Συνεχίζουμε με το β' μέρος του 4ου κεφαλαίου σήμερα. Το "Δήλος" είναι στην Πόλη κι ο Νικηφόρος γνωρίζει τον Νικήτα Χωνιάτη, αδελφό του Ακομινάτου, που είναι λογοθέτης (περίπου πρωθυπουργός) του αυτοκράτορα. Ο Νικήτας βλέπει, και μαζί του κι εμείς, το χάλι στο οποίο έχει περιέλθει η Πόλη εξ αιτίας των ανάξιων αυτοκρατόρων της.
*********************************************
Β’
Ο ΝΙΚΗΤΑΣ
Ο
Νικηφόρος είδε πως οι Βενετοί δεν τον
χρειάζονταν πια. Του έδωσαν τα χρήματα
του συμβολαίου του και του είπαν ευγενικά
να τους αδειάσει τη γωνιά. Ήταν Έλληνας
και δεν ήθελαν πιθανούς προδότες ή
κατασκόπους στα πόδια τους. Ήδη βρίσκονταν
έξω από τα τείχη της πόλης όχι σαν φίλοι
αλλά σαν επίδοξοι κατακτητές της. Ο
Κεράτιος κόλπος ήταν γεμάτος με τα
πολεμικά πλοία των Βενετών. Είχαν σπάσει
την αλυσίδα προστασίας και είχαν κάψει
όλα τα ρωμαϊκά πλοία που υπήρχαν εκεί.
Ο Γαλατάς ήταν στα χέρια τους. Όλος ο
βοράς έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης
ήταν γεμάτος από τα στίφη των στρατιωτών
του Χριστού. Ανυπομονούσαν για πόλεμο
και λάφυρα. Δεν έκρυβαν τις διαθέσεις
τους καθώς είχαν πια και την έγκριση
του Πάπα. Θα
έβαζαν στον θρόνο τον Αλέξιο, αλλιώς,
θα έμπαιναν
στην Πόλη. Στην
μία περίπτωση θα πληρώνονταν αδρά
για τον κόπο τους, στην άλλη, μόνοι τους
θα αποζημίωναν τον εαυτό τους.
Τρεις
φορές στο παρελθόν είχαν βρεθεί έξω από
τα τείχη της πόλης, αλλά, δεν της είχαν
επιτεθεί. Κάποιες φορές δίστασαν γιατί
δεν είχαν ελπίδες μπροστά στο απόρθητο
των τειχών. Άλλοτε τους είχαν χειριστεί
διπλωματικά και σωστά οι αυτοκράτορες.
Τώρα όμως ήταν διαφορετικά, Οι σταυροφόροι
είχαν μαζί τους τον γιο του νόμιμου
αυτοκράτορα. Ήδη καθώς έρχονταν προς
τα εδώ, στο Δυρράχιο, τον είχαν ανακηρύξει
σε αυτοκράτορα. Ήταν πλέον ο Αλέξιος Δ’
που θα έδιωχνε τον σφετεριστή. Διεκδικούσε
για λογαριασμό του, αλλά και για τον
πατέρα του. το στέμμα και την νομιμότητα.
Μέσα από τα τείχη βασίλευε εδώ και επτά
χρόνια ο θείος του, Αλέξιος Γ’ Άγγελος
Κομνηνός,. Ήταν ένας “παράνομος” κάτοχος
του θρόνου, ένας αυτοκράτορας αμφίβολης
νομιμότητας.
Στις
αρχές του Ιουλίου του 1203 μΧ. η κατάσταση
στην Πόλη ήταν δραματική. Για πολλά
χρόνια υπήρχε μεταξύ των κατοίκων της
Πόλης ένα έντονο κλίμα εναντίον των
Λατίνων. Έτσι αποκαλούσαν όλους τους
δυτικούς. Εδώ και δεκαετίες, τα προνόμια
που απολάμβαναν οι Βενετοί κι οι Γενουάτες
έμποροι είχαν γίνει μισητά. Με αυτά
είχαν δημιουργήσει πλούτη κι ανισότητες
σε βάρος των ντόπιων. Η ανισότητα
προκαλούσε συχνά στάσεις και κινήσεις
του πλήθους εναντίον των ξένων. Το ποτήρι
της αγανάκτησης ξεχείλισε πολλές φορές.
Κανένας αυτοκράτορας της Ρωμιοσύνης
δεν μπορούσε να είναι φιλικός προς την
δύση. Κινδύνευε ανά πάσα στιγμή να
ανατραπεί από το εξεγερμένο πλήθος.
Έτσι κυβερνούσε την αυτοκρατορία κι ο
Αλέξιος Γ’. Είχε ανατρέψει
τον αδελφό του Ισαάκιο
στηριγμένος
σε αυτά τα αισθήματα του κόσμου. Ήταν
όμως ανίκανος και δειλός κι είχε αφήσει
τα σύνορα απροστάτευτα. Οι Τούρκοι τα
λυμαίνονταν στην ανατολή κι οι Βούλγαροι
κι οι Σέρβοι στον βορά. Οχυρωμένος πίσω
από το έντονα αντιδυτικό αίσθημα του
λαού, προσπαθούσε να μείνει στην εξουσία.
«Τα
πράγματα δεν είναι καθόλου καλά εδώ»
είπε ο Νικηφόρος όταν είδε την κατάσταση.
«Μήπως
να φεύγαμε;» είπε η Ζωή.
«Ας
κάτσουμε λίγες μέρες. Θέλω
να κάνω τα εννιάμερα του πατέρα σου»
της ζήτησε η μάνα της. «Αξίζει
τουλάχιστον ένα μνημόσυνο!»
«Κυρία
Ευανθία» είπε ο Νικηφόρος
συγκαταβατικά, «και που τον θάψαμε
ήταν πολύ. Αφήστε τα εννιάμερα.»
«Ναι
μητέρα, ας φύγουμε με τον Νικηφόρο, τώρα
που δεν έχουμε πια μαζί μας τον πατέρα.
Δεν γνωρίζουμε κανέναν στην
Πόλη, δεν έχουμε εμείς τις γνωριμίες
του» είπε η Ζωή.
«Ίσως
μας βοηθήσει ο Νικηφόρος»
είπε η Ευανθία.
«Ας
φύγουμε από εδώ που είναι το στρατόπεδο
των Βενετών και των Φράγκων και βλέπουμε»
είπε εκείνος.
«Δεν
είναι ανάγκη να σου φορτωθούμε»
του είπε
η Ζωή. «Ας
φύγουμε μόνο
από τον
Γαλατά που είναι επικίνδυνα.
Μετά θα βρούμε εμείς
ένα μέρος να μείνουμε στην Πόλη και
μόνες μας. Μας
άφησε χρήματα ο πατέρας μου.»
Ήταν
αποφασισμένη να τα βγάλουν πέρα μόνες
τους. Ο Νικηφόρος, πάλι, δεν σκόπευε να
τις αφήσει μόνες στην Πόλη, στο έλεος
του Θεού.
«Εντάξει,
ας φύγουμε από εδώ. Δεν είναι
καλά και δεν με θέλουν ούτε κι αυτοί στα
πόδια τους» της απάντησε. «Θα
δούμε … κάτι έχω στο νου μου.»
Θα
τις κρατούσε κοντά μέχρι να τελειώσει
τις δουλειές του και να αναχωρήσει από
την Πόλη. Θα έβρισκε τον τρόπο ως τότε
να τις εξασφαλίσει. Προς το παρόν, όμως,
έπρεπε να φύγουν από τον Κεράτιο που
ήταν πολύ επικίνδυνα για το πλοίο τους
Ο μαύρος σταυρός που είχε ζωγραφισμένο
πάνω στο κεντρικό του κατάρτι δεν θα
τους προστάτευε για πολύ. Η ένταση
ανάμεσα σε πολιορκημένους και πολιορκητές
ανέβαινε και την φοβόταν. Δεν θα ήθελε
να γίνουν, έστω και από κάποιο λάθος,
θύματά της.
«Θα
σας πάρω από εδώ, μην ανησυχείτε. Θα
μείνετε μαζί μου για ένα διάστημα στην
Πόλη. Έχω κάποιες δουλειές να
κάνω. Θα φροντίσω να έρθετε με
την μητέρα σου σε εννιά μέρες εδώ στον
Γαλατά για το μνημόσυνο.»
«Είσαι
πολύ καλός» του είπε η Ζωή με
βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη. «Δεν
ξέρω τι θα κάναμε χωρίς εσένα.»
«Μην
ανησυχείς» ήταν το μόνο που βρήκε
εκείνος να της πει.
Αυτή
η γυναίκα μερικές φορές του έκοβε την
ανάσα. Την είχε δει πάλι μια φορά στην
Πρύμνη με τον ήλιο να δύει πίσω της και
να χάνεται στον Βόσπορο. Είχε θυμηθεί
την ίδια σκηνή όταν έφευγαν από τον
Πειραιά. Ίσως να μην ήταν το ίδιο έντονη,
όμως και πάλι η εικόνα παρέμενε μαγική.
Τώρα που την είχε δει πολλές φορές από
κοντά, θυμόταν πια καλά το πρόσωπο και
τις εκφράσεις της. Τα μάτια της και τα
μαλλιά της ήταν μαύρα ενώ το πρόσωπό
της άσπρο κι ελαφρά ροδαλό. Η έκφρασή
της ήταν γλυκιά κι υποβλητική. Τον
επηρέαζε πολύ κάθε φορά που την κοιτούσε
κατάματα. Απέφευγε να την κοιτά γιατί
χανόταν μέσα στο βαθύ βλέμμα της. Απέφευγε
να της μιλά γιατί μπέρδευε τα λόγια του
όταν ήταν μαζί της. Ένιωθε αμήχανα κάθε
φορά που την συναντούσε.
Θα
έπρεπε να σκέφτεται την Αγνή, την νεαρή
σύζυγό του. Θα έπρεπε να έχει στο νου
του μόνον αυτή και την κοιλιά της, την
φουσκωμένη από το πρώτο τους παιδί. Κι
όμως, αυτός κοιμόταν κι η τελευταία του
σκέψη δεν ήταν για την Αγνή.
Η σκέψη που
καρφωνόταν στο νου του, πριν παραδοθεί
στον ύπνο, ήταν για την Ζωή.
«Να
προσέχεις την μητέρα σου. Τώρα,
μόνο αυτήν έχεις στον κόσμο»
της είπε.
Εκείνη
τον είχε κοιτάξει στα μάτια με το έντονο
βλέμμα της, εκείνο που τον έκανε να
παραλύει.
«Όχι
μόνο. Έχω κι εσένα … που μας
φροντίζεις.»
«Εντάξει,
αλλά, όσο να ‘ναι …» της
είχε πει αμήχανα.
Θα
τις φρόντιζε όσο καλύτερα μπορούσε. Το
πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να φύγει
απ’ τη συνοικία των Λατίνων. Βγήκε στην
Προποντίδα και πέρασε στη νότια πλευρά
της Πόλης. Εκεί τα λιμάνια ήταν ελεύθερα
και ρωμαϊκά. Κατέβασε το πανί με τον
σταυρό από το κατάρτι και μπήκε στο
λιμάνι του Κοντοσκάλιου, στη θάλασσα
του Μαρμαρά. Το λιμάνι αυτό βρισκόταν
ανάμεσα στο μεγάλο λιμάνι του Θεοδοσίου
και στο λιμάνι του παλατιού του Ιουλιανού.
Τον εξέτασαν οι φρουροί κι άφησαν την
σαχτούρα του να μπει. Ήταν ρωμαϊκό πλοίο,
εξ άλλου τον θυμήθηκε και ο Τελώνης.
Βρισκόταν πια μακριά από τα στίφη των
σταυροφόρων που πολιορκούσαν την βορινή
πλευρά της πόλης.
Τις
άφησε στο πλοίο και ξεκίνησε να βρει
τον Νικήτα Χωνιάτη, τον αδελφό του
Μιχαήλ. Ζούσε σε ένα αρχοντικό σπίτι
που ήταν από τα πιο μεγάλα και πιο όμορφα
της Πόλης του Κωνσταντίνου. Εμφανές
ήταν το καλό γούστο με τα έργα τέχνης,
τ’ αγάλματα, τους πίνακες, τους κίονες,
όλα. Πολλά απ’ αυτά ήταν παγανιστικά
αλλά πανέμορφα. Η διαρρύθμιση κι η
υπέροχη θέα από όλα τα σημεία, έκαναν
το σπίτι του Νικήτα αληθινό παλάτι. Το
φρουρούσε μια ομάδα στρατιωτών καθώς
ο Νικήτας ήταν αξιωματούχος της
αυτοκρατορίας. Ο Νικηφόρος είπε στην
Πύλη ότι έρχεται από τον Μητροπολίτη
Ακομινάτο κι άνοιξαν τις πύλες. Τον
έβαλαν μέσα στο αρχοντικό κι αμέσως τον
οδήγησαν στον ιδιοκτήτη του.
«Ώστε
εσύ είσαι, λοιπόν, ο Νικηφόρος Σερφιώτης;»
είπε ο Νικήτας καλωσορίζοντάς τον. «Ο
αγαπητός αδελφός μου μού
έχει πει πολλά κι ενδιαφέροντα για σένα.
Περίμενα
να έρθεις μια μέρα εδώ στην Βασιλεύουσα
για να σε γνωρίσω.»
«Εγώ
έχω ακούσει πολλά για την
Εξοχότητά σας, κυρ-Νικήτα. Βλέπω
πως κι η αυτοκρατορική εξουσία εκτιμά
εξ ίσου τις ικανότητες σας.»
«Σκοπιμότητες
φίλε μου, όχι ικανότητες! Γνωρίζουν ότι
γράφω χρονικά και κατάστιχα κι όλοι οι
βασιλιάδες με θέλουν κοντά τους. Θέλουν
να γράφω κάτι καλό γι αυτούς.»
«Και
η Εξοχότητά του γράφει αυτά που του
ζητούν.»
«Όχι
βέβαια. Γράφω
αυτά που πιστεύω.
Αν τα γνώριζαν
δεν θα τους άρεσαν καθόλου, να είσαι
βέβαιος. Και πάψε να μιλάς «στην Εξοχότητά
μου». Σε εμένα μιλάς, τον Νικήτα. Να με
λες με το όνομά μου. Όταν μιλάς σε τρίτο
πρόσωπο είναι σαν να υπάρχει ένα φάντασμα
που τριγυρνά πάνω μου!»
«Θα
σας μιλάω με σεβασμό» είπε
ο Νικηφόρος. «Πείτε μου, πώς;
… Πώς σας αφήνουν να γράφετε
ό,τι θέλετε;»
«Αν
θέλουν να δουν χειρόγραφό μου, γράφω
κάτι καλό γι αυτούς και τους το δείχνω.
Κάνω ανούσιες παρατηρήσεις και νομίζουν
ότι αυτές οι σημειώσεις είναι η κριτική
μου.»
«Δηλαδή
γράφετε δυο ιστορίες!»
«Όχι
δυο. Ένα είναι το Χρονικό που γράφω, τα
άλλα είναι γραπτά με ειδικού σκοπού,
ένα φύλλο συκής.»
«Επομένως,
γράφετε αυτό που θεωρείτε αληθινό.»
«Ναι.
Γράφω την αλήθεια όπως την αντιλαμβάνομαι.»
«Και τα ψέματα που γράφετε είναι, απλά,
για να σας προστατεύουν, σωστά;»
«Όχι
πάντα» είπε με αινιγματικό
χαμόγελο. «Μερικές φορές γράφω
ψεύτικες ιστορίες, φανταστικές, για τη
δική μου διασκέδαση! Τις δίνω να τις
διαβάζουν ώστε να διασκεδάζω διπλά με
την έκπληξή τους!»
«Ωραία
περνάτε Κυρ Νικήτα, εδώ στην Βασιλεύουσα!»
είπε χαμογελώντας ο Νικηφόρος. «Οι
Φράγκοι σας έχουν βάλει περιλαίμιο
να σας πνίξουν, αλλά, εσείς δεν χάνετε
το κέφι σας ούτε τη διασκέδασή σας!»
«Όχι,
αγαπητέ φίλε του αδελφού μου. Δεν
είναι έτσι τα πράγματα. Όλα αυτά
συνέβαιναν στο παρελθόν, τώρα,
είναι πολύ σοβαρή η κατάσταση.»
«Και
τι προβλέπετε να γίνει, κυρ Νικήτα;»
«Θα
χαθούμε! Αυτό
προβλέπω. Δυστυχώς,
το μέλλον μας
είναι κατάμαυρο!»
«Μα
πώς; Μια αυτοκρατορία
δεν πέφτει τόσο εύκολα.»
«Αν
έχει ένα γένος αυτοκρατόρων της
καταστροφής, τότε όλα γίνονται, ακόμη
και τα χειρότερα!»
«Δεν
υπάρχει ένας ικανός να σώσει
τους Ρωμαίους;» είπε ο Νικηφόρος.
Σκέφτηκε από μέσα του τον Ιερέα Ιωάννη.
«Γιατί
χαμογελάς Νικηφόρε; Τι
σκέφτηκες;»
«Τίποτε,
τίποτε. Έψαχνα να βρω τον ικανό.»
«Ικανός;
Κανείς! Ο νόμιμος αυτοκράτορας, ο
Ισαάκιος, δεν μπορούσε να δει την
πραγματικότητα. Τώρα είναι αληθινά
τυφλός κατά διαταγή του αδελφού του! Κι
αυτός ο αδελφός του είναι ένας ασήμαντος.
Κομπάζει ασύστολα και περνιέται δήθεν
για “Κομνηνός” κι αυτός. Θέλει να πάρει
δόξα απ’ το όνομα των Κομνηνών! Νοιάζεται
μόνο για το πουγκί του και δεκάρα δεν
δίνει για την Ρωμανία.»
«Μα,
τον υπηρετείτε. Δεν είστε λογοθέτης
του;»
«Την
Ρωμανία υπηρετώ. Την αυτοκρατορία κι
ό,τι αυτή συμβολίζει. Όχι τον ανίκανο.»
«Ο
άλλος, έξω από τα τείχη; Αυτός ο Αλέξιος
Δ’, δεν κάνει τίποτα κι αυτός;»
«Αυτός
είναι τομάρι κανονικό. Πούλησε τη Ρωμανία
στους Βενετούς και στον Πάπα. Έφερε
μόνος του -ο προδότης- κάτω από τα τείχη
μας τα στίφη των βαρβάρων. Μας βλέπουν
σαν ξερολούκουμο, θέλουν να μας κάνουν
μια μπουκιά!»
«Δεν
υπάρχει, δηλαδή, λύση για την Ρωμανία;»
«Είναι
ο ένας χειρότερος από τον άλλον! Ακόμα
κι αν γλιτώσουμε και φύγουν οι βάρβαροι,
πάλι θα έχουμε τα ίδια προβλήματα σε
λίγο. Θα εξακολουθήσουν να μας διοικούν
οι ανίκανοι κι οι Λατίνοι θα ξανάρθουν.
Ξέρουν τις αδυναμίες μας και θέλουν να
συλήσουν τα πλούτη που συσσωρεύτηκαν
εδώ για χίλια σχεδόν χρόνια!»
«Γιατί
δεν φεύγετε, αφού, βλέπετε μαύρο το
μέλλον και βέβαιη την καταστροφή;»
«Γιατί
έχω οριστεί να καταγράψω όχι μόνο το
παρελθόν, αλλά, και τα επερχόμενα.»
«Γενναίο
εκ μέρους σας αλλά όχι και σοφό»
σχολίασε ο Νικηφόρος χωρίς να υπολογίσει
τυπικότητες,
«Θα
σου δώσω ένα αντίγραφο του
Χρονικού μου απ’ τη
βασιλεία των Κομνηνών μέχρι σήμερα. Θα
το πας στον αδελφό μου. Αν χαθεί
αυτό εδώ, να μείνει τουλάχιστον το
αντίγραφο στην Αθήνα»
του είπε ο Νικήτας.
«Βεβαίως
θα το κάνω. Τιμή μου» είπε
ο Νικηφόρος.
«Πόσες
μέρες θα κάτσεις εδώ;»
«Δεν
ξέρω. Έλεγα να φύγω αμέσως αλλά έχω
μπλέξει.» «Πες μου αν μπορώ να βοηθήσω.»
«Έφερνα
στην Πόλη έναν έμπορο, φίλο του αδελφού
σας, με την οικογένειά του. Δυστυχώς,
πέθανε στη διαδρομή και τον θάψαμε μόλις
πιάσαμε στεριά στον Γαλατά. Η γυναίκα
του επιμένει να του κάνει ένα μνημόσυνο
για τα εννιάμερα στον τάφο του κι
υποσχέθηκα να την βοηθήσω. Θα την πάρω
μαζί μου πίσω στην Αθήνα.»
«Και
που θα κοιμάστε αυτές τις μέρες;»
«Στο
“Δήλος”, το πλοίο μου.»
«Α,
όχι, αυτό δεν γίνεται. Θα έρθετε εδώ.
Πόσα άτομα είναι η οικογένεια του
νεκρού;»
«Η
γυναίκα του κι η κόρη του.»
«Ωραία,
λοιπόν, φέρε τις εδώ. Θα πω να ετοιμάσουν
δυο δωμάτια για να σας φιλοξενήσω.»
«Να
μη σας επιβαρύνω …» πήγε
να πει ο Νικηφόρος.
«Δεν
με επιβαρύνεις. Έχω πολλά δωμάτια
στη διάθεσή μου και μπορώ εύκολα να σας
διαθέσω δύο από αυτά. Ένα για
σένα κι ένα για την οικογένεια του άτυχου
έμπορα.»
«Είστε
πολύ καλός μαζί μου κυρ-Νικήτα, και για
τις δυο γυναίκες, βεβαίως.»
«Σε
ένα γράμμα του ο αδελφός μου μού έγραψε
ότι σε πάντρεψε με μια νεαρή Αθηναία.
Περιμένετε, λέει, το πρώτο σας παιδί.
Έτσι δεν είναι;»
«Ναι,
Παντρεύτηκα με την Αγνή των
Καρτεράνων, και περιμένουμε παιδί. Είναι
αλήθεια.»
«Ωραία.
Είσαι
τυχερός, νεαρέ Νικηφόρε, κι οφείλεις να
προφυλάσσεις τον εαυτό σου διπλά τώρα
πια. Είσαι
προστάτης όχι
μόνο του
εαυτού σου, αλλά, και δυο ακόμη πλασμάτων
που στηρίζονται πάνω σου.»
Ο
Χωνιάτης ήταν πολύ ευγενικός και πρόθυμος
να τον βοηθήσει σε όλα. Έτσι, έβρισκε
μια λύση, έστω και προσωρινή, για την
Ευανθία και τη Ζωή. Θα μπορούσε να
αναχωρήσει ήσυχος για την Αθήνα. Γύρισε
στο πλοίο και εξήγησε στις δύο
προστατευόμενές του αυτά που είχε
κανονίσει.
«Το
απόγευμα θα πάμε στο αρχοντικό του. Έχει
ένα καταπληκτικό σπίτι και θα έχει
ετοιμάσει δυο δωμάτια, ένα για εσάς κι
ένα για μένα.»
«Είναι
ο αδελφός του μητροπολίτη Μιχαήλ, ε;»
είπε η Ευανθία. «Είναι κι αυτός
καλός, όπως ο αδελφός του.»
«Είναι
πολύ καλός» είπε ο Νικηφόρος.
«Σε
ευχαριστούμε παιδί μου που μας φροντίζεις.
Αν δεν ήσουν εσύ θα ήμασταν
χαμένες» είπε η κυρά-Ευανθία.
«Χρέος
μου στον αξιότιμο σύζυγο και πατέρα σας
που ήταν και φίλος του μητροπολίτη
Μιχαήλ» είπε ο Νικηφόρος.
***************************************
αύριο η 14η συνέχεια