Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

22 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 22η

Σήμερα το Γ' μέρος του 6ου κεφαλαίου.
Ο Νικηφόρος φεύγει για Κωνσταντινούπολη και Προποντίδα. Οι στόχοι του πολλοί. Να δει την Ζωή. Να μεταφέρει στον Λάσκαρη τις σκέψεις του Ακομινάτου. Να μεταφέρει στον Νικήτα τα βιβλία του αδελφού του. Πάνω από όλα, όμως, θα ζήσει από κοντά το δράμα που εκτυλίσσεται στην βασιλεύουσα.
Με την αναχώρησή του, τελειώνει το 6ο κεφάλαιο που εκτυλίσσεται τους πρώτους μήνες του 1.204 μ.Χ (ή του έτους 6713 από κτίσεως κόσμου κατά τους Ρωμαίους).
******************************************

Γ’ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΑΝΤΙΛΙ


Ήταν χειμώνας και τα καράβια όχι μόνο απέφευγαν τα ταξίδια, αλλά, χρειάζονταν ειδική άδεια για να φύγουν. Όλο τον χειμώνα έμεναν στα λιμάνια εκτός από περίπτωση ανάγκης. Ο Ακομινάτος μπορούσε να εξασφαλίσει μια άδεια απόπλου. Ο καιρός είχε φτιάξει. Συνήθως ο καλός καιρός του Φεβρουαρίου κρατούσε για μια με δυο βδομάδες. Το κρύο θα ήταν τσουχτερό αλλά είχαν σταματήσει οι βοριάδες, και το ταξίδι προς βορά ήταν πιο εύκολο.
Το “Δήλος” ήταν συντηρημένο καλά κι επομένως ήταν αξιόπλοο. Το πλήρωμά του ήταν εκεί κι οι περισσότεροι ναύτες τον βοηθούσαν όλον αυτό τον καιρό με το αγρόκτημα. Δεν υπήρχε λόγος να περιμένει μια ξένη παραγγελία αφού και μόνο η δική του παραγωγή και των Καρτεράνων αρκούσαν. Γέμισε το πλοίο με εμπόρευμα για μια μεγάλη αγορά σαν της Πόλης. Δικαιολογία για ταξίδι υπήρχε κι ο σχετικά καλός καιρός που επικρατούσε συνηγορούσε να γίνει το μπάρκο. Αποφάσισε να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε για την Πόλη. Ο Δωρόθεος δεν είχε αντίρρηση. Αντιλαμβανόταν την ανάγκη για χρήματα ώστε να ολοκληρωθεί το κτήμα. Ο πεθερός του ήξερε ότι οι τιμές στις αγορές της Πόλης ήταν πολύ καλύτερες από αυτές του Πειραιά. Δεν τον κρατούσε πια ο τόπος. Ανήγγειλε στην Αγνή την απόφασή του να κάνει αυτό το ταξίδι.
«Θα κρατήσει πολύ;» τον ρώτησε η Αγνή.
«Υπολογίζω ότι σε δυο-τρεις μήνες θα έχω επιστρέψει» της υποσχέθηκε. «Ίσα-ίσα το ταξίδι να πάω και νά 'χω λίγο χρόνο εκεί για να δώσω το εμπόρευμα.»
«Κι αν σου δώσουν από εκεί μπάρκα, θα τα πάρεις;» τον ρώτησε. «Φοβάμαι, αγάπη μου ότι, αν κάνεις το ταξίδι, δεν θα είσαι εδώ όταν γεννήσω το παιδί μας.»
«Δεν θα βγω στη Μαύρη Θάλασσα. Αν πάρω μπάρκα θα είναι για Προποντίδα μόνο.»
«Θα γυρίσεις, δηλαδή, πριν το καλοκαίρι;»
«Γι αυτό φεύγω τώρα, για να είμαι εδώ το καλοκαίρι!»
Την καθησύχασε κι άρχισε να σχεδιάζει το ταξίδι. Δεν τον ένοιαζε μόνο η εμπορική πλευρά αλλά κι η συνάντησή του με την Ζωή. Έπρεπε να βρει τρόπο για να φτάσει στη Νίκαια ή την Προύσα ή όπου αλλού βρισκόταν ο Λάσκαρης. Πήγε, λοιπόν, ξανά στον Ακομινάτο.
«Πάτερ, θέλω να ξέρετε ποιες κουβέντες έχω κάνει με τον Λάσκαρη.»
Ο Μιχαήλ είχε πάντα χρόνο για συζήτηση, ιδιαίτερα για τα νέα της αυτοκρατορίας ή για καινούριες ιδέες. Ο Νικηφόρος του μετέφερε την συζήτησή του με τον Λάσκαρη στο “Δήλος”, ταξιδεύοντας για την Προποντίδα. Του είπε τις σκέψεις για την ανάγκη να υπάρχει ένας συνεκτικός ιστός στην αυτοκρατορία. Του είπε για τον ρόλο που θα είχε ο νέος “ελληνισμός” σε αυτή την υπόθεση. Του είπε ότι ο Λάσκαρης προβληματιζόταν αν ήταν εφικτά όλα αυτά.
«Η αλήθεια είναι ότι η αυτοκρατορία διαλύεται σιγά-σιγά όπως πάνε τα πράγματα. Εδώ κι ενάμισι αιώνα κρατά αυτό» είπε ο Μιχαήλ. «Οι εχθροί της σ’ ανατολή, δύση και βορά έχουν πληθύνει κι είναι επικίνδυνοι. Δεν μπορεί να πολεμούν οι αυτοκράτορες μόνο με μισθοφόρους. Δημεύουν περιουσίες και βάζουν νέες φορολογίες.»
«Σε πολλά μέρη λένε ανοιχτά πως υπάρχουν άρχοντες καλύτεροι από τους Ρωμαίους» συμφώνησε ο Νικηφόρος.
«Όλοι επιβουλεύονται αυτόν τον τόπο. Τον βλέπουν σαν λάφυρο και θέλουν να τον λεηλατήσουν. Ποιος, όμως, θα τον υπερασπιστεί, αν δεν ενδιαφέρεται ο ίδιος ο λαός;»
«Αυτά σκεφτόταν κι ο Θεόδωρος» είπε ο Νικηφόρος.
«Είναι ακόμα νέος και μπορεί να τα αντιλαμβάνεται» παρατήρησε πικρόχολα ο Μιχαήλ. «Οι πολλοί, όμως, κωφεύουν! Η αδιαφορία τους έχει κάνει τον αδελφό μου να μου γράφει γι αυτούς τα χειρότερα!»
«Χρειάζεται, λοιπόν, κάτι για να τους ξυπνήσει.»
«Και τι σκέφτηκες Νικηφόρε;»
«Να στείλετε βιβλία που ξυπνούν σε όποιον τα διαβάζει την αγάπη για την χώρα των προγόνων μας! Αφού μείναμε να λεγόμαστε Ρωμιοί μόνο οι ελληνόφωνοι, ας δούμε ότι η γλώσσα μάς ενώνει κι αλλιώς. Εκτός από Ρωμιοί, έχουμε και μια κοινή ελληνική καταγωγή.»
Ο Ακομινάτος σκεφτόταν πως ήταν μια καλή ιδέα.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν πρέπει να ντρεπόμαστε για την καταγωγή μας, Νικηφόρε. Πρέπει να την τονίζουμε όλο και πιο πολύ. Θα δίναμε όραμα στους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Σήμερα λέγεται Ρωμανία, όμως, κάποτε λεγόταν Ελλάδα! Να πάψουμε να γκρινιάζουμε όταν μας αποκαλούν Γραικούς. Να λέμε ότι “Γραικοί είμαστε και περηφανευόμαστε για τη γενιά μας”. Αυτό θα ήταν αναγέννηση της Ρωμανίας! Θα υπάρχουν όμως και προβλήματα …!»
«Σαν τι προβλήματα;» απόρησε ο Νικηφόρος.
«Πρώτα απ' όλα απ' την εκκλησία. Οι μοναχοί κι οι παπάδες ξέρουν, ως τώρα, πως ό,τι είναι “ελληνικό” είναι μιαρό, ειδωλολατρικό και σατανιστικό! Με δυσκολία θα δεχτούν να λέγονται Έλληνες. Κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με την αποδοχή του διαβόλου και της αμαρτίας! Οι μοναχοί ειδικά, αν δουν να απλώνεται ένα τέτοιο εθνικό αίσθημα, θα φοβηθούν πως θα αδειάσουν οι μονές. Θα αντιδράσουν με τον μόνο τρόπο που γνωρίζουν, με κατάρες κι αφορισμούς, κρατώντας φραγγέλια. Θα ξεσηκώσουν τον αγράμματο λαό.»
«Αν προσπαθήσουν ο αυτοκράτορας, ο Πατριάρχης...»
«Όσο κι αν το παλέψουν κάποιοι φωτισμένοι άνθρωποι, οι ριζωμένες αντιλήψεις αντιστέκονται» είπε ο Ακομινάτος.
«Δώστε μου βιβλία και χειρόγραφα που να δείχνουν τις ρίζες και την καταγωγή μας. Να προβάλουν την ομορφιά του ελληνικού πνεύματος.»
«Αυτό το τελευταίο ας μείνει για αργότερα. Αυτό είναι που θα ξεσηκώσει τις μεγαλύτερες θύελλες!»
«Ωραία, λοιπόν, μαζέψτε ό,τι νομίζετε εσείς πως θα είναι χρήσιμο, Πάτερ, εσείς ξέρετε καλύτερα! Εγώ θα φροντίσω να τα πάω στη Βασιλεύουσα και στον Λάσκαρη.»
«Θα μαζέψω ό,τι μπορώ. Θα τους τα δώσεις για να τα μοιράσουν σε γενναίους Ρωμιούς που πονάνε την Ρωμανία και θέλουν τη σωτηρία της! Έλα αύριο να πάρεις αυτά που έχω για τον Νικήτα κι αυτά που θα σου ετοιμάσω για τον Λάσκαρη» είπε ο Μιχαήλ.
Ο Ακομινάτος είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Πόλη και πίστευε πως γνώριζε καλά τα αίτια της κατάπτωσής της. Είχε μελετήσει κι είχε αγαπήσει τους αρχαίους όσο τίποτε άλλο στη ζωή του. Πίστευε ότι αρκούσε η στενή επαφή μαζί τους, για να νιώσει κανείς περηφάνια και θαυμασμό για την καταγωγή του. Με έκπληξη κι απογοήτευση διαπίστωσε ότι δεν ξεπερνιούνταν τόσο εύκολα οι αγκυλώσεις αιώνων. Τις είχε καλλιεργήσει η ίδια η εκκλησία στα πρώτα χρόνια της ζωής της, όταν πάλευε να επικρατήσει. Χρειαζόταν, λοιπόν, κάτι άλλο. Έπρεπε να βρεθεί ένας λόγος κατανοητός, που να εκλαϊκεύει τις αρχαίες διδαχές. Έπρεπε να κερδίζει τους Γραικούς χωρίς να προκαλεί την αντίδραση των αγράμματων της πίστης. Για τον Μιχαήλ, οι φανατικοί δεν προσέφεραν καλές υπηρεσίες στην ορθοδοξία με τη στείρα άρνησή τους σε όλα. Κατά την δική του γνώμη, θα έπρεπε να καταδειχτεί ότι η ορθοδοξία περιείχε την δύναμη της αρχαιότητας. Μπορούσε να συμβαδίσει με το ήθος και την καλλιέργεια των αρχαίων. Πίστευε ότι η “ειδωλολατρία” των Ελλήνων πολεμήθηκε τότε που ο χριστιανισμός ξεκινούσε κι αμυνόταν. Τώρα, όμως, η νέα θρησκεία είχε φτιάξει το δικό της οικουμενικό όραμα, την αυτοκρατορία, το βασίλειο του Θεού. Δεν είχε λόγο να φοβάται πια. Η αρχαία σοφία μπορούσε να γίνει μοχλός ανανέωσης και κίνητρο για έναν νέο δυναμισμό του ελληνισμού.
Ο Μιχαήλ ήταν χαρούμενος που, επιτέλους, είχε βρει τρόπο να ξεμπλέξει το κουβάρι νεωτερισμού κι αρχαιότητας. Είχε βρει το νήμα που θα τον συνέδεε με όλα όσα είχε αγαπήσει πριν ακόμα φτάσει να γνωρίσει τούτον εδώ τον τόπο. Για πρώτη του φορά, στη θέση της απογοήτευσης μπορούσε να αντιτάξει τη δράση και την ελπίδα. Άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς για να ετοιμάσει όλα αυτά που είχαν συμφωνήσει. Ήθελε χρόνο αλλά δεν ήταν ακατόρθωτο.
Χαρούμενος ήταν κι ο Νικηφόρος κατεβαίνοντας από την Ακρόπολη. Του φαινόταν ότι τα είχε τακτοποιήσει σχεδόν όλα. Μια και πήγαινε στην Πόλη, θα πουλούσε προϊόντα της αττικής γης στους εμπόρους της. Θα έψαχνε, όμως, να βρει τον Λάσκαρη για να του δώσει το κιβώτιο του Ακομινάτου. Όλα καλά λοιπόν! Το ταξίδι αυτό, αλλιώς το είχε φανταστεί κι αλλιώς εξελισσόταν. Το σχεδίασε με τον ανομολόγητο σκοπό να ξαναδεί την Ζωή. Ύστερα βρέθηκε μια καλή αφορμή, τα βιβλία του Μιχαήλ για τον αδελφό του. Μετά εμπλουτίστηκε με εμπορικούς σκοπούς αφού θα πουλούσε εμπορεύματα στη μεγάλη αγορά της Πόλης. Στο τέλος βρήκε κι έναν ακόμα ευγενικό προορισμό, ένα όραμα για την αυτοκρατορία. Εμπορικοί σκοποί, εθνικοί στόχοι, πολιτισμός κι ανομολόγητοι πόθοι και πάθη ήταν το φορτίο του “Δήλος”. Το όνομα του πλοίου θύμιζε το αέναο φως και ξεκινούσε από την Αθήνα με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Από την πόλη που φώτισε την αρχαιότητα, στην πόλη που φώτιζε σήμερα τον κόσμο!
Για τον Νικηφόρο, όμως, άλλα ήταν τα ερωτήματα. Τον βασάνιζαν και δεν τον άφηναν να κοιμηθεί τις νύχτες. Άραγε θα την δω; Πώς θα είναι; Έφτασαν σε αυτήν οι περγαμηνές μου; Θα με θυμάται ή θα με έχει ξεχάσει; Λες να την έχουν παντρέψει; Πώς θα με δει; Θα μ’ αγαπάει ακόμα; σκεφτόταν και τα πόδια του λύγιζαν. Δεν ένιωθε σίγουρος για τις απαντήσεις. Δεν μπορώ άλλο να ζω με αυτή την άγνοια και την αναμονή, είπε στον εαυτό του.
Στρώθηκε αμέσως στη δουλειά. Με την επιτακτική του επίβλεψη οι ετοιμασίες έγιναν γρήγορα. Μέσα σε λίγες μέρες επισκευάστηκαν τα κατάρτια κι επιδιορθώθηκαν τα πανιά. Οι μαστόροι πέρασαν με πίσσα τις χαραμάδες κι άλλαξαν τα σχοινιά που τα έτρωγε η αρμύρα. Καθάρισαν καλά τις άγκυρες, διόρθωσαν τα κουπιά κι έκαναν όλα τα αναγκαία για να γίνει το πλοίο καλοτάξιδο. Φόρτωσαν τα εμπορεύματα για την Πόλη. Μαζί με αυτά φόρτωσαν και δυο κιβώτια με χειρόγραφους κώδικες. Φόρτωσαν κι ένα σωρό παλιά βιβλία. Ένα κιβώτιο θα πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη και τον Χωνιάτη κι ένα στην Νίκαια για τον Λάσκαρη.
Μίλησε με τον πεθερό του. Κατέγραψαν τους εμπόρους της αγοράς της Πόλης που θα δέχονταν ευχάριστα τα προϊόντα τους. Ήταν όλα γεννήματα της αττικής γης. Μέλι, μεταξωτά, λάδι και βελέντζες. Όλα αυτά παράγονταν στο “Καρτέρι” κι υπολόγιζαν να πιάσουν καλές τιμές. Οι εμποροπανηγύρεις στην Βασιλεύουσα και στις κοντινές πόλεις προσέφεραν ευκαιρίες για κέρδος. Αυτός ήταν κι ο λόγος που οι Βενετοί ήθελαν οπωσδήποτε να κάνουν δική τους την Κωνσταντινούπολη. Είχε συγκεντρωθεί πλούτος απίστευτος εδώ. Όμοιός του δεν υπήρχε πουθενά αλλού στην οικουμένη. Το παγκόσμιο εμπόριο, για εννιακόσια χρόνια τώρα, περνούσε ολόκληρο από εδώ. Έτσι, είχε χτιστεί μια υπέρλαμπρη πόλη που θάμπωνε όποιον την αντίκριζε. Αυτή η εκτυφλωτική λάμψη, ήταν το αντικείμενο του πόθου των “προσκυνητών” που καιροφυλακτούσαν έξω από τα τείχη. Η “θεοφύλακτη” πόλη ήταν το υποψήφιο, ποθητό για λεηλασία, θύμα τους. Ήθελαν για να μπουν σαν κατακτητές και να την λεηλατήσουν.
Ο Μιχαήλ Ακομινάτος, συνοδεία με τον Φρούραρχο των Αθηνών, ήρθε στο λιμάνι του Πειραιά. Θα αποχαιρετούσε από κοντά το “Δήλος” και το πλήρωμά του. Ήθελε να κάνει ένα ευχέλαιο και να δώσει προσωπικά τις ευλογίες του για καλό ταξίδι. Ήταν εκεί κι ο βοηθός και γραμματέας του Γεώργιος Βαρδάνης που χαμογελούσε. Αυτός ήξερε κάτι παραπάνω από όλους τους άλλους.
«Έμαθα πως, εκτός από το κιβώτιο για τον Νικήτα, εσύ βρήκες κι άλλο κιβώτιο για τον Λάσκαρη» είπε γελώντας. «Σε ήξερα για εφευρετικό, όμως, ξεπέρασες τις προσδοκίες μου.»
Είχε ένα πονηρό βλέμμα στα μάτια.
«Ναι, Γεώργιε» απάντησε ο Νικηφόρος χαμογελώντας. «Τελικά οι ανάγκες ήταν πολλές!»
Ολόκληρη η οικογένεια των Καρτεράνων ήρθε για τον αποχαιρετισμό. Η Αγνή ήταν εκεί με την μικρή Μαριαθηνούλα. Η ελάχιστα πρησμένη κοιλιά της μόλις που έδειχνε πως ήδη κυοφορούσε έναν δεύτερο καρπό τους. Ήταν και τα αδέλφια της, οι γονείς κι οι παππούδες κι αρκετοί από το προσωπικό απ’ το “Καρτέρι” κι απ’ το “Σερφιώτικο”.
Ο Λέων, ο εικοσάχρονος αδελφός της Αγνής, θα ήθελε πολύ να κάνει αυτό το ταξίδι. Ήθελε να γνωρίσει καινούριους τόπους και να μάθει να κυβερνά ένα πλοίο. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα ο Νικηφόρος θα τον έπαιρνε μαζί του. Τα σχέδιά του για το μέλλον προέβλεπαν να δώσει το “Δήλος” κάποια στιγμή στον Λέοντα. Εκείνος θα γινόταν στεριανός, δεν το χρειαζόταν. Τώρα, όμως, προείχαν άλλα πράγματα. Δεν θα το ομολογούσε, όμως προείχε γι αυτόν η ελευθερία κινήσεων που έπρεπε να έχει εκεί που πήγαινε. Δεν μπορούσε να έχει τον αδελφό της Αγνής να τον παρακολουθεί, θέλοντας και μη, στο κάθε του βήμα. Βρήκε κάτι για να του αρνηθεί.
«Θέλω έμπειρους ναυτικούς μαζί μου. Πρέπει να κάνω τη δουλειά στα γρήγορα. Δεν θα έχω χρόνο να σου μάθω αυτά που πρέπει να μάθει ένας ναυτικός. Κάποτε θα γίνεις κι εσύ ναύαρχος, κι αυτό το πλοίο θα γίνει δικό σου.»
«Αλήθεια; Είσαι τόσο καλός, Νικηφόρε» του είπε ο Λέων ενθουσιασμένος. «Θα γίνω καλός ναύαρχος, αντάξιος σου!»
Μέσα στη βιασύνη του να φύγει, είχε υποσχεθεί ακόμα και το πλοίο του να δώσει στον Λέοντα! Ήταν νωρίς για τέτοιες υποσχέσεις, αλλά, δεν υπολόγιζε τίποτα στον πυρετό του να φύγει. Κανείς, ωστόσο δεν έπρεπε να υποπτευτεί το παραμικρό σχετικά με τον πραγματικό του σκοπό.
«Αγάπη μου, θα σε περιμένουμε και οι τρεις» του είπε η Αγνή δείχνοντας του τον τρίτο άνθρωπο στην κοιλιά της
«Θα γυρίσω σύντομα, όπως είπαμε.»
«Να είσαι καλοτάξιδος και να μας σκέφτεσαι! Εμείς εδώ θα σε περιμένουμε όπως όταν είμαστε στο σκοτάδι και περιμένουμε το φως του ήλιου!» του είπε.
«Θα είμαι εδώ στα γεννητούρια» της υποσχέθηκε.
Το “Δήλος” ξεκίνησε. Είχε μαζί του τον Νικηφόρο, ιδιοκτήτη και ναύαρχό του και ναύτες που ήταν όλοι έμπειροι θαλασσόλυκοι. Είχε μέσα στα αμπάρια του τα κιβώτια με τις περγαμηνές για τον Νικήτα και τον Λάσκαρη. Παρακαταθήκες για το Βασίλειο του Θεού αλλά και για την αναγέννηση της αυτοκρατορίας. Είχε και τα προϊόντα της Αττικής γης για την Βασιλεύουσα και τα κοντινά της λιμάνια.
Κάθισε πάλι κοντά στο μεγάλο κατάρτι και κοίταξε την πρύμνη. Δεν ήταν κανείς εκεί αλλά στα δικά του μάτια άρχισε να σχηματίζεται σιγά-σιγά το είδωλό της. Ήταν φανταστικό μεν, αλλά, τόσο καθαρό και δυνατό που τον συγκίνησε για μια ακόμη φορά. Από τότε που την είχε πρωτοδεί είχαν συμβεί πολλά. Ένας Αλέξιος είχε χάσει τον θρόνο του κι ένας άλλος Αλέξιος τον είχε κερδίσει. Μια αγάπη είχε μαραθεί και μια άλλη είχε ανθίσει. Ο Ζήσιμος, είχε φύγει από τη ζωή αλλά η μικρή Μαριαθήνα, είχε έρθει. Κι εκεί που δεν έπρεπε, είχε ανάψει ένας πόθος ανεκπλήρωτος κι αδιέξοδος που είχε γίνει τώρα καημός μεγάλος.
Τώρα έκανε πάλι την ίδια διαδρομή από τον Πειραιά για την Βασίλισσα Πόλη του κόσμου. Χωρίς τους Φράγκους που πήρε από τον Εύριπο και την κακοτυχία που του έφεραν. Αντί γι αυτούς είχε εμπορεύματα και κιβώτια που του έδιναν και την δικαιολογία για το ταξίδι. Χωρίς τη ίδια τη Ζωή, αλλά μαζί με τη σκέψη της. Και με το κόκκινο μαντίλι της με τον λευκό κρίνο σφιγμένο στην παλάμη του.

******************************************
Αύριο η συνέχεια με το πρώτο μέρος του 7ου κεφαλαίου