με ένα λευκό κρίνο στο μέσον κεντημένο.
Εκείνος έκατσε στην ταβέρνα μέχρι που
τα κοκόρια άρχισαν
να λαλούν. Ο
ταβερνιάρης
είχε φύγει
για ύπνο αφήνοντάς τον με μια κανάτα
κρασί. Κοίταξε το μαντίλι κι ήπιε ώσπου
βυθίστηκε στον ύπνο κι αυτός, εκεί πάνω
στο τραπέζι, μόνος στο καπηλειό.
Το
πρωί τον πήραν οι ναύτες και τον έσυραν
μέχρι το πλοίο. Κοιμόταν στο κατάστρωμα
σε μια κατάσταση που ποτέ δεν τον είχαν
ξαναδεί. Στην Καλλίπολη ξύπνησε, πλύθηκε
και συνήλθε. Πήρε τον έλεγχο του πλοίου
και κοίταξε μπροστά. Έβγαιναν πια από
τον Ελλήσποντο και στα ανοιχτά φαίνονταν
τα πρώτα νησιά του Αιγαίου. Εδώ ο αέρας
ήταν διαφορετικός. Και όπως έδειχναν
τα πράγματα, όλη του η ζωή θα ήταν πια
διαφορετική. Προσπάθησε να σκεφτεί την
Αγνή και το κτήμα του στο Δίπυλο. Το
πρόσωπο της Ζωής κι η μορφή της μπροστά
στον ήλιο του καλοκαιριού σχηματίστηκε
στα μάτια του. Αφέθηκε να το απολαύσει.
Το κόκκινο μαντήλι της με τον άσπρο
κρίνο ήταν ακόμη στην παλάμη του. Ήταν
μάταιο να προσπαθεί να απαλλαγεί από
αυτόν τον γλυκό εφιάλτη. Ούτε και το
ήθελε εξ άλλου.
****************************************
Η συνέχεια την Δευτέρα 22/6