Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

15 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 15η

Μέσα στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην Κωνσταντινούπολη, με τους ανάξιους αυτοκράτορες να την διαφεντεύουν και τους σταυροφόρους "προσκυνητές" να την επιβουλεύονται, η Ζωή κι ο Νικηφόρος έχουν να διαχειριστούν τα προσωπικά τους. Τύψεις, ανεκπλήρωτοι πόθοι, αδιέξοδα τους βαραίνουν. Είναι το Ε' και τελευταίο μέρος του 4ου κεφαλαίου. 
*************************************************

Ε’  Η ΖΩΗ

Ανησυχούσαν όλοι, ανησυχούσε κι ο Νικηφόρος αλλά τα λόγια του Ρομπέρ και του Φιλίπ τον τρόμαξαν. Οι Φράγκοι ανυπομονούσαν να μπουν και παρακαλούσαν να βγει ψεύτης ο Αλέξιος Δ’. Προτιμούσαν να μην τους δώσει τα συμφωνημένα, αφού, σαν κατακτητές θα έβγαζαν πολύ περισσότερα. Κι αυτό δεν ίσχυε μόνο για τους στρατιώτες αλλά και για τους ηγεμόνες. Αν κέρδιζαν με πόλεμο, θα μοίραζαν φέουδα και τίτλους σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Δόξα, τιμές και κέρδη αμύθητα. Με τα τείχη να έχουν γκρεμιστεί αυτοθέλητα και μια μαριονέτα στον θρόνο, γιατί να σκέφτονταν αλλιώς;
Ο Νικήτας ήταν ανήσυχος, αλλά, κι απογοητευμένος. Ο Νικηφόρος του πρότεινε να τον μεταφέρει κάπου αλλού αλλά εκείνος το αρνήθηκε. Είπε πως θα καθόταν εδώ ακόμα κι αν το τέλος ερχόταν αναπόφευκτο. Για τη Ζωή και την Ευανθία, όμως, αυτή η κατάσταση δεν εγκυμονούσε τίποτα καλό. Έμεναν στο αρχοντικό του Χωνιάτη, αλλά, αυτό δεν θα κρατούσε επ’ άπειρο. Κάτι έπρεπε να γίνει και το συζήτησαν με την πρώτη ευκαιρία. Ήταν μια από τις λίγες ευκαιρίες που είχαν, ο Νικηφόρος κι η Ζωή, να περάσουν λίγο χρόνο μαζί.
«Νικηφόρε, τι σκοπεύεις να κάνεις;» τον ρώτησε σε μια στιγμή εκείνη.
«Θα φύγω. Η Πόλη είναι πια πολύ επικίνδυνο μέρος για όλους. Ειδικά για τους ξένους που δεν γνωρίζουν συνήθειες και κατατόπια, ακόμα περισσότερο.»
«Επομένως είναι επικίνδυνη και για μας» του είπε.
«Δεν σκόπευα να σας παρατήσω στο έλεος του Θεού. Όταν φύγω θα έρθετε μαζί μου. Ίσως να μείνετε μαζί μου στην Αθήνα, στο καινούριο μου αγρόκτημα.»
«Δεν ξέρω» του είπε θλιμμένη.
«Δεν θα σας αφήσω μόνες. Έχω αναλάβει απέναντί σας μια υποχρέωση» είπε ο Νικηφόρος. «Δεν θα σας παρατήσω εδώ, θα γυρίσουμε όλοι μαζί στην Αθήνα.»
«Είσαι βέβαιος πως θα ήθελες να μείνουμε κάτω από την ίδια στέγη;»
Το βλέμμα της τον συντάραξε. Όλον αυτό τον καιρό το ένιωθε πως τύλιγε τη ζωή του γύρω της. Ό,τι κι αν έκανε το σκεφτόταν σε σχέση με αυτήν, πώς θα της το έλεγε, τί θα του έλεγε εκείνη … τέτοια. Κι όποτε την έβλεπε δεν μπορούσε να στρέψει τα μάτια του αλλού. Είχε γίνει απαραίτητο κομμάτι της ζωής του. Έγραφε που και που γράμματα στην Αγνή αλλά δεν την σκεφτόταν. Ήταν παράξενο που ένας έρωτας σαν τον δικό του είχε τόσο εύκολα τεθεί στο περιθώριο. Αν η Αγνή ήταν στ’ αλήθεια η γυναίκα της ζωής του, τότε θα φερόταν αλλιώτικα. Θεωρούσε τον εαυτό του πάντα πιο σταθερό και, κυρίως, πιο έντιμο από όσο διαπίστωνε τώρα ότι ήταν.
«Δεν ξέρω» της είπε εμφανώς αμήχανος. «Πρέπει κάπως να ζήσετε ασφαλείς οι δυο σας.»
«Ας μην μιλάμε άλλο γι αυτό τώρα» του πρότεινε.
«Θα φύγουμε πάντως για Αθήνα, εντάξει;» τη ρώτησε.
«Εντάξει» του είπε. «Εδώ η κατάσταση είναι τραγική.»
Δεν μίλησαν για λίγο και βυθίστηκαν ο καθένας στις σκέψεις του. Η Ζωή ένιωθε πως, στη δύσκολη θέση που είχε βρεθεί με τη μάνα της, μόνη της ελπίδα ήταν ο Νικηφόρος. Δεν ήταν, όμως, γι αυτή την εξάρτηση που είχε συναισθήματα γι αυτόν. Τον είχε συμπαθήσει από την αρχή, κι είχε εκτιμήσει τον χαρακτήρα, το μυαλό και την ακατάβλητη θέλησή του. Τον σκεφτόταν όλη τη μέρα και, στο τέλος, τον είχε ερωτευτεί. Δεν είχε πάει ποτέ της με άντρα ούτε είχε χτυπήσει η καρδιά της για άλλον. Παγιδεύτηκε εύκολα από το συναίσθημά της. Όμως εκείνος ήταν παντρεμένος κι ο κρυφός έρωτάς της γινόταν βασανιστικός κι εντελώς αδιέξοδος. Όπως εύκολα διάβαζε την δική του ψυχή, ήξερε πως την είχε ερωτευτεί κι αυτός. Ήξερε πως αυτήν σκεφτόταν και ποθούσε και πως γι αυτήν υπέφερε. Έπρεπε να μιλήσουν γι αυτό που συνέβαινε ανάμεσά τους, να το αποδεχτούν και να το αντιμετωπίσουν.
«Δεν σου άρεσε η Πόλη, ε;» τον ρώτησε κάποια στιγμή.
«Παλιά μου άρεσε πολύ, τώρα όμως με φοβίζει. Είναι σαν να άνοιξε ένας οχετός και μυρίζει άσχημα. Πες μου, όμως, γιατί φύγατε από την Αθήνα;» την ρώτησε.
«Ο πατέρας μου φοβόταν ότι θα τον σκότωναν.»
Του είπε την ιστορία. Ο πατέρας της είχε δανειστεί από τοκογλύφους. Προσπάθησε να βρει τρόπο να ρυθμίσει τα χρέη του για να ξοφλήσει, ήταν όμως άτυχος. Ναύλωσε ένα πλοίο που βυθίστηκε από την κακοκαιρία κι έπρεπε να πληρώσει επί πλέον για το εμπόρευμα που χάθηκε. Έμεινε εκτεθειμένος και καταχρεωμένος. Κάποια στιγμή κατάλαβε ότι αυτή η συμφορά ήταν ένα καλοστημένο παιχνίδι κάποιων απατεώνων εις βάρος του. Ήρθε στην Κωνσταντινούπολη για να βρει το δίκιο του. Ήθελε να ζητήσει ακρόαση για να δει, προσωπικά, τον Μεγάλο Δούκα των Αθηνών. Πίστευε ότι το πλοίο που δήθεν βούλιαξε βρισκόταν εδώ στον Κεράτιο κόλπο παροπλισμένο. Θα έδειχνε την απάτη και θα έπαιρνε πίσω ό,τι είχε απομείνει από το πλοίο του. Όμως, ο τραγικός και ξαφνικός θάνατός του στο “Δήλος” έδωσε ένα τέλος σε όλα αυτά.
«Ώστε, λοιπόν, είχε μπλέξει άσχημα ο άνθρωπος! ε;» είπε ο Νικηφόρος
«Τώρα θα ξέρουν ότι δεν μπορούν να ζητήσουν από εμένα και τη μάνα μου την αποζημίωση» είπε η Ζωή. «Φοβάμαι μη μας σκοτώσουν για εκδίκηση. Ακόμα χειρότερα, φοβάμαι μην μας πουλήσουν για σκλάβες.»
«Στην Αθήνα θα είμαι εγώ, θα είναι και ο Ακομινάτος. Θα βρείτε μια προστασία.»
«Δυστυχώς δεν μπορεί κανείς να μας προστατέψει! Αν θελήσουν να μας πάρουν σκλάβες για να βγάλουν ένα μέρος από τα χρέη, θα το κάνουν αιφνιδιαστικά. Κανείς δεν μπορεί να τους εμποδίσει» είπε απογοητευμένη η Ζωή.
«Είναι σκληρός ο κόσμος για δυο γυναίκες μόνες.»
«Το ξέρω, και ... φοβάμαι» του είπε.
«Θα ήθελα να είμαι δίπλα σου για πάντα, Ζωή. Να σε βοηθούσα σε κάθε δυσκολία, αλλά...»
«Ξέρω» τον έκοψε. «Δεν θέλω να σου γίνομαι βάρος.»
«Ζωή, δεν μου γίνεσαι βάρος. Εγώ…» ψέλλισε εκείνος.
Εκείνη τον κοίταξε στα μάτια. Ήταν σαν να διάβαζε στο βάθος του μυαλού του.
«Ας μην λέμε ψέματα εμείς οι δυο μεταξύ μας, εντάξει;» του είπε.
«Τι θέλεις να πεις; Γιατί εγώ … ξέρεις …» προσπάθησε πάλι να της πει, αλλά, κάτι τον εμπόδιζε.
Η Ζωή του χάιδεψε, έστω και για μια μόνο στιγμή, τα μαλλιά. Η κίνησή της αυτή ξεπερνούσε κάθε παραδεκτό όριο ελευθεριάζουσας συμπεριφοράς. Όχι μόνο ήταν γυναίκα, αλλά, ήταν και μικρότερή του σε ηλικία. Του μίλησε με απαλή φωνή που εισχωρούσε κατ’ ευθείαν στην καρδιά του.
«Αν δεν ήσουν παντρεμένος, είμαι βέβαιη πως εμείς θα ζούσαμε μαζί!» του είπε.
Την κοίταζε και αφηνόταν στα λόγια της. Του άρεσε να την ακούει να ομολογεί πως την είχε συγκινήσει. Εκείνη, πάντως, τον είχε σχεδόν απόλυτα κατακτήσει.
«Σε είδα, Νικηφόρε. Σ’ έχω εκτιμήσει όσο κανέναν άλλον στη ζωή μου, εκτός ίσως από τον πατέρα μου. Μ’ αρέσεις! Θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί, όμως, τώρα δεν μπορεί να γίνει τίποτα! Λυπάμαι. Δεν θα παρασυρθώ μαζί σου όσο κι αν θα το ήθελα. Κατάλαβες;»
Τον είχε αφήσει άναυδο. Δεν μπόρεσε να πει τίποτα. Ο λαιμός της, λείος και καθαρός τον τραβούσε σαν μαγνήτης. Το στήθος της καθώς ανάσαινε βαριά ήταν μπροστά του ένα πηγάδι στο οποίο θα ήθελε να πέσει και να πνιγεί. Τα χείλη της τον ζάλιζαν. Ήταν ένα κορίτσι που τον είχε μαγέψει και τον είχε κατακτήσει απόλυτα σε σώμα και ψυχή με τη γοητεία της. Αν κάποτε κοιμόταν μαζί της δεν θα μπορούσε να ξυπνήσει σε ένα κόσμο χωρίς αυτήν, σκεφτόταν.
«Ξέρεις πώς λέγονται όλα αυτά που μου λες, Ζωή;»
«Αγάπη λέγονται.»
«Δν τολμούσα να το εκστομίσω, αλλά...»
«Αλλά, το εκστόμισα εγώ» του είπε η Ζώη.
Είχε μείνει άφωνος. Δεν άντεχε την τόση ένταση.
«Νιώθεις κι εσύ πως με αγαπάς;» τον ρώτησε τρυφερά.
Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Δεν μπορούσε να βγάλει λέξη μπροστά στον σίφουνα που τον παράσερνε. Δεν ήθελε να γίνεται έρμαιο του πόθου του, ήθελε να συγκρατεί τις ορμές του, εδώ όμως δεν γινόταν. Κανείς έλεγχος δεν χωρούσε και κανείς φραγμός δεν υπήρχε να τον σταματήσει. Αισθανόταν πολύ κοντά στο να της ορμίσει σαν βάρβαρος, σαν χυδαίος και μεθυσμένος στρατιώτης.
«Νομίζω πως σε αγαπάω πολύ!» της ψιθύρισε.
«Και η Αγνή;»
«Νόμιζα πως ήμουν ερωτευμένος μαζί της μέχρι που σε συνάντησα. Τότε κατάλαβα τι θα πει αληθινός έρωτας!»
«Σε καταλαβαίνω, γλυκέ μου» του είπε. «Να ξέρεις ότι το ίδιο νιώθω κι εγώ για σένα! Όμως μέχρι εδώ. Έχεις γυναίκα και σε λίγο θα έχεις και παιδί. Θα είμαστε για πάντα φίλοι, τίποτε περισσότερο από αυτό!»
«Ξέρεις …» πήγε να της πει.
Του έκλεισε το στόμα με τα δάχτυλά της. Η απαλή της κίνηση τον αποστόμωσε. Τα δάχτυλα άγγιξαν και το σαγόνι του και ύστερα τραβήχτηκαν απαλά.
«Για πάντα φίλοι!» του τόνισε κοιτώντας τον ίσια στα μάτια. «Σύμφωνοι;»
«Κι εσύ, πώς μπορείς να είσαι τόσο ψύχραιμη;»
«Σου είπα πως το ίδιο νιώθω κι εγώ» του απάντησε. «Όμως κάποιος πρέπει να τα πει αυτά και για τους δυο μας, κι ανέλαβα εγώ αυτή τη δουλειά.»
Για ένα διάστημα επικράτησε σιωπή. Σκέφτονταν τις εξομολογήσεις που μόλις είχαν κάνει ο ένας στον άλλον. Η ζωή τους θα ήταν, από εδώ και πέρα, λειψή. Αυτή τη στιγμή, όμως, ήταν πλήρης. Την έκανε πλήρη η ομολογία ενός απαγορευμένου έρωτα. Δεν ήθελαν να αποχωριστούν το έντονο συναίσθημα που τους τύλιγε, το προορισμένο, σύντομα, να χαθεί. Δεν θα είχε διάρκεια αυτή η αγάπη. Ήταν όμως κι η θέση τους άνιση. Δεν είχαν τον ίδιο Γολγοθά μπροστά τους. Ο Νικηφόρος είχε φτιάξει μια ζωή που τον δέσμευε και περίμενε την επιστροφή του. Η Ζωή, αντίθετα, είχε μπροστά της ένα τεράστιο κενό, ένα άγνωστο μέλλον με πολλά ερωτηματικά.
«Θα ήθελα να ξανάρχιζαν όλα από την αρχή» της είπε.
«Νά ‘ξερες πόσο θα το ήθελα κι εγώ.»
Τα μάτια του δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από πάνω της. Έβλεπε τις άκρες των μαλλιών της, ήθελε να τις αγγίξει, αλλά, δεν κουνήθηκε καν. Έβλεπε το άνοιγμα του στήθους της. Ήθελε να χωθεί εκεί και να μην ξαναβγεί ποτέ, αλλά, γύρισε τα μάτια του αλλού. Την ποθούσε τρελά κι ονειρευόταν τη στιγμή που θα την κατακτούσε. Θα έδινε τα πάντα αν, έστω και για μια μοναδική στιγμή, αυτό το σώμα σπαρταρούσε στα χέρια του. Αν τα χείλη της ξεδιψούσαν τα δικά του. Ονειρευόταν! Μόνο να ονειρευτεί του επιτρεπόταν!
Αν αυτό που κάνω δεν είναι αμαρτία, τότε τι είναι η αμαρτία; σκέφτηκε. Ποια απιστία ήταν άραγε πιο ουσιαστική; Να κάνεις έρωτα σαν ζώο, αχόρταγο για σάρκα, ή να λιώνεις από τον πόθο σαν το κερί; Να ιδρώνεις σε ένα δώμα ταβερνείου όπως ο Ρομπέρ ή να δίνεις την ψυχή σου σε μιαν άλλη από την γυναίκα σου; Ο Φράγκος χρησιμοποιούσε τι; γυναίκες στο κρεβάτι για να ικανοποιήσει τα πάθη του και να επιδείξει τον ανδρισμό του. Αυτό ήταν πιο αμαρτωλό ή μήπως η υποκρισία να αποστρέφεις τα μάτια, αλλά, να διακατέχεσαι από τον πόθο; Δεν άγγιζε τη Ζωή, αλλά, ρουφούσε την μορφή της και την παρουσία της μέχρι το τελευταίο του μόριο.
«Ξέρεις …» πήγε να της πει.
«Πες μου το μόνο ξανά» του είπε ψιθυριστά με φωνή μελωδική. «Μ’ αγαπάς;»
«Σε αγαπάω πολύ!» της είπε εκείνος.
«Ήταν αληθινά όλα αυτά που λες πως ένιωσες; Θα με σκέφτεσαι όπου κι αν είσαι;»
«Ποτέ δεν θα σε ξεχάσω. Ό,τι κι αν συμβεί από εδώ και πέρα, εσύ θα είσαι η μοναδική μου αγάπη» της υποσχέθηκε.
Η Ζωή έκανε να φύγει αλλά εκείνος την έπιασε και την γύρισε προς το μέρος του.
«Εσύ, Ζωή, τι θα μου υποσχεθείς;»
Είδε το δάκρυ της και της το σκούπισε με το δάχτυλό του. Δεν είχε τρόπο να το κάνει να σταματήσει, μόνο κουβέντες παρηγοριάς μπορούσε να πει κι αυτό ήταν αβάσταχτο.
«Δεν χρειάζεται να σου υποσχεθώ τίποτε, δυστυχώς!» του είπε εκείνη κι αυτή ήταν η τελευταία της λέξη.
«Όμως …» έκανε να της πει. «Θα μπορούσαμε …»
«Τίποτε δεν θα μπορούσαμε, τίποτε» είπε σαν επίλογο.
Ένα ακόμη δάκρυ κύλησε στα όμορφα μεγάλα μαύρα μάτια της. Τον κοίταξε, μια τελευταία φορά, με απογοήτευση κι απελπισία. Τον άφησε κι έφυγε. Αν κάτι έμεινε από όλα αυτά που είχαν πει, ήταν πιο πολύ η φευγαλέα εικόνα μιας ερωτικής εξομολόγησης. Ούτε και γι αυτήν δεν ήταν σίγουρος αν είχε πραγματικά γίνει και τί σήμαινε για τους δυο τους. Γιατί να μην την είχε γνωρίσει λίγους μόνο μήνες πιο πριν; Γιατί να έχει δεσμευτεί με την Αγνή; Κι η δύσμοιρη εκείνη, τι έφταιγε που τον έχανε πριν καλά-καλά τον κερδίσει. Δεμένη με το παιδί του που κουβαλούσε στα σπλάχνα της;
Τα ερωτήματα ήταν λογικά, όμως το μυαλό του ήταν στη Ζωή. Το μόνο πράγμα που υπήρχε τώρα στον κόσμο ήταν η φωνή της που τον ρωτούσε «μ’ αγαπάς;». Ακόμα ένα πράγμα θυμόταν. Πάνω στην κίνησή της, καθώς γύριζε να φύγει, άραγε το είδε ή μήπως το φαντάστηκε; Ένα δάκρυ είχε γυαλίσει στην άκρη των ματιών της. Όπως το δάκρυ που κυλούσε τώρα στην άκρη των δικών του ματιών. Για έναν έρωτα ανεκπλήρωτο, που προοριζόταν να πεθάνει πριν ακόμα γεννηθεί.
Η Πόλη και μαζί της η χιλιετής ρωμαϊκή χριστιανική αυτοκρατορία, ζούσε απίστευτες στιγμές. Ήταν μια κατάσταση αλλοφροσύνης, προδοσίας και αδιεξόδων. Σαν την Πόλη ένιωθε κι ο Νικηφόρος. Όπως ο ένας Άγγελος πρόδιδε τον άλλον, έτσι κι αυτός είχε προδώσει τη μια του αγάπη για έναν καινούργιο έρωτα. Όπως οι Φράγκοι απειλούσαν να σκλαβώσουν τους Ρωμιούς, έτσι κι οι δανειστές του Ζήσιμου απειλούσαν τη Ζωή. Όπως ο ρωμαϊκός κόσμος κατέρρεε, έτσι κατέρρεε κι ο δικός του εσωτερικός κόσμος. Όπως το αδιέξοδο της Πόλης βάθαινε, έτσι εντεινόταν και το δικό του ψυχικό αδιέξοδο. Άκουγε στο βάθος τα τύμπανα που χτυπούσαν για τον ερχομό και τη στέψη του νέου αυτοκράτορα. Χαρές και λύπες μαζί. Έτσι ένιωθε κι αυτός τις φλέβες του να χτυπούν για την νέα αυτοκρατόρισσα της δικής του καρδιάς.
«Τώρα είναι σωστό αυτό; Να συγκρίνω τον εαυτό μου με την Βασιλεύουσα και να ταυτίζω τα πάθη μου με τα δικά της; σκέφτηκε. Για μια ακόμη φορά σχηματίστηκε η εικόνα της Αγνής να κρατά στην αγκαλιά της το καινούριο τους βλαστάρι. Σιγά-σιγά η εικόνα αυτή ξεθώριασε, ώσπου έσβησε. Την θέση της πήρε η μορφή της Ζωής, να τον κοιτά κατάματα και να διαβάζει τη σκέψη και την ψυχή του. Την αγαπούσε και την ποθούσε, όμως, το είχε πάρει απόφαση ότι θα έμενε μακριά της. Θα τιμούσε το στεφάνι του μένοντας στην αγάπη της Αγνής. Ένιωθε κι αυτός σκυφτός όπως η Βασιλεύουσα. Κι εκείνη είχε αποδεχτεί πια την ήττα και την προδοσία. Παραμερίζοντας την ρωμιοσύνη και την περηφάνια της, ετοιμαζόταν να δοξάσει τον καινούριο αυτοκράτορα. Γκρέμισε μέρος των τειχών της για να δείξει την παράδοσή της στους προσκυνητές στρατιώτες του Χριστού. Ταυτόχρονα, τύλιγε όλο και πιο σφιχτά στο λαιμό της την θηλιά των Φράγκων.


===