Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

24 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 24η

Το Β' μέρος του 7ου κεφαλαίου τιτλοφορείται "Στον Παράδεισο" κι είναι όντως ο παράδεισος για τον Νικηφόρο και την Ζωή. Είναι ένας μήνας μέσα στον οποίο έζησαν εμπειρίες για μιαν ολόκληρη ζωή. Είναι η διαδρομή τους από την Νικομήδεια μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Λίγο πριν πέσει η Πόλη.
***********************************
παραπομπές:
(*1)
Σήμερα εκεί είναι η πόλη Τούζλα, κέντρο ναυπηγικό και, γεωγραφικά, ο τελευταίος στη σειρά δήμος της Κωνσταντινούπολης στην ασιατική της πλευρά.
(*2)
Μια δρούγγα ήταν ένα στρατιωτικό σώμα με 2.000 έως και 6.000 στρατιώτες με κανονική σύνθεση, επίσης ήταν και ένας στόλος με αντίστοιχο αριθμό ναυτών. 

 
Β’ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

Έκατσαν στο πανδοχείο τρεις μέρες και τρεις νύχτες και βγήκαν από αυτό ελάχιστα. Εκεί έτρωγαν, έπιναν, έκαναν έρωτα και μιλούσαν για την ομορφιά, την αγάπη, τα βουνά και τη θάλασσα. Μιλούσαν για τα παιδικά τους χρόνια και για τις επιθυμίες τους, για την αθωότητά τους και πώς την έχασαν. Θυμούνταν τα όνειρα και αυτά που τους είχαν λείψει. Δεν είπαν κουβέντα για τον πραγματικό κόσμο που περίμενε έξω απ’ αυτό το πανδοχείο. Είπαν τα πάντα για έναν άλλο κόσμο που ήταν ανύπαρκτος για τους τρίτους κι ονειρικός γι αυτούς. Ήταν ο μοναδικός κόσμος που μπορούσε να χωρέσει ευπρόσδεκτα τον αδιέξοδο έρωτά τους.
Κάποια στιγμή η Ζωή του θύμισε τα ποιήματα που έφτιαχναν μαζί και τις ζωγραφιές που τα συνόδευαν. Είδαν ξανά τα γράμματα που της έστελνε εδώ και μήνες. Περγαμηνές τυλιγμένες σε ρολά γεμάτες λόγια, συναισθήματα και καημό. Τα ξαναδιάβασαν μαζί ένα προς ένα. Για τον Νικηφόρο αυτό ήταν μια διαδικασία κάθαρσης κι ανακούφισης. Όλη η ένταση του αποχωρισμού τους το περασμένο καλοκαίρι κι η αγωνία αν θα την ξαναδεί, είχαν φωλιάσει εκεί μέσα. Τώρα έβρισκαν επιτέλους μια διέξοδο. Καθώς της τα διάβαζε ένιωθε πως την αγαπούσε ακόμα περισσότερο.
Του έδειξε κι εκείνη γράμματα που είχε γράψει, αλλά, δεν τα είχε στείλει ποτέ. Δεν ήξερε αν θα έφταναν στα χέρια του ή σε ξένα κι ακατάλληλα χέρια. Είχε φτιάξει μικρογραφίες στο περιθώριο των σελίδων με σκηνές από την Βιθυνία, τις πόλεις, και την ύπαιθρο. Είχε φτιάξει και ζωγραφιές με τοπία μέσα στα οποία ήταν εκείνος που καθόταν ή περπατούσε.
«Σε ζωγράφιζα λες και σου έκανα μάγια για να σε έχω κοντά μου» του είπε.
«Παγανισμός!» της ψιθύρισε. «Που θα πει ερωτισμός, που θα πει σε θέλω!»
«Κι εγώ σε θέλω» του απάντησε προκαλώντας τον.
Έκαναν και ξαναέκαναν έρωτα έχοντας χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Δεν ξεμύτιζαν από το δωμάτιο παρά μόνο για να φάνε, να πλυθούν και για κάποιους μικρούς περιπάτους. Όλα κατέληγαν σε παιχνίδια και πειράγματα που τους άναβαν την ερωτική διάθεση και ξανά πάλι απ’ την αρχή.
«Είναι πραγματική ζωή αυτό που ζούμε;» αναρωτιόταν εκείνος μερικές φορές φωναχτά.
«Δεν μπορεί!» του απαντούσε. «Αν ήταν έτσι η ζωή, ποιος θα νοιαζόταν για τον παράδεισο;»
«Τι θα κάνουμε;» αναρωτήθηκε μόλις συνήλθε μετά από τρεις μέρες έρωτα.
«Πόσο χρόνο έχεις δικό σου;» τον ρώτησε. «Πόσο χρόνο μπορείς να ξοδέψεις χωρίς κανείς να ανησυχήσει για σένα;»
«Αρκετό! Δυο τρεις εβδομάδες, ίσως κι ένα μήνα.»
«Περίπου τόσο καιρό μπορώ να εξασφαλίσω κι εγώ με ένα γράμμα στη μητέρα μου!»
«Ένας μήνας με τη Ζωή, ίσον μια ζωή!» αναφώνησε ο Νικηφόρος.
Καθώς ερχόταν με το πλοίο, είχε δει στις μικρασιατικές ακτές πολλά όμορφα μέρη. Μικρά χωριά μέσα σε καταπράσινα δάση όπου μπορούσε κανείς να απομονωθεί. Πρέπει να ήταν ασφαλή, τόσο κοντά στην Πόλη. Με τους αγκώνες του στην κουπαστή και την ελπίδα να την ξαναδεί, είχε ονειρευτεί να ζήσει μαζί της σ’ αυτά τα μέρη. Νά, λοιπόν, που τώρα ξαφνικά τού παρουσιαζόταν η ευκαιρία. Της το πρότεινε κι εκείνη έδειξε ενθουσιασμένη.
«Θα πήγαινα μαζί σου και στην κόλαση!»
«Εγώ όμως ψάχνω έναν παράδεισο για να σε πάω, γλυκιά μου Ζωή. Θέλω να ζήσω μαζί σου σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο στον κόσμο εκτός από εμάς.»
«Πάμε, λοιπόν, να μου χαρίσεις τον παράδεισο.»
Έφυγαν αφού άφησαν μια επιστολή για την Δέσποινα Άννα Αγγελίνα με τη σημείωση «για την Κυρία Ευανθία».
Με τα άλογα που είχε αγοράσει, πήραν τον δρόμο για την Κωνσταντινούπολη πλάι στην παραλία. Προχωρούσαν αργά κι απολάμβαναν τις διαδρομές και τα τοπία. Δεν σκόπευαν να μπουν στην Πόλη πριν να περάσει ένας μήνας. Υπήρχαν αρκετά χωριά, για ξεκούραση, στην πορεία τους. Στόχος τους ήταν να βρουν ένα μέρος για να ζήσουν εκεί τις μέρες που είχαν στη διάθεσή τους. Έκανε κρύο, ιδιαίτερα τις νύχτες, έπρεπε λοιπόν να βρουν κατάλυμα. Ρώτησαν πολλούς στη διαδρομή τους για ένα τέτοιο μέρος. Ένας ψαράς σε ένα χωριό τούς είπε πως είχε μια καλύβα έξω από το παραθαλάσσιο χωριό Ακρίτας(*1). Θα τους την έδινε για μερικά αργυρά νομίσματα αν τους άρεσε. Τους υπέδειξε τον τρόπο που θα τον έβρισκαν και τους είπε ότι θα ετοίμαζε το σπίτι και θα τους περίμενε. Ο Νικηφόρος έψαχνε ένα χώρο και δεν τον ένοιαζε αν θα ήταν αρχοντικό ή φτωχικό. Ήθελε να ζήσουν ελεύθεροι και απομονωμένοι. Η καλύβα αυτή ήταν ό,τι έπρεπε.
«Είμαστε τόσες μέρες μαζί» της είπε κάποια στιγμή που ξεκουράζονταν. Ήταν σε μια πηγή κοντά σε ένα μοναστήρι στο δρόμο τους. «Πότε σκοπεύεις να μου πεις πώς πέρασες όλον αυτόν τον χρόνο που δεν είχα κανένα νέο σου;»
«Έχω πολλά να σου πω για όλους μας εδώ στη Νίκαια. Είναι κι οι εξελίξεις στη Βασιλεύουσα που εδώ τις μαθαίνουμε τακτικά και εύκολα. Όμως, όλον αυτόν τον καιρό που είμαστε μαζί, δεν πρόλαβα να πω λέξη. Ένιωθα πως ήμουν συνέχεια σε ένα όνειρο και φοβόμουν μη ξυπνήσω.»
«Θα μου τα πεις, λοιπόν, όλα μαζί τώρα.»
Του διηγήθηκε όσα είχαν γίνει. Του είπε για την πτώση του Αλέξιου Δ’ από την επανάσταση του όχλου στα τέλη Γενάρη. Τότε βρήκε ευκαιρία ο Αλέξιος Μούρτζουφλος, γαμπρός του Αλέξιου Γ’, και συγγενής του Αλέξιου Δ’, να ανέβει στον θρόνο. Του είπε την ιστορία του άτυχου Νικόλαου Καναβού που ο Μούρτζουφλος τον στραγγάλισε. Έτσι δεν υπάρχει άλλος εν ζωή διεκδικητής του θρόνου. Του είπε για τον Θεόδωρο Λάσκαρη και τα αδέλφια του. Δεν ήταν πλέον φυγάδες καταζητούμενοι και ξαναγύρισαν στην Κωνσταντινούπολη. Η Άννα Αγγελίνα, όμως, έμεινε στη Νίκαια.
«Μαζί της μείναμε κι εγώ με τη μητέρα μου. Δεν είναι άσχημη η ζωή μας. Η Άννα μας φέρετε πολύ καλά.»
Του είπε πόσο αρνητικοί ήταν στη Βιθυνία, και σε όλη την Προποντίδα, για την Βασιλεύουσα και τους άρχοντές της.
«Ο Θεόδωρος τα βρήκε σκούρα. Πολλοί προτιμούν την εξουσία των Λατίνων προκειμένου να απαλλαγούν από τους φοροεισπράκτορες. Θέλουν να τιμωρήσουν την βασιλεύουσα για την αδιαφορία της» του εξήγησε.
Δεν μπορούσαν βέβαια να αρνηθούν ή να διώξουν τους Λασκαραίους που έχουν κτήματα και πρόνοιες μεγάλες. Τους ανέχτηκαν να μείνουν αλλά με ψυχρότητα και χωρίς διάθεση να στρατευτούν μαζί τους. Δεν σκόπευαν να βοηθήσουν την Κωνσταντινούπολη που κινδυνεύει από τους Λατίνους. Η Ζωή του είπε ότι όλα αυτά την είχαν παραξενέψει καθώς, αλλιώς φανταζόταν το κύρος της Ρωμανίας. Περίμενε αυτά τα μέρη να είναι πιστά στην αυτοκρατορία καθώς ήταν ρωμαϊκά κι ελληνικά για χιλιάδες χρόνια. Ο Θεόδωρος κι ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης κατάφεραν, τελικά, με τα χίλια ζόρια να γίνουν αποδεκτοί. Στην επιστροφή τους στην Πόλη πήραν μαζί τους και μια δρούγγα(*2) με χίλιους περίπου στρατιώτες και ιππείς. Με αυτούς θα ενίσχυαν την άμυνά της, καθώς, βρισκόταν υπό πολιορκία. Ο Θεόδωρος άφησε πίσω του την σύζυγό του Άννα Αγγελίνα για να διατηρήσει επαφή με τα μέρη αυτά. Δεν ήθελε να ξαναβρεθεί στην δύσκολη θέση να μην τον δέχονται ούτε καν σαν φυγά.
«Δεν ήξερα την κατάσταση κι έμεινα έκπληκτη» είπε η Ζωή. «Κανείς δεν πιστεύει κανέναν και τίποτε. Η Νέα Ρώμη έχει χάσει το κύρος της και την επιβολή της εδώ.»
«Το είδα κι εγώ στα λιμάνια της Προποντίδας. Παντού είναι πυρ και μανία με την βασιλεύουσα!»
«Η Ρωμανία ζει ένα δράμα, μοιάζει να διαλύεται.»
«Βρέθηκε κι άλλες φορές σε δύσκολη θέση και πάντα τα κατάφερνε. Έτσι έζησε εννιακόσια χρόνια» είπε ο Νικηφόρος. «Όμως, ας αφήσουμε τη Ρωμανία. Πες μου πως τα κατάφερες και εξασφάλισες τόσο πολύ ελεύθερο χρόνο μακριά από την μητέρα σου; Και πώς ήξερες που θα με βρεις;»
«Ζήτησα από την Άννα Αγγελίνα να με βοηθήσει. Μου βρήκε μια καλή κάλυψη ώστε να φύγω χωρίς να ανησυχήσει η μάνα μου. Όσο για τον ερχομό σου πρέπει να ξέρεις πως πάντα σε περίμενα. Φρόντιζα να μαθαίνω για τα πλοία που έρχονταν από την Αθήνα στα μέρη μας. Έμαθα πως ένα εμπορικό από Πειραιά είχε έρθει στη Νικομήδεια και πουλούσε προϊόντα της Αττικής. Ρώτησα για το όνομα του πλοίου. Όταν το έμαθα κατάλαβα ότι επιτέλους είχες έρθει. Πήγα στο πανδοχείο και σε ειδοποίησα με τον πιτσιρικά.»
«Είναι απίστευτο ότι βρεθήκαμε με αυτόν τον τρόπο.»
«Η μοίρα παίζει πολλά παιχνίδια. Αυτό ήταν ένα από τα καλά» του είπε.
«Όχι απλά “από τα καλά” ... το καλύτερο!» της είπε εκείνος. «Πες μου όμως για τη ζωή σου εδώ.»
Του είπε πως περνούσε τις μέρες της σε ένα αρχοντικό στην Προύσα. Με την Άννα Αγγελίνα ήταν περισσότερο φίλες παρά αρχόντισσα με υποτακτική. Η κυρά Ευανθία είχε γίνει ο οικονόμος του αρχοντικού. Ο καιρός όμως περνούσε βαρετά. Η ζωή στους γυναικωνίτες δεν προσφέρει ιδιαίτερες απολαύσεις. Η μέρα της περνούσε πλέκοντας, γράφοντας αραιά και πού χρονικά και ζωγραφίζοντας αυτά που του είχε δείξει. Όλη την ημέρα τον σκεφτόταν και το οξυγόνο που την έτρεφε ήταν τα γράμματά του. Όταν έρχονταν από την Αθήνα στο αρχοντικό, την έκαναν να νιώθει πως άξιζε να ζει. Αποφάσισε πως δεν άξιζε τον κόπο να περιμένει να βρει έναν άλλον άντρα ή έναν νέο έρωτα για να ξεχάσει τον παλιό. Όταν ξαναβρίσκονταν, θα του δινόταν ολόψυχα. Θα ζούσε μαζί του όσο μπορούσε κι ύστερα θα αποσυρόταν σε μοναστήρι. Ανυπομονούσε να ζήσει αυτό που ζούσαν τώρα κι αδιαφορούσε αν θα το πλήρωνε με την υπόλοιπη ζωή της. Δεν της φαινόταν αβάσταχτη ούτε αυτή ούτε καμιά άλλη πληρωμή.
«Είναι το μόνο που μου μένει να κάνω» του είπε η Ζωή. «Μια γυναίκα που δεν είναι παρθένα ή ξαναπαντρεμένη δεν πρόκειται να παντρευτεί ποτέ! Δεν θέλω να ζω με την ελπίδα ότι κάποιος κάποτε απλά θα με δεχτεί. Δεν θέλω μια τέτοια μοίρα. Δεν είναι περηφάνια, αυτή είμαι!»
«Είναι σκληρή η απόφαση σου και δεν θα σε αφήσω να την πραγματοποιήσεις» της είπε.
«Άσε με τώρα εμένα» του είπε η Ζωή. «Πες μου εσύ για τη δική σου ζωή στην Αθήνα.»
«Είναι υπέροχο μέρος η Αθήνα κι είχαμε ένα χειμώνα μαλακός. Δεν είχαμε, όμως, καλή παραγωγή.»
Της είπε για την προσπάθειά του να την ξεχάσει και πόσο μάταιο ήταν αυτό. Δεν την έβγαλε στιγμή από το μυαλό του. Της είπε για το “Σερφιώτικο” που ολοκληρώθηκε. Άρχισε να βγάζει μια πρώτη παραγωγή από ελιές και κηπευτικά. Της είπε και για την κόρη του που ο Ακομινάτος βάφτισε Μαρία-Αθήνα και την λένε Μαριαθήνα. Δεν ήθελε ούτε μπορούσε ούτε ένιωθε καμιά ανάγκη να της κρύψει το παραμικρό. Το πόσο την αγαπούσε ήταν τόσο φανερό που δεν χρειαζόταν ψέματα ή υπερβολές για να την πείσει. Της είπε για τον Γεώργιο Βαρδάνη που τον βοήθησε να βρει αφορμή για το ταξίδι αυτό. Τέλος, της είπε και για την Νικομήδεια. Το γράμμα της τον βρήκε πάνω που ετοιμαζόταν φύγει ψάχνοντας στα τυφλά.
Συνέχισαν την πορεία τους και βρήκαν την καλύβα του ψαρά. Ήταν ένα περιποιημένο αγροτόσπιτο, σε μια απόμερη παραλία κοντά στο χωριό Ακρίτας. Ήταν περίπου στο μέσον της διαδρομής από την Νικομήδεια ως την Πόλη. Ο ψαράς άφησε και τη βάρκα του κι έφυγε με ένα γαϊδούρι.
«Έχει τρόφιμα για δυο-τρεις μέρες. Μετά να βρείτε την τροφή σας μόνοι σας» τους είπε. «Μπορείς παλικάρι μου να κυνηγάς, να ψαρεύεις ή να αγοράσεις κάτι από το χωριό.»
«Θα βρω τον τρόπο» του είπε ο Νικηφόρος. «Αυτό που θέλω είναι να έχουμε την ησυχία μας.»
«Δεν πρόκειται να σας ενοχλήσει κανείς. Να κοιτάτε, όμως, τι γίνεται τριγύρω. Δεν έχει ληστές αλλά, καλού κακού, να είστε προσεκτικοί.»
Η καλύβα είχε έναν μικρό κήπο γύρω της. Εκεί κοντά ανάβρυζε από μια σχισμή γάργαρο παγωμένο το νερό. Μέσα στο σπίτι υπήρχε μια ξυλόσομπα και προστατευμένα πρόχειρα κομμένα ξύλα. Έτσι, είχαν θέρμανση. Αν χρειαζόταν, στο δάσος υπήρχαν δέντρα για να βρουν κι άλλα ξύλα.
Πλήρωσε προκαταβολικά νοίκι τριών μηνών, αν και σκόπευαν να κάτσουν λιγότερο από ένα. Εγκαταστάθηκαν στο, προσωρινά, δικό τους ”σπιτικό”. Έμοιαζαν με ζευγάρι φτωχών ανθρώπων της κατώτερης τάξης, ο ψαράς κι η γυναίκα του. Έτσι, δεν θα έδιναν στόχο και σε τυχόν ληστές της περιοχής. Ψάρευαν με τη βάρκα, έπαιρναν τα αυγά από τις κότες που υπήρχαν στην αυλή, είχαν κάποια λαχανικά απ’ τον κήπο. Με αυτά ζούσαν. Αγόρασαν από το κοντινό χωριό μερικά τρόφιμα, δίχτυα, κεριά, λινάρι, σχοινί, και μικροπράγματα. Ο Νικηφόρος πήγαινε συνήθως στον Ακρίτα μόνος με τη βράκα. Δεν ήθελε να φανερώσει στους χωριάτες την Ζωή. Απέφευγε να ανοίξει την όρεξη τυχόν κακοποιών στοιχείων που θα μπορούσαν να τους ενοχλήσουν. Κρύφτηκαν, στην ουσία, από τον κόσμο κι απομονώθηκαν εντελώς από όλους κι απ’ όλα.
Ήταν η μακράν των άλλων πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής τους. Η ψαράδικη καλύβα είχε μετατραπεί σε επίγειο παράδεισο για δύο. Ξέχασαν όχι μόνο τους Αλέξιους και τους Λασκαραίους αλλά και τους δικούς τουε ανθρώπους. Ξέχασαν την Αγνή και τη Μαριαθήνα, τους Καρτεράνους και την κυρά Ευανθία. Ξέχασαν τους προσκυνητές σταυροφόρους, Ενετούς και Φράγκους, αλλά και τους Ρωμιούς υπερασπιστές της Πόλης. Ξέχασαν σημαίες κι εμβλήματα, πατρίδες και θρησκείες και οικογένειες. Έμειναν μόνοι αλλά γεμάτοι ο καθένας από την παρουσία του άλλου.
«Αυτό που ζούμε εδώ με αλλάζει, με κάνει καλύτερη» του είπε η Ζωή κάποια στιγμή.
«Το ίδιο νιώθω κι εγώ. Κι αναρωτιέμαι πως θα είναι η ζωή μου μετά από αυτό» είπε κι ο Νικηφόρος.
Πώς θα επέστρεφαν σε ένα παρελθόν που φαινόταν απόμακρο κι αδιάφορο. Οι μέρες περνούσαν ανεπαίσθητα. Με κρύο ή πιο μαλακό καιρό, με συννεφιά ή με ήλιο ή με βροχή, ήταν όλες γεμάτες με έρωτα. Κανένα ρόλο δεν έπαιζε αν ήταν το γεύμα τους πλούσιο ή λιτό, αν είχαν κρασί να το συνοδεύσουν ή όχι. Κανένα σύννεφο δεν σκίασε την σχέση τους που έμοιαζε ονειρική. Κανείς μελλοντικός κήπος της Εδέμ δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτή την επίγεια ευτυχία.
Μια μέρα όλα πήγαν να χαλάσουν. Εκείνος είχε φύγει με τη βάρκα για να ψωνίσει τρόφιμα, κρέας παστό και κριθάρι, από τον Ακρίτα. Η Ζωή αποφάσισε να βγάλει μόνη της το δίχτυ που είχαν ρίξει μαζί κοντά σε μια θαλασσινή σπηλιά. Είχε κρύο και αρκετό κύμα και πήγε πολύ προσεκτικά, όπως τον είχε δει να κάνει εκείνος. Γλίστρησε, όμως, και κινδύνεψε να πέσει στα βράχια της θάλασσας και να τσακιστεί. Έγειρε το σώμα της και προτίμησε να πέσει προς την άλλη μεριά. Εκεί, υπήρχε ένα άνοιγμα στο χώμα με βάθος μερικών μέτρων. Χτύπησε λίγο με το πέσιμο, αλλά, δεν τραυματίστηκε. Παγιδεύτηκε, όμως, μέσα στον λάκκο και, παρά τις προσπάθειές της, δεν κατάφερε να βγει μόνη της από εκεί. Την έπιασε σχεδόν μαύρη απελπισία και φοβήθηκε μην την βρει το σκοτάδι. Ο Νικηφόρος γύρισε από τον Ακρίτα και δεν την βρήκε στην καλύβα. Βγήκε για να την ψάξει κι έκανε σαν τρελός. Είχε φοβηθεί μήπως είχε δεχτεί επίθεση και την είχαν απαγάγει για να την πουλήσουν σκλάβα. Έκανε αρκετούς γύρους στην περιοχή, φωνάζοντας το όνομά της χωρίς ανταπόκριση. Λίγο πριν νυχτώσει, έφτασε εκεί όπου είχε απλώσει το δίχτυ. Η Ζωή κάτι κατάλαβε κι έβαλε τις φωνές. Την άκουσε και την βρήκε μέσα στον λάκκο.
«Τρόμαξα. Φοβήθηκα πως δεν θα σε ξαναδώ» του είπε.
«Τρελάθηκα. Δεν μπορώ ούτε να το σκέφτομαι πως θα ζήσω χωρίς εσένα» της είπε.
«Όμως, το ξέρεις πως δεν θα είμαστε εδώ για πάντα» του είπε και χώθηκε στην αγκαλιά του.
Τρόμαξαν από το συμβάν. Άρχισαν να προσέχουν κι οι δυο περισσότερο τις κινήσεις τους. Δεν απέφυγαν, όμως, ένα ακόμη δυσάρεστο γεγονός. Ο Νικηφόρος τσιμπήθηκε από ένα σκαθάρι, ένα είδος σκορπιού, και δέχτηκε στον οργανισμό του δηλητήριο. Ο οργανισμός του αντέδρασε, Έκαιγε στον πυρετό επί δυο ολόκληρες μέρες μέχρι να του περάσει και να σηκωθεί υγιής. Αυτές τις δυο μέρες δεν έτρωγε τίποτα, μόνο έπινε νερό όταν διψούσε κι εκείνη, δίπλα του έκανε το ίδιο. Δεν είχε καμιά όρεξη να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτόν. Όλες οι αξίες με τις οποίες είχαν μεγαλώσει, εδώ στον παράδεισό τους, είχαν πάρει άλλες διαστάσεις.
Τις υπόλοιπες μέρες έζησαν την απόλυτη ευτυχία στον μικρό παράδεισο στον οποίο είχαν εγκατασταθεί.
«Δεν θέλω να ζήσω τίποτε άλλο μετά από αυτό!» του έλεγε ψιθυρίζοντας ξαπλωμένη στην αγκαλιά του. «Αλήθεια, δεν θα με πείραζε καθόλου αν πέθαινα τώρα!»
«Σε καταλαβαίνω και νιώθω το ίδιο. Αυτές τις μέρες που ζούμε εδώ μαζί, έχει αλλάξει ο τρόπος που έβλεπα και που θα βλέπω τη ζωή.»
«Χάιδεψέ με, φίλησέ με κι άσε με να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου!»
Τα μάτια της έκλεισαν και το πρόσωπό της απέκτησε ένα γαλήνιο ύφος. Η Ζωή απολάμβανε την κάθε στιγμή και την κάθε ανάσα. Τα μαύρα μαλλιά έπεφταν στους γυμνούς ώμους της κι έφτιαχναν με το κάτασπρο δέρμα της μιαν αντίθεση που τον γοήτευε. Θα ήθελε να μην την ενοχλήσει στην μακαριότητά της. Δεν άντεξε να μην χαϊδέψει τον λαιμό και το σαγόνι της. Ακούμπησε απαλά με το εξωτερικό μέρος των δαχτύλων του το μάγουλό της. Του φαινόταν τόσο όμορφη και τόσο γλυκιά!
«Σ’ αγαπάω!» της ψιθύρισε.
Εκείνη κούνησε ελάχιστα τον ώμο της κι ένα αδιόρατο χαμόγελο έσκασε στα χείλη της. Δεν του απάντησε. Σφίχτηκε μόνο επάνω του σαν να ήταν και πάλι αυτή η τελευταία τους στιγμή.

***********************************
Η συνέχεια την Δευτέρα