Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

11 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 11η

Με την σημερινή 11η συνέχεια, (Δ' μέρος του Κεφαλαίου 3), κλείνει αυτό το κεφάλαιο που διαδραματίστηκε στο έτος 1203 μ.Χ.. 
Ο Νικηφόρος ήρθε στην Αθήνα αφήνοντας την σταυροφορία στο Ζαντάρ, γνωρίστηκε καλύτερα με τους Καρτεράνους, αρραβωνιάστηκε την Αγνή και στη συνέχεια την παντρεύτηκε. Τώρα αναχωρεί και πάλι για την Κωνσταντινούπολη. Μαζί του έχει κάποιους επιβάτες, ο ένας εκ των οποίων θα του αναστατώσει τη ζωή.

ΣΗΜ: Όπως προανήγγειλα, θα δίνω καθημερινά μια συνέχεια εκτός από Π-Σ-Κ. Ο λόγος είναι πως πρέπει να κάνω μια επιμέλεια του κειμένου που δεν προλαβαίνω με την καθημερινή παράδοση κειμένων. Έτσι λοιπόν, η 12η συνέχεια θα έρθει την Δευτέρα.
Εξακολουθώ να θέλω να με ενημερώνετε για το ενδιαφέρον σας. Έχω κρατήσει ως τώρα διευθύνσεις, θα συνεχίσω και στο προσεχές μέλλον. Κάποια στιγμή θα σταματήσω την γενική αποστολή και θα στέλνω τα κείμενα μόνο σε όσους εκδήλωσαν ενδιαφέρον για να πάψω να ζαλίζω τους υπόλοιπους. 
*********************************************


Δ’ Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

Το άλλο πρωί ο Νικηφόρος φόρτωσε τα πράγματά του και μάζεψε τα πανιά. Έραψε πάνω τους έναν μεγάλο μαύρο σταυρό, σημάδι ότι βρισκόταν στην υπηρεσία των σταυροφόρων. Κατέβασε τα κουπιά, φόρτωσε και τους επισκέπτες του για να φύγει. Ο Ζήσιμος Μακρυπολίτης ήταν ένας πενηντάρης έμπορος κι η γυναίκα του λεγόταν Ευανθία. Μαζί τους ήρθε στο πλοίο κι η εικοσιτετράχρονη κόρη τους, Ζωή. Τους υποδέχτηκε με ευγένεια και τους ενημέρωσε πως ένα ταξίδι με πλοίο δεν είναι εύκολη δουλειά. Είχε μιλήσει στους ναύτες. Τους είχε ζητήσει να είναι ευγενικοί με τις γυναίκες που θα ταξίδευαν μαζί τους. Πήρε τα βιβλία του Ακομινάτου για τον Καματηρό κι έδωσε το σήμα για να ξεκινήσουν.
Η Αγνή δεν ήρθε στο λιμάνι. Την πρόσεχαν, ενώ, κι η ίδια είχε μεγάλη ανησυχία για την εγκυμοσύνη της. Έδειχνε να την νοιάζει πολύ το πρώτο τους παιδί. Ήρθαν στον Πειραιά για να τον βοηθήσουν και να τον αποχαιρετίσουν τα αδέλφια της. Όταν όλα ετοιμάστηκαν, η σακτούρα ξεκίνησε. Ανοίχτηκε στον Σαρωνικό βγαίνοντας από το λιμάνι κι έστριψε αριστερά στον Άλκιμο. Ένιωθε πως είχε ένα γερό σκαρί στα χέρια του. Το “Δήλος” περίμενε μέσα στο λιμάνι, όλον αυτόν τον καιρό, καλά προφυλαγμένο. Ήταν αξιόπλοο, είχε κι έμπειρους ναυτικούς, άρα θα έκανε σχετικά εύκολα το ταξίδι στο Αιγαίο. Απρόοπτα μπορούσαν πάντα να υπάρξουν, όμως οι οιωνοί ήταν καλοί.
Πρόσεξε καλύτερα τους επιβάτες που είχε να μεταφέρει. Ο Ζήσιμος φαινόταν σοβαρός άνθρωπος. Κάποια προβλήματα του, οικονομικά και διοικητικά, τον υποχρέωναν να κάνει αυτό το ταξίδι. Ήξερε από αυτά ο Νικηφόρος. Πόσοι και πόσοι δεν έπρεπε να καταφεύγουν στην Βασιλεύουσα για να λύσουν ένα πρόβλημα;
Ειδικά όταν το πρόβλημα κάποιου ήταν η ίδια αρχή που εκπροσωπούσε το κράτος. Υποχρεωτικά έπρεπε να φτάσεις στη βασιλεύουσα για να πεις το δίκιο σου και δεν ήταν βέβαιο πως θα εισακουστείς. Ο Μακρυπολίτης φαινόταν χαμένος σε μαύρες σκέψεις. Είχε γκρίζα γένια και μαλλιά. Η σύζυγός του έδειχνε καρτερική γυναίκα κι έτοιμη να αντέξει τις κακουχίες. Η κόρη του, όμως, έμοιαζε πολύ πιο ντελικάτη και καλομαθημένη. Με βάση την εμπειρία του, ο Νικηφόρος υπολόγιζε ότι ένα ταξίδι στο Αιγαίο θα την ταλαιπωρούσε αρκετά.
Είχε την περιέργεια να ρωτήσει τον Μακρυπολίτη τι σόι δουλειά είχε ένας έμπορος ένα σταυροφορικό πλοίο. Τι δουλειά είχε να πηγαίνει σε ένα μέρος όπου συνέρρεαν από παντού χιλιάδες πάνοπλοι στρατιώτες. Όταν, μάλιστα, οι προσκυνητές του Χριστού έψαχναν για φασαρίες και λάφυρα. Δεν το έκανε για να μην γίνει αδιάκριτος, η απορία όμως παρέμεινε. Κι αν αυτός πήγαινε γυρεύοντας, την γυναίκα του τι την ήθελε μαζί του; Κι ακόμη περισσότερο, γιατί τραβολογούσε την κόρη του στις περιπέτειές του; Την ομορφονιά, με το βαθύ μυστηριώδες και διεισδυτικό βλέμμα πώς θα την προστάτευε;
«Ναύαρχε, θα δώσεις την εντολή;» του φώναξαν.
«Ε, ναι, την δίνω. Άντε λοιπόν, τι περιμένετε;» φώναξε αγριεμένος αν κι ήξερε ότι εκείνος ήταν που είχε αφαιρεθεί.
Την κοίταξε καλά καθώς η νεαρή Ζωή Μακρυπολίτη στεκόταν στην πρύμνη και αγνάντευε την θάλασσα. Κοιτούσε γαλήνια το λιμάνι που άφηναν πίσω τους. Ο δυτικός άνεμος φυσούσε ελαφριά, έπαιρνε τα λυτά μαλλιά της και τα κυμάτιζε. Τι σκεφτόταν άραγε ετούτη τη στιγμή; Αναπολούσε ίσως τις στιγμές που είχε ζήσει στην Αθήνα ή μήπως αναρωτιόταν για το πού πήγαινε; Ένιωθε σίγουρη για το ταξίδι τους ή μήπως αμφέβαλε για το αν θα έβλεπε ποτέ ξανά την πατρική της γη; Έφευγε ανακουφισμένη ή την κατείχε πόνος για την απώλεια και φόβος για το άγνωστο; Ο Νικηφόρος δεν μπορούσε να ξέρει ποιες σκέψεις -ή μήπως κάτι άλλο;- κυριαρχούσαν τώρα στο μυαλό της. Αλήθεια, όπως την έβλεπε, αιθέρια κι αινιγματική, θα της ταίριαζε να σκεφτόταν κάτι άλλο. Ένα αληθινό μυστήριο, κάτι αναπάντεχο!
Γύρισε το βλέμμα του σε όλα τα σημεία του πλοίου κι έκανε μια γρήγορη επιθεώρηση. Είδε τους ναύτες στο πλατύ κατάστρωμα της σαχτούρας. Ξεκινούσαν με τα κουπιά, αλλά, σύντομα θα άνοιγαν τα πανιά για να εκμεταλλευτεί τον άνεμο. Ήταν ούριος, έστω κι αν δεν ήταν πολύ δυνατός. Στην πλώρη υπήρχε ένας φυσητήρας για υγρό πυρ, το “ελληνικό πυρ”, όπως το έλεγαν οι Βενετσιάνοι κι οι Σαρακηνοί. Ήταν όμως άδειος καθώς το υλικό δεν δινόταν χωρίς ειδική άδεια.
Φαντάσου να μου είχε δώσει ο Μέγας Δούκας το υγρό πυρ όταν του το είχα ζητήσει, σκέφτηκε. Θα έπρεπε να βρω τρόπο, τώρα, να του το επιστρέψω. Δυστυχώς, δεν είμαι με το μέρος των Ρωμαίων, αλλά, με την σταυροφορία. Τουλάχιστον, επισήμως, δεν κινούμαι εναντίον τους.
Το βλέμμα του πλανήθηκε για λίγο στο κεντρικό μεγάλο πανί της σαχτούρας του. Ο τεράστιος μαύρος σταυρός έδειχνε πως το “Δήλος” ήταν μέλος της τέταρτης σταυροφορίας. Καθώς το βλέμμα του επέστρεψε στην πρύμνη του πλοίου, είδε πάλι την κόρη του Μακρυπολίτη. Βρισκόταν στην κουπαστή, πίσω από τον τιμονιέρη. Καθώς έβγαιναν απ’ το λιμάνι, είχαν πορεία προς τα δυτικά. Ο πρωινός ήλιος φαινόταν τεράστιος πάνω από τον Υμηττό και κύκλωνε το περίγραμμα του κορμιού της. Τα αέρινα ρούχα που φορούσε κυμάτιζαν κι αυτά όπως και τα μαλλιά της από το ελαφρύ αεράκι που φυσούσε. Η εικόνα ήταν εκπληκτική. Μια τέλεια, πολύ όμορφη φιγούρα, διαβολεμένα όμορφη θα έλεγε κανείς, που θύμιζε πίνακα ζωγραφικής. Ήταν λεπτή και ο ήλιος που την τύλιγε την έκανε να φαίνεται σαν τον κορμό ενός δέντρου μέσα σε ένα τοπίο γυμνό. Το δυνατό φως αναδείκνυε αυτό τον κορμό σαν σύμβολο ζωής και κίνησης κόντρα στον θάνατο και την αταραξία.
Έτσι από μακριά ήταν σαν άγαλμα, σαν το ιερό σχήμα μιας άγνωστης θεότητας. Κι από κοντά που την είχε δει, καθώς ανέβαινε στο πλοίο, το βλέμμα της είχε φανεί διεισδυτικό σαν του αετού. Μπροστά της ένιωσε γυμνός και ήταν σαν να είχε διαβάσει μέσα σε λίγες στιγμές όλες τις σκέψεις του.
«Σας χαιρετώ, ναύαρχε» του είχε πει. «Θα μας πάρετε μακριά; Είστε, λοιπόν, ο σωτήρας μας;».
Τον ξάφνιασε όπως τον χαιρέτισε και τον έκανε να χάσει τα λόγια του. Τα μάτια της ήταν μαύρα, ίσως όμως να ήταν και μελιά, και τα μαλλιά της ήταν μάλλον μαύρα κι αυτά. Δεν θυμόταν καλά, ήταν καστανά; Ίσως ήταν καστανοκόκκινα. Όσο για το πρόσωπό της, το θυμόταν λεπτό, φωτεινό ή –τέλος πάντων- ίσως και να ήταν κάπως πιο στρογγυλό. Όχι, δεν την θυμόταν καλά, έπρεπε να την ξαναδεί. Αλήθεια, πώς ήταν το πρόσωπό της; αναρωτήθηκε
Σταμάτησε να υποθέτει. Δεν μπορούσε να σχηματίσει στο μυαλό του την εικόνα της ή, έστω, μια αξιόπιστη εντύπωση γι αυτήν. Έπρεπε να το παραδεχτεί ότι δεν την είχε δει καλά, δεν είχε παρατηρήσει τίποτε. Καλά-καλά δεν είχε καταφέρει ούτε να την δει, γιατί το δικό της βλέμμα τον είχε αιχμαλωτίσει. Ήταν σαν να είχε αναγνωρίσει την ομορφιά ενός σχήματος, χωρίς να έχει δει το ίδιο το σχήμα.
«Ναύαρχε, να στρίψω;» φώναξε κι έκανε νοήματα ένας νεαρός ναύτης στο τιμόνι. «Ο αγέρας δεν θα μας αφήσει αν καθυστερήσουμε κι άλλο.»
«Στρίβουμε, στρίβουμε! Εσείς! Βοηθήστε τον τιμονιέρη» έδειξε με τα χέρια του ο Νικηφόρος και φώναξε σε κάποιους από το πλήρωμα.
Κοκκίνισε που δεν είχε κάνει σωστά τη δουλειά του. Είχε παρασυρθεί με τις σκέψεις του καθώς την κοίταζε. Κάποιοι ναύτες βοηθούσαν τον τιμονιέρη να στρίψει για να βγουν από το λιμάνι. Τα κατάφεραν και τού έγνεψαν ότι όλα πήγαιναν καλά. Ήξεραν όλοι βέβαια πως ήταν λάθος δικό του κι ήξεραν επίσης πως αυτός δεν έκανε ποτέ τέτοια λάθη. Ένιωσε σαν γυμνός. Σαν να είχαν καταλάβει όλοι πως του είχε παρασύρει το βλέμμα και το μυαλό η ομορφιά της. Ευτυχώς, όμως, έστω κι έτσι το κακό είχε αποφευχθεί. Δεν είχε βουλιάξει στα ρηχά. Το πλοίο άρχισε να παίρνει τη σωστή κατεύθυνση κι ο Νικηφόρος ξεφύσησε ανακουφισμένος. Έστρεψε πάλι το βλέμμα του στο σημείο όπου εκείνη στεκόταν, ακίνητη σαν άγαλμα και περήφανη σαν θεά. Στο μυαλό του καρφώθηκε πάλι η επίμονη σκέψη πως ήταν το πιο όμορφο θέαμα στον κόσμο αυτό που αντίκριζε. Ένιωσε τυχερός.
«Να αναλάβω εγώ;» τον ρώτησε ο υποναύαρχός του.
«Ναι, βέβαια» του απάντησε αφηρημένα.
Γύρισε από την άλλη για να μην την βλέπει και κάνει αμαρτωλές σκέψεις. Ήταν μια ξένη, μια φιλοξενούμενη, μια άλλη από την Αγνή, κι αυτός την θαύμαζε. Εντάξει, η εικόνα της ήταν παράξενη, αξιοπερίεργη, ίσως και όμορφη, όμως, και τι μ’ αυτό; Ήταν ανάρμοστο να απολαμβάνει αυτή την εικόνα ο Νικηφόρος. Καλά-καλά δεν έπρεπε ούτε να την κοιτάξει, όχι να κάνει υποθέσεις για το τι σκεφτόταν. Ούτε να βλέπει στη σιλουέτα της το “πιο όμορφο θέαμα του κόσμου”. Πώς μπόρεσε να την δει και να την σκεφτεί έτσι; Η δική του γυναίκα ήταν η Αγνή και θα γεννούσε το πρώτο τους παιδί. Δεν είχε δικαίωμα ούτε λόγο να κοιτάζει αυτή την γυναίκα.
Ο πλοίαρχός του Στέφανος, που ήταν πιο πολύ αδελφός παρά πλήρωμα, τον πλησίασε. Τον ήξερε καλά από χρόνια κι είχε καταλάβει την αιτία της αφηρημάδας του.
«Ναύαρχε, άντε να ρίξεις λίγο νερό στα μούτρα σου. Άντε να ξυπνήσεις» του είπε.
«Εντάξει, Στέφανε, μια χαρά είμαι.»
«Πήγαινε, Αφεντικό, να ξυπνήσεις από τον λήθαργο. Καλό θα σου κάνει. Έχουμε Σούνιο μπροστά μας, έχουμε και κάβους να περάσουμε. Δεν χρειάζεται να μας τρομάξεις πάλι» επέμεινε ο Στέφανος.
Άφησε το τιμόνι και το κουμάντο του πλοίου και πήγε λίγο πιο κεί να πλυθεί. Έπρεπε να ξυπνήσει, αλλά, δεν μπορούσε. Δεν γινόταν να την βγάλει εντελώς από τον νου του. Την σκεφτόταν κι αναρωτιόταν αν θα ήταν καλύτερα να έλειπε από το πλοίο σε αυτό το ταξίδι. Ήξερε πως την οδηγούσε στην πιο επικίνδυνη – αυτόν τον καιρό- γωνιά της οικουμένης. Πήγαιναν να βρουν ένα τεράστιο άγριο πλήθος προσκυνητών, των στρατιωτών του Χριστού. Εκείνος ήταν μισθοφόρος, εκείνη όμως όχι. Δεν άξιζε τον κόπο να διακινδυνεύσει. Βέβαια, ακόμη κι αν την έβαζε άθελά του σε περιπέτειες, και πάλι αυτό δεν ήταν δική του ευθύνη. Αν ο πατέρας της ήθελε να την βάλει σε κίνδυνο για χάρη των σκοπιμοτήτων του ας το έκανε! Δικαίωμά του. Εκείνος γιατί νοιαζόταν;.
«Πως σου φαίνεται η κόρη μου ναύαρχε;» τον ρώτησε ο έμπορος που βρέθηκε ξαφνικά δίπλα του.
«Δεν κοιτάζω την κόρη σου. Μπροστά κοιτάζω, την πορεία μας!» του απάντησε αμήχανα.
«Ναι, ναι, μόνο που η πλώρη τυχαίνει να είναι από την άλλη μεριά!» έκανε εκείνος και απομακρύνθηκε.