Από σήμερα μπαίνουμε στο 5ο κεφάλαιο. Ο τίτλος του είναι "Στο Δήλος".
Οι σταυροφόροι επιβάλουν την θέλησή τους στην Κωνσταντινούπολη με τον νέο αυτοκράτορα Αλέξιο Δ' που διαδέχεται τον Αλέξιο Γ' που το έσκασε.
Οι σταυροφόροι επιβάλουν την θέλησή τους στην Κωνσταντινούπολη με τον νέο αυτοκράτορα Αλέξιο Δ' που διαδέχεται τον Αλέξιο Γ' που το έσκασε.
Στο Α' μέρος αυτού του κεφαλαίου που δημοσιεύουμε σήμερα περιγράφεται η περιπέτεια του Θεόδωρου Λάσκαρη που βρέθηκε φυλακισμένος στην Κωνσταντινούπολη. Ο Θεόδωρος με την γυναίκα του Άννα-Αγγελίνα διέφυγαν στις απέναντι ακτές της Βιθυνίας όπου είχαν κτήματα και περιουσία.
Στα επόμενα μέρη Β' και Γ' και Δ' ολοκληρώνεται το ταξίδι του "Δήλος" από την Πόλη στην Βιθυνία. Θα κρατήσει όλη αυτή την εβδομάδα με ένα μέρος αυτού του 5ου κεφαλαίου κάθε μέρα. Όλα αυτά συμβαίνουν το 1203 μ.Χ. Οι σταυροφόροι έχουν επιβάλει τον δικό τους αυτοκράτορα και μπαινοβγαίνουν στην Πόλη με όλη τους την άνεση.
************************************************
1203
μ.Χ.
Α’
Η ΦΥΓΗ
Την
ημέρα της στέψης των συναυτοκρατόρων,
Ισαάκιου Β’ και του γιου του Αλέξιου
Δ’. η Πόλη γιόρταζε. Τα μέτρα ασφάλειας
κι ελέγχου στην Βασιλεύουσα είχαν
ατονήσει καθώς η φρουρά είχε μαζευτεί
στην Αγία Σοφία. Η τελετή θα γινόταν εξ
ολοκλήρου στο προαύλιο και στον κήπο
της μεγάλης εκκλησίας. Ήταν Αύγουστος
κι η ζέστη ήταν αποπνικτική στο εσωτερικό
του ναού. Καθόλου δεν μειωνόταν η
λαμπρότητα της τελετής που θα ήταν
σύμφωνη με την μεγαλειώδη, πανάρχαια
ρωμαϊκή εθιμοτυπία. Η αυτοκρατορική
στέψη απαιτούσε την παρουσία όχι μόνο
του Πατριάρχη αλλά και των αρχόντων και
του στρατού. Ήταν οι ευγενείς, οι
αξιωματικοί, οι συντεχνίες των δήμων
κι όλοι οι τιτλούχοι.
Ο
λαός δεν ήταν χαρούμενος με τον νέο
αυτοκράτορα. Περιφρονούσαν τον Αλέξιο
τον Γ’ που το είχε σκάσει αντί να
υπερασπιστεί την Πόλη. Το είχε σκάσει
σαν κλέφτης χωρίς να μετρήσει τις
συνέπειες.. Όμως, δεν ήθελαν ούτε κι
αυτόν τον Αλέξιο που είχε φέρει τους
Φράγκους έξω από τα τείχη της Πόλης.
Ήταν, όμως, τόσο αγανακτισμένοι με τον
προηγούμενο, που
κάποιες ελπίδες τούς γεννούσε η αλλαγή.
Κάποιοι, μάλιστα, ένιωθαν ακόμα και
ανακούφιση.
Ο
Θεόδωρος Λάσκαρης, αριστοκράτης Ρωμαίος
ήταν από ευγενική γενιά, γαμπρός του
φυγάδα Αλέξιου Γ’. Ήταν φυλακισμένος
και δέκα μέρες, από όταν ο Αλέξιος Δ’
μπήκε στην Πόλη. Ωστόσο, μέσα στη γενική
χαλάρωση για την στέψη, κατάφερε να
ξεφύγει από τους φύλακές του. Προσπάθησε
να φύγει από την Πόλη. Μαζί του είχε την
γυναίκα του, την Άννα Αγγελίνα, που ήταν
κόρη του φυγάδα και πρώην αυτοκράτορα
Αλέξιου Γ’. Με άκρα μυστικότητα και με
τη βοήθεια κάποιων
πιστών του φίλων, ο Λάσκαρης έφτασε στο
λιμάνι του Ιουλιανού.
Είδε ότι φυλασσόταν πολύ καλά. Προχώρησε
ως το γειτονικό λιμάνι του Κοντοσκάλιου
και είδε ότι τα μέτρα εδώ ήταν πολύ
υποτονικά. Προσπάθησε να χωθεί σε ένα
πλοίο για να κρυφτεί, με την ελπίδα ότι
θα κατάφερνε να φύγει από την Πόλη. Είχε
μαζί του χρυσό, κοσμήματα κι αργυρά
νομίσματα για να δώσει στον ιδιοκτήτη
του πλοίου αν χρειαζόταν. Εκείνη τη
στιγμή είδε μια εμπορική δικάταρτη
σαχτούρα. Του φάνηκε πιο κατάλληλο
κατάλυμα για να βγάλει τη βραδιά. Ίσως
ο πλοιοκτήτης του να τον έβγαζε κι από
την Πόλη. Χωρίς άλλη σκέψη ο Λάσκαρης
και η γυναίκα του κρύφτηκαν κάτω από
κάτι καραβόπανα και περίμεναν.
«Θα
περάσουμε εδώ το βράδυ; Δεν
είναι επικίνδυνα;» τον ρώτησε
περίεργη κι ανήσυχη η Άννα Αγγελίνα.
«Δεν
έχουμε που να πάμε Άννα» της
είπε εκείνος. «Όλα τα γνωστά μέρη
είναι επικίνδυνα. Θα
αρχίσουν να με ψάχνουν μόλις
αντιληφθούν ότι δεν βρίσκομαι στο κελί
μου.»
«Και
πότε υπολογίζεις να το διαπιστώσουν;»
«Το
πρωί. Απ’ τα χαράματα θα το καταλάβουν.»
«Αν
πηγαίναμε στο εξοχικό μας;»
«Το
ξέρουν και θα πάνε αμέσως εκεί.»
«Στης
μητέρας μου, Στους Καματηρούς; Ο
Πατριάρχης; Μήπως να μας έκρυβε μέχρι
να ηρεμήσει η κατάσταση;»
«Όχι,
Άννα, δεν γίνεται. Μόνο
να φύγουμε απ’ την Πόλη μπορούμε.
Δεν είδες τι τομάρι είναι ο εξάδελφός
σου ο Αλέξιος; Δεν λογαριάζει τους
Ρωμαίους παρά μόνο σαν σκουπίδια!
Παίζεται το κεφάλι μου όσο μένω εδώ. Θα
βάλει να με ψάξουν κι όταν με βρει θα
μου βγάλει τα μάτια!»
Ο
Θεόδωρος Λάσκαρης ήταν γενναίος και
πολύ ικανός αξιωματικός. Στη μάχη με
τους σταυροφόρους είχε διακριθεί κι
είχε κρατήσει σταθερά και εύκολα τη
θέση του. Τώρα, όμως, ήταν μόνος του
απέναντι στην αυτοκρατορική φρουρά.
Δεν είχε ελπίδες
όσο βρισκόταν ακόμη στην
Κωνσταντινούπολη. Έπρεπε να φύγει
το ταχύτερο δυνατόν κι ήξερε που θα
έπρεπε να πάει. Στην απέναντι ακτή της
Προποντίδας, στη Νίκαια και στην Προύσα.
Εκεί είχε δύναμη η οικογένειά του.
«Αν
μείνεις εδώ ίσως να χρειαστείς όταν θα
πέφτει ο Αλέξιος» του είπε
εκείνη.
«Θα
αργήσει να πέσει. Έχει μαζί του
τους Φράγκους έχει και τον γερο-Δάνδολο.
Δεν θα μπορέσουμε να αντέξουμε
τόσο χρόνο κρυμμένοι.»
«Αγκάλιασέ
με» του ζήτησε εκείνη. Κόλλησε
πάνω του. «Πρώτη φορά στη ζωή μου
νιώθω κυνηγημένη.»
Σκεπάστηκαν
κάπως καλύτερα με το καραβόπανο.
«Κουράγιο
καλή μου» της είπε αυτός. «Θα
βρούμε το πρωί μια λύση, εντάξει;»
Για
την Άννα Αγγελίνα ο Θεόδωρος ήταν ο
δεύτερος σύζυγος. Όταν ήταν πολύ μικρή,
την είχαν παντρέψει με τον σεβαστοκράτορα
Ισαάκ Κομνηνό. Ήταν γιος του αυτοκράτορα
Μανουήλ Κομνηνού. Αυτός όμως πέθανε
νέος, πριν από επτά χρόνια, όταν έπεσε
στα χέρια των εχθρών. Ήταν μια εξέγερση
Βουλγάρων και Βλάχων που είχε πάει για
να την καταστείλει και τον σκότωσαν.
Είχε προλάβει να αποκτήσει μαζί του μια
κόρη, την Θεοδώρα Αγγελίνα. Την είχαν
παντρέψει εδώ και πέντε χρόνια με ένα
Βούλγαρο Ηγεμόνα. Η ίδια θα έμενε χήρα
ή θα την έστελναν νύφη σε κανένα βάρβαρο
ηγεμόνα αν δεν ήταν ο Θεόδωρος. Της
πρότεινε γάμο κι η Άννα το θεώρησε μεγάλη
τύχη. Της είπαν, βέβαια, οι καλοθελητές
ότι την ήθελε μόνο και μόνο για να γίνει
γαμπρός του βασιλιά του Αλέξιου του Γ’.
Δεν νοιάστηκε για τις διαδόσεις και
πήρε τον ωραίο, δυνατό και γεμάτο
προοπτικές νεαρό. Της άρεσε και, όπως
είχε εύκολα αντιληφθεί, του άρεσε κι
αυτή. Τώρα, η Άννα Αγγελίνα ήταν εικοσιεπτά
χρονών κι ο Θεόδωρος ήταν ένα χρόνο
μεγαλύτερός της.
Μετά
την ξαφνική φυγή του αυτοκράτορα πατέρα
της, εκείνη είχε μείνει σταθερά στο πλάι
του άντρα της. Κόντεψε να σκοτώσει έναν
από τους Βαράγγους που είχαν έρθει για
να τον πάρουν. Όρμισε με κουζινομάχαιρο
στον πρώτο που βρέθηκε μπροστά της και
τον τραυμάτισε στο αυτί. Έπεσαν πάνω
της τρεις Βαράγγοι και την ακινητοποίησαν.
Ήταν έξαλλη που τον ταλαιπωρούσαν μόνο
και μόνο γιατί ήταν δικός της άντρας,
γαμπρός του φυγά Βασιλιά. Ο εξάδελφός
της όμως Αλέξιος Δ’ ήξερε ότι έπρεπε
να εξοντώσει τους συγγενείς και φίλους
του θείου του. Ο Λάσκαρης δεν μπορούσε
να τριγυρνάει ελεύθερος. Τον έπιασαν
και τον έριξαν σε μια υγρή κι ανήλιαγη
φυλακή. Θα τον εξόντωναν, βγάζοντάς του
τα μάτια, αν δεν πλήρωνε εκείνη καλά
κάποιους για να τον φυγαδεύσουν.
Σπίτι,
βέβαια, δεν μπορούσαν να μείνουν και
φρόντισαν να το σκάσουν από τη Βασιλεύουσα.
Ο Θεόδωρο φόρεσε μια στολή χωρίς
φανταχτερά διάσημα κι εκείνη φόρεσε
κάτι που δεν έμοιαζε αρχοντικό. Πήραν
χρήματα και κοσμήματα μαζί τους κι
έφυγαν κρυφά με ένα άλογο προς τη νότια
πλευρά της Πόλης. Εκεί τα λιμάνια ήταν
ελεύθερα από τους Βενετούς. Έτσι έφτασαν
στο Κοντοσκάλιο, έδεσαν το άλογο σε ένα
στάβλο και κρύφτηκαν σε ένα πλοίο για
να περάσουν τη νύχτα. Αν και κατακαλόκαιρο,
η υγρασία τούς περόνιαζε. Κοιμήθηκαν
και ξεκουράστηκαν κάπως. Ξαφνιάστηκαν
όταν κάποιος τράβηξε το καραβόπανο το
πρωί και τους αποκάλυψε. Κράδαινε ένα
σπαθί απειλητικά προς το μέρος τους.
«Ποιοι
είστε εσείς;» τους ρώτησε θυμωμένα.
«Κράτα
μακριά το σπαθί σου» είπε
χωρίς να φοβηθεί ο Λάσκαρης, αλλά, ένιωσε
και τα κόκαλά του να πονούν.
«Μη
κουνιέσαι» είπε ο άγνωστος. Έσπρωξε
τη μύτη του σπαθιού πιο κοντά στον λαιμό
του Θεόδωρου κι αγριοκοίταξε την γυναίκα.
«Τι δουλειά έχετε οι δυο σας στο
πλοίο μου;»
**********************************
αύριο η συνέχεια