Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

14 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 14η

Δυο αυτοκράτορες σήμερα για το Γ' και το Δ' μέρος του 4ου κεφαλαίου.
Είμαστε στο 1203 μΧ. Οι σταυροφόροι έχουν φτάσει έξω από τα τείχη της Πόλης. Ο Αλέξιος Γ', ανάξιος αυτοκράτορας το σκάει σαν κλέφτης κι ο Αλέξιος Δ', άλλος ανάξιος, έρχεται σαν κλέφτης. Η Πόλη ρίχνει μόνη της τα τείχη της και παύει να είναι πια απόρθητη. Η τύχη των Ρωμιών στα χέρια ανάξιων διαδόχων της δυναστείας των Αγγέλων.
************************


Γ’:   Ο ΑΛΕΞΙΟΣ Γ’

Οι μέρες αυτές που έμειναν στο αρχοντικό του Χωνιάτη ήταν γεμάτες ένταση. Οι σταυροφόροι πίεζαν τον αυτοκράτορα να παραιτηθεί υπέρ του ανιψιού του. Εκείνος είχε στυλώσει τα πόδια και δεν υποχωρούσε. Στην κόντρα του με τους Λατίνους θα είχε τον λαό μαζί του και αν αμυνόταν θα εξαντλούσε τους πολιορκητές. Το πρόβλημα βέβαια ήταν ότι δεν είχε ναυτικές δυνάμεις με αποτέλεσμα να είναι αποκλεισμένος στα τείχη. Δεν περίμενε ενισχύσεις από πουθενά, σε άντρες ή πολεμοφόδια ή τρόφιμα. Βέβαια, η Κωνσταντινούπολη είχε στις αποθήκες της τροφές κι εφόδια για να αντέξει σε μια μακρόχρονη πολιορκία. Τα νότια λιμάνια της ήταν ελεύθερα, όμως η πίεση εντεινόταν και δεν ήξερε για πόσο καιρό θα τον ανεχόταν ο λαός. Πιο πολύ από τους έξω φοβόταν τους μέσα. Αν ξεσπούσε επανάσταση, τότε θα έχανε όχι μόνο τους τίτλους και την περιουσία του αλλά και την ίδια τη ζωή του.
Ο Νικηφόρος βρέθηκε πολύ κοντά στον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ’. Ο Νικήτας τον εφοδίασε με ένα έγγραφο που τον όριζε σαν “βοηθό χρονογράφο”. Με αυτό, ο Νικηφόρος ήταν πλέον έμπιστος της Αυλής. Ο Χωνιάτης έδωσε προσωπικές εγγυήσεις κι ο Νικηφόρος μπορούσε να βρίσκεται στα τείχη όταν γίνονταν μάχες. Μπορούσε να μιλά με αξιωματούχους του κράτους και στρατιώτες. Μπορούσε ακόμα να παραβρίσκεται κοντά στον αυτοκράτορα και τη συνοδεία του όταν εκείνος κινείτο δημόσια. Ήταν ο γραφέας που κρατούσε σημειώσεις για λογαριασμό του Αρχιχρονογράφου Νικήτα Χωνιάτη. Μάζευε πληροφορίες για γράφει το χρονικό του. Έτσι, ήταν μάρτυρας της μεγάλης επίθεσης που εξαπέλυσαν οι σταυροφόροι στις 17 Ιουλίου του 2003. Επί έντεκα μέρες η πόλη βρισκόταν υπό πολιορκία αλλά οι εχθροπραξίες είχαν βαλτώσει.
Η επίθεση εκδηλώθηκε στο βόρειο μέρος του τείχους, στη Βλαχέρνα τα χαράματα. Εκεί την Πόλη υπερασπίζονταν Βαράγγοι, ξανθοί γίγαντες από την Αγγλία, τη Σκανδιναβία και τη Ρωσία. Είχαν βαριά όπλα κι ήταν ατρόμητοι στις μάχες. Μαζί τους βέβαια υπήρχαν και Ρωμιοί στρατιώτες και τοξότες. Οι Φράγκοι έπεσαν με πολλή ορμή και στην αρχή προχώρησαν κι είχαν επιτυχίες. Αυτές τους έδωσαν πρόσθετο θάρρος, αλλά, μετά σταμάτησαν καθώς συνάντησαν την επιτυχημένη άμυνα των Βαράγγων. Όχι μόνο αναχαιτίστηκαν αλλά οι αμυνόμενοι αντεπιτέθηκαν. Οι Φράγκοι αιφνιδιάστηκαν από την σφοδρή αντεπίθεση κι υποχώρησαν
Πιο ανατολικά, στο Πετρίον, που ήταν στον Κεράτιο Κόλπο, συγκεντρώθηκαν οι Βενετοί. Επιχείρησαν να μπουν μέσα σηκώνοντας μεγάλες σκάλες και πετώντας τα σχοινιά τους στις πολεμίστρες. Η άμυνα στο σημείο αυτό δεν ήταν πολύ δυνατή κι οι Βενετοί κατάφεραν να περάσουν το πρώτο τείχος. Για λίγο μπήκαν μέσα στην πόλη αλλά οι αμυνόμενοι τους σταμάτησαν κι άρχισαν να τους καταδιώκουν. Παγιδεύτηκαν, φοβήθηκαν ότι θα εξολοθρευτούν και, για να γλιτώσουν, άναψαν φωτιά. Η φωτιά εξελίχτηκε σε μια μεγάλη πυρκαγιά καθώς ο αέρας την άπλωσε και στις κατοικίες. Καίγονταν σπίτια και πολεμίστρες και αποθήκες και δέντρα. Οι καπνοί σκέπασαν το δυτικό μέρος της πόλης κι έκρυψαν τον ήλιο. Η μεγάλη πυρκαγιά που σάρωνε τα πάντα προκάλεσε πανικό μέσα στην Βασιλεύουσα. Οι Βενετοί κατάφεραν να κρατήσουν εικοσιπέντε πύργους πάνω στο τείχος. Τα τείχη όμως ήταν διπλά κι η φωτιά πολύ δυνατή κι απλωνόταν όχι μόνο στην πόλη αλλά και προς τους Ενετούς. Πλησίαζε πια μεσημέρι και η μάχη στο Πετρίον είχε βαλτώσει. Οι Βενετοί δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν άλλο ή να ανοίξουν κάποια πύλη.
Ο Νικηφόρος κατέγραψε τα πάντα στο μυαλό του, πήρε και πληροφορίες από στρατιώτες που βρίσκονταν στα τείχη. Είχε πληροφορίες κι από τους Βαράγγους κι έτσι έγραψε ένα σημείωμα γεμάτο πόλεμο κι αίμα. Ο Νικήτας ενθουσιάστηκε και του είπε να ξαναπάει στην πρώτη γραμμή. Του έδωσε και μια άδεια να μπορέσει να σταθεί δίπλα στον Βασιλιά.
«Ο Αλέξιος θα βγει να τους αντιμετωπίσει ο ίδιος, αυτό έμαθα» είπε ο Χωνιάτης.
«Και θα να σταθώ δίπλα του;» απόρησε ο Νικηφόρος.
«Θα είναι σαν να στέκομαι εγώ εκεί, θέλει να γράψω τον θρίαμβό του!»
«Κι αν χάσει; Πώς ξέρει ότι θα νικήσει;»
«Αν πίστευε ότι μπορεί και να χάσει δεν θα έβγαινε» είπε ο Χωνιάτης. «Αυτός ο Βασιλιάς είναι πολύ δειλός για να αντέξει μια ήττα. Είναι σίγουρος ότι θα νικήσει!»
Το θέαμα του αυτοκρατορικού στρατού που βγήκε έξω από την Κωνσταντινούπολη ήταν εντυπωσιακό. Πέρασε από την Πύλη των Βλαχερνών με τρόπο επιβλητικό. Πέρασαν για να ευλογηθούν από τον Ναό του Πέτρου και του Μάρκου και από την Θεοτόκο. Υπήρχαν οι βόρειοι Δανοί, Άγγλοι και Ρώσοι, οι Βαλκάνιοι Κουμάνοι, Βλάχοι, Σέρβοι, Βούλγαροι κι οι Ρωμιοί. Ακόμα και Τούρκοι και Σαρακηνοί ήταν εκεί. Συγκροτούσαν όλοι αυτοί ένα πολύ ισχυρό μισθοφορικό στρατό. Παρέλασαν προς την Πύλη της Βλαχέρνας για να εξολοθρεύσουν το σώμα των σταυροφόρων που απειλούσε την Πόλη. Ήταν ένας μεγάλος σε πλήθος στρατός, μεγαλύτερος από εκείνον πολιορκητών και δεν είχε τίποτε να φοβηθεί. Ιππείς, τοξότες, καταφρακτάριοι και πεζικάριοι κινούνταν με πλήρη έλεγχο και τάξη. Έκθαμβος έμεινε ο Νικηφόρος από την δύναμη του ρωμαϊκού στρατού, που δεν την φανταζόταν τόσο μεγάλη. Κρατούσε σημειώσεις κι ήταν πολύ κοντά στον βασιλιά. Ο Αλέξιος Γ’ είχε τον βοηθό του Χωνιάτη δίπλα του για να δει την δύναμη και να καταγράψει τον θρίαμβό του.
Το απόγευμα οι δύο στρατοί βρίσκονταν παραταγμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον, Μια σπίθα, ένα σύνθημα αρκούσε για να ανάψει η φωτιά. Η αναλογία των στρατευμάτων ήταν τρία προς ένα, έξι Ρωμαίοι για έναν Φράγκο κι έναν Βενετό. Κι όμως, ο Αλέξιος Γ’, ντυμένος με την αστραφτερή στολή, δίσταζε να δώσει το σύνθημα της επίθεσης. Φορούσε τον πορφυρό αυτοκρατορικό χιτώνα και τα κόκκινα σανδάλια, τα γεμάτα με πολύτιμους λίθους και χρυσάφι, Φορούσε τα διάσημα μεγάλων αυτοκρατόρων, αλλά, δεν φερόταν ανάλογα.
Οι αρχηγοί του στρατού αδημονούσαν. Ήταν ο Βρανάς, ο Κοντοστέφανος, ο Παλαιολόγος, οι αδελφοί Λάσκαρη, ο Θαλασσινός, ο Μαυροδούκας, ο Πετραλείφας. Όλοι περίμεναν τον αυτοκράτορα να δώσει την εντολή για να αρχίσει η μάχη. Η μέρα κρατούσε πολύ αυτό τον καιρό αλλά και πάλι η έναρξη της μάχης δεν μπορούσε να αργήσει. Πριν το βράδυ όλα θα είχαν ξεκαθαρίσει. Ένας από τους δυο αντιπάλους θα ήταν νικητής στον πιο ένδοξο και ιστορικό θρόνο της οικουμένης. Ο Νικηφόρος παρατηρούσε τον βασιλιά. Έμπαινε κι έβγαινε σε μια πρόχειρη σκηνή που του είχαν στήσει σαν στρατηγείο για να βλέπει την εξέλιξη της μάχης. Από εκεί θα κατέστρωνε τα σχέδια. Ήταν πολύ σκεπτικός και προβληματισμένος. Δυο τρεις φορές καβάλησε το ντυμένο με χρυσά στολίδια και χαλινάρια άλογό του. Έβαλε την χρυσή περικεφαλαία του και τα διάσημα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του ιδρυτή της Βασιλεύουσας. Ετοιμάστηκε να δώσει το σύνθημα.
Προς μεγάλη έκπληξη του Νικηφόρου, το σύνθημα δεν δόθηκε ποτέ. Ο Αλέξιος Γ’, βασιλιάς της Ρωμανίας, δίστασε κι έκανε πίσω. Όταν ο ήλιος χαμήλωσε στον ορίζοντα έγινε φανερό ότι δεν μπορούσε να ξεκινήσει η μάχη και να δοθεί στο σκοτάδι. Τότε ο αυτοκράτορας έδωσε επί τέλους το σύνθημα, μόνο, που δεν ήταν για επίθεση, αλλά, για υποχώρηση. Ανακουφισμένοι οι ηγέτες των προσκυνητών σταυροφόρων δέχτηκαν έκπληκτοι το θείο δώρο. Τον άφησαν να φύγει με τάξη και πειθαρχία όπως είχε έρθει και είχε σταθεί απέναντί τους. Τον άφησαν να ξανακλειστεί στα τείχη της πόλης. Είπαν μεταξύ τους ότι δεν έπρεπε να τον αφήσουν να ξαναβγεί. Στο ανοιχτό πεδίο μάχης, ο πολύ μεγαλύτερος στρατός του θα είχε το πλεονέκτημα. Δεν χρειάστηκε όμως να πάρουν μέτρα. Ο Αλέξιος Αλέξιος Δ', εκείνο το βράδυ είχε άλλα πράγματα να κάνει.


Δ’:    Ο ΑΛΕΞΙΟΣ Δ’

«Μου λες αλήθεια;» απόρησε ο Νικήτας, είναι απίστευτο αυτό που μου λες!
«Είναι έτσι ακριβώς όπως σας τα λέω, κυρ Νικήτα.»
«Ο αυτοκράτορας παράτησε την Πόλη, τον λαό και τα απαραβίαστα τείχη κι έφυγε κρυφά σαν κλέφτης; Μετά από τέτοια επίδειξη δύναμης; Τι φοβήθηκε; Είναι δυνατόν να έχει συμβεί αυτό που μου λες;»
«Το είδα με τα μάτια μου. Αν δεν το έβλεπα δεν θα το πίστευα!»
Ο Χωνιάτης δεν μπορούσε να χωνέψει ότι ένας βασιλιάς το έβαζε στα πόδια. Όλα τα περίμενε από τον Αλέξιο τον γιο του Ισαάκιου εκτός από αυτό.
«Έφυγε από την θάλασσα. Λένε πως πηγαίνει στην Αδριανούπολη και πως έχει σκοπό να ξαναφτιάξει στρατό και να επιστρέψει.»
«Ψέματα! Αυτός τρέχει τώρα να βρει που να κρυφτεί» είπε ο Νικήτας. «Όμως τι έγινε με την οικογένειά του, με το στέμμα του; Τα άφησε όλα πίσω;»
«Πέρασε πρώτα από το θησαυροφυλάκιο. Σήκωσε ό,τι χρυσαφικό και πολύτιμους λίθους μπορούσε να κουβαλήσει κι έφυγε. Όσο δεν δούλεψε για την άμυνα της πόλης, δούλεψε για να μαζέψει τον χρυσό! Πήρε μαζί του το στέμμα, τη ράβδο, το ξίφος και τα διάσημα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έφυγε σαν τον κλέφτη από την πίσω πόρτα πριν να τον καταλάβει η αυτοκρατόρισσα η Ευφροσύνη!»
«Η αυτοκρατόρισσα είναι γυναίκα που το λέει η ψυχή της. Τον περιφρονούσε και τον έβριζε που ήταν δειλός. Αν τον έπαιρνε χαμπάρι θα προτιμούσε να τον σκοτώσει παρά να τον αφήσει να το σκάσει!» είπε ο Νικήτας.
«Μα τι φοβήθηκε;» απόρησε ο Νικηφόρος. «Έχει πολύ περισσότερο στρατό και τείχη άπαρτα. Αν φοβόταν ας έμενε μέσα απ’ τα τείχη. Κανείς δεν μπορεί να τα εκπορθήσει.»
«Ίσως φοβήθηκε καμιά προδοσία» είπε ο Νικήτας. «Όσο το σκέφτομαι όμως, νομίζω πως πιο πολύ φοβήθηκε τις ζημιές απ’ την πυρκαγιά. Όλοι οι άστεγοι θα κάνανε κόμμα εναντίον του και θα άρχιζε μια εξέγερση. Αυτήν δεν θα μπορούσε να την αντιμετωπίσει.»
«Τώρα; Τι θα γίνει τώρα;» αναρωτήθηκε ο Νικηφόρος.
«Τώρα θα ανοίξουν οι Πύλες και να τις διαβεί ανιψιός του, μεγάλος θριαμβευτής. Θα πάει να πάρει τον πατέρα του από τις φυλακές και θα στεφθούν συναυτοκράτορες και οι δυο, Αλέξιος Δ’ και Ισάακιος Β’, οι εκλεκτοί των Λατίνων στην υπηρεσία του Πάπα.»
«Θα λάβουν μέρος στην σταυροφορία κι αυτοί;»
«Δεν πιστεύω» είπε ο Νικήτας. «Τους ξέρω καλά όλους αυτούς που διψούν για εξουσία. Υπόσχονται τα πάντα μέχρι να την αποκτήσουν, αλλά, μετά τα ξεχνούν όλα.»
«Μα έχει δώσει υποσχέσεις. Πώς θα τις αναιρέσει;»
«Θα προσπαθήσει να τους κρατήσει έξω από την Πόλη. Θα τους διώξει όσο πιο γρήγορα μπορεί προς τα Ιεροσόλυμα. Γνωρίζει πως όσο θα τους έχει έξω από τα τείχη θα είναι ένας βασιλιάς υπό προθεσμία και κηδεμονία. Θα του ζητάνε όλο και περισσότερα μέχρι που δεν θα έχει πια τι να τους δώσει. Τότε θα μπουν στην Πόλη μόνοι τους. Δυστυχώς αυτή θα είναι η εξέλιξη από εδώ και πέρα αφού ο δειλός Αλέξιος παράτησε την Πόλη και το έσκασε.»
«Νομίζω πως έχετε δίκιο, κυρ Νικήτα.»
«Το κακό με τον άμυαλο νεαρό και τον πατέρα του είναι ότι δεν θα κρατήσουν τους Λατίνους έξω από τα τείχη. Βλέπεις, αυτοί τώρα δεν είναι εχθροί, αλλά, σύμμαχοι και προστάτες. Θα τους ανοίξουν λοιπόν τις Πύλες και θα τους βάλουν μέσα στο παλάτι. Οι σταυροφόροι θα είναι από εδώ και πέρα οι στενοί τους συνεταίροι τους στην εξουσία! Αλλοίμονο μας! Δυστυχώς, προβλέπω να έρχονται μέρες κατάμαυρες για τη Βασιλεύουσα, βλέπω μόνο καταστροφές!»
«Εσείς κυρ-Νικήτα, θα αντιμετωπίσετε προβλήματα προσωπικά με τον καινούριο αυτοκράτορα; Θα θελήσει να σας εκδικηθεί;»
«Δεν νομίζω ότι έχω φόβο εγώ» είπε. «Εμένα, απλά, θα με πάψει από Λογοθέτη. Κάποιοι άρχοντες που πρόδωσαν τον πατέρα του, όμως, θα περάσουν άσχημα με την νέα κατάσταση. Θα θελήσει να τους εκδικηθεί.»
«Έρχονται, λοιπόν, πολύ δύσκολες μέρες, ε;»
Ο Χωνιάτης είχε δίκιο, έγιναν όπως τα είχε προβλέψει. Ο Αλέξιος Δ’ μπήκε στην Κωνσταντινούπολη θριαμβευτικά από τα τείχη του Γαλατά στις 18 Ιουλίου. Δυο εβδομάδες μετά, ανακηρύχτηκε συναυτοκράτορας με τον τυφλό πατέρα του Ισαάκιο. Πρώτη δουλειά του ανιψιού ήταν να κυνηγήσει φίλους και συγγενείς του σφετεριστή θείου του και να τους φυλακίσει. Άλλους τους τύφλωσε, άλλους τους μαστίγωσε κι άλλους τους έκλεισε σε υγρά κελιά. Σίγουρα, πάντως, φρόντισε επιμελώς να εξαφανίσει κάθε αντίθετη φωνή. Φυλάκισε τους αδελφούς Κωνσταντίνο και Θεόδωρο Λάσκαρη κι άλλους ευγενείς. Ήταν παράξενο το ότι άφησε ελεύθερο τον, φιλοξενούμενο φίλο των Λασκαραίων, Γιγιαθαντίν Καϊχοσρόη. Σαν προστατευόμενος του φυγάδα Αλέξιου Γ’ θα έπρεπε να έχει φυλακιστεί από τους πρώτους. Κανείς όμως δεν ήξερε τους ισχυρούς δεσμούς που έδεναν τον νέο βασιλιά Αλέξιο Δ’ με τον Καϊχοσρόη. Κανείς δεν γνώριζε ότι ήταν οι εκλεκτοί για τη διαδοχή του Ιερέα Ιωάννη και της Ερμητικής Συνωμοσίας.
Ο Αλέξιος Δ’ ετοίμασε αμέσως ένα μεικτό στράτευμα, από Ρωμαίους και Φράγκους. Ήθελε να κυνηγήσει τον θείο του που κατέφυγε στην Αδριανούπολη. Ειχε όμως κι έναν ακόμη λόγο γι αυτή την εκστρατεία. Ο νεαρός ένιωθε την ανάγκη να τον δεχτούν κάποιες πόλεις σαν αυτοκράτορα. Ήθελε να τού αποδώσουν τιμές για να αισθανθεί πως, επάξια, βρισκόταν στον θρόνο του. Είχε ανάγκη να επιβεβαιώσει την δύναμή του και να δείξει πως μπορούσε να ελέγχει το κράτος του. Μόνο έτσι θα μπορούσε να συγκεντρώσει χρήματα για τις απίστευτες απαιτήσεις που είχαν οι προσκυνητές. Αυτός κι ο πατέρας του ήταν καταχρεωμένοι.
Τις πρώτες εκείνες μέρες ανησύχησε κι ο Νικήτας. Σαν λογοθέτης και σύμβουλος του έκπτωτου Αλέξιου μπορούσε να υποστεί κι αυτός κάποιες συνέπειες. Τελικά, όπως εξάλλου το είχε προβλέψει, ο νέος αυτοκράτορας δεν τον πείραξε. Έχασε τα αξιώματά του αλλά δεν φυλακίστηκε, δεν τιμωρήθηκε. Μαζί του γλίτωσε από τυχόν περιπέτειες και ο Νικηφόρος. Δεν είπε σε κανέναν ότι βρισκόταν δίπλα στον έκπτωτο Αλέξιο Γ’ την τελευταία μέρα της βασιλείας του. Η Ευανθία και η Ζωή τα χρειάστηκαν κι αυτές με όλη την αναστάτωση και τις μάχες. Ο Ζήσιμος έμεινε χωρίς μνημόσυνο στον τάφο του στα εννιάμερα της κηδείας του. Το μνημόσυνο του έγινε σε ένα εκκλησάκι στη γειτονιά του Χωνιάτη.
Ο Νικηφόρος πηγαινοερχόταν στο σπίτι του Νικήτα κι έκανε συζητήσεις με διάφορους αξιωματούχους. Μιλούσε πότε με γραφιάδες, πότε με στρατιωτικούς και πότε με ιερείς για τα γεγονότα. Οι Λατίνοι ήθελαν να τηρήσει ο νέος Βασιλιάς τις υποσχέσεις του. Του ζητούσαν να περάσει η αυτοκρατορία στη σωστή πίστη των Καθολικών. Έπρεπε να μαζευτούν φόροι από όλη την επικράτεια για να πληρωθούν τα χρέη στους αρχηγούς και τους «προσκυνητές». Όλοι αυτοί που είχαν έρθει μέχρι εδώ θαμπωμένοι από τα λάφυρα που θα κατακτούσαν, τα έβλεπαν τώρα μπροστά τους. Έμπαιναν κι έβγαιναν στην Πόλη άνετα κι ελεύθερα. Έβλεπαν τα κειμήλια, τα πετράδια και τα χρυσάφια κι ανυπομονούσαν για τη στιγμή που θα γίνονταν δικά τους. Κατ’ απαίτησή τους ο Αλέξιος γκρέμισε ένα μέρος του τείχους. Ήθελε να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, η πόλη όμως έπαψε πια να είναι απόρθητη. Οι Σταυροφόροι του επέβαλαν το δίκιο τους. Η Βασιλεύουσα θα ήταν πια εντελώς απροστάτευτη σε περίπτωση που ο αυτοκράτορας αποφάσιζε να τους ξεγελάσει. Ήταν απόλυτα εξευτελιστικό να του φέρονται έτσι μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ο λαός όλα αυτά δεν τα έβλεπε με καλό μάτι αλλά δεν μπορούσε και να αντιδράσει.
«Αυτός έχει κατεβάσει τα βρακιά» έλεγαν.
«Καλύτερος ήταν ο Αλέξιος Δ'.»
«Άτιμος προδότης ήταν. Μόνο τον εαυτό του κοίταξε.»
«Το έσκασε αντί να τους διώξει. Καλός κι αυτός!»
Ο Νικηφόρος συνάντησε και τα αδέλφια ντ’ Επινάκ που θέλησαν να πιουν μαζί του ένα κρασί. Θα τον ευχαριστούσαν όχι μόνο για τη Ζάρα αλλά και για τη συμπεριφορά του στην επιδημία στο “Δήλος”. Δεν ήταν παράξενο που οι ντ’ Εποινάκ ένιωθαν σαν στο σπίτι τους. Οι Λατίνοι μπαινοέβγαιναν στην Κωνσταντινούπολη σαν “σύμμαχοι” όποτε και όπως ήθελαν. Πολλές φορές έρχονταν σε διαπληκτισμούς και διαμάχες με τους ντόπιους. Ο Ρομπέρ κι ο Φιλίπ βέβαια δεν είχαν έρθει για φασαρίες κι ο Νικηφόρος τους δέχτηκε ευχάριστα. Πήγε μαζί τους σε ένα καπηλειό για να πιουν, να διασκεδάσουν και να μάθει μερικά πράγματα από πρώτο χέρι. Παρήγγειλαν πιοτό και φαγητό και μίλησαν για όλα. Ο Νικηφόρος είδε ολοκάθαρα τη βουλιμία τους για τα πλούτη της Βασιλεύουσας.
«Δεν έχω δει άλλη πόλη τόσο μεγάλη και τόσο όμορφη. Πλούσια, γεμάτη με χρυσό και ασήμι» είπε ο Ρομπέρ.
«Κι είναι γεμάτη με κειμήλια παντού» παρατήρησε ο Φιλίπ. «Το ξέρεις πως με ένα μικρό κοκαλάκι Αγίου μπορεί να πλουτίσει ένα χωριό στη Γαλλία; Στήνει ένα προσκύνημα κι ένα πανηγύρι και ρέει το χρήμα ελεύθερα!»
«Εδώ, κοκαλάκια αγίων αλλά κι ολόκληρα σώματα και κάρες τα βρίσκεις παντού. Είναι γεμάτες οι εκκλησίες, ακόμα και τα νεκροταφεία!» συμφώνησε ο Ρομπέρ
«Υπάρχει παντού πολύ χρυσάφι και ασήμι. Κι είναι όλο εκτεθειμένο σε δημόσια μέρη» συνέχισε ο Φιλίπ.
Ήταν εντυπωσιασμένοι από τα πλούτη γύρω τους.
«Μια εκκλησία, η Αγιασοφιά, έχει τις κολώνες της όλες καλυμμένες με χρυσάφι» είπε ο Ρομπέρ με θαυμασμό. «Το φαντάζεσαι; Οι κολώνες είναι γεμάτες με χρυσό!»
«Ελπίζω να μην χρειαστεί, φίλοι μου, να πάρετε με το ζόρι αυτά που σας χρωστάνε. Ελπίζω να βρει, τελικά, τρόπο να σας ξεπληρώσει ο Αλέξιος» είπε ο Νικηφόρος.
«Πάντως στο στρατόπεδο όλοι ελπίζουν κι εύχονται να μην τα καταφέρει!»
«Ξέρω ότι είστε πολεμοχαρείς εσείς οι Φράγκοι. Γιατί όμως να προτιμήστε τον πόλεμο και τον κίνδυνο αντί για την ειρηνική διευθέτηση;» ρώτησε εύλογα ο Νικηφόρος.
«Γιατί αν ο αυτοκράτοράς σας ξεπληρώσει τα χρέη του θα κερδίσουν οι Βενετοί κι οι αρχηγοί της σταυροφορίας. Εμείς οι απλοί προσκυνητές θα μείνουμε με την όρεξη! Ενώ αλλιώς, αν η Πόλη κατακτηθεί, θα έχουμε τρεις μέρες να αρπάξουμε ό,τι προλάβουμε» είπε ο Ρομπέρ.
«Θα μπορείς κι εσύ, Νικηφόρε, να πάρεις ό,τι θέλεις. Είσαι μέλος της σταυροφορίας κι εσύ» του θύμισε ο Φιλίπ.
«Ελπίζω να μην χρειαστεί πολιορκία και κατάληψη» είπε ο Νικηφόρος. «Είδα τι έγινε στη Ζάρα και τρόμαξε η ψυχή μου. Εξ άλλου, έχω φίλους μου εδώ, έχω και την κυρία Ευανθία με την κόρη της. Ανησυχώ για την τύχη τους.»
«Όποτε μιλάς, φίλε μου, για την “κόρη της Ευανθίας κοκκινίζεις» παρατήρησε ο Φιλίπ. «Σε είδαμε πώς την κοιτούσες και στο πλοίο. Λιώνεις γι αυτήν.»
«Έλα τώρα Φιλίπ ντ’ Επινάκ, τι είναι αυτά που λες; Αν κοκκίνισα θα φταίει το κρασί. Είμαι παντρεμένος.»
«Κι εγώ παντρεμένος είμαι» είπε ο Φιλίπ. «Χτες ήμουν στον Παράδεισο με μια Βουλγάρα που χορεύει στην ταβέρνα απέναντι από την Χρυσή Πύλη.»
«Κι εγώ πέρασα το ίδιο με μια Βλάχα, πιο ξανθιά κι από τις δικές μας τις Φράγκες» είπε ο Ρομπέρ. «Πού είναι το κακό, φίλε μου Γραικέ, να σε χτυπήσει κι εσένα ο έρωτας μιας θεάς μαυρομάλλας; Η Βουργουνδία είναι μακριά, αλλά, κι η Αθήνα είναι επίσης πολύ μακριά.»
«Ελάτε τώρα. Σας είπα. Είμαι παντρεμένος κι αγαπώ τη γυναίκα μου!»
********************************************************
Η συνέχεια αύριο